Calvino Fun Park: Τομέας «Αόρατες πόλεις»

«Και τι εί­ναι ο συγ­γρα­φέ­ας της Ου­λι­πό; Εί­ναι ένας πο­ντι­κός που μο­νά­χος του χτί­ζει το λα­βύ­ριν­θο από όπου προ­σπα­θεί να βγει»
(Από το «Μα­νι­φέ­στο» της Ου­λι­πό)

Από την έκθεση «Οι Αόρατες Πόλεις» στο Μουσείο της Μασαχουσέτης (2012-13)
Από την έκθεση «Οι Αόρατες Πόλεις» στο Μουσείο της Μασαχουσέτης (2012-13)

ΠΩΣ ΘΑ ΦΤΑ­ΣΕ­ΤΕ ΣΤΟ CALVINO FUN PARK


1. Θα συ­να­ντή­σε­τε τον Ζακ Ζουέ. Εί­ναι ο πορ­τιέ­ρης. Θα κό­ψει ει­σι­τή­ριο και θα σας πε­ρά­σει κά­τω από τις μπά­ρες «Γαλ­λι­κός κλα­σι­κι­σμός», Στην πο­ρεία θα σας ανα­λά­βει ο Καλ­βί­νο.

    «Στις 27 Ια­νουα­ρί­ου 1984 ο ΄Ιτα­λο Καλ­βί­νο συμ­με­τεί­χε στην ημε­ρή­σια διά­τα­ξη της Ου­λι­πό, για να μι­λή­σει για τον γαλ­λι­κό κλα­σι­κό κα­νό­να, γνω­στό ως νό­μο των τριών ενο­τή­των. Πρό­σε­ξα τό­τε, λί­γο σχη­μα­τι­κά, ότι ο Καλ­βί­νο αμ­φι­σβη­τού­σε την απο­τε­λε­σμα­τι­κό­τη­τα του εν λό­γω κα­νό­να στο όνο­μα του πε­πρω­μέ­νου της δι­ή­γη­σης: χρό­νος, τό­πος και δρά­ση πα­ρει­σφρέ­ουν κά­τω από τη φόρ­μα της δι­ή­γη­σης μέ­σα στη δι­ή­γη­ση […]. Ο Καλ­βί­νο πρό­τει­νε, αυ­τό εί­πε του­λά­χι­στον, να ξα­να­γρα­φτεί η Οδύσ­σεια σύμ­φω­να με τον κα­νό­να των τριών ενο­τή­των: Ο Οδυσ­σέ­ας δεν κου­νιέ­ται, οι πε­ρι­πέ­τειες έρ­χο­νται σε αυ­τόν. Και με­τά, περ­νώ­ντας σε άλ­λο θέ­μα, ορα­μα­τι­ζό­ταν να ξα­να­γρά­ψει τον Άμ­λετ ανά­πο­δα δια­τη­ρώ­ντας ακό­μα την ίδια ιστο­ρία».

    Αυ­τά έλε­γε τό­τε ο Ίτα­λο Καλ­βί­νο. Αντάρ­τι­κο σε όλα τα λο­γο­τε­χνι­κά πρέ­πει. Τα άκου­σα με τα ίδια μου τα αυ­τιά, εγώ, ο έτε­ρος ου­λι­πι­κός, ο Ζακ Ζουέ (Jacques Jouet) (έτσι για την ιστο­ρία, επι­τρέψ­τε μου να συ­στη­θώ: λί­γο μυ­θι­στο­ριο­γρά­φος, λί­γο θε­α­τρι­κός συγ­γρα­φέ­ας, μια στά­λα ποι­η­τής, πιο πο­λύ δο­κι­μιο­γρά­φος κι από σπό­ντα ει­κα­στι­κός). Τα έχω ξα­να­πεί βέ­βαια στο άρ­θρο μου «Ο Άν­θρω­πος του Καλ­βί­νο»[1] Δεν τον ξέ­ρε­τε τώ­ρα τον Ίτα­λο… Δαί­μο­νας. Άγ­γε­λος. Κου­βα­νός. Ή μή­πως Ιτα­λός; Μπο­ρεί και λί­γο από όλα.

    Προσ­δε­θεί­τε και μη στριγ­γλί­ζε­τε. Θα επι­χει­ρή­σω αντρέ.
    Στο μυα­λό του Ίτα­λο Καλ­βί­νο, φυ­σι­κά πού αλ­λού;

    2. Προ­σπε­ρά­στε τον κά­δο αχρή­στων «Λο­γο­τε­χνι­κές συμ­βά­σεις». Προ­σο­χή ένας κου­βα­νο-ιτα­λός πα­λα­βιά­ρης, ο Ίτα­λο Καλ­βί­νο δί­πλα στον κά­δο πα­ρα­μι­λά μό­νος του. Μι­σό, να ακού­σου­με τι λέ­ει:

    Κλα­σι­κι­σμός; Μπλιαξ. Αρι­στο­τε­λι­κή Ποι­η­τι­κή; Μπλιαξ Μπλιαξ. Αρ­χαιο­ελ­λη­νι­κή δρα­μα­τουρ­γία; Δεν αντέ­χω άλ­λο. Μας τε­λεί­ω­σε και η ανι­σορ­ρο­πία και η έντα­ση του μπα­ρόκ, και το απροσ­διό­ρι­στο, και η σύ­γκρου­ση και η κι­νη­τι­κό­τη­τά του. Όλα έγι­ναν σκό­νη, Επι­στρο­φή σε αυ­στη­ρούς κα­νό­νες. Στε­νός κορ­σές που τά­χα αντι­στοι­χεί σε γε­νι­κό­τε­ρους νό­μους. Όπου να΄ναι έρ­χο­νται και οι Καντ, Λοκ και Νεύ­τω­να με το μη­χα­νι­στι­κό κο­σμο­εί­δω­λό τους. Η λο­γο­τε­χνία και το θέ­α­τρο σε ανα­ζή­τη­ση της τά­ξης και της αρ­μο­νία: πλο­κή ορ­γα­νω­μέ­νη, ακο­λου­θεί πι­στά τη λο­γι­κή, από­λυ­τη αλ­λη­λου­χία συμ­βά­ντων, ηθο­ποιοί επί σκη­νής πο­τέ από τρεις, ενώ τη­ρεί­ται και απα­ρά­βα­τα η ενό­τη­τα δρά­σης, χώ­ρου, χρό­νου. Και να πεις ότι εκεί­νος ο bloody bastard ο Αρι­στο­τέ­λης τον θέ­σπι­σε αυ­τόν τον κα­νό­να των τριών ενο­τή­των και του έδω­σε χα­ρα­κτή­ρα επι­βε­βλη­μέ­νων επι­τα­γών; Το μό­νο που ζη­τού­σε ήταν μια μό­νο ενό­τη­τα, αυ­τήν του μύ­θου, δη­λα­δή, της πλο­κής, της δρά­σης. Αυ­τοί οι βρω­μο­γάλ­λοι δρα­μα­τουρ­γοί το τερ­μά­τι­σαν: μια μό­νο πλο­κή, κα­τά τη διάρ­κεια μιας μό­νο ημέ­ρας στον ίδιο χώ­ρο.[2]
    Non posso! Πα­λιο­κλα­σι­κού­ρες!

    3. Υπο­μο­νή. Λί­γες ακό­μα πλη­ρο­φο­ρί­ες για την ιστο­ρία της Ou.Li.Po από τον Ίτα­λο Καλ­βί­νο. Με­τά, γραμ­μή για το Καλ­βι­νο­πάρ­κο!

    Κα­νό­νας τριών ενο­τή­των, στα­θε­ρή μορ­φή για τα σο­νέ­τα κι ένα σω­ρό άλ­λες λο­γο­τε­χνι­κές συμ­βά­σεις, μέ­θο­δοι και κα­νό­νες. Τρί-χες κα-τσα-ρές! Για λο­γο­τε­χνία μι­λά­με όχι για μι­σο­τε­λειω­μέ­νο για­πί. Ού­τε για ορ­θο­γώ­νιο φέ­ρε­τρο. Ας εί­ναι κα­λά η ομά­δα μου, η Ου­λι­πό. Ναι, η Ου­λι­πό (Ou.​Li.​Po), το Ερ­γα­στή­ρι της Δυ­νη­τι­κής Λο­γο­τε­χνί­ας (από τα αρ­χι­κά των λέ­ξε­ων OUvroir de la LIttérature POtentielle), Την φτιά­ξα­νε το 1960, πρώ­τοι από όλους, ο Φραν­σουά Λε Λιο­νέ (François Le Lionnais) και ο Ρεϊ­μόν Κε­νώ (Reymond Queneau), όλοι τους μα­θη­μα­τι­κά μυα­λά, μια ομά­δα δη­μιουρ­γι­κής γρα­φής όπως θα λε­γα­τε εσεις σή­με­ρα, που έψα­χναν να ανα­νε­ώ­σουν τη λο­γο­τε­χνία πα­ντρεύ­ο­ντάς την με μα­θη­μα­τι­κές αρ­χές.

    Γρά­φει για μας η Χρι­στί­να Π. Φί­λη:[3]

    «Τρεις εί­ναι οι σκο­ποί της Ου­λι­πό: «α) Η ανα­κά­λυ­ψη νέ­ων δο­μών, οι οποί­ες θα μπο­ρούν να χρη­σι­μο­ποι­η­θούν από τους συγ­γρα­φείς με το δι­κό τους τρό­πο, β) Ο δεύ­τε­ρος ου­λι­πι­κός προ­ο­ρι­σμός (χω­ρίς φα­νε­ρούς δε­σμούς με τον πρώ­το) εί­ναι η έρευ­να των με­θό­δων των αυ­το­μά­των με­τα­σχη­μα­τι­σμών των κει­μέ­νων, π.χ. η μέ­θο­δος Ου­σια­στι­κό + 7, του Ζ. Λε­σκύρ (J. Lescure),[4] και γ) ίσως και το πιο εν­δια­φέ­ρον − η με­τα­τό­πι­ση, στον το­μέα των λέ­ξε­ων, εν­νοιών που ενυ­πάρ­χουν σε διά­φο­ρους κλά­δους των μα­θη­μα­τι­κών, όπως στη Γε­ω­με­τρία (ποι­ή­μα­τα εφα­πτό­με­να με­τα­ξύ τους, του Φ. Λε Λιο­νέ) ή στην Άλ­γε­βρα του Μπουλ (Boole), (εδώ έχου­με την το­μή δύο μυ­θι­στο­ρη­μά­των, του Ζ. Ντυ­σα­τό) (J. Duchateau) ή στην Άλ­γε­βρα (με την ει­σα­γω­γή πι­νά­κων πολ­λα­πλα­σια­σμού κει­μέ­νων του Ρ. Κε­νώ[5] − σ' αυ­τή την τά­ση βρί­σκε­ται η συν­δυα­στι­κή λο­γο­τε­χνία)». Και συ­νε­χί­ζει: «Η πλειο­ψη­φία των συγ­γρα­φέ­ων και των ανα­γνω­στών πι­στεύ­ει ότι οι στε­νά πε­ριο­ρι­στι­κές δο­μές, όπως π.χ. η ακρο­στοι­χία, η καρ­κι­νι­κή γρα­φή κ.ά., δεν εί­ναι πα­ρά μια ακρο­βα­σία, μια δια­σκέ­δα­ση στι­χο­πλο­κής, χω­ρίς κα­μιά πι­θα­νό­τη­τα συμ­με­το­χής σε αξιό­λο­γα έρ­γα. Στο άλ­λο άκρο βρί­σκε­ται η άρ­νη­ση κά­θε πε­ριο­ρι­σμού, όπως π.χ. η λο­γο­τε­χνία-κραυ­γή. Με­τα­ξύ των δύο αυ­τών άκρων υπάρ­χει μια ολό­κλη­ρη κλί­μα­κα δο­μών, πε­ρισ­σό­τε­ρο ή λι­γό­τε­ρο πε­ριο­ρι­στι­κών, που κα­λύ­πτει το εν­δια­φέ­ρον της Ου­λι­πό».

    Κο­μπλά­ρα­τε; Αυ­τοί εί­μα­στε εμείς. Οι πο­ντι­κοί της Ου­λι­πό. Μό­νοι μας χτί­ζου­με τον λα­βύ­ριν­θο από τον οποίο με­τά προ­σπα­θού­με να απο­δρά­σου­με! Χο­χο­χο. Τι πλά­κα!
    Για μέ­να, τον Ίτα­λο, οι δρό­μοι εί­ναι δύο: ο δρό­μος του φα­ντα­στι­κού-κω­μι­κού […] και της επι­στη­μο­νι­κής φα­ντα­σί­ας (γρά­φω Τα Κο­σμο­κω­μι­κά, Ταυ μη­δέν 1969) και ο δρό­μος της δια­πλο­κής των αφη­γη­μα­τι­κών επι­πέ­δων, της δια­πλο­κής, από μια άπο­ψη, μιας αφή­γη­σης πά­νω στην αφή­γη­ση.
    Ναι το ομο­λο­γώ, πά­ντα έτρε­φα κρυ­φό θαυ­μα­σμό για αυ­τήν την γριά αλε­πού, τον Μπόρ­χες.
    Κι έτσι μου προ­έ­κυ­ψαν οι Αό­ρα­τες Πό­λεις.



    4. Φτά­σα­με στην μα­γι­κή τέ­ντα του θε­μα­τι­κού πάρ­κου C
    ALVINO fun park. Προ­ω­θού­μα­στε στον το­μέα:

    §
    Ο Ι  Α Ο Ρ Α Τ Ε Σ  Π Ο Λ Ε Ι Σ
    §

    Κα­λώς τους, κα­λώς τους! Κα­λω­σο­ρί­σα­τε! Εδώ το κα­λό αφή­γη­μα, το προ­χώ, το πιο μη πα­ρα­δο­σια­κό, το πιο ευ­φά­ντα­στο, το πιο εξω­φρε­νι­κό. Δεν έχε­τε ξα­να­δια­βά­σει κά­τι τέ­τοιο. Αρ­θρω­τές, χα­λα­ρές, σαν πε­τρά­δια κε­ντη­μέ­να πά­νω στο δί­χτυ της αιώ­νιας λο­γο­τε­χνί­ας απλές αλ­λά και πο­λύ­τι­μες λά­μπουν οι πό­λεις μου. Ποιες εί­ναι; Μπο­ρεί­τε να τις γευ­τεί­τε για λί­γο. Με­τά εξα­φα­νί­ζο­νται. Σε όλη την πο­ρεία θα εί­μαι ο ξε­να­γός σας, εγώ, ο Ίτα­λο. Θα σας ξε­να­γή­σω στις πό­λεις έτσι όπως τις κα­τέ­βα­σα από την Βι­βλιο­θή­κη της Βα­βέλ, του Μπόρ­χες. Και όχι, δεν εί­μαι ψώ­νιο.
    Τι σας πε­ρι­μέ­νει:
    Ο Κου­μπλάι Χαν, αυ­το­κρά­το­ρας της Κί­νας και αρ­χη­γός των Ταρ­τά­ρων υπο­δέ­χε­ται κα­θη­με­ρι­νά ένα ετε­ρό­κλη­το πλή­θος απε­σταλ­μέ­νων, μα­ντα­το­φό­ρων κι επι­θε­ω­ρη­τών που του δί­νουν ανα­φο­ρά για τα τα­ξί­δια τους στις μα­κρι­νές επαρ­χί­ες της αυ­το­κρα­το­ρί­ας. Ανά­με­σά τους ο Μάρ­κο Πό­λο, βε­νε­τός τα­ξι­διώ­της, πε­ρι­γρά­φει το πλή­θος των πό­λε­ων που έχει επι­σκε­φθεί. Η επι­κοι­νω­νία ανά­με­σά τους αρ­χι­κά γί­νε­ται με νεύ­μα­τα και νο­ή­μα­τα. Οι πραγ­μα­τι­κές απο­στά­σεις που έχουν να δια­νύ­σουν οι δύο ήρω­ες δεν εί­ναι αυ­τές της αχα­νούς αυ­το­κρα­το­ρί­ας· η από­στα­ση βρί­σκε­ται στην κα­τά­στα­ση και την ψυ­χο­λο­γία τους. Η φα­ντα­σία απο­κα­θι­στά τα κε­νά. Πά­γιό αί­τη­μα η ελα­φρό­τη­τα και η απλό­τη­τα. Όσο ο Μάρ­κο Πό­λο κα­τα­κτά τη γλώσ­σα, απο­κα­θι­στά τον διερ­ρηγ­μέ­νο κώ­δι­κα επι­κοι­νω­νί­ας, ωστό­σο η ευ­χα­ρί­στη­ση και η φα­ντα­σία σι­γά σι­γά δί­νουν τη θέ­ση τους στην πο­λυ­πλο­κό­τη­τα
    Οι σύ­ντο­μοι διά­λο­γοι ανά­με­σα στον Κου­μπλάι Χαν και στο Μάρ­κο Πό­λο εναλ­λάσ­σο­νται με εξί­σου σύ­ντο­μες πε­ρι­γρα­φές πό­λε­ων. Ο Κου­μπλάι Χαν, με­λαγ­χο­λι­κός αυ­το­κρά­το­ρας, απο­γοη­τευ­μέ­νος από την επί­γνω­ση του αχα­νούς της αυ­το­κρα­το­ρί­ας του και την αδυ­να­μία γνώ­σης του για αυ­τήν, απο­λαμ­βά­νει αυ­τές τις πε­ρι­γρα­φές του Μάρ­κο Πό­λο, όχι όμως χω­ρίς επι­φύ­λα­ξη και σκε­πτι­κι­σμό.
    Η τα­ξι­διω­τι­κή ανα­φο­ρά του Μάρ­κο Πό­λο γί­νε­ται καμ­βάς πά­νω στον οποίο καρ­φι­τσώ­νο­νται οι σύ­ντο­μες πε­ρι­γρα­φές των φα­ντα­στι­κών πό­λε­ων. Ο Πό­λο τα­ξι­δεύ­ει κι επι­στρέ­φει με αφη­γή­σεις που ακρο­βα­τούν ανά­με­σα στην πραγ­μα­τι­κό­τη­τα και στην επι­νό­η­ση: ο αυ­το­κρά­το­ρας συ­χνά απο­φαί­νε­ται άμε­σα ή έμ­με­σα ότι οι πό­λεις εί­ναι απο­κυ­ή­μα­τα της φα­ντα­σί­ας του Πό­λο: «Οι πό­λεις σου δεν υπάρ­χουν. Ίσως να μην υπήρ­ξαν πο­τέ. Το σί­γου­ρο εί­ναι ότι δε θα υπάρ­ξουν πο­τέ. Για­τί βαυ­κα­λί­ζε­σαι με πα­ρή­γο­ρα πα­ρα­μύ­θια;»[6] Ωστό­σο ο Πό­λο φαί­νε­ται ότι εξε­ρευ­νά όλες τις κρυμ­μέ­νες πτυ­χές των πό­λε­ων. Μέ­σα από τις πε­ρι­γρα­φές του πα­ρε­λαύ­νουν όλα τα εξω­τε­ρι­κά και δο­μι­κά χα­ρα­κτη­ρι­στι­κά των πό­λε­ων αλ­λά και τα κρυ­φά, τα αό­ρα­τα, οι συ­νή­θειες των κα­τοί­κων, τα όνει­ρά τους, οι ιδιο­τρο­πί­ες, οι αντι­φά­σεις, οι φό­βοι, οι επι­θυ­μί­ες τους. Η πό­λη, δεν εί­ναι μό­νο μια δο­μι­κή κα­τα­σκευή αλ­λά κυ­ρί­ως ένα πυ­κνό­τα­το πλέγ­μα εμπει­ριών, ανα­μνή­σε­ων, δια­δρο­μών, πε­πρω­μέ­νων σε έναν όχι αυ­στη­ρά γε­ω­δαι­τη­μέ­νο χώ­ρο.

    [...] τού­τη η αυ­το­κρα­το­ρία, που μας φαι­νό­ταν η συ­νι­στα­μέ­νη όλων των θαυ­μά­των, δεν ήταν πα­ρά μια δια­λυ­μέ­νη έκτα­ση χω­ρίς μορ­φή και τέ­λος, ότι η δια­φθο­ρά της έχει με­τα­τρα­πεί πλέ­ον σε ένα καρ­κί­νω­μα από το οποίο δεν μπο­ρεί να μας σώ­σει ού­τε το σκή­πτρο μας, ότι ο θρί­αμ­βος ενα­ντί­ον κά­θε αντί­πα­λου βα­σι­λέ­ως μάς με­τέ­τρε­ψε σε κλη­ρο­νό­μους της ατέρ­μο­νης κα­τα­στρο­φής τους. Μο­νά­χα στις ανα­φο­ρές του Μάρ­κο Πό­λο ο Κου­μπλάι Χαν κα­τόρ­θω­νε να δια­κρί­νει, πί­σω από τεί­χη και πύρ­γους προ­ο­ρι­σμέ­νους να κα­ταρ­ρεύ­σουν, το φι­λι­γκράν ενός σχε­δί­ου τό­σο λε­πτού, ώστε να ξε­φεύ­γει από το δά­γκω­μα των τερ­μι­τών.[7]

    Όπως ξέ­ρε­τε πο­τέ ένας συγ­γρα­φέ­ας δεν έχει κά­τι να πει για το έρ­γο του. Τα έχει πει όλα ΜΕ το έρ­γο του. Ας ακού­σου­με λοι­πόν τι λέ­νε άλ­λοι για μέ­να.

    Κα­τά το Θο­δω­ρή Χιώ­τη: «οι πε­ρι­γρα­φές των πό­λε­ων εί­ναι τρό­πον τι­να μια αντί­στα­ση στην ανα­πό­φευ­κτη φθο­ρά και στην κα­τάρ­ρευ­ση της αστι­κής ζω­ής. Η με­τα­φο­ρά στην τε­λευ­ταία πρό­τα­ση του απο­σπά­σμα­τος λει­τουρ­γεί δι­πλά: το συρ­μά­τι­νο λε­πτούρ­γη­μα (φι­λι­γκράν) το οποίο δια­γρά­φει ένα λε­πτο­κα­μω­μέ­νο αό­ρα­το κα­τα­σκεύ­α­σμα ανα­φέ­ρε­ται από τη μια με­ριά στην έν­νοια της πό­λης και από την άλ­λη στο ίδιο το βι­βλίο και την πε­ρί­τε­χνη δο­μή του».[8]

    5. Η κα­τα­σκευή του Πάρ­κου. Βγάλ­τε τα κο­μπιου­τε­ρά­κια. Θα σας τρε­λά­νω…

    Θα συ­να­ντή­σε­τε 9 ενό­τη­τες-σύ­νο­λα πό­λε­ων αριθ­μού­με­νες με γράμ­μα­τα του λα­τι­νι­κού αλ­φα­βή­του (I − IX). Κά­θε ενό­τη­τα-σύ­νο­λο πλαι­σιώ­νε­ται από δύο συ­νο­μι­λί­ες ανά­με­σα στο Μάρ­κο Πό­λο και στον Κου­μπλάι Χαν, άρα έχου­με 18 δια­λο­γι­κά μέ­ρη. Η πρώ­τη και η τε­λευ­ταία ενό­τη­τα-σύ­νο­λο πε­ρι­λαμ­βά­νουν από 10 σύ­ντο­μες πε­ρι­γρα­φές πό­λε­ων η κά­θε μια, δη­λα­δή 20 πό­λεις. Οι εν­διά­με­σες ενό­τη­τες πε­ρι­λαμ­βά­νουν από 5 πε­ρι­γρα­φές πό­λε­ων, όλες μα­ζί δη­λα­δή, 35 πό­λεις. Έχου­με λοι­πόν, συ­νο­λι­κά:

    • 55 πε­ρι­γρα­φές πό­λε­ων (20 + 35).
    • 18 διά­λο­γοι (2 διά­λο­γοι x 9 ενό­τη­τες).
    • 9 ενό­τη­τες-σύ­νο­λα (η 1η και η 9η ενό­τη­τα πε­ρι­λαμ­βά­νουν από 10 πό­λεις, άρα 2 x 10 = 20 πό­λεις, οι υπό­λοι­πες 7 ενό­τη­τες πε­ρι­λαμ­βά­νουν από 5 πό­λεις, άρα 5 x 7 = 35 πό­λεις).

    Δεν τε­λειώ­νου­με όμως εδώ. Μπο­ρεί­τε να τρι­γυ­ρί­σε­τε και με άλ­λο τρό­πο κα­θώς οι πό­λεις μου ακο­λου­θούν και μια άλ­λη, νοη­μα­τι­κή κα­τά­τα­ξη σε 11 θε­μα­τι­κές κα­τη­γο­ρί­ες. Έτσι έχου­με:

    1. Οι πό­λεις και η μνή­μη
    2. Οι πό­λεις και η επι­θυ­μία
    3. Οι πό­λεις και τα ση­μά­δια
    4. Οι λε­πτές πό­λεις
    5. Οι πό­λεις και οι ανταλ­λα­γές
    6. Οι πό­λεις και τα μά­τια
    7. Οι πό­λεις και το όνο­μα
    8. Οι πό­λεις και οι νε­κροί
    9. Οι πό­λεις και ο ου­ρα­νός
    10. Οι συ­νε­χό­με­νες πό­λεις
    11. Οι κρυ­φές πό­λεις

    Για κά­θε μια από αυ­τές τις θε­μα­τι­κές κα­τη­γο­ρί­ες έχω γρά­ψει 5 πε­ρι­γρα­φές πό­λε­ων, επο­μέ­νως έχου­με άλ­λη μια κα­τά­τα­ξη που δια­περ­νά «δια­γώ­νια» θα λέ­γα­με την αρ­χι­κή κα­τά­τα­ξη. Έτσι προ­σθέ­του­με στην προη­γού­με­νη κα­τά­τα­ξη:

    • 5 πό­λεις x 11 θε­μα­τι­κές κα­τη­γο­ρί­ες = 55 θε­μα­τι­κές πό­λεις

    Πα­ράλ­λη­λα, έχου­με στις ενό­τη­τες-σύ­νο­λα των πό­λε­ων του και μια «αντί­στρο­φη μέ­τρη­ση» των πε­ρι­γρα­φών. Έχου­με:

    • 1η ενό­τη­τα=1, 2, 1, 3, 2, 1, 4, 3, 2, 1.
    • 2η ενό­τη­τα=5, 4, 3, 2, 1.
    • 3η ενό­τη­τα=5, 4, 3, 2, 1.
    • 4η ενό­τη­τα=5, 4, 3, 2, 1.
    • 5η ενό­τη­τα=5, 4, 3, 2, 1.
    • 6η ενό­τη­τα=5, 4, 3, 2, 1.
    • 7η ενό­τη­τα=5, 4, 3, 2, 1.
    • 8η ενό­τη­τα=5, 4, 3, 2, 1.
    • 9η ενό­τη­τα=5, 4, 3, 2, 5, 4, 3, 5, 4, 5.

    Αν δε, λά­βου­με υπ’ όψιν μας και τις θε­μα­τι­κές κα­τη­γο­ρί­ες, τό­τε τα πράγ­μα­τα σκου­ραί­νουν ακό­μα πε­ρισ­σό­τε­ρο: κά­θε ενό­τη­τα-σύ­νο­λο, από τη 2η ως την 8η, έχει 5 πό­λεις (μια κα­τη­γο­ρία αφαι­ρεί­ται, μια προ­στί­θε­ται). Με λί­γα λό­για, στη δο­μή δεν επα­να­λαμ­βά­νο­νται 2 όμοιες κα­τη­γο­ρί­ες. Η 1η κι η 9η δεν ακο­λου­θούν τους κα­νό­νες των εν­διά­με­σων κε­φα­λαί­ων. Σας το έχω και σε σχη­μα­τά­κι:

                                                                                                                                 

    νε­κρ.,ουρ.,συ­νεχ.,κρυφ., ουρ.,συν.,κρυφ., συν., κρυφ., κρυφ.
    όν., νε­κρ.,ουρ.,συ­νεχ.,κρυ­φές
     μάτ., όν., νε­κρ.,ουρ.,συ­νε­χό­με­νες
    ανταλ.,μάτ., όν., νε­κρ.,ου­ρα­νός
    λε­πτ., ανταλ.,μάτ., όν., νε­κροί
    σημ., λε­πτ., ανταλ.,μάτ., όνο­μα
    επιθ., σημ., λε­πτ., ανταλ.,μά­τια
    μνή­μη, επιθ., σημ., λε­πτ., ανταλ­λα­γές
    Μνή­μη, μνήμ., επι­θυ­μία, μνήμ., επιθ., ση­μά­δια, μνήμ., επιθ., σημ., λε­πτές

     

    Σε κά­θε ενό­τη­τα-σύ­νο­λο προ­στί­θε­ται μια θε­μα­τι­κή κα­τη­γο­ρία η οποία χρη­σι­μεύ­ει σαν αρ­μός για τη με­τά­βα­ση στην επό­με­νη ενό­τη­τα. Στη δε τε­λευ­ταία ενό­τη­τα-σύ­νο­λο, τα θέ­μα­τα μοιά­ζουν να αιω­ρού­νται στον ου­ρα­νό: οι πό­λεις και οι νε­κροί, οι πό­λεις και ο ου­ρα­νός, οι συ­νε­χό­με­νες πό­λεις, οι κρυ­φές πό­λεις. Οι Αό­ρα­τες Πό­λεις μου εξαϋ­λω­μέ­νες, πε­ρισ­σό­τε­ρο με­τα­φυ­σι­κές από πο­τέ, συ­νε­χί­ζουν τον αέ­ναο χο­ρό τους στο δι­η­νε­κές, σα μυ­στι­κά αρ­χέ­τυ­πα που χά­νο­νται στα σύν­νε­φα (δεν εί­ναι τυ­χαίο που κλεί­νω με το νού­με­ρο 5 και την κα­τη­γο­ρία « Οι κρυ­φές πό­λεις», πε­ρι­γρά­φο­ντας έτσι πό­λεις που δε θα δού­με πο­τέ).
    Τι νο­μί­ζε­τε, ότι θα σας πω τι μπο­ρεί να εί­χα στο μυα­λό μου; Hard to say! Μπο­ρεί­τε πά­ντως να ακο­λου­θή­σε­τε στο διά­βα­σμά σας όποιον δρό­μο θέ­λε­τε. Για­τί η λο­γο­τε­χνία εί­ναι κυ­ρί­ως από­λαυ­ση! Χα­ρά! Κυ­νή­γι θη­σαυ­ρού! Και για­τί πο­τέ κα­νέ­νας ανα­γνώ­στης δεν δια­βά­ζει τα ίδια με έναν άλ­λον ανα­γνώ­στη. Όλοι ακο­λου­θούν δια­φο­ρε­τι­κό μο­νο­πά­τι μέ­σα στο βι­βλίο, μέ­σα στο μυα­λό τους. Όπως μέ­σα σε μια πό­λη οι πο­ρεί­ες εί­ναι άπει­ρες, έτσι και στο βι­βλίο οι πο­ρεί­ες εί­ναι αμέ­τρη­τες. Το βι­βλίο γί­νε­ται μια πό­λη από μό­νο του.
    Θα σας πω μο­νά­χα τι δια­βά­ζουν οι ανα­γνώ­στες μου σε όλο αυ­τό το παι­χνι­δά­κι που σκά­ρω­σα για να δια­σκε­δά­σω πρώ­τα πρώ­τα εγώ ο ίδιος. Ιδού ολί­γη βι­βλιο­γρα­φία:

    1/ Η Μί­ντα Πα­τέλ-Σβαρτς (Medha Patel-Schwarz) υπο­στη­ρί­ζει ότι, τό­σο το πρώ­το κε­φά­λαιο όσο και το αντί­στρο­φό του, ανα­κα­λούν έντε­χνα την ακο­λου­θία Fibonacci, την ακο­λου­θία αριθ­μών του με­γα­λύ­τε­ρου ίσως Ιτα­λού μα­θη­μα­τι­κού του 13ου αιώ­να (ίσως δεν εί­ναι τυ­χαία η επι­λο­γή μιας και ο Μάρ­κο Πό­λο γεν­νή­θη­κε το 1254 οπό­τε και η πλο­κή του μυ­θι­στο­ρή­μα­τός μου το­πο­θε­τεί­ται κα­τά προ­σέγ­γι­ση με­τά το 1273). «Η ακο­λου­θία Fibonacci εί­ναι μια σει­ρά αριθ­μών στην οποία ο κά­θε αριθ­μός εί­ναι το άθροι­σμα των δύο προη­γού­με­νων: 0, 1, 1, 2, 3, 5, 8, 13, 21, 34, 55 κλπ. Όπως και η εναλ­λα­γή των Αό­ρα­των Πό­λε­ων έτσι και η ακο­λου­θία Fibonacci μπο­ρεί θε­ω­ρη­τι­κά να συ­νε­χι­στεί στο άπει­ρο. Ξε­κι­νά φαι­νο­με­νι­κά από το μη­δέν, με μια επα­νά­λη­ψη της μο­νά­δας. Αντί­στοι­χα, οι Αό­ρα­τες Πό­λεις ξε­κι­νούν με την επα­νά­λη­ψη της θε­μα­τι­κής κα­τη­γο­ρί­ας «Οι πό­λεις και η επι­θυ­μία». Επί­σης, κα­θώς η ακο­λου­θία συ­νε­χί­ζε­ται, ο λό­γος δύο δια­δο­χι­κών αριθ­μών προ­σεγ­γί­ζει ολο­έ­να και πε­ρισ­σό­τε­ρο τη χρυ­σή το­μή (ή χρυ­σή ανα­λο­γία, ή αριθ­μό φ=1,618033989)».[9] Υπο­νο­εί άρα­γε ο Καλ­βί­νο ότι όσο η κα­τα­νό­η­ση ανά­με­σα στο Χαν και στον Πό­λο οδη­γεί­ται στην τε­λειό­τη­τα τό­σο οι πό­λεις πλη­σιά­ζουν το αλη­θι­νό τους πρό­σω­πο; Και αν ναι, ποιο εί­ναι αυ­τό το αλη­θι­νό πρό­σω­πο;
    Προ­σω­πι­κά υπο­στη­ρί­ζω ότι «πρέ­πει μάλ­λον να δια­χω­ρί­σου­με τις πό­λεις σε δύο κα­τη­γο­ρί­ες: εκεί­νες που συ­νε­χί­ζουν μέ­σα από τα χρό­νια και τις αλ­λα­γές να δί­νουν μορ­φή στις επι­θυ­μί­ες τους και σε εκεί­νες στις οποί­ες οι επι­θυ­μί­ες εί­τε κα­τορ­θώ­νουν να αναι­ρέ­σουν την πό­λη εί­τε να αναι­ρε­θούν οι ίδιες».[10] Στην αρ­χή του βι­βλί­ου οι πό­λεις εμ­φα­νί­ζο­νται μα­κά­ριες, αντα­να­κλώ­ντας μια γε­νι­κό­τε­ρη, ολι­στι­κή άπο­ψη της αυ­το­κρα­το­ρί­ας αλ­λά, κα­θώς αυ­τό εξε­λίσ­σε­ται, οι πό­λεις γί­νο­νται σκο­τει­νό­τε­ρες, αντα­να­κλώ­ντας μια πιο απαι­σιό­δο­ξη άπο­ψη. Το βι­βλίο κλεί­νει με μια άπο­ψη για την «πό­λη-κό­λα­ση»: «Δύο τρό­ποι υπάρ­χουν για να μην υπο­φέ­ρου­με. Ο πρώ­τος εί­ναι για πολ­λούς εύ­κο­λος: να απο­δε­χθούν την κό­λα­ση και να γί­νουν τμή­μα της μέ­χρι να κα­τα­λή­ξουν να μην τη βλέ­πουν πια. Ο δεύ­τε­ρος εί­ναι επι­κίν­δυ­νος και απαι­τεί συ­νε­χή προ­σο­χή και διά­θε­ση για μά­θη­ση: να προ­σπα­θή­σου­με να μά­θου­με να ανα­γνω­ρί­ζου­με ποιος και τι, μέ­σα στην κό­λα­ση, δεν εί­ναι κό­λα­ση, και να του δώ­σου­με διάρ­κεια, να του δώ­σου­με χώ­ρο».[11]

    2/ Ο Άλ­μπερτ Σμπρά­τζια (Albert Sbragia) στο δο­κί­μιό του Italo Calvinos Ordering of Chaos προ­σεγ­γί­ζει την δο­μή μου με ένα δια­φο­ρε­τι­κό τρό­πο: « Η πα­ρα­δο­σια­κή δυ­τι­κή επι­στή­μη […] επέ­λε­ξε να κρα­τή­σει το χά­ος στα πα­ρα­σκή­νια, εστιά­ζο­ντας στις τα­κτο­ποι­η­μέ­νες γραμ­μι­κές ευ­κλεί­δειες εξι­σώ­σεις κι αγνο­ώ­ντας τη χα­ο­τι­κή δια­μόρ­φω­ση των πε­ρισ­σο­τέ­ρων φυ­σι­κών φαι­νο­μέ­νων». Το χά­ος απορ­ρί­φθη­κε σαν απρό­βλε­πτη σύγ­χυ­ση και πι­θα­νή απει­λή για την αν­θρώ­πι­νη ύπαρ­ξη. Μό­νο στα τέ­λη του 20ού αιώ­να, ταυ­τό­χρο­να με την έκρη­ξη των επι­στη­μών της πλη­ρο­φο­ρι­κής και της τε­χνο­λο­γί­ας, οι επι­στή­μο­νες άρ­χι­σαν να επα­νε­ξε­τά­ζουν το χά­ος. Ο Σμπρά­τζια λέ­ει ότι «τα συ­στή­μα­τα του χά­ους κά­νουν εμ­φα­νή τώ­ρα τον πλού­το τους σε πλη­ρο­φο­ρί­ες και πο­λυ­πλο­κό­τη­τα […] και η διά­δρα­ση της τά­ξης και της ατα­ξί­ας δεν εί­ναι πια ένας αμε­τά­κλη­τος χο­ρός με το θά­να­το της εντρο­πί­ας αλ­λά η από­λυ­τη πη­γή ζω­ής στο σύ­μπαν».[12]
    Αυ­τός μάλ­λον με τσά­κω­σε λί­γο πα­ρα­πά­νω. Στο δο­κί­μιό μου Ακρί­βεια, που πε­ρι­λαμ­βά­νε­ται στο βι­βλίο του Έξι προ­τά­σεις για τη νέα χι­λιε­τία έχω γρά­ψει: «Το σύ­μπαν απο­συ­ντί­θε­ται σε ένα νέ­φος θερ­μό­τη­τας, πέ­φτει ανα­πό­φευ­κτα σε έναν στρό­βι­λο εντρο­πί­ας, αλ­λά μέ­σα σε αυ­τήν την ανα­πό­τρε­πτη δια­δι­κα­σία μπο­ρεί να υπάρ­ξουν πε­ριο­χές τά­ξης, τμή­μα­τα της ύπαρ­ξης που τεί­νουν σε ένα σχή­μα, προ­νο­μιού­χα ση­μεία στα οποία μπο­ρού­με να δια­κρί­νου­με ένα σχέ­διο ή μια προ­ο­πτι­κή. Ένα λο­γο­τε­χνι­κό έρ­γο εί­ναι ένα από αυ­τά τα μι­κρο­σκο­πι­κά κομ­μά­τια, στα οποία το υπαρ­κτό απο­κρυ­σταλ­λώ­νε­ται σε σχή­μα, απο­κτά μια ση­μα­σία − όχι συ­γκε­κρι­μέ­νη, όχι ορι­στι­κή ού­τε κο­κα­λω­μέ­νη σε μια ανόρ­γα­νη και νε­κρή ακι­νη­σία αλ­λά ζω­ντα­νή, σα ζω­ντα­νός ορ­γα­νι­σμός».[13]

    3/ Η άπο­ψη του Μι­χα­ήλ Βάι­ζελ (Mikhail Vizel) ότι οι Αό­ρα­τες Πό­λεις εί­ναι μια μορ­φή πρώ­ι­μου υπερ­κει­μέ­νου. Το υπερ­κεί­με­νο (hypertext), παι­δί του με­τα­μο­ντερ­νι­σμού, συ­νι­στά ένα εί­δος κει­μέ­νου, χω­ρίς γραμ­μι­κή, πα­ρα­δο­σια­κή δο­μή, ένα σύ­νο­λο συν­δε­δε­μέ­νων κόμ­βων, «υπερ­δε­σμών» (links) μέ­σα στους οποί­ους οι ανα­γνώ­στες πε­ρι­δια­βαί­νουν ελεύ­θε­ρα, δη­μιουρ­γώ­ντας με τη δια­φο­ρε­τι­κή ανα­γνω­στι­κή τους λει­τουρ­γία και ένα δια­φο­ρε­τι­κό «κεί­με­νο». Το υπερ­κεί­με­νο έτσι πα­ρα­μέ­νει ανοι­χτό σε κά­θε εί­δους νε­ω­τε­ρι­κό­τη­τα, κα­θώς μπο­ρεί να συ­μπε­ρι­λά­βει ανο­μοιο­γε­νές υλι­κό (κεί­με­να, φω­το­γρα­φί­ες ή πο­λυ­μέ­σα), να δη­μιουρ­γη­θεί από έναν ή και πα­ρα­πά­νω δη­μιουρ­γούς, να διευ­ρυν­θεί στο άπει­ρο αλ­λά και να γεν­νή­σει πολ­λα­πλές ανα­γνώ­σεις. Η απο­σπα­σμα­τι­κό­τη­τα κι η ποι­κι­λο­μορ­φία του σύγ­χρο­νου, κα­τα­κερ­μα­τι­σμέ­νου κό­σμου, η απο­στα­θε­ρο­ποί­η­ση των πα­ρα­δο­σια­κών αξιών και δο­μών, ο συ­γκρη­τι­σμός των ει­δών του με­τα­μο­ντερ­νι­σμού, όλα αντι­κα­το­πτρί­ζο­νται με τον κα­λύ­τε­ρο τρό­πο στο υπερ­κεί­με­νο. Ο Βάι­ζελ επι­ση­μαί­νει ότι αυ­τή η απο­σπα­σμα­τι­κό­τη­τα, η μη γραμ­μι­κό­τη­τα της αφή­γη­σης, χα­ρα­κτη­ρι­στι­κά στοι­χεία των Αό­ρα­των Πό­λε­ων, κα­θι­στούν το βι­βλίο ένα πρώ­ι­μο υπερ­κεί­με­νο, όπου πρα­κτι­κά εί­ναι αδύ­να­τον να δια­τη­ρή­σει κα­νείς μια συ­νέ­χεια εί­τε στην πρώ­τη, εί­τε στη δεύ­τε­ρη ανά­γνω­ση. Αντί­θε­τα, ο ανα­γνώ­στης κα­λεί­ται να ανα­κα­λύ­ψει και να ενερ­γο­ποι­ή­σει μό­νος του τυ­χόν εσω­τε­ρι­κές συν­δέ­σεις. Η μο­να­δι­κή και πο­λύ­πλο­κη δο­μή του μοιά­ζει λέ­ει. με μια προ­σπά­θεια του Καλ­βί­νο (δη­λα­δή δι­κιά μου) να «τρα­βή­ξει διά­φο­ρες γραμ­μές ενώ­νο­ντας δια­φο­ρε­τι­κά ση­μεία ανα­φο­ράς», να προ­τεί­νει δια­φο­ρε­τι­κές ανα­γνώ­σεις, ομα­δο­ποιώ­ντας με δια­φο­ρε­τι­κούς τρό­πους τα κεί­με­νά του και δη­μιουρ­γώ­ντας ένα δί­κτυο που επι­τρέ­πει πολ­λα­πλές δια­δρο­μές και την εξα­γω­γή ποι­κί­λων συ­μπε­ρα­σμά­των.[14]

    Εσείς τι λέ­τε για όλα αυ­τά;

    Εγώ απλά ήθε­λα να τι­μή­σω τον Μάρ­κο Πό­λο και τον μυ­θι­κό για τη διά­δο­ση και την επι­τυ­χία του τα­ξι­διω­τι­κό του οδη­γό, που θα μεί­νει στην ιστο­ρία με το πα­ρα­τσού­κλι Το εκα­τομ­μύ­ριο (Il Millione). Για­τί εκτός από τους επι­σκέ­πτες της Ανα­το­λής υπάρ­χουν και οι «νο­μά­δες της πό­λης».[15]

    Όσο για τον χρό­νο, χα! Πά­λι σας ξε­γέ­λα­σα. Ο χρό­νος εί­ναι τε­λεί­ως σχη­μα­τι­κός και συμ­βα­τι­κός. Δρά­ση δε θα βρεί­τε. Σε όλα τα δια­λο­γι­κά-ιντερ­με­δια­κά μέ­ρη, ο Πό­λο και ο Χαν κά­θο­νται και συ­ζη­τούν. Εξέ­λι­ξη δε θα βρεί­τε- μό­νο κά­ποια εσω­τε­ρι­κή δρά­ση· κα­θώς οι δυο συ­νο­μι­λη­τές αλ­λη­λο­κα­τα­νο­ού­νται όλο και πε­ρισ­σό­τε­ρο, οι ρό­λοι τους εναλ­λάσ­σο­νται − κά­που ο Χαν πε­ρι­γρά­φει κι ο Πό­λο ακού­ει − αλ­λά και οι ίδιες οι πό­λεις μου γί­νο­νται όλο και σκο­τει­νό­τε­ρες, όλο και πε­ρισ­σό­τε­ρο αβί­ω­τες. Ήθε­λα να «ακού­τε τη συ­ζή­τη­ση ανά­με­σα στον Πό­λο και τον Χαν η οποία εί­ναι πι­θα­νόν να συ­νε­χί­ζε­ται και αφού κλεί­σε­τε το βι­βλίο».[16]

    (Ει­κό­να από τον «Σε­ρα­φι­νια­νό Κω­́δ­ικα» στον οποι­́ο μας ει­ση­́γ­αγε ο Καλ­βί­νο



    Τι άλ­λο θα βρεί­τε στο βι­βλίο μου:

    1/ «Το βι­βλίο μου ανοί­γει και κλεί­νει με ει­κό­νες ευ­τυ­χι­σμέ­νων πό­λε­ων που συ­νε­χώς αλ­λά­ζουν σχή­μα και χά­νο­νται, κρυμ­μέ­νες μέ­σα σε δυ­στυ­χι­σμέ­νες πό­λεις»[17].

    2/ Οι πό­λεις, άλ­λο­τε υπάρ­χουν ως προ­ϊ­όν ανά­μνη­σης άλ­λο­τε ως προ­ϊ­όν κα­τα­σκευ­ής. Η λο­γο­τε­χνία αυ­το­προσ­διο­ρί­ζε­ται.

    3/ Πρώ­τος κα­νό­νας δη­μιουρ­γι­κής γρα­φής: Όλα τα κεί­με­να δια­λύ­ο­νται για να ξα­να­ε­νω­θούν με όλους τους πι­θα­νούς και απί­θα­νους τρό­πους. «Ο Κου­μπλάι Χαν εί­χε συ­νει­δη­το­ποι­ή­σει ότι οι πό­λεις του Μάρ­κο Πό­λο έμοια­ζαν με­τα­ξύ τους, λες και το πέ­ρα­σμα από τη μια στην άλ­λη δε συ­νε­πα­γό­ταν ένα τα­ξί­δι αλ­λά απλώς μια αλ­λα­γή των στοι­χεί­ων τους. Τώ­ρα, από κά­θε πό­λη που ο Πό­λο τού πε­ριέ­γρα­φε, το μυα­λό του Με­γά­λου Χαν τα­ξί­δευε για δι­κό του λο­γα­ρια­σμό και, αφού απο­δο­μού­σε την πό­λη κομ­μά­τι κομ­μά­τι, την ξα­νά­χτι­ζε με έναν άλ­λο τρό­πο, αντι­κα­θι­στώ­ντας στοι­χεία, με­τα­κι­νώ­ντας τα, ανα­στρέ­φο­ντάς τα».[18] Η πό­λη δια­λύ­ε­ται για να επα­να­συ­ντε­θεί σε αέ­να­ες φόρ­μες. Η πό­λη γί­νε­ται ένα σύ­νο­λο συμ­βό­λων, ένα ση­μειο­λο­γι­κό σύ­στη­μα που πο­τέ δεν εξα­ντλεί­ται αλ­λά ανοι­γο­κλεί­νει σε ευ­τυ­χι­σμέ­νους και δυ­στυ­χι­σμέ­νους συν­δυα­σμούς.

    4/ Τα απο­φθέγ­μα­τα

    Η απο­δό­μη­ση όμως δεν εί­ναι το μό­νο στοι­χείο ποι­η­τι­κής που εν­σω­μα­τώ­νε­ται στο κεί­με­νο. Έχω σφη­νώ­σει εν­διά­με­σα διά­σπαρ­τες ρή­σεις απο­φθεγ­μα­τι­κού χα­ρα­κτή­ρα, σύ­ντο­μες κα­τα­κλεί­δες, «ηθι­κά δι­δάγ­μα­τα». Όπως έχω πα­ρα­δε­χτεί τι «αυ­τό εί­ναι ένα βι­βλίο φτιαγ­μέ­νο σαν τα πο­λύ­ε­δρα, και από κα­τα­κλεί­δες έχει άφθο­νες και πα­ντού, γραμ­μέ­νες κα­τά μή­κος κά­θε ακ­μής του».[19]

    5/ Οι «θη­λυ­κές πό­λεις»

    Ποιες όμως εί­ναι αυ­τές οι πό­λεις; Με­λε­τη­τές έχουν επι­ση­μά­νει τη θη­λυ­κή τους υπό­στα­ση, κά­τι που τις κά­νει «τό­πους που πρέ­πει να κα­τα­κτη­θούν».[20] Τα ονό­μα­τά τους κι­νού­νται ανά­με­σα σε ρί­ζες λα­τι­νο­γε­νείς (Οκτά­βια, Λε­ο­νία), ανα­το­λί­ζου­σες (Ζα­ΐ­ρα, Τα­μά­ρα), ελ­λη­νι­κές (Φαι­δώ­ρα, Φυλ­λί­δα), μυ­θο­λο­γι­κές (Λε­άν­δρα, Βε­ρε­νί­κη), ή ανα­κα­λούν απευ­θεί­ας την commedia dell’ arte (Κλα­ρί­σα, Σμα­ρα­γδί­να). Οι πό­λεις γί­νο­νται τό­ποι εσω­τε­ρι­κοί που ενερ­γο­ποιού­νται από τον ανα­γνώ­στη. Ό, τι έχω γρά­ψει γί­νε­ται μια επι­στο­λή αγά­πης μου προς αυ­τές.[21]

    5/ Η Βε­νε­τία ως πό­λη-αρ­χέ­τυ­πο

    Δεν υπάρ­χει άλ­λη πο­λι­τεία, μο­νά­χα η Βε­νε­τία.
    Ο Χαν κα­τα­λα­βαί­νει ότι ο Πό­λο δε μι­λά πο­τέ για τη Βε­νε­τία και ο Πό­λο πα­ρα­δέ­χε­ται ότι δεν κά­νει τί­πο­τα άλ­λο πα­ρά να μι­λά για αυ­τήν. Η Βε­νε­τία, πό­λη μο­να­δι­κή στον κό­σμο, που αφή­νει τον επι­σκέ­πτη να έχει μια αντί­λη­ψη για μια δια­φο­ρε­τι­κή πραγ­μα­τι­κό­τη­τα, αυ­τήν «της απο­θέ­ω­σης της φόρ­μας» κα­τά την έκ­φρα­ση του A. Guenis, υψώ­νε­ται σε αρ­χε­τυ­πι­κή πό­λη, εν­σαρ­κώ­νει γε­ω­γρα­φι­κά και χω­ρο­τα­ξι­κά την αρ­χή της μη - γραμ­μι­κό­τη­τας και του λα­βυ­ρίν­θου, και προ­κα­λεί μέ­σα στο βι­βλίο τον ανα­γνώ­στη να αρ­χί­σει ξα­νά την ανά­γνω­ση, ανα­ζη­τώ­ντας μέ­σα στις πε­ρι­γρα­φές των πό­λε­ων δι­κά της στοι­χεία. Ένας τα­ξι­διώ­της δεν τα­ξι­δεύ­ει μό­νο για να γνω­ρί­σει νέ­ους τό­πους. Τα­ξι­δεύ­ει για να ξα­να­θυ­μη­θεί, και να αγα­πή­σει ίσως, ξα­νά το δι­κό του τό­πο, αυ­τόν που γνω­ρί­ζει ή αυ­τόν που έχει μέ­σα του. Οι πό­λεις μάς φέρ­νουν σε επα­φή με τον άγνω­στο εαυ­τό μας, από τον οποίο εί­μα­στε για πά­ντα απο­ξε­νω­μέ­νοι.

    6/ Η «ορα­τό­τη­τα»

    Η «ορα­τό­τη­τα» εί­ναι ένα άλ­λο χα­ρα­κτη­ρι­στι­κό των Αό­ρα­των Πό­λε­ων μου. «Σκα­ρώ­νο­ντας μια ιστο­ρία το πρώ­το πράγ­μα που μου έρ­χε­ται στο μυα­λό εί­ναι μια ει­κό­να που για κά­ποιο λό­γο εί­ναι φορ­τι­σμέ­νη με κά­ποια ση­μα­σία ακό­μα κι αν δεν μπο­ρώ να δώ­σω σχή­μα σε αυ­τήν τη ση­μα­σία. Γύ­ρω από την κά­θε ει­κό­να έρ­χο­νται άλ­λες, σχη­μα­τί­ζο­ντας ένα πε­δίο ανα­λο­γιών, συμ­με­τριών ή αντι­πα­ρα­θέ­σε­ων»[22]. Οι­κο­δο­μώ στα­δια­κά το υλι­κό μου, χρη­σι­μο­ποιώ­ντας αντι­θέ­σεις ή πα­λιν­δρο­μι­κές κι­νή­σεις, οπωσ­δή­πο­τε όμως αφή­νο­ντας ανοι­χτά εν­δε­χό­με­να, έναν ικα­νό αριθ­μό εναλ­λα­κτι­κών πι­θα­νο­τή­των. Φυ­τεύω» κα­τά κά­ποιο τρό­πο στο μυα­λό σας την ιδέα μου και την αφή­νω να ανα­πτυ­χθεί από μό­νη της, αντί να την πα­ρα­δώ­σω πε­ρί­κλει­στη, σε αυ­στη­ρά προ­κα­θο­ρι­σμέ­να όρια.

    7/ Όνει­ρο ή πραγ­μα­τι­κό­τη­τα;

    Μέ­σα στα πλαί­σια των αντι­θέ­σε­ων, της ρευ­στής αυ­τής πραγ­μα­τι­κό­τη­τας που ανοι­γο­κλεί­νει σαν έμ­βιος ορ­γα­νι­σμός, η φα­ντα­σία συγ­χέ­ε­ται με την πραγ­μα­τι­κό­τη­τα. Οι δύο συ­νο­μι­λη­τές ανα­ρω­τιού­νται αν συ­νο­μι­λούν ή ονει­ρεύ­ο­νται. Αν τα­ξί­δε­ψαν ή φα­ντά­στη­καν. Αν ζουν τη ζωή τους έτσι όπως τη γνω­ρί­ζουν ή αν ζουν τη ζωή δύο κου­ρε­λή­δων με τα πα­ρα­τσού­κλια Χαν και Πό­λο που ψά­χνουν με­θυ­σμέ­νοι τα σκου­πί­δια και νο­μί­ζουν ότι αντι­κρί­ζουν τις λάμ­ψεις των θη­σαυ­ρών της Ανα­το­λής. Αυ­τή την μπορ­χι­κού τύ­που προ­βλη­μα­τι­κή, που την αγα­πάω τό­σο, θα την ξα­να­βρεί­τε αρ­γό­τε­ρα στο με­τα­μυ­θι­στό­ρη­μα μου Αν μια νύ­χτα του χει­μώ­να ένας τα­ξι­διώ­της. Θα το προσ­διο­ρί­σει ο Τσβε­τάν Το­ντό­ροφ ως ανα­γκαίο κα­τη­γό­ρη­μα της μυ­θο­πλα­στι­κής λο­γο­τε­χνί­ας: το δι­σταγ­μό. Τα γε­γο­νό­τα που πα­ρα­τί­θε­νται σε μια φα­ντα­στι­κή αφή­γη­ση εί­ναι πραγ­μα­τι­κά ή φα­ντα­στι­κά; Η δι­φο­ρού­με­νη φύ­ση τους θα δι­χά­ζει πά­ντα τον ανα­γνώ­στη.

    8/ Το Ύφος

    Προ­χω­ρώ­ντας προς την έξο­δο και λί­γο πριν σας αφή­σω να συ­νε­χί­σε­τε τις βόλ­τες σας μέ­σα στο πάρ­κο θα σας πω το ένα και μο­να­δι­κό πράγ­μα που εί­χα στο μυα­λό μου όσο έγρα­φα τις Πό­λεις μου: το στιλ­πνό και λα­μπε­ρό ύφος. Την από­δο­ση με ακρί­βεια του πιο σύν­θε­του συλ­λο­γι­σμού. Την αρ­μο­νία και την ομορ­φιά. Οι με­γά­λες μου προ­τά­σεις- κά­τι σαν σή­μα κα­τα­τε­θέν μου- λέ­νε ότι μοιά­ζουν με φάρ­μα­κο κα­τά του σκό­τους: οι με­τα­φο­ρές μου θέ­λη­σα να απο­δί­δουν με κρυ­στάλ­λι­νη σα­φή­νεια το ση­μα­σιο­λο­γι­κό μου σύ­μπαν. Εί­μαι νευ­ρω­τι­κός συλ­λέ­κτης στοι­χεί­ων: οι πε­ρι­γρα­φές μου ξε­κι­νούν συ­χνά με απρό­ο­πτους συ­σχε­τι­σμούς, όσο όμως εξε­λίσ­σο­νται, συν­θέ­τουν το πιο φω­τει­νό απο­τέ­λε­σμα. Η Διο­μί­ρα, η πρώ­τη πό­λη, εί­ναι «μια πό­λη με εξή­ντα αση­μέ­νιους τρού­λους, μπρούν­τζι­να αγάλ­μα­τα όλων των θε­ών, δρό­μους τέ­λεια λι­θο­στρω­μέ­νους, ένα κρυ­στάλ­λι­νο θέ­α­τρο, έναν χρυ­σό πε­τει­νό που τρα­γου­δά κά­θε πρωί πά­νω σε έναν πύρ­γο»[23]. Ενώ στη Θέ­κλα, μια από τις τε­λευ­ταί­ες πό­λεις, «όποιος φτά­νει, ελά­χι­στα πράγ­μα­τα βλέ­πει από την πό­λη, πί­σω από τους ξύ­λι­νους φρά­χτες, τα κα­ρα­βό­πα­να, τους με­ταλ­λι­κούς σκε­λε­τούς, τις ξύ­λι­νες σκα­λω­σιές που κρέ­μο­νται από σκοι­νιά ή στη­ρί­ζο­νται σε κα­βα­λέ­τα, τις ανε­μό­σκα­λες, τα στρω­μα­τό­πα­να. Στην ερώ­τη­ση: «Για­τί το χτί­σι­μο της Θέ­κλας συ­νε­χί­ζε­ται τό­σο πο­λύ και­ρό;» οι κά­τοι­κοι χω­ρίς να πά­ψουν να ανε­βά­ζουν κου­βά­δες, να κρα­τούν αλ­φά­δια, να με­τα­κι­νούν πά­νω κά­τω τε­ρά­στια πι­νέ­λα, απα­ντούν: «Για να μην αρ­χί­σει η κα­τα­στρο­φή». Κι αν ερω­τη­θούν μή­πως φο­βού­νται ότι μό­λις φύ­γουν οι σκα­λω­σιές η πό­λη θα αρ­χί­σει να θρυμ­μα­τί­ζε­ται και να δια­λύ­ε­ται, προ­σθέ­τουν βια­στι­κά, με χα­μη­λή φω­νή: «Όχι μό­νο η πό­λη. […] Η δου­λειά στα­μα­τά το δει­λι­νό. Η νύ­χτα κα­τε­βαί­νει πά­νω από το ερ­γο­τά­ξιο. Εί­ναι μια νύ­χτα γε­μά­τη αστέ­ρια. «Να το το σχέ­διό μας», λέ­νε.[24]

    ——————————
    Βλ. και Οι Αό­ρα­τες πό­λεις ορα­τές

     

    αυτόν το μήνα οι εκδότες προτείνουν: