[ Simmeringer Hauptstraße 234, 1110 Βιέννη ]

[ Simmeringer Hauptstraße 234, 1110 Βιέννη ]

Είμαι εξουθενωμένη. Η ζέστη είναι αφόρητη και περπατώ ήδη αρκετή ώρα ψάχνοντας τον τάφο του. Δεν θα τα παρατήσω τώρα. Έχω ανάγκη να νιώσω πως όλα αυτά δεν ήταν μάταια. Σκέφτομαι τη γυναίκα που καθόταν πίσω μου σε όλη τη διαδρομή με το τραμ. Τουλάχιστον έτσι θέλω να πιστεύω, πως πράγματι ήταν εκεί κάποια που μιλούσε στο τηλέφωνο και δήλωνε στον μακρινό συνομιλητή της πόσο βαθιά είναι η απογοήτευση που της τρώει τα σωθικά, πόσο την έχει κουράσει η ζωή της. Κι εγώ, να κάθομαι εκεί, καρφωμένη στο κάθισμα, περιμένοντας να ακούσω παρακάτω, δίχως ανάσα, σε καθεστώς κηρώδους ακαμψίας.

Είμαι εξουθενωμένη. Η ζέστη είναι αφόρητη. Προσπερνώ τον έναν τάφο μετά τον άλλο. Έναν από αυτούς τον έχει καταπιεί σχεδόν ολοκληρωτικά ο αδηφάγος κισσός. Ίσα που μπορεί να μου ψιθυρίσει το δεύτερο από τα τέσσερα άσματα του Γκριζέ, «fais-moi un chemin de lumière, laisse-moi passer....».

Είμαι εξουθενωμένη. Η κουκίδα στον χάρτη μού δείχνει ότι πλησιάζω. Δεν σκέφτομαι τίποτα, απλά σέρνω τα πόδια μου ασθμαίνοντας. Μια συστάδα δέντρων κι ύστερα ένα άνοιγμα, επισκέπτες στρίβουν πίσω από εκείνο το κυπαρίσσι, τους ακολουθώ μηχανικά. Υποτάσσομαι στο ρεύμα. Μπροστά μου είναι το μνημείο για τον Μότσαρτ, αυτόν που αργότερα τον έκαναν σοκολατάκια. Έφτασα, κάπου εδώ είναι «ο προορισμός μου». Κοιτώ πάνω από τον δεξιό μου ώμο, η κορυφή του Μετρονόμου αναδύεται ανάμεσα από τις πρασινάδες, πάνω από τα κεφάλια του πλήθους που φωτογραφίζει τον τόπο αυτό της λύπης. Δεν είμαι καλύτερη, σηκώνω κι εγώ το χέρι και τραβώ μία «φωτό», υπνωτισμένη απ’ τους ανθρώπους, τον ήλιο και τα αντικαταθλιπτικά. Κοιτώ τους άλλους τάφους όση ώρα περιμένω, να αδειάσει ο χώρος. Δίπλα ακριβώς, είναι ο Σούμπερτ, ή τέλος πάντων, ό,τι απέμεινε από αυτόν. Θυμάμαι να διαβάζω κάποιο άρθρο: στην κηδεία, λέει, του Μπετόβεν, ο Σούμπερτ ήτανε παπαδοπαίδι.

Η φωνή στο κεφάλι μου αρχίζει με μια μηχανική διαδικασία να επαναλαμβάνει τον στίχο “Did I request thee, Maker, from my clay to mould me man”. Το ακούω ξανά και ξανά, δεν το σταματώ, δεν έχω τη δύναμη, ούτε τα μέσα. Έχω πια κουραστεί από τη συνεχή βαβούρα που παράγει το μυαλό μου. Λαχταρώ να βάλω ένα τέλος κι η σκέψη αυτή με τρομάζει. Ίσως σε μια ώρα, λέω στον εαυτό μου. Ίσως αύριο. Ένα φύλλο αφήνει τον αέρα να το παρασύρει κι εγώ γίνομαι ένα με εκείνο, τα μάτια μου το ακολουθούν. Πέφτει, όλο πέφτει, θέλω να γίνω αυτό το φύλλο. Το αεράκι το εναποθέτει γλυκά, σχεδόν ευλαβικά στον τάφο του Μπετόβεν. Σκύβω πάνω από το χαμηλό κιγκλίδωμα. Χαμογελώ πικρά. Ένα μπουκέτο φρέσκα κρίνα είναι στην πλάκα ακουμπισμένα.

Αποφασίζω ν ’αναβάλω τη λαχτάρα μου για λίγο ακόμη.

 

αυτόν το μήνα οι εκδότες προτείνουν: