Όρμος

————————————————————————
Σκη­νι­κή ποι­η­τι­κή αφή­γη­ση
————————————————————————

ΜΕ­ΤΑ


Εμέ­να οι λέ­ξεις με βα­σα­νί­ζουν
εί­ναι τρω­κτι­κά, σαν να με κυ­νη­γούν
για να μαρ­τυ­ρή­σω τον μύ­θο
— μου απο­σπούν την προ­σο­χή από τη γα­λή­νη
όλα τα δη­μιουρ­γή­μα­τα και την επή­ρεια των στιγ­μών
(με­ρι­κές φο­ρές, ανα­λό­γως
των επο­χών)
εί­ν’ Αφρο­δί­τες, αυ­τές με πα­ρα­σύ­ρουν
στις ομορ­φιές τους (το γνω­ρί­ζω, από πα­λιά)
στις αγω­νί­ες και στ’ αμαρ­τή­μα­τα, στο χρέ­ος
και στις ενο­χές μου, στα κα­θρε­φτί­σμα­τα
— πάλ­λο­νται ακό­μη, συ­ντρο­φεύ­ουν
τον κό­σμο εκεί­νον που πλά­θω, την κο­ρύ­φω­ση
και την άβυσ­σο,
εί­ναι ανε­πού­λω­τες, άγνω­στες κι αδιά­φα­νες
οι λέ­ξεις για το Ένα.

Εμέ­να με ανα­γεν­νούν όλες τους, γυ­μνές
κά­πο­τε αθώ­ες και συγ­χυ­σμέ­νες
στην πρό­βα μιας πα­ρά­στα­σης αλ­λιώ­τι­κης
(στό­μα και σκέ­ψη μου σε κα­τά­κλι­ση)
με ρό­λους που εγώ μοι­ρά­ζο­μαι
με μά­σκε­ρα και σκιές, με βή­μα­τα όχι αλη­θι­νά
και βρυ­χηθ­μούς κι ανά­σες απο­ρί­ας ή θαυ­μα­σμού
— εί­μαι τα πρό­σω­πα, εί­μαι το έρ­γο τους,
εί­μαι θε­α­τής και κρι­τής, εί­μαι μό­νος στο κε­νό το­πίο
θη­ρεύω το κου­ρά­γιο και τη σύ­νε­ση της επι­βί­ω­σης,
γράμ­μα το γράμ­μα, φρά­ση και σι­γή, νο­ή­μα­τα.

Το ξέ­ρω. Φθεί­ρο­μαι ευ­τυ­χώς για­τί δεν φυ­γο­μα­χώ
κι ακό­μη αγα­πώ, γρά­φω
κι εν­νοώ το πε­ρι­κεί­με­νο του κό­σμου
τις ατε­λεί­ω­τες νυ­χτε­ρι­νές κα­τη­φό­ρες από τ’ αστέ­ρια
(που μι­λούν συ­νε­χώς, ακα­τά­λη­πτα)
τους παλ­μούς μου σαν φω­σφο­ρι­κά πα­νιά στα πα­ρα­μύ­θια
την αγω­νία που νι­κά­ει και την αγω­νία που ητ­τά­ται
(ένα ευ­γε­νές πα­ρά­δο­ξο που λύ­νει μό­νον ο θά­να­τος)
τον καλ­πα­σμό και το πε­τά­ρι­σμα, κρυμ­μέ­να κα­λά,
πί­σω από το μη­δέν
το άγρυ­πνο σή­μα της ύπαρ­ξης
(«έως εδώ!», φω­νά­ζει).

Πλα­γιά­ζω τώ­ρα, γνω­ρί­ζω τις χα­ραγ­μέ­νες γραμ­μές
εκ­φρά­ζω αδυ­να­μία να τις ξε­πε­ρά­σω,
ανα­κα­λύ­πτω την ταύ­τι­ση με τις λέ­ξεις μου και τ’ άσπρο χώ­μα.

Αφροδίτη. Ερυθρόμορφος κρατήρας από την Απουλία (-365±355)
Αφροδίτη. Ερυθρόμορφος κρατήρας από την Απουλία (-365±355)

ΠΡΙΝ

Εκεί που δεν τολ­μώ, στη λάμ­ψη του κε­νού
στ’ αλ­λό­κο­τα να εισ­δύ­σω,
άγνω­στη δύ­να­μη με κα­λεί, αφα­νής κι ανί­κη­τη,
με των αν­θρώ­πι­νων τον χρό­νο
της φύ­σης, των αστρι­κών μοιά­ζει
κι απλώ­νε­ται γύ­ρω μου κυ­μα­τι­στή,
με πε­ρι­πλέ­κει σε κύ­κλους αχνό­φω­τους κι ακού­γε­ται
γι’ αυ­τά τα κα­τα­νοη­τά –αξί­ας μι­κρής ίσως–
τα ερω­τή­μα­τα, τ’ αλα­φιά­σμα­τα και τις μα­τιές μου
σ’ όλη τη νιό­τη να μου λέ­ει, να μου λέ­ει…

Υπερ­βαί­νω το σχή­μα του αό­ρα­του,
εί­μαι συ­νο­δοι­πό­ρος των σκια­σμέ­νων μου και των θα­λασ­σών
— άγνω­στων, ανώ­νυ­μων ή χω­ρίς τό­πο γνώ­ρι­μων
Την υπέρ­τα­τη πεί­να της ικα­νο­ποί­η­σης, την ανά­γκη να υπάρ­ξουν
διε­ρω­τώ­μαι: Ανά­σαι­ναν; Ατέ­νι­ζαν τον κό­σμο;
Απέ­φευ­γαν δί­νες, κο­ρυ­φώ­σεις και πτώ­σεις;

Εκεί πλη­σιά­ζω, εκεί όλα εί­ν’ ελ­κυ­στι­κά
η επι­θυ­μία μου εν­δύ­ε­ται κρυ­στάλ­λι­νες νι­φά­δες
όχι από ντρο­πή ή κά­ποια συ­στο­λή,
οι φο­βί­ες μου ομορ­φαί­νουν, όπως και τ’ αδιέ­ξο­δα
και όσοι ήλιοι δεν τολ­μού­σα έως τώ­ρα ν’ αντι­κρί­σω


Κρα­τώ στις πα­λά­μες μου
μνή­μες γιορ­τι­νές, τα­πει­νές ή άχρω­μες
τό­τε που έκλαι­γα για­τί κα­νείς δεν ευ­τυ­χού­σε
μα τό­τε χα­μο­γε­λώ­ντας κρυ­φά τους ξε­περ­νού­σα
κι ανα­θάρ­ρευα από τη ση­μα­σία της ανα­μο­νής
τη γοη­τεία τ’ ανέ­μου στο πρό­σω­πο
το ξάφ­νια­σμα από τη με­λω­δία (τη συ­νεί­δη­σή μου)
τα κα­το­πι­νά κι όσα δεν μά­ντευα,
αυ­τό το κά­τι, που λί­γο εί­ναι εμπρός στο επέ­κει­να
στο με­τα­μορ­φω­μέ­νο με­γα­λείο κι όσα στους χάρ­τες
πα­ρέ­λει­πα, τ’ άγρα­φτα.

Εκεί ανα­ζη­τώ το τί­πο­τε και το παν,
όλα θαμ­μέ­να στον χώ­ρο, σ’ ανα­μο­νή,
νο­σταλ­γώ­ντας, ανά­με­σα σε ψευ­δαι­σθή­σεις, δώ­ρα
των Δα­να­ών, όσα πο­τέ δεν άγ­γι­ξα
από τον ιπ­πο­τι­σμό μου.

Στ’ ομο­λο­γώ: τ’ ατε­λές της ζω­ής άκου­σμα
δεν μειώ­νει την αιω­νιό­τη­τά της.

ΒΡΕΙ­ΤΕ ΤΑ ΒΙ­ΒΛΙΑ ΤΟΥ Βα­σί­λη Ρού­βα­λη ΣΤΟΝ ΙΑ­ΝΟ.

 

αυτόν το μήνα οι εκδότες προτείνουν: