Το μουσείο των συγγραφέων

Το μουσείο των συγγραφέων

Η διείσδυση στη διαδικασία της γραφής δεν οδηγεί σε φιλικό περιβάλλον για τον οργανισμό. Έως θανάτου θα σε βασανίζουν λέξεις, θα φλερτάρεις προτάσεις, θα ονειρεύεσαι κείμενα. ―Πάνος Θεοδωρίδης



Στάθηκα στο μουσείο των συγγραφέων. Πορτάκι τόσο μικροσκοπικό, ίσα που χώραγες να περάσεις κουλουριασμένος. Πολύ αποθαρρυντικό. Μα έπεφτα με την κοιλιά, είχα γδαρθεί, τις νύχτες έσκαβα με κουτάλι το χώμα, με νύχια φαγωμένα ή με την ξεκολλημένη ράχη ενός βιβλίου, που κι αυτή πια είχε λιώσει. Απελπισία. Κάθε νύχτα τραβούσα στον τοίχο, πάνω από το σκληρό κρεβάτι, μια γραμμή. Έφερνα βόλτες, γάβγιζα όσους με πλησίαζαν, ούρλιαζα στο φεγγάρι. Στο βάθος το μουσείο, φώσφορο. Στον ύπνο μου γράμματα δωρικά, γαλάζια, κόκκινα, καφέ της σόλας με τα κορδόνια τους λυμένα.

Ονειρευόμουν το μουσείο.

Κάτι μπαρουτοκαπνισμένα ονόματα στη σειρά με μια σκουριά αιώνων, τα μαλλιά τους να ζέχνουν σπαρματσέτο σωσμένο και το χνώτο πείνα, κάτι γράμματα στενωπά που όλο βογκούν από τα αρθριτικά κι όλο στριμώχνονται. Μα σαν πλησίαζες, βγάζαν μια ζέστα, σα μπαγιάτικο ψωμί που το περνούν στο μαντέμι οι μεγάλοι να γλυκάνει.

Στην είσοδο, στις πόρτες, στις πτέρυγες.

Αίθουσες καμωμένες από κάθε λογής κουρελαρία και τσαλακωμένα στυπόχαρτα. Σκονισμένα βελούδα στη σειρά και στόφες σημαδεμένες από μεταμεσονύχτιες κάφτρες απόγνωσης.

Στους διαδρόμους ποιητές αόριστοι, σα βραδινά καφενεία.

Κόσμος χλoμός, οι πιο πολλοί με κάτι λιγοστές κουβέντες να κρέμονται απ’ τα χείλη, σα ξεχασμένο τσιγάρο. Άλλοι να σηκώνουν τα χαλιά ή να κολλούν το μάτι στο τηλεσκόπιο του θόλου που κοιτά τον ουρανό, ψάχνω τον εαυτό μου, μήπως τον είδατε; Κάποιοι να παραπονιούνται ότι κάνουν κύκλους. Η έξοδος, να ρωτούν, πού είναι η έξοδος; Η φωνή του ξεναγού σημαδεύει τις στοές:

«Κυρίες και κύριοι δεξιά σας ο Κούρος του Σ… Προσέξτε, είναι μαλακός, ένα δεμάτι χόρτο, εύκολα τρίβεται μες στην απελπισία. Πιο κει, ο Αιώνιος Έφηβος της Αλεξανδρείας. Απαλός και ηδυπαθής, έζησε μιας νύχτας ζωή, μέσα στο σπιτικό του ζόφο· τα βράδια, σαν άσπριζαν από τις γωνιές διψασμένα δόντια, σήκωνε στο ύψος των ματιών μια λάμπα πετρελαίου…
Μην απομακρύνεστε παρακαλώ. Εδώ η ζωή, εδώ και το όνειρο. Μπείτε στον προσομοιωτή, καθίστε στο θέατρο της ανθρωπίνου υπάρξεως. Πιάστε την πένα του Κ…, συνθέστε την κορυφαία του Ασυμφωνία εις Α μείζον. Όσοι περάσετε τις πίστες, bonus malus το όπλο του αυτόχειρα ποιητή. Δικιά σας μια αυτοκτονία επικών διαστάσεων, σάς στέλνει κατευθείαν στην Αίθουσα της Δόξας».

Στη σοφίτα γλέντια, παράφορα ακόμα νέοι, ξενύχτια και μεθυσμένα τραγούδια, αξημέρωτες κουβέντες στο πρεβάζι.

Μες στο μουσείο αυτό να ξεχνώ το χρόνο. Να κάνω τα πάντα, άλλοτε μόνο από περιέργεια, άλλοτε από μοναξιά. Τις πιο πολλές φορές όμως από ηδονή, μια αποπνικτική διαστροφή… Σαν περνά ο φύλακας την ώρα του κλεισίματος εγώ να του ξεφεύγω, κρυμμένος στην πτέρυγα προϊστορίας. Να περνώ εκεί νύχτες και νύχτες. Να σερβίρω τσάι σε συντροφιές, να κάνω θελήματα για γέρους σε ανύπαρκτες κάμαρες, να σπάω νυχτιάτικα φαρμακεία, να μπλέκω σε καβγάδες. Να χτυπώ πόρτες, να μην ανοίγουν ποτέ. Από το παραθυράκι μόνο ένα στόμα χαλασμένο. Ποιος είναι; Εγώ, ο ιδρυτής του μουσείου…Δε βαρέθηκες ακόμα να κάνεις τόση φασαρία, στη θέση σου θα έψαχνα την έξοδο κινδύνου. Κι ευθύς να ανάβουν τ’ άστρα.

Μια βραδιά να τρυπώσω σε αστυνομική πλοκή. Ποιος σκότωσε τον αναγνώστη; Παγίδα είναι, θα πω, δε βλέπουν; Το πτώμα είναι του συγγραφέα. Από τότε να παθιαστώ με τα αδιέξοδα.

Στον τελευταίο όροφο να δω όσους μετρούν βάθρο για τον ανδριάντα τους. Στα υπόγεια ουρλιαχτά, είναι επώδυνα τα μέτρα της συντήρησης, κανείς δε θέλει, λέει ο φύλακας, να αποχωριστεί το μαύρο κεφάλι.

Στο πωλητήριο με δάχτυλα χειρουργικά γραφείς και άλλοι δήμιοι χαράζουν παραγγελίες: καλλιγραφία σονέτου, καλλιγράμματα ροής συνείδησης, ανεξίτηλες αναμνήσεις από δέκα διαφορετικές βελόνες. Στο πιο ψηλό σκαλί, ο Aιγύπτιος πρωτομάστορας Πετεφρής στο γενικό πρόσταγμα: εδώ ανώδυνο τρύπημα αυτιών, επώδυνο συνειδήσεων. Κέντημα βυζαντινών ολογραμμάτων. Λαμπόγυαλα ντελιριακής ιδιοφυίας, κρεσέντο εγκεφαλικών βαρυτικών κυμάτων. Τύλιγμα ογκόλιθων της σοβαροφάνειας σε μια κόλλα χαρτί.

Έφτασα με κόπο ως την ιματιοθήκη. Βρήκα μονάχα πανωφόρια και ξεχασμένα κλειδιά σπιτιών.

 

αυτόν το μήνα οι εκδότες προτείνουν: