Ο βιβλιοφύλακας

«Η Βαβέλ» του Erik Desmazieres
«Η Βαβέλ» του Erik Desmazieres

«Ας υπάρ­χει ο ου­ρα­νός, ακό­μα κι αν η θέ­ση μου εί­ναι στην κό­λα­ση».
Χ.Λ. Μπόρ­χες («Η Βι­βλιο­θή­κη της Βα­βέλ»)

Πα­λιό­τε­ρα έλε­γα: εί­μαι αυ­τός αυ­τός κι αυ­τός. Κι άλ­λο­τε: εκεί­νος εκεί­νος και λί­γο ο άλ­λος. Με το πέ­ρα­σμα των αιώ­νων όλες οι στιλ­πνές βε­βαιό­τη­τες θά­μπω­σαν σε ένα σέ­πια ημί­φως. Οι αλ­λε­πάλ­λη­λές μου στρώ­σεις στέ­γνω­σαν σε μία εύ­θραυ­στη κρού­στα, όμοια με σπά­νιο δέρ­μα ψα­ριού. Η Βι­βλιο­θή­κη εί­ναι η φυ­λα­κή μου. Η φυ­λα­κή το σπί­τι μου. Τις πά­μπολ­λες- και αλη­θι­νά μά­ταιες- από­πει­ρες για από­δρα­ση των νιά­των μου, δια­δέ­χτη­κε η στω­ι­κή υπο­τα­γή των γη­ρα­τειών. Στα πε­ρι­θώ­ρια λι­γδια­σμέ­νων επο­ποι­ιών ανα­ζη­τώ δυο τρία ψί­χου­λα να για­τρο­πο­ρέ­ψω τη λί­μα μου, το στρώ­μα μου χά­νε­ται κά­τω από τό­νους θριαμ­βο­λο­γι­κών εγ­χει­ρι­δί­ων πε­ρί ζω­ής, των άλ­λων φυ­σι­κά. Ζω την αιώ­νια κα­τά­ρα της πεί­νας και της δί­ψας. Εί­μαι ο βι­βλιο­φύ­λα­κας.

 Αντί­θε­τα από μέ­να, τα βι­βλία μου τα­ξι­δεύ­ουν πο­λύ μες στον λα­βύ­ριν­θο- ο προ­κά­το­χός μου το έλε­γε Σύ­μπαν αλ­λά εί­μαι πια πε­πει­σμέ­νος ότι έκα­νε λά­θος. Φυ­λα­κή εί­ναι, και μά­λι­στα υψί­στης ασφα­λεί­ας.  Μέ­χρις εκεί. Μέ­χρι τον ηλε­κτρο­φό­ρο φρά­χτη και πά­λι πί­σω. Σαν το μα­ντρό­σκυ­λο φυ­λάω το κο­πά­δι, και  τα’ χω όλα με­τρη­μέ­να.

Τα βι­βλία. Σε­ση­μα­σμέ­νοι λα­θρε­πι­βά­τες, κα­βα­λιού­νται στα πί­σω ερ­μά­ρια, στρο­βι­λί­ζο­νται στη σπει­ροει­δή σκά­λα μέ­χρι που χά­νο­νται στα σύν­νε­φα. Κα­μώ­νο­νται τα ανή­ξε­ρα όταν περ­νάω στη βρα­δι­νή βάρ­δια. Με­τά χά­χα­να και κο­ροϊ­δευ­τι­κό βγάλ­σι­μο του σε­λι­δο­δεί­κτη. Τα μο­νό­χνω­τα κρε­μιού­νται στα πρε­βά­ζια με το τσι­γά­ρο του γκρε­μού πα­τι­κω­μέ­νο στα χεί­λη. Τα πα­χύ­σαρ­κα χυ­μέ­να στις στιλ­βω­μέ­νες επι­φά­νειες, τα ατί­θα­σα τρα­μπά­λα στα μα­ντα­λά­κια του απο­με­σή­με­ρου. Κα­νέ­να τους δε φο­βά­ται κα­νέ­ναν.

Εδώ που τα λέ­με, μου αρέ­σει να τα κα­κο­μα­θαί­νω. Να μου παίρ­νουν τον αέ­ρα. Ει­δι­κά αυ­τά που άλ­λοι τα έχουν του μπά­τσου και του κλό­τσου. Βι­βλία νά­νους, μα­ρα­ζω­μέ­να κα­χε­κτι­κά με βρώ­μι­κες μα­σχά­λες, κρυ­φές δυ­σμορ­φί­ες και σκι­σμέ­νες ρά­χες, υπο­πτεύ­ε­σαι κα­τα­πιε­σμέ­να παι­δι­κά χρό­νια και ενή­λι­κη ζωή σε κα­κό­φη­μα στέ­κια με κα­του­ρη­μέ­να στρώ­μα­τα. Τρε­λαί­νο­μαι να τα κα­λο­πιά­νω. Δε συ­γκρί­νο­νται με εκεί­να τα ψη­λο­μύ­τι­κα, γό­νους κα­λών οι­κο­γε­νειών, πο­λύ ακα­τα­νό­η­τα, ελά­χι­στα ερε­θι­στι­κά, που δια­νυ­κτε­ρεύ­ουν κου­του­λώ­ντας από νύ­στα μέ­σα στο ίδιο τους το πε­τσί, ίσα που κρα­τιού­νται όρ­θια με βι­βλιο­στά­τες, ή με άλ­λα μι­κρό­τε­ρα βι­βλία, βι­βλία εθε­λο­ντές, οδη­γούς τυ­φλών.

Εί­μαι γέ­ρος πια, το εί­πα. Σαν όλους τους φύ­λα­κες που πέ­ρα­σαν από δω, προ­σπά­θη­σα κι εγώ πολ­λές φο­ρές στα νιά­τα μου να το σκά­σω. Η φυ­λα­κή με έπνι­γε. Κραι­πά­λες και ξε­νύ­χτια, κου­δού­νια που τα ρή­μα­ζα αξη­μέ­ρω­τα, πλα­κω­μοί με αγνώ­στους σε πλα­τεί­ες. Σα σερ­νό­μουν σπί­τι, τα βι­βλία με πε­ρί­με­ναν συ­ζυ­γι­κά, απα­τη­μέ­να, με τα φώ­τα του σα­λο­νιού αναμ­μέ­να και λί­γο φαρ­μά­κι στην άκρη των χει­λιών. Αυ­τά για το αμί­λη­το. Χρό­νια έκα­να να τους πά­ρω κου­βέ­ντα. Το πλή­ρω­σα και το πλή­ρω­σαν. Η αγά­πη μας τρί­φτη­κε σα κι­τρι­νι­σμέ­νη σε­λί­δα. Άρ­γη­σα να κα­τα­λά­βω ότι ο μό­νο που εί­χε πα­τι­κω­θεί σα σι­δε­ρω­μέ­νο που­κά­μι­σο ήμουν εγώ. Οι ζά­ρες οι τσα­κί­σεις όλα μου τα δύ­στρο­πα εί­χαν λιώ­σει κά­τω από το βά­ρος τού­της της απώ­λειας. Έγι­να ένας άλ­λος. Νό­μι­ζα ότι ξα­νά έξω στον κό­σμο εί­χα γλι­τώ­σει από τη φυ­λα­κή αυ­τή. Δεν κα­τα­λά­βαι­να ο ανό­η­τος ότι βρι­σκό­μουν σε μιαν άλ­λη.

Τώ­ρα τρώω όλη μέ­ρα να γυ­ρο­φέρ­νω τα κε­λιά. Το φως μου αρ­γο­σβή­νει κι η δια­δρο­μή μου ορί­ζε­ται από τις στοί­βες. Τα βι­βλία εί­ναι οι μάρ­τυ­ρες όσων παί­χτη­καν γύ­ρω από τα βι­βλία. Σα πιό­νι εγκλω­βι­σμέ­νο σε σκά­κι, μια κί­νη­ση, το τρε­μά­με­νο χά­δι ενός εξω­φύλ­λου ή ενός τέ­λειου, συμ­με­τρι­κού γράμ­μα­τος με στέλ­νει πί­σω στην απαρ­χή ή μου χα­ρί­ζει την αθα­να­σία.

Με τη ζώ­νη λυ­τή ως το πά­τω­μα, πλη­σιά­ζω τα βι­βλία σαν πρε­σβυω­πι­κή άσκη­ση στη νε­ό­τη­τα. Ει­δι­κά κά­τι τρυ­φε­ρά, κά­τι ανή­λι­κα, που με παίρ­νουν από πί­σω σα σκυ­λά­κι. Αυ­τά που επι­στρέ­φουν οι επι­σκέ­πτες στο επι­σκε­πτή­ριο της φυ­λα­κής με μια δό­ση οί­κτου, αυ­τά δια­βά­ζεις καη­μέ­νε, σε τι σκο­τει­νά μο­νο­πά­τια περ­πα­τάς, θα φας το κε­φά­λι σου κι άλ­λα τέ­τοια. Φτά­νει να νιώ­σεις τη γλύ­κα της κυτ­τα­ρώ­δους σάρ­κας, από βρύα ανα­κα­τε­μέ­να με γε­ρή δό­ση κα­λού χη­μι­κού, το λε­πτο­φυή σκε­λε­τό, δεν αφή­νεις κα­νέ­ναν να απλώ­σει πά­νω τους, μό­νο εσύ, ο πρώ­τος που θα σκί­σει ευ­λα­βι­κά με το μα­χαι­ρά­κι τις ρα­φές τους, εσύ που τα τρά­βη­ξες έξω από ένα φκια­σι­δω­μέ­νο πλή­θος της οκάς. Κι αυ­τά τα πρό­στυ­χα τι μπρού­μυ­τα τι ανά­σκε­λα κά­τω από το κρε­βά­τι – πού τα’ μα­θαν αυ­τά;- σου’ ρχε­ται να πέ­σεις πά­νω τους να τα ρου­φή­ξεις ως τον πά­το.

Τα βι­βλία μου εί­ναι ζώα οι­κό­σι­τα. Βόλ­τα μα­ζί, με­τά σπί­τι. Άδειες, ανα­στο­λές, με­τα­γω­γές, απε­λευ­θέ­ρω­ση, λέ­ξεις ανύ­παρ­κτες. Εί­μαι πα­λιά κα­ρα­βά­να. Η φυ­λα­κή τους εί­ναι ισό­βια.

Μια μέ­ρα ανώ­νυ­μη θα ξε­κι­νή­σει από μια άγνω­στη στοά μια βου­βή εξέ­γερ­ση. Ένα νε­ο­φερ­μέ­νο στην πτέ­ρυ­γα βι­βλίο, ίσως το πιο φι­λό­δο­ξο, θα με μα­χαι­ρώ­σει πι­σώ­πλα­τα. Οι συμ­μο­ρί­ες θα τρα­βη­χτούν σα πα­λίρ­ροια, θα κυρ­τώ­σουν τη ρά­χη, θα ορ­μή­σουν μπρο­στά. Θα με σκε­πά­σουν βου­βά.

 

αυτόν το μήνα οι εκδότες προτείνουν: