Συντόμως: ένα επίρρημα ακορντεόν

Ο Νίκος Καρούζος με τη Χριστίνα Ντούβρη
Ο Νίκος Καρούζος με τη Χριστίνα Ντούβρη


Aν κά­ποιος επι­θυ­μεί να μά­θει για τις απαρ­χές της Σκέ­ψης, της Φι­λο­σο­φί­ας και της ίδιας της Λο­γι­κής δεν μπο­ρεί πα­ρά να στρα­φεί προς την Ελ­λά­δα.
Ο ελ­λη­νι­κός πο­λι­τι­σμός, στη δια­χρο­νι­κή του ροή, έχει να επι­δεί­ξει αναμ­φί­βο­λα μο­να­δι­κά δη­μιουρ­γή­μα­τα Τέ­χνης, πολ­λα­πλώς ση­μα­ντι­κά για την εξέ­λι­ξη των κοι­νω­νιών πα­γκό­σμια.
Η Τέ­χνη πρω­τί­στως εμπε­ριέ­χει μια ηθι­κή, την ηθι­κή της ρή­ξης, για να αγ­γί­ξει το από­λυ­τα Αλη­θές και ο καλ­λι­τέ­χνης, ως δρων πο­λι­τι­κό υπο­κεί­με­νο, προ­βάλ­λει μέ­σα από τις δι­κές του ανα­ζη­τή­σεις και πα­ρα­μέ­τρους ένα έρ­γο - ερ­μη­νεία του εκά­στο­τε ιστο­ρι­κού χρό­νου και χώ­ρου.
Σιω­πη­λή αλ­λά διαρ­κώς ομι­λού­σα η Τέ­χνη προ­δια­γρά­φει τον ση­μα­σιο­λο­γι­κό της ορί­ζο­ντα˙ συ­γκρο­τεί, δη­μιουρ­γεί, πα­ρά­γει παι­δεία και πο­λι­τι­σμό, δυ­νά­μεις θαυ­μα­στές για το δη­μό­σιο συμ­φέ­ρον, για ευ­νο­μού­με­νες κοι­νω­νί­ες, για όφε­λος των αν­θρώ­πων γε­νι­κό­τε­ρα.
Μέ­σα από τις δια­δο­χι­κές κα­τη­γο­ριο­ποι­ή­σεις της, όπως εί­ναι η Ποί­η­ση και η Ζω­γρα­φι­κή, όπου η έν­νοια της δη­μιουρ­γί­ας κά­θε φο­ρά με­τα­το­πί­ζε­ται αλ­λά­ζο­ντας μορ­φή και πε­ριε­χό­με­νο, προ­κύ­πτει η ανά­γκη να με­λε­τη­θούν εκ νέ­ου τα πνευ­μα­τι­κά προ­ϊ­ό­ντα των δη­μιουρ­γών ως ιδιαί­τε­ρο γνω­στι­κό και πο­λι­τι­σμι­κό αντι­κεί­με­νο της εν­νοια­κής δό­μη­σης του αν­θρώ­που.
Γλώσ­σα, Ποί­η­ση, Ζω­γρα­φι­κή, προ­ϋ­πο­θέ­σεις για να κα­τα­στεί ο άν­θρω­πος ένα άρι­στα δο­μη­μέ­νο ον, άξιο να δη­μιουρ­γή­σει, να επι­τύ­χει, να ολο­κλη­ρω­θεί ως προ­σω­πι­κό­τη­τα, μεί­ζον ζη­τού­με­νο των λα­ών πά­ντο­τε. Εί­ναι πε­δία τα οποία με έναν ελ­λει­πτι­κό τρό­πο επι­κοι­νω­νί­ας ανα­πτύσ­σουν μια δια­λε­κτι­κή ανά­γο­ντας στην πραγ­μα­τι­κή διά­στα­ση και ση­μα­σία του το καλ­λι­τε­χνι­κό προ­ϊ­όν, ση­μαί­νον στοι­χείο του πο­λι­τι­σμού.
Μέ­σα σε αυ­τές τις ιδε­ο­λο­γι­κές συ­ντε­ταγ­μέ­νες, όπου δια­χρο­νι­κά ο δη­μιουρ­γός άν­θρω­πος δί­νει το στίγ­μα της προ­σω­πι­κής του αγω­νί­ας δια­λε­γό­με­νος δυ­να­μι­κά και αμ­φί­δρο­μα με τον συν-άν­θρω­πο, εντάσ­σε­ται εξ ολο­κλή­ρου η ποι­η­τι­κή ιδιο­φυία του Νί­κου Κα­ρού­ζου.

Γεν­νη­μέ­νη με δυο πλη­γές –την ποί­η­ση και τη ζω­γρα­φι­κή– ανα­ζη­τού­σα βάλ­σα­μο για να τις θρέ­ψω.
Ευ­τύ­χη­σα, όσον αφο­ρά στην πρώ­τη, να γνω­ρί­σω τον Νί­κο Κα­ρού­ζο, τον πο­λύ­τι­μο φί­λο μου και όσον αφο­ρά στη δεύ­τε­ρη, σπού­δα­σα να βυ­θί­ζο­μαι στο σχέ­διο και στο χρώ­μα και κυ­ρί­ως να εί­μαι σύ­ντρο­φος, για τριά­ντα δύο χρό­νια, ενός ιδιαί­τε­ρου αν­θρώ­που και ζω­γρά­φου, του Γιώρ­γου Ξέ­νου.
O Πλού­ταρ­χος στο έρ­γο του Ηθι­κά δια­σώ­ζει το εξαι­ρε­τι­κό σπά­ραγ­μα του Σι­μω­νί­δη του Κεί­ου για την ποί­η­ση και τη ζω­γρα­φι­κή   Πλὴν ὁ Σι­μω­νί­δης τὴν μὲν ζῳγρα­φί­αν ποί­η­σιν σιωπῶσαν προ­σα­γο­ρεύ­ει, τὴν δὲ ποί­η­σιν ζῳγρα­φί­αν λα­λοῦσαν.

Ω σο­βα­ρά και ιδε­ώ­δη χρώ­μα­τα, ένας ποι­η­τι­κός στί­χος σε άμε­ση ταύ­τι­ση με την τέ­χνη. Γοη­τεύ­ο­μαι κά­θε φο­ρά που αντι­λαμ­βά­νο­μαι την επα­φή της ποί­η­σης με την τέ­χνη άλ­λω­στε η ποί­η­ση δεν εί­ναι τέ­χνη και η τέ­χνη δεν εί­ναι ποί­η­ση;
Υφί­στα­μαι λε­κτι­κή αφυ­δά­τω­ση όταν πρό­κει­ται να μι­λή­σω για τον Νί­κο Κα­ρού­ζο. Πώς να τον σκια­γρα­φή­σω, ως ποι­η­τή; ως άν­θρω­πο; Πο­τέ δεν ένιω­σα πιο άβο­λα. Πώς να ιστο­ρή­σω τα ανι­στό­ρη­τα.
Ας εί­ναι, θα προ­σπα­θή­σω απλά να κα­τα­θέ­σω μνή­μες με όλον τον σε­βα­σμό που έχω για τον ίδιο και το έρ­γο του σε μορ­φή μιας εκ βα­θέ­ων εξο­μο­λό­γη­σης.
Μα­νιώ­δης θαυ­μά­στρια της ποί­η­σής του από τα φοι­τη­τι­κά μου χρό­νια, εί­χα την τύ­χη να τον γνω­ρί­σω από τον στι­χουρ­γό ΄Ακο Δα­σκα­λό­που­λο το 1981.
Δεν το πί­στευα. Μι­λού­σα με τον άν­θρω­πο που θαύ­μα­ζα πε­ρισ­σό­τε­ρο από όλους. Μι­λού­σα με τον άν­θρω­πο του οποί­ου η ποι­η­τι­κή δυ­να­μι­κή μα­γνή­τι­ζε τον εγκέ­φα­λό μου και με οδη­γού­σε σε δύ­σβα­τα πε­δία σκέ­ψης, υψη­λής αι­σθη­τι­κής αξί­ας, με ανε­λέ­η­τα οντο­λο­γι­κά διε­ρω­τή­μα­τα. Μό­νο στην ποί­η­σή του, την πο­λύ­πλευ­ρα ωφέ­λι­μη για μέ­να, έβρι­σκα απα­ντή­σεις. Ιχνη­λα­τού­σα το μυα­λό μου. Ανα­ζη­τού­σα τις επι­κοι­νω­νια­κές δο­μές συ­ναμ­φό­τε­ρων των ψυ­χι­κών και νοη­τι­κών στοι­χεί­ων της ύπαρ­ξής μου. Ήταν για μέ­να πνοή, ανα­πνοή, οξυ­γό­νο, ελευ­θε­ρία.
Η ζωή μου πή­ρε άλ­λες δια­στά­σεις. Ήμουν ευ­τυ­χής και δυ­στυ­χής ταυ­τό­χρο­να. Τα ιδιαί­τε­ρα αυ­τά άτο­μα προ­ϋ­πο­θέ­τουν τε­ρά­στιες αντο­χές. Πρέ­πει να εί­σαι από ατσά­λι. Δια­φο­ρε­τι­κά ελ­λο­χεύ­ει ο
κίν­δυ­νος να λειώ­σεις από το βά­ρος της δη­μιουρ­γί­ας. Πό­σο ευαί­σθη­τα άτο­μα εί­ναι οι πραγ­μα­τι­κοί δη­μιουρ­γοί!
Τον θυ­μά­μαι πε­ρή­φα­νο, αγέ­ρω­χο, αναρ­χι­κό, θλιμ­μέ­νο με μιαν οξύ­τη­τα πνεύ­μα­τος που σε αφό­πλι­ζε. Η ζωή του μια συ­νε­χής πρό­κλη­ση θα­νά­του. Τον πε­ρι­φρο­νού­σε και τον φο­βό­ταν. Διά­σπαρ­τος στην ποί­η­σή του δεί­χνει πό­σο απα­σχο­λού­σε τον ποι­η­τή, που ήξε­ρε ότι δεν μπο­ρεί να τον απο­φύ­γει και για αυ­τό τον προ­κα­λού­σε.

Στη συλ­λο­γή του Φα­ρέ­τριον γρά­φει:

Θε­με­λί­ω­ση θα­νά­του …σ’ αυ­τό το εφιαλ­τι­κό γκρε­νά ωι­μέ­να

Τον θυ­μά­μαι, αυ­τόν τον ποι­η­τή - φι­λό­σο­φο, τον κα­τε­ξο­χήν λυ­ρι­κό της υπαρ­ξια­κής αγω­νί­ας, να χα­μο­γε­λά­ει από ευ­χα­ρί­στη­ση όταν τον κα­λού­σα στο σπί­τι μας στα Εξάρ­χεια, τα αξέ­χα­στα εκεί­να Σαβ­βα­το­κύ­ρια­κα, όπου ο Κα­ρού­ζος, ο Ξέ­νος κι εγώ κά­να­με ατε­λεί­ω­τες συ­ζη­τή­σεις μέ­χρι πρω­ί­ας για ποί­η­ση, ζω­γρα­φι­κή, μου­σι­κή, φι­λο­σο­φία, ορα­τό και αό­ρα­το στην τέ­χνη, άπει­ρο, αυ­το­κτο­νία, θά­να­το. Θεϊ­κά βρά­δια. Τι να πρω­το­θυ­μη­θεί κα­νείς.

Διά­χυ­τη η κλα­σι­κή μου­σι­κή στο σπί­τι, κυ­ρί­ως ακού­γα­με J. S. Bach. O Νί­κος σκυμ­μέ­νος με τα γό­να­τα στο πά­τω­μα ζω­γρά­φι­ζε με μα­νία ακουα­ρέ­λες, ο Γιώρ­γος ζω­γρά­φι­ζε έρ­γα με­γά­λων δια­στά­σε­ων κι εγώ συ­ντε­λού­σα στην υλο­ποί­η­ση της δη­μιουρ­γί­ας τους πα­ρέ­χο­ντας κά­θε διευ­κό­λυν­ση και προ­σφέ­ρο­ντας όλα τα δυ­να­τά μέ­σα.

Κύ­ριοι, εγώ εί­μαι ποι­η­τής και στα δια­λείμ­μα­τά μου ζω­γρα­φί­ζω. Βέ­βαια το ρή­μα ζω­γρα­φί­ζω εί­ναι πο­λύ σπου­δαία υπό­θε­ση, το χρη­σι­μο­ποιώ χά­ριν συ­νεν­νό­η­σης, εί­χε πει σε μιαν ομι­λία του.

Με­γά­λος λά­τρης της ζω­γρα­φι­κής γρά­φει: Θέλ­γο­μαι απ' τη ζω­γρα­φι­κή κι αγα­πώ τους δη­μιουρ­γούς της. Με βοη­θούν αδιά­κο­πα στο αί­νιγ­μα της υπάρ­ξε­ως.

Άλ­λες φο­ρές μου ζη­τού­σε χαρ­τί και μο­λύ­βι κι έγρα­φε ποι­ή­μα­τα ακού­γο­ντας πά­ντα κλα­σι­κή μου­σι­κή. Έγρα­φε, τσα­λά­κω­νε, έσκι­ζε, ξα­νά­γρα­φε και μου έλε­γε: Να θυ­μά­σαι πά­ντα, ο καλ­λι­τέ­χνης εί­ναι ανί­σχυ­ρος, το έρ­γο του πα­νί­σχυ­ρο ... και μην ξε­χνάς, η κω­μω­δία παί­ζε­ται στο σύ­νο­λο της γε­ω­γρα­φί­ας.

Κά­θε λε­πτό, κά­θε συ­ζή­τη­ση μα­ζί του ήταν μια μα­θη­τεία ανυ­πο­λό­γι­στης βα­ρύ­τη­τας.

Θυ­μά­μαι, όταν με έπαιρ­νε τη­λέ­φω­νο, πό­τε θα σας δω να μι­λή­σου­με, και απα­ντού­σα συ­ντό­μως, άκου­γα, θέ­λω να εί­σαι ακρι­βής, το επίρ­ρη­μα συ­ντό­μως εί­ναι ένα επίρ­ρη­μα ακορ­ντε­όν, μπο­ρεί να ση­μαί­νει σε μια ώρα, έναν μή­να, έναν χρό­νο.

Ήταν οι ώρες της με­γά­λης μο­να­ξιάς του. Στο ποί­η­μα Μέ­νου­σα πό­λις γρά­φει:

Εί­μαι μο­νά­χος μοιά­ζο­ντας
με τη μυ­στι­κή σου επι­φά­νεια θά­λασ­σα.
Ποιος με θέ­λει για βο­ή­θεια
στη γή­ι­νη ερη­μιά βρί­σκο­μαι κο­ντά του.

και αλ­λού,

τη θέ­λω εγώ την απελ­πι­σία μου
δεν την ανταλ­λάσ­σω με θαλ­πω­ρή άλ­λη.

Το ποί­η­μά του Σύ­νο­λο φι­λο­δο­ξί­ας τε­λειώ­νει με αυ­τούς τους στί­χους:

Ο ου­ρα­νός τα­νύ­θη­κε λι­γά­κι κι ο ήλιος με έδει­ξε
να πο­ρεύ­ο­μαι μό­νος προς την άγρια σκέ­ψη.

Ο ωραί­ος Νί­κος. Ο Νί­κος που σε γο­ή­τευε, που σε έβα­ζε να περ­πα­τάς μα­ζί του ένα οδυ­νη­ρό αλ­λά σω­τή­ριο οδοι­πο­ρι­κό.

Σπου­δαί­οι επι­στή­μο­νες και άν­θρω­ποι των γραμ­μά­των έχουν με­λε­τή­σει, ερευ­νή­σει, ανα­λύ­σει το με­γα­λειώ­δες έρ­γο του. Υπάρ­χουν αμέ­τρη­τα κεί­με­να για το συ­ντα­κτι­κό, την τά­ξη, τη ρυθ­μο­λο­γία, τη συ­νο­λι­κή δο­μή της ποί­η­σής του.

Υπήρ­ξε με­γά­λος γλωσ­σο­πλά­στης και σπά­νιος γνώ­στης της γλώσ­σας εί­τε εί­χε ποι­η­τι­κή εί­τε δο­κι­μια­κή εί­τε προ­φο­ρι­κή μορ­φή. Εί­χε την άνε­ση να κι­νεί­ται σε ένα αδια­νό­η­το για τους άλ­λους λε­κτι­κό πε­δίο. Η πο­λυ­μά­θεια και η ευ­ρύ­τη­τα των γνώ­σε­ών του ήταν εξαι­ρε­τι­κά σπά­νια.

Το δο­κί­μιό του στην Ανα­μνη­στι­κή Λή­θη, «Αθά­να­τοι Θνη­τοί, Θνη­τοί Αθά­να­τοι», στο οποίο ανα­λύ­ει το μα­νι­φέ­στο του φου­του­ρι­σμού, εί­ναι υπό­δειγ­μα δο­κι­μια­κής γρα­φής και διαρ­κούς με­λέ­της.

Για τη γλώσ­σα μας εί­χε πει: Αυ­τή η γλώσ­σα, η εκ­πλη­κτι­κά πλού­σια, εί­ναι μια γλώσ­σα δαι­μο­νια­κή, με­γά­λης μου­σι­κό­τη­τας, αν ξέ­ρει να χει­ρι­στεί τις δο­μές του λε­κτι­σμού ο λέ­γων ή ο γρά­φων.

Επα­να­στά­της και ασυμ­βί­βα­στος σε κά­θε λο­γής κα­τε­στη­μέ­νο εί­πε σε μια συ­νέ­ντευ­ξή του:

Ο δυ­τι­κός πο­λι­τι­σμός εί­ναι ο πιο υπο­κρι­τι­κός. Κό­πτε­ται υπέρ της πνευ­μα­τι­κής δη­μιουρ­γί­ας με κραυ­γές “να σώ­σου­με το πνεύ­μα­’’ ή κα­τα­φεύ­γει σε μια ανια­ρή ρη­το­ρεία γύ­ρω από τη δη­μιουρ­γία, ενώ στην ου­σία ου­δό­λως εν­δια­φέ­ρε­ται. Δεν τους νοιά­ζει τί­πο­τα κι επει­δή δεν μπο­ρούν να πα­ρα­κάμ­ψουν το πνεύ­μα, το ανέ­χο­νται και το εντάσ­σουν.

Κο­ρυ­φαί­ος ποι­η­τής της με­τα­πο­λε­μι­κής πε­ριό­δου, έδω­σε με έναν προ­σω­πι­κό και γνή­σια ποι­η­τι­κό τρό­πο το δρά­μα της ύπαρ­ξης, του χρό­νου, του θα­νά­του.

Στο­χα­στής υψη­λών προ­δια­γρα­φών, δη­μιουρ­γεί μια ποί­η­ση ανα­ζή­τη­σης της πραγ­μα­τι­κής λύ­τρω­σης απα­ντώ­ντας στην υπαρ­ξια­κή αγω­νία από την οποία εί­ναι φορ­τι­σμέ­νη η ζωή.

Στο ποί­η­μα Μυ­θι­κή Κυ­ρια­κή γρά­φει:


Χα­ρού­με­νος εί­ναι όποιος αφά­νι­σε και επι­φά­νεια και βά­θος
.


Στην ερώ­τη­σή μου τι εν­νο­εί, μου απα­ντά, ο μη υπάρ­χων , και πα­ρα­κά­τω ση­μειώ­νει:


Κρί­σι­μη ζωή ση­μαί­νει πά­ντο­τε ζωή πε­ρισ­σό­τε­ρη˙ κα­νέ­νας θά­να­τος δεν μπο­ρεί να την νι­κή­σει.


Ρω­τώ­ντας τον ξα­νά τι εν­νο­εί, μου απα­ντά, μι­λώ για τη ζωή του δη­μιουρ­γού.

Αρι­στο­κρά­της της σκέ­ψης, με μια ζωή που κρε­μό­ταν μό­νον από την ποί­η­ση.

Συ­μπλη­ρώ­νο­νται 30 χρό­νια από το θά­να­τό του, ωστό­σο η υπάρ­χου­σα εσω­τε­ρι­κή δυ­να­μι­κή στις ποι­η­τι­κές μορ­φές του εί­ναι τό­σο ισχυ­ρή ώστε η πα­ρου­σία του μέ­σω της ποί­η­σης να εί­ναι πά­ντα συ­νε­χής.

ΣΧΕΤΙΚΑ ΚΕΙΜΕΝΑ
 

αυτόν το μήνα οι εκδότες προτείνουν: