Για τον Ντίνο Χριστιανόπουλο και την «Διαγώνιο» (Ιστορίες και παρενθέσεις)

Mε τον Σάκη Παπαδημητρίου (2014)
Mε τον Σάκη Παπαδημητρίου (2014) / φωτ. Άρις Γεωργίου


Πότε εί­δα για πρώ­τη φο­ρά τον Ντί­νο Χρι­στια­νό­που­λο; Η ημε­ρο­μη­νία εί­ναι κα­τα­γε­γραμ­μέ­νη: 29 Μαί­ου 1958. Μα­θη­τής στην τε­λευ­ταία τά­ξη του γυ­μνα­σί­ου, στο Κολ­λέ­γιο Ανα­τό­λια. Ο Λο­γο­τε­χνι­κός όμι­λος, με υπεύ­θυ­νο τον κα­θη­γη­τή Χρή­στο Φρά­γκο, προ­σκά­λε­σε τον Χρι­στια­νό­που­λο να μι­λή­σει για τους ποι­η­τές της Θεσ­σα­λο­νί­κης. Ο Νί­κος Χουρ­μου­ζιά­δης, που ήταν φί­λος του, με­τέ­φε­ρε την πρό­σκλη­ση.
Το 1958 ο Ντί­νος Χρι­στια­νό­που­λος ήταν ει­κο­σιε­πτά ετών και μό­λις εί­χε ξε­κι­νή­σει την Δια­γώ­νιο. Ανέ­βη­κε στην θε­α­τρι­κή σκη­νή της με­γά­λης αί­θου­σας και μί­λη­σε χω­ρίς ση­μειώ­σεις – κά­τι που έκα­νε μέ­χρι τα τε­λευ­ταία χρό­νια. Θυ­μά­μαι τις πρώ­τες λέ­ξεις: «Μη σας φα­νεί πα­ρά­ξε­νη η φω­νή μου, αυ­τή εί­ναι, θα την συ­νη­θί­σε­τε». Πο­λύ λε­πτή φω­νή και με ιδιαί­τε­ρο το­νι­σμό. Κά­ποιοι γέ­λα­σαν και σχο­λί­α­σαν με­τα­ξύ τους. Πα­ρό­λο που ανή­κα στην πρώ­τη εθνι­κή της σχο­λι­κής πλά­κας, δεν γέ­λα­σα. Μου έκα­νε εντύ­πω­ση η ει­λι­κρί­νεια και το θάρ­ρος του. Και όχι μό­νον αυ­τό. Ανέ­λα­βα να γρά­ψω ένα ση­μεί­ω­μα στο πε­ριο­δι­κό College News, τεύ­χoς 4, Ιού­νιος 1958. (Πα­ρέν­θε­ση: Ξε­φυλ­λί­ζο­ντας το ίδιο τεύ­χος θυ­μή­θη­κα άλ­λη μία ημε­ρο­μη­νία: Jazz Assembly, 30 Απρι­λί­ου 1958. Το κουαρ­τέ­το τζαζ της Έκτης εμ­φα­νί­ζε­ται στην ίδια αί­θου­σα. Έπαι­ξα ακορ­ντε­όν και μα­ζί με τον συμ­μα­θη­τή μου Ξε­νο­φώ­ντα Ανα­στα­σί­ου μι­λή­σα­με για τα εί­δη της τζαζ). Λο­γο­τε­χνία και τζαζ θα έβρι­σκαν πο­λύ σύ­ντο­μα στέ­γη στην Δια­γώ­νιο, στο μι­κρό γρα­φείο της Στο­άς Χρυ­σι­κο­πού­λου.
Σ’ αυ­τό το ση­μείο να θυ­μί­σω ότι ο Ντί­νος Χρι­στια­νό­που­λος δεν ήταν απο­κλει­στι­κά υπέρ της πα­ρά­δο­σης, των ρε­μπέ­τι­κων και του Τσι­τσά­νη, της ιστο­ρί­ας της Θεσ­σα­λο­νί­κης κτλ. Μπο­ρεί το πρώ­το τεύ­χος να κυ­κλο­φό­ρη­σε μό­νο με δι­κά του κεί­με­να, αλ­λά ο ίδιος έγρα­ψε ότι ελ­πί­ζει «η ατο­μι­κή αυ­τή προ­σπά­θεια γρή­γο­ρα να βρει αντα­πό­κρι­ση, ώστε σι­γά-σι­γά να απο­τε­λέ­σει τον πυ­ρή­να ενός πε­ριο­δι­κού νέ­ων». Η άπο­ψή του η οποία με εί­χε εν­θου­σιά­σει τό­τε, ήταν ότι «έχου­με δύο πρό­σω­πα: μας εν­δια­φέ­ρει και ερευ­νού­με την πα­ρά­δο­ση αλ­λά εί­μα­στε ανοι­χτοί σε κά­θε τι και­νούρ­γιο μέ­χρι και την πρω­το­πο­ρία». Αυ­τό φαί­νε­ται εύ­κο­λα από τα πε­ριε­χό­με­να του πε­ριο­δι­κού και από τον κα­τά­λο­γο των εκ­δό­σε­ων. Έτσι εξη­γεί­ται και η δι­κή μου συμ­με­το­χή.

Στη δε­κα­ε­τία του ’70 η Δια­γώ­νιος με­τα­φέρ­θη­κε για δύο πε­ρί­που χρό­νια στην οδό Στρα­τη­γού Καλ­λά­ρη 3 σε ένα με­γά­λο δια­μέ­ρι­σμα ώστε να λει­τουρ­γεί κα­λύ­τε­ρα η «Πι­να­κο­θή­κη» και να υπάρ­χει απο­θη­κευ­τι­κός χώ­ρος. Από εκεί ξε­κί­νη­σε και το πε­ριο­δι­κό Τζαζ – η διεύ­θυν­ση της Θεσ­σα­λο­νί­κης ήταν αυ­τή τη Δια­γω­νί­ου. Δυ­στυ­χώς ο σει­σμός του 1978 και οι οι­κο­νο­μι­κές συν­θή­κες στα­μά­τη­σαν το εγ­χεί­ρη­μα. Επι­στρο­φή στη Στοά Χρυ­σι­κο­πού­λου.

Στις δε­κα­ε­τί­ες του ΄60 και ΄70, όχι μό­νο έμα­θα πώς βγαί­νει ένα πε­ριο­δι­κό αλ­λά κρα­τού­σα και το βι­βλίο εσό­δων και εξό­δων της Δια­γω­νί­ου, κα­τέ­γρα­φα τους συν­δρο­μη­τές, έκο­βα απο­δεί­ξεις και βοη­θού­σα τον Ντί­νο στο τα­χυ­δρο­μείο – τα φά­κελ­λα με το κορ­δο­νά­κι. Φτά­νου­με στην πε­ρί­ο­δο της Χού­ντας. Τι θα κά­νου­με; Η μία πλευ­ρά υπο­στή­ρι­ζε ότι πρέ­πει να στα­μα­τή­σουν τα πά­ντα. Να μη γρά­φου­με και να μη δη­μο­σιεύ­ου­με. Η άλ­λη πλευ­ρά έλε­γε ότι η καλ­λι­τε­χνι­κή δη­μιουρ­γία δεν πρέ­πει να στα­μα­τή­σει. Ο Ανα­γνω­στά­κης και άλ­λοι υπέρ της πρώ­της, ο Χρι­στια­νό­που­λος υπέρ της δεύ­τε­ρης. Η Δια­γώ­νιος συ­νέ­χι­σε την πο­ρεία της. Έπρε­πε όμως πριν κυ­κλο­φο­ρή­σει η έκ­δο­ση να εγκρι­θεί από το γρα­φείο λο­γο­κρι­σί­ας το οποίο ήταν στο ισό­γειο της Στρα­τιω­τι­κής Λέ­σχης Θεσ­σα­λο­νί­κης. Πα­ρα­δί­δα­με τα δο­κί­μια με­τά φό­βου ψυ­χής, λα­χα­νια­σμέ­νοι και με­τά από λί­γες μέ­ρες περ­νού­σα­με για να μά­θου­με τα νέα. Στα­δια­κά η όλη δια­δι­κα­σία τυ­πο­ποι­ή­θη­κε και έτσι ορι­σμέ­νες φο­ρές πή­γαι­να μό­νος μου να τα ζη­τή­σω με φα­νε­ρή αγω­νία.
Εί­ναι η ίδια πε­ρί­ο­δος που στην αί­θου­σα εκ­δη­λώ­σε­ων της «Τέ­χνης», Κο­μνη­νών 4, εί­χα ορ­γα­νώ­σει την «Λέ­σχη τζαζ» (με αφί­σα πολ­λα­πλών χρή­σε­ων του Δη­μή­τρη Κα­λο­κύ­ρη) και σε κά­θε συ­νά­ντη­ση, ομι­λία, πρό­βα, πα­ρευ­ρι­σκό­ταν ένας … υπο­τί­θε­ται μυ­στι­κός. Ο οποί­ος απλώς άκου­γε αυ­τές τις πε­ρί­ερ­γες μου­σι­κές και τα ονό­μα­τα κοι­τώ­ντας το ρο­λόι του. Στο τέ­λος έφτα­σε να μας πα­ρα­κα­λεί να τε­λειώ­νου­με για να γυ­ρί­σει στη γυ­ναί­κα του. (Άλ­λη πα­ρέν­θε­ση: Λί­γα χρό­νια με­τά την Χού­ντα πή­γαι­να και πά­λι στο ίδιο κτή­ριο, στο δι­πλα­νό γρα­φείο για να προ­μη­θευ­τώ τα φάρ­μα­κα του πα­τέ­ρα μου. Η αγω­νία ήταν πα­ρό­μοια.)


[ Άλλοτε αλλα ]

 

αυτόν το μήνα οι εκδότες προτείνουν: