Τα χρώματα της ρήξης· (ένας) οδηγός ανάγνωσης της «Αναμνηστικής Λήθης»

Το κεί­με­νο που ακο­λου­θεί εί­ναι η σχε­δόν συ­στη­μα­τι­κή προ­σπά­θεια ανά­γνω­σης μια ποι­η­τι­κής συλ­λο­γής, υπό ορι­σμέ­νη οπτι­κή γω­νία. Ασφα­λώς η ανά­γνω­σή μας δεν εί­ναι εξα­ντλη­τι­κή ή πλή­ρης, κα­θώς πα­ρα­λεί­πο­νται ποι­ή­μα­τα, ενώ, εν­δε­χο­μέ­νως, μας δια­φεύ­γουν οπτι­κές που μας υπο­βάλ­λει πρό­θυ­μα η ποι­η­τι­κή του Κα­ρού­ζου. Θα πρέ­πει κά­ποιος να φα­ντα­στεί σε αυ­τή την προ­σπά­θεια τις τρο­χιο­δει­κτι­κές βο­λές που δια­τρέ­χουν τον σκο­τει­νό ου­ρα­νό. Επί­σης θα βοη­θού­σε η σκέ­ψη πως το ανά χεί­ρας κεί­με­νο δια­βά­ζε­ται και ως άσκη­ση (όπως οι πια­νί­στες που ζε­σταί­νουν με κλί­μα­κες τα δά­χτυ­λά τους)· και ως παι­χνί­δι ίσως: του ανα­γνώ­στη-πε­ρι­πα­τη­τή που αρέ­σκε­ται να κό­βει τις βόλ­τες του στο έρ­γο του Νί­κου Κα­ρού­ζου για­τί το ποι­η­τι­κό το­πίο εκεί δεν παύ­ει να τον εκ­πλήσ­σει και να του απο­κα­λύ­πτει.

Και κα­μιά ντα­νταϊ­στι­κή τε­χνι­κή στις (από)συν­θέ­σεις του δεν στέ­κε­ται ικα­νή να συ­γκα­λύ­ψει τη νο­σταλ­γία της (θεϊ­κής) ακι­νη­σί­ας, την χω­ρίς αρ­χή και τέ­λος λάμ­ψη του όντος στον Παρ­με­νί­δη. Η ποί­η­σή του όσο ορέ­γε­ται τη ρο­πή ή την επι­θυ­μία προς το αΐ­διον, άλ­λο τό­σο γεν­νά το σκου­λη­κά­κι της ηρα­κλει­τι­κής δια­λε­κτι­κής, της αρ­μο­νί­ας που συ­ντε­λεί­ται πρώ­τα και πά­νω από όλα ως αρ­μο­νία των αντι­θέ­των. Από αυ­τή τη σκο­πιά στην ποί­η­σή του επι­πλέ­ει πά­ντο­τε η ρή­ξη. Αμ­φι­λε­κτι­σμοί,[1] οξύ­μω­ρες διτ­τές δια­τυ­πώ­σεις, επι­κλή­σεις στη μυ­στι­κή εμπει­ρία απει­λούν, δια­τα­ράσ­σουν την γραμ­μα­τι­κή και συ­ντα­κτι­κή τά­ξη του κό­σμου του ανα­γνώ­στη. Έν­νοιες, ει­κό­νες, ήχοι, πρό­σω­πα, ιδέ­ες, (κά­θε εί­δους γλώσ­σα) σπα­ράσ­σο­νται στην πο­ρεία προς την με­γά­λη ομορ­φιά, τη συ­μπα­ντι­κή, που συ­γκρο­τεί­ται ως συ­ντρι­βή της ατο­μι­κό­τη­τας και ως αγω­νία (η οποία, κά­πο­τε, στρο­βι­λί­ζε­ται γύ­ρω από τον εαυ­τό της σαρ­κα­στι­κά, αυ­το­σαρ­κα­στι­κά, όπως ο σκύ­λος που κυ­νη­γά­ει την ου­ρά του)· όλα αυ­τά υπό την προ­ϋ­πό­θε­ση ότι ο ανα­γνώ­στης θα συ­νέλ­θει από το πρώ­το ανα­γνω­στι­κό σοκ (ποι­η­τι­κά ουρ­λια­χτά και αλα­λαγ­μοί που μι­μού­νται το πριν ή το με­τά από τη γλώσ­σα)· θα συ­νέλ­θει δε­κτι­κός και έτοι­μος να πε­ρι­πλα­νη­θεί στην άγρια ομορ­φιά του εμ­φύ­λιου μέ­σα στη γλώσ­σα της ποί­η­σής του.
Η ανά­γνω­ση του Κα­ρού­ζου προ­ϋ­πο­θέ­τει ει­δι­κό εξο­πλι­σμό και μέ­ρι­μνα· ετοι­μα­σί­ες για επί­σκε­ψη σε εμπό­λε­μο το­πίο ή σε ένα, συ­χνά, ερ­μη­τι­κό σύ­στη­μα κα­λά συ­γκε­ρα­σμέ­νων ισορ­ρο­πιών, με κυ­ρί­αρ­χο το στοι­χείο της φω­τιάς, οπό­τε, κα­νείς, πρέ­πει να ει­σέλ­θει λαμ­βά­νο­ντας τα μέ­τρα του: αν πλη­σιά­σεις όσο πρέ­πει, ζε­σταί­νε­σαι· αν πα­ρα­συρ­θείς από τη σα­γή­νη της φω­τιάς, καί­γε­σαι και ερη­μώ­νεις στη με­ρι­κό­τη­τα. Ο Κα­ρού­ζος, μέ­γας τα­γός της ομορ­φιάς, ισορ­ρο­πεί ψυ­χρό και θερ­μό, υγρό και ξη­ρό, αέ­ρι­νο και χθό­νιο μέ­σα στο έρ­γο του με τρό­πο θαυ­μα­στό, αλ­λά χρειά­ζε­ται να εί­σαι δή­λιος κο­λυμ­βη­τής για να απο­φύ­γεις τον πνιγ­μό στις (από)συν­θέ­σεις που δη­μιουρ­γεί (και φυ­σι­κά να πα­ρα­κάμ­πτεις την με­ρο­λη­ψία του προς το στοι­χείο της φω­τιάς).
Τι δεν ση­μαί­νει η ρή­ξη στην ανά­γνω­σή μας: δεν ση­μαί­νει το χά­σμα που εν­δε­χο­μέ­νως προ­κύ­πτει από έναν άλ­λο τρό­πο θέ­α­σης του κό­σμου και, ασφα­λώς, δεν ση­μαί­νει το χά­σμα της θέ­α­σης του κό­σμου από τον «άλ­λο», τον ιστο­ρι­κά / κοι­νω­νι­κά και ού­τω κα­θε­ξής απο­κλει­σμέ­νο «άλ­λο» (την συ­να­κό­λου­θη κι­νη­το­ποί­η­ση μη­χα­νι­σμών εν­συ­ναί­σθη­σης ή ψυ­χι­κής αδελ­φο­σύ­νης). Εδώ η ρή­ξη ση­μαί­νει κυ­ρί­ως την πρά­ξη της επα­να­στα­τι­κής πρό­σλη­ψης του κό­σμου, τον ρη­ξι­κέ­λευ­θο χα­ρα­κτή­ρα μιας αυ­θε­ντι­κής ποι­η­τι­κής (τέ­χνης): τις νέ­ες αρ­θρώ­σεις, τις νέ­ες δια­συν­δέ­σεις, αιφ­νι­δια­στι­κές και επι­κίν­δυ­νες, κα­θώς η υιο­θέ­τη­σή τους (ακό­μα και ένα απλό νεύ­μα συ­ναί­νε­σης) προ­ϋ­πο­θέ­τει την συ­ντρι­βή των ανα­γνω­στι­κών βε­βαιο­τή­των και την ανα­δια­πραγ­μά­τευ­ση των ισορ­ρο­πιών στην ακύ­μα­ντη ψυ­χι­κή στάθ­μη της κα­θη­με­ρι­νό­τη­τας και της συ­νή­θειας. Δεν εί­ναι αστείο (αραγ­μέ­νοι, συ­νή­θως, ασφα­λείς και άνε­τοι στην ανα­παυ­τι­κή μπερ­ζέ­ρα της ανά­γνω­σης και το φω­τι­στι­κό του ναρ­κισ­σι­σμού στα­θε­ρά αναμ­μέ­νο μέ­σα στο κε­φά­λι μας)· οι στί­χοι του Κα­ρού­ζου εκρή­γνυ­νται.

Ανα­μνη­στι­κή λή­θη [1982]: ανά­με­σα στο επί­θε­το και το ου­σια­στι­κό του τί­τλου η ρή­ξη εί­ναι κιό­λας πα­ρού­σα. Τι να ση­μαί­νει μια λή­θη ανα­μνη­στι­κή, έναν φτη­νό εντυ­πω­σια­σμό; Θα μπο­ρού­σε. Αλ­λά αν σκύ­ψου­με λί­γο προ­σε­κτι­κό­τε­ρα θα δού­με στην ονο­μα­σία της συλ­λο­γής τον πυ­ρή­να μιας χει­ρο­νο­μί­ας η οποία και ολο­κλη­ρώ­νε­ται (όπως θα δού­με ανα­λυ­τι­κό­τε­ρα) με τον τί­τλο που κλεί­νει τη συλ­λο­γή: «Αθά­να­τοι θνη­τοί θνη­τοί αθά­να­τοι». Για την ώρα αντί να φα­ντα­στού­με μό­νο τον Κα­ρού­ζο με ηλε­κτρι­σμέ­νη ψυ­χο­λο­γία τζο­γα­δό­ρου, εν θερ­μώ, να ακου­μπά στο τρα­πέ­ζι τα ρέ­στα του από την πρώ­τη ζα­ριά (ρι­σκά­ρο­ντας να μεί­νει πα­νί με πα­νί), ας κρα­τή­σου­με την εν­δια­φέ­ρου­σα πα­ρα­τή­ρη­ση του Πά­νου Πα­ρά­σκε­βου για την συ­νά­φεια της Ανα­μνη­στι­κής λή­θης με το Μα­ντείο του Τρο­φώ­νιου στη Λει­βα­διά:[2] ο επι­σκέ­πτης του μα­ντεί­ου έπι­νε νε­ρό από την πα­ρα­κεί­με­νη πη­γή της Λή­θης, ώστε απε­ρί­σπα­στος από τα της ζω­ής να κα­τέ­βει στον Άδη για να δει. Όμως, έπι­νε επί­σης νε­ρό και από την πη­γή της Μνη­μο­σύ­νης, για­τί η επι­στρο­φή του στον επά­νω κό­σμο έπρε­πε να συ­νο­δεύ­ε­ται με την ανά­μνη­ση όσων βί­ω­σε στον κά­τω κό­σμο.

«Για την αθλιό­τη­τα της φι­λο­σο­φί­ας». Στο εναρ­κτή­ριο ποί­η­μα της συλ­λο­γής, μέ­σω της ανα­φο­ράς του τί­τλου στον Μαρξ, ο ποι­η­τής πα­ρα­χω­ρεί εμ­φα­τι­κά τον λό­γο στη φι­λο­σο­φία (με σκο­πό να την πε­ρι­παί­ξει): θα χρη­σι­μο­ποι­ή­σει το γνω­στό λο­γο­παί­γνιο «η κό­τα έκα­νε τ’ αβγό ή το αβγό την κό­τα» για να ναρ­κο­θε­τή­σει εκ προ­οι­μί­ου με την πα­ρω­δία και το γκρο­τέσκ τους κα­νό­νες του προ­τα­σια­κού λο­γι­σμού και να προ­βο­κά­ρει αγρί­ως τις κα­τα­σκευ­ές των συλ­λο­γι­σμών του.

«Κι άλ­λες ακό­μη λέ­ξεις»· με τον αιφ­νι­δια­σμό που προ­κα­λεί το «ολά­ξαφ­να» (αγα­πη­μέ­νη λέ­ξη-σύμ­βο­λο της ρή­ξης, στην ποί­η­ση του Ν.Κ.) κι ένα σπα­ρα­κτι­κό βλέμ­μα στον κα­θρέ­φτη. Όταν κοι­τά­ζο­μαι στο κα­θρέ­φτη, τι ή ποιον κοι­τά­ζω; Το βλέμ­μα του ποι­η­τή δεν ναρ­κισ­σεύ­ε­ται ανα­γνω­ρί­ζο­ντας στο εί­δω­λό του ένα σκε­πτό­με­νο υπο­κεί­με­νο (cogito), αλ­λά ένα πρό­σω­πο που σπα­ράσ­σε­ται από την χρο­νι­κό­τη­τα (αν θυ­μη­θού­με ότι στον Κίρ­κερ­γκωρ το να υπάρ­χω ση­μαί­νει να ανή­κω στη διά­στα­ση του χρό­νου) ή ένα πρό­σω­πο που σπα­ράσ­σε­ται από την αγω­νία (του μη­δε­νός).[3]

«[Σ]τα πε­ρή­φα­να φεγ­γά­ρια» η ατο­μι­κό­τη­τα με­τα­τρέ­πε­ται σε πε­δίο ρή­ξης, κα­θώς το βά­ρος της Α-λή­θειας στρι­φο­γυρ­νά σαν μπί­λια της ρου­λέ­τας και στρογ­γυ­λο­κά­θε­ται πά­νω στις πα­θη­τι­κές και ανυ­πό­στα­τες βε­βαιό­τη­τές μας εξου­θε­νώ­νο­ντάς τες· σαν τη με­γά­λη ομορ­φιά που ενώ­νει αντί να διαι­ρεί και μας αφή­νει άφω­νους: «[…] Εί­δες πο­τέ στον ξύ­πνιο σου/το σά­λο των ηλε­κτρο­νί­ων/ανά­με­σα στο βλέμ­μα; […]»

Στο «Πλα­νη­τι­κό τε­τρά­στι­χο» ο Κα­ρού­ζος δο­κι­μά­ζει να μας εκ­πλή­ξει με «[…] ένα τε­ρά­στιο ρου­θού­νι­σμα του σύ­μπα­ντος ταύ­ρου […]», μια σκη­νή που προ­κα­λεί ρωγ­μή στις αι­σθή­σεις κα­θώς μας υπο­βάλ­λει την ορα­μα­τι­κή ει­κό­να του θερ­μό­αι­μου, ρω­μα­λέ­ου θη­λα­στι­κού μέ­σα σε ένα εξ ορι­σμού ψυ­χρό και πα­γω­μέ­νο σύ­μπαν.

Με την «Προ­σευ­χή του Θα­λή στην πα­ρα­λία», το ύδωρ ως πρώ­τη αρ­χή του σύ­μπα­ντος, «ισορ­ρο­πεί» με το ποι­η­τι­κό μέ­γε­θος μιας στα­γό­νας βρο­χής που λά­μπει επά­νω σε ένα σκου­λη­κά­κι.

Και από «Τα μι­κρά δω­ρή­μα­τα» συ­γκρα­τού­με ό,τι συ­ντη­ρεί ρα­γι­σμέ­νο μέ­σα μας ο κό­σμος των φαι­νο­μέ­νων. Εν­δει­κτι­κά: «[…] Η αί­σθη­ση του από­λυ­του […]» που βιώ­νε­ται σαν «[…] ανα­κλά­δι­σμα που σε κου­φαί­νει […]», «[…] Το κάρ­βου­νο που κοκ­κι­νί­ζει στη φω­τιά / την ιδέα του μαύ­ρου δεν την αλ­λά­ζει […]» και φυ­σι­κά η σπα­ρα­κτι­κή σύλ­λη­ψη «[…] Τι να σου κά­νουν τα βα­τρα­χο­πέ­δι­λα της επι­στή­μης / όταν ανοί­γε­σαι στο πέ­λα­γος της με­γά­λης αγω­νί­ας; […]».
Δε θα εί­χα­με δυ­σκο­λία να δια­κρί­νου­με το σπιν­θή­ρα της ποι­η­τι­κής γειτ­νί­α­σης ανά­με­σα στα «[…] φω­να­σκού­ντα σο­σια­λι­στι­κά στό­μα­τα με τα άγρια αστι­κά στο­μά­χια […]» και σε «[…] Ένα τη­λε­φώ­νη­μα στη μά­να μου· σα λυ­χνα­ρά­κι στα νο­τι­σμέ­να Μυ­στή­ρια της Απτό­τη­τας […]» («Σχε­δί­α­σμα για σύγ­χρο­νο ευ­χέ­λαιο»).
Στο «Ξε­θω­ρια­σμέ­νο χει­ρό­γρα­φο» τέ­μνει το βί­ω­μα του χρό­νου σε συ­μπα­ντι­κές φέ­τες, πα­ρα­τη­ρώ­ντας τη φαι­νο­με­νι­κή δια­φο­ρά φά­σης ενός ετοι­μο­θά­να­του και του για­τρού του: τους ‘‘βλέ­πει­’’ στο πα­ρελ­θόν να φύ­ο­νται από τον κοι­νό τους βλα­στό, ‘‘φα­ντά­ζε­ται­’’ το απο­λί­θω­μά τους (το πα­ρελ­θόν τους) στους αιώ­νες που έρ­χο­νται, τους ‘‘απο­τυ­πώ­νει­’’ μέ­σα σε υπαρ­ξια­κό χρό­νο «[…] στον ίδιο πι­κρο­πί­δα­κα στο ίδιο ρή­μα […]» Εί­ναι ένας κό­σμος απα­τη­λός ο κό­σμος των φαι­νο­μέ­νων, δεν εί­ναι να τον κα­να­κεύ­εις, αλ­λά αυ­τός εί­ναι, άχρι θα­νά­του: «[…] Ιθα­γε­νής εί­ναι ο θά­να­τος / απ’ όξω δεν υπάρ­χει χά­ρος· / ιθα­γε­νής εί­ν’ ο θε­ός δεν εί­ν’ αλ­λό­χθο­νας / κι αυ­τό ση­μαί­νει πως ο κό­σμος πρυ­τα­νεύ­ει. / Το ζή­τη­μα εί­ναι να μην κά­νεις ίσκιο / κι αγά­πη­ση φρι­χτή στην ορα­τό­τη­τα.»

«Ο άκλαυ­τος μαρ­κή­σιος De Sade» «[…] τον εί­χε πά­ρει μο­νο­σκοί­νι τον έρω­τα / γυ­ρεύ­ο­ντας αδιά­κο­πα να καρ­φώ­νει / την ηδο­νή στα δρο­σο­μέ­λα­να βά­θια[…]. Η ομορ­φιά του De Sade, ο συγ­χρω­τι­σμός του με την αθα­να­σία, έρ­χε­ται από τη θαρ­ρα­λέα κα­τά­φα­σή του στη θνη­τό­τη­τα: «[…] Ένα εγώ έχω τ’ όμορ­φο: που δεν απο­φεύ­γω τη θα­νή μου. / Σ’ αυ­τά τα λό­για το ανά­θρε­ψε το άπει­ρο / μ’ αυ­τά τα λό­για σαν αμέ­τρη­τα πε­σμέ­να φύλ­λα / τον τά­φο του τον έκα­νε αό­ρα­το στον κό­σμο», με τον Κα­ρού­ζο να συν­θέ­τει εδώ μια υπέ­ρο­χα ιλιγ­γιώ­δη ει­κο­νο­ποι­ία (αρ­κεί το βλέμ­μα του ανα­γνώ­στη να έχει πά­ψει να τε­μπε­λιά­ζει).
«Ο κοι­μι­σμέ­νος τα­ξι­διώ­της» μας δι­δά­σκει την ορα­τό­τη­τα όσων απου­σιά­ζουν από την σκη­νή των φαι­νο­μέ­νων. Ανα­λαμ­βά­νει δρά­ση εδώ ένα εγώ –«[…] αρ­χέ­γο­νο μυα­λό της αν­θρω­πό­τη­τας […]»: κορ­φο­λο­γεί από τα δευ­τε­ρό­λε­πτα «τα έα­ρα», βλέ­πει «[…] τ’ αλ­λαγ­μέ­να το­πία την άφα­τη με­τα­βο­λή […]» και την «ψί­χα» του έρω­τα που «[…] τη ζωή την αγριεύ­ει […]»

«[…]κι ορέ­χτη­κα να εκτί­σω / τον εαυ­τό μου ωσάν κά­τι το αστρα­πιαίο. […]» («Νω­θρο­κάρ­διο ποί­η­μα»)

Αγω­νιώ­δης (όσο και πα­ρω­δια­κή) επί­κλη­ση στην «άγρια στύ­ση» του προ­γό­νου Homo erectus, για το πέ­ρα­σμά του από τα τέσ­σε­ρα στα δύο πό­δια, από τη ζωή στην τέ­χνη: «[…] Τι διά­ο­λο την ήθε­λες την έκλυ­τη Ωδή του ποι­η­τή / […] Αχ μά­να μου τι κα­τρα­κύ­λι­σμα στο με­γα­λείο…[…]» («Ο δεύ­τε­ρος θά­να­τος»).
Στην «Επα­νά­κτη­ση», ο Κα­ρού­ζος μπαί­νει, κα­τά τον προ­σφι­λή του τρό­πο, στα χω­ρά­φια της σω­μα­τι­δια­κής φυ­σι­κής. Το άυ­λο, που πα­ρου­σιά­ζε­ται σαν «αλ­λό­γλωσ­ση ψυ­χή» μέ­σα στην ύλη, «[…] εί­ν’ ακα­τά­λη­πτη αντί­φα­ση και μαύ­ρο, ψό­φιο λά­θος […]· ωστό­σο θα τολ­μή­σει την ανα­λο­γία ύλης/αντι­ύ­λης – σώ­μα­τος/ψυ­χής, με την πα­ραί­νε­ση «[…] Όμως ας μη σκο­τώ­σου­με […]» (το άυ­λο) «[…] τη μό­νη μας Υγιει­νή: / Φράγ­μα το σώ­μα στην ψυ­χή και μα­τω­μέ­νη φυ­λα­κή» (η ύλη).
Μας δα­νεί­ζει το βλέμ­μα του για να δού­με έναν αό­ρα­το «Εν­δό­το­πο», τον εκ­στα­τι­κό τό­πο μιας ερω­τι­κής κο­ρύ­φω­σης, ίσως· σε κά­θε πε­ρί­πτω­ση: «[…] Τι όμορ­φος ο ίλιγ­γος και η αιώ­ρη­ση θε­ο­σκό­τει­νη / ωσάν να κά­η­καν των άστρων οι ασφά­λειες […]».
Ένα εί­δος επι­το­μής της ανα­γνω­στι­κής μας προ­σέγ­γι­σης στην Ανα­μνη­στι­κή λή­θη συ­νι­στά το ποί­η­μα «Ο Αι­θρί­ω­νας». Ση­μα­σία έχει η αρ­μο­νία των αντι­θέ­των και «[…] το αί­μα δια­στέλ­λει την εν­δό­τε­ρη λάμ­ψη μας / όπου καί­ο­ντας το λά­λη­μα καρ­βου­νιά­ζει τις λέ­ξεις […]». Στη σκη­νή εμ­φα­νί­ζε­ται μια μυ­θο­λο­γι­κή οντό­τη­τα κα­ρου­ζι­κής (κα­τά πά­σα πι­θα­νό­τη­τα) εμπνεύ­σε­ως, ο Αι­θρί­ω­νας, και «[…] Φρε­νή­ρης από μα­νιώ­δη γα­λή­νη […] πλη­σιά­ζει «[…] άναυ­δος το θεί­ον απ’ τη σάρ­κα […]»

«[…] Τρο­μα­χτι­κή η ενό­τη­τα στον κό­σμο. / Τρο­μα­χτι­κή σχι­ζο­φρέ­νεια η γλώσ­σα.» («Taboo»)

Η «Προ­τρο­πή προς απο­σύν­θε­ση» ακού­γε­ται μάλ­λον σαν ατο­νι­κή συγ­χορ­δία στο πιά­νο, ένα θο­ρυ­βώ­δες χτύ­πη­μα στα πλή­κτρα της ανα­γνω­στι­κής πρό­σλη­ψης· (με δέ­ος) προ­λα­βαί­νου­με να συ­γκρα­τή­σου­με: «Στα μο­να­στή­ρια κα­τοι­κί­διος ο θά­να­τος – / κα­θώς τ’ από­μα­κρα των λουό­με­νων θα­λασ­σό­λο­γα […]».
Στην «Αρ­χαία ση­μεί­ω­ση» ο δε­κα­πε­ντα­σύλ­λα­βος υπο­νο­μεύ­ε­ται από το ελεύ­θε­ρο μέ­τρο (ή το αντί­στρο­φο).
Εντο­πί­ζει ακα­ριαία στη γλώσ­σα του ατμο­σφαι­ρι­κό­τε­ρου σκη­νο­θέ­τη της ελ­λη­νι­κής ποί­η­σης, του Κα­βά­φη, «[…] μια σύ­ριγ­γα για εν­δο­φλέ­βιο τρα­γού­δι […]». Ο Κα­ρού­ζος ιχνο­γρα­φεί στην άβυσ­σο φω­τά­κια που αση­μί­ζουν κά­τω από ένα φεγ­γά­ρι/ζε­στό βυ­ζί: «[…] Τι εί­ναι όμως που κο­μί­ζει τα ποι­ή­μα­τα / τι εί­ναι που με δαύ­τα επω­ά­ζει την άβυσ­σο; / Φεγ­γά­ρι μου στη σκο­τει­νιά ζε­στό βυ­ζί της νύ­χτας / τι εί­ναι –λέ­γε μου εσύ– τα θάλ­λο­ντα ποι­ή­μα­τα;  / Μην εί­ναι τα αση­μο­φώ­τι­στα οστά της Ει­μαρ­μέ­νης;».
Και πό­σο ωραία μπά­ζει νε­ρά το επι­κο­λυ­ρι­κό ύφος του δε­κα­πε­ντα­σύλ­λα­βου στον «Homo Graecus» με εκεί­νο το «[…] Κi εί­πα και χα­σμου­ρή­θη­κα πρι­χού να κλώ­σει ο ήλιος […]».

Από τη «[…] με­γά­λη πα­ραί­σθη­ση της μου­σι­κό­τη­τας των πραγ­μά­των […]» χρώ­μα­τα και σχή­μα­τα πλά­νης εκτι­νάσ­σο­νται προς «[…] όλες τις επο­χές της αλή­θειας / του μη πραγ­μα­τι­κού μέ­σα στο αί­μα / το αν­θρώ­πι­νο σχη­μα­τί­ζο­ντας / γο­ε­ρές κι αδιά­κο­πες ωραιό­τη­τες […]». Ίσως το μό­νο που μας πέ­φτει να γνω­ρί­σου­με διαρ­κεί όσο η νύ­χτα δι­χά­ζε­ται από έναν ακα­νό­νι­στο ρόμ­βο φω­τός: «[…] τις λα­μπε­ρές κι ου­ρά­νιες πλη­γές τις αστρα­πές […]» («Το μερ­τι­κό του σκύ­λου»).
Η συν­θε­τι­κή ευ­κρί­νεια των αντι­θε­τι­κών ζευ­γών λά­μπουν «Στον Άθω­να». «[…] κι ο άν­θρω­πος / πλή­ρης από έρε­βος / ανά­με­σα στα τό­σα φώ­τα και την ηλιο­σύ­νη. / Χαι­ρό­μου­να λά­μπο­ντας από θαυ­μά­σιο σκο­τά­δι […]». «[…] Κι εγώ οδοι­πο­ρού­σα ολο­μό­να­χος / αγ­γί­ζο­ντας το εύ­ο­σμο κε­νό για να στη­ρί­ζο­μαι […]». Ας ση­μειω­θεί εμ­φα­τι­κά η κα­τα­πλη­κτι­κή αντι­πα­ρά­θε­ση κα­τα­νυ­κτι­κής ανά­τα­σης (ναρ­κο­θε­τη­μέ­νης, ωστό­σο, από θά­να­το) και μη­δα­μι­νό­τη­τας της ατο­μι­κής ύπαρ­ξης: «[…] βα­θύ­τε­ρος ο κό­σμος μέ­σ’ στα μο­να­στή­ρια […]. Αλ­λά «[…] όταν βλέ­πω στη θα­νά­σι­μη Αθή­να / τους σκου­πι­διά­ρη­δες να πε­τούν έρη­μα / τα σκου­πί­δια στ’ αβυσ­σα­λέα τους αυ­το­κί­νη­τα / μου ᾽ρ­χε­ται γο­ε­ρά να φω­νά­ξω: / Πε­τά­χτε με και μέ­να μέ­σα.»

Συ­στά­δες αντι­θε­τι­κών ζευ­γών σχη­μα­τί­ζουν και το εξ­πρε­σιο­νι­στι­κό το­πίο του ιστο­ριο­γε­νούς «Η πρώ­ι­μη κό­λα­ση της Εύ­ας Μπρά­ουν». «[…] της ου­ρά­νιας πορ­το­κα­λιάς των άστρων / ένα φεγ­γά­ρι ψό­φιο σαν φεγ­γά­ρι / σαν ένα φά­σκε­λο της άγο­νης αιω­νιό­τη­τας […]». «[…] η Εύα η λευ­κό­τα­τη δε­σποι­νί­δα. / Τώ­ρα και χρό­νια υπο­φέ­ρει μα­τω­μέ­να πε­ρι­δέ­ραια […]». «[…] Δε λέ­ει να ρη­μά­ξει την ηδυ­πά­θεια / κι ανά­με­σα στ’ άναρ­θρα σκου­λή­κια […]. «[…] μέ­σ’ στο λι­γό­ω­ρο νυ­φι­κό της η φου­κα­ριά­ρα, / διώ­χνει μα­κρύ­τε­ρα τη μαυ­ρί­λα το κα­λό­βο­λο δη­λη­τή­ριο […]». Εδώ όπως και αλ­λού, θα μπο­ρού­σα­με να ανι­χνεύ­σου­με στις τε­χνι­κές του Κα­ρού­ζου συγ­γέ­νειες με τον τρό­πο που μο­ντά­ρουν τις ται­νί­ες οι Ρώ­σοι φορ­μα­λι­στές του κι­νη­μα­το­γρά­φου, στις αρ­χές του ει­κο­στού αιώ­να. Εί­ναι θε­μι­τό, αν όχι ανα­γκαίο οι στί­χοι/ει­κό­νες να βγά­ζουν τον σπιν­θή­ρα τους μέ­σα από τη σύ­γκρου­ση κυ­ρί­ως (νοη­μα­τι­κά, υφο­λο­γι­κά, ει­κα­στι­κά), να δο­μού­νται αντί να ρέ­ουν κοι­μι­σμέ­νοι, κομ­ψοί και αυ­τά­ρε­σκοι μέ­σα στο ποί­η­μα.

Οι στί­χοι στο «Χαρ­μό­συ­νο λά­βδα­νο» μοιά­ζουν με σφή­νες μιας ποι­η­τι­κής ευ­φυί­ας που ξε­σα­λώ­νει αδια­φο­ρώ­ντας για την αστυ­νο­μία του νο­ή­μα­τος: «[…] τρε­λό­σω­στος: οπτι­κή ευ­φυ­ΐα ο σε­ρί­φης ανόλ­βιος […]». Εδώ απο­λαμ­βά­νου­με μια ποι­η­τι­κή σε μορ­φή στοι­χειώ­δη, σε στί­χους-σπα­ράγ­μα­τα, με την εναλ­λα­γή φθόγ­γων στη δια­δο­χή των λέ­ξε­ων απο­κλει­στι­κά χά­ριν της μου­σι­κό­τη­τάς τους· ο Κα­ρού­ζος «[…] αγ­χι­θα­νής, αγ­χί­θε­ος, αγ­χι­νε­φής κι αε­ρο­βά­της μό­νος […]» ανα­μι­γνύ­ει, ανα­δει­κνύ­ει (και φυ­σι­κά υπο­νο­μεύ­ει) με τρό­πο σκαν­δα­λώ­δη και παι­χνι­διά­ρι­κο, αλ­λά και πά­λι: «[…] εγώ ανταλ­λάσ­σω πυ­ρά μο­νά­χα με το θά­να­το – /κα­τα­λα­βαί­νεις; […]»

Από την ίδια ζύ­μη εί­ναι πλα­σμέ­νο και το «Ωδι­κή Semper αντι-μη­δε­νι­σμός του μη­δε­νός». Με εντο­νό­τε­ρη, ίσως, πρό­θε­ση δια­σά­λευ­σης του ύφους και με θε­μα­το­λο­γία που ενί­ο­τε φτά­νει στο γκρο­τέσκ. Προς το τέ­λος ο αυ­τι­σμός του ποι­ή­μα­τος πα­ρα­κάμ­πτε­ται για λί­γο, με τον τρό­πο του Μπέ­κετ: «[…] σα να ᾽ναι ασπαί­ρου­σα η ομορ­φιά σ’ ένα ημι­λε­κτι­κό στά­διο· / ού­τε σιω­πή ού­τε λό­γος· να κι­νού­με μο­νά­χα τα χεί­λη με / συλ­λα­βές οποιεσ­δή­πο­τε δί­χως να ακού­γο­νται· ποι­ή­μα­τα έτσι […]».

Στο πε­ζό «Δι­ή­γη­ση», χρη­σι­μο­ποιεί ως μό­το το «αρε­τής δε και φι­λο­σο­φί­ας όρος το με­τά συ­νέ­σε­ως άπλα­στον, του Αβ­βά Ισί­δω­ρου Πη­λου­σιώ­τη. Σκη­νο­θε­τεί τον αφη­γη­τή του να περ­πα­τά στην ερη­μιά μι­λώ­ντας δυ­να­τά. «[…] Οι σκέ­ψεις τρέ­χαν από δω, στο εσω­τε­ρι­κό μου, τρέ­χαν από κει, σαν κα­τσα­ρί­δες. Ωστό­σο εί­χα πά­ψει πια να μι­λώ. Φλυα­ρού­σα μέ­σα μου […]» Από την πε­ρι­διά­βα­σή του στη δια­λε­κτι­κή φω­τός/σκό­τους, νου/καρ­διάς, ζω­ής/θα­νά­του, ορα­τών/αο­ρά­των μας αφή­νει με την κα­τα­κλεί­δα: «[…] Τό­τε κα­τά­λα­βα ήσυ­χα πως ο θά­να­τος εί­ναι η κομ­ψό­τη­τα των όντων.» Και η τε­λευ­ταία του λέ­ξη: «ΧΡΑΠ» (σαν πόρ­τα που κλεί­νει).

«Κα­πα­κώ­νου­με ζω­ω­δία». «[…] Μην τα βά­λεις με την πλά­νη –σε εξορ­κί­ζω– […]», απευ­θύ­νει τρυ­φε­ρή πα­ρά­κλη­ση στο θυ­μι­κό μας ο Κα­ρού­ζος. Και απεκ­δύ­ε­ται απνευ­στί τον φι­λο­σο­φι­κό λό­γο περ­νώ­ντας στο λαϊ­κό ύφος της κα­θη­με­ρι­νό­τη­τας: «[…] Μην τα βά­λεις με την πλά­νη –σε εξορ­κί­ζω–/θαν τα βά­λεις έτσι και με την αλή­θεια/τη μά­να της τη μπε­λα­λού […]».
«Λέ­νιν και Μα­χά­τμα»· όπου ο δεύ­τε­ρος ακού­ει «που­λιά», ο πρώ­τος ακού­ει «μυ­δρά­λια», ση­μαί­νο­ντας το σχί­σμα στο ψα­χνό της αντι­κει­με­νι­κής πραγ­μα­τι­κό­τη­τας.
Στο «Φθι­νό­πω­ρο: Στον ου­ρα­νό τα σύν­νε­φα τε­μπε­λιά­ζουν» η σχά­ση δια­γρά­φε­ται πρώ­τα ανά­με­σα στον τί­τλο και στο ποί­η­μα (γε­γο­νός συ­νη­θι­σμέ­νο στην ποι­η­τι­κή του). Ξε­κι­νώ­ντας από μια ωραία ει­κό­να στον τί­τλο, ο Κα­ρού­ζος ανα­πτύσ­σει το θέ­μα του με το να απο­μα­κρύ­νε­ται στα­θε­ρά από την αρ­χι­κή ει­κό­να για να μας απο­κα­λύ­ψει τα «[…] αστρα­πιαία σω­θι­κά της πραγ­μα­τι­κό­τη­τας κύ­ριοι […]». Μας με­τα­δί­δει ένα μει­δί­α­μα παι­δι­κής ατα­ξί­ας και την αί­σθη­ση ότι το ποί­η­μα δεν μπο­ρείς να το δι­πλώ­σεις με φι­λο­λο­γι­κή ευ­συ­νει­δη­σία στο τσε­πά­κι και να βγά­λεις με άνε­ση τα συ­μπε­ρά­σμα­τά σου.

Ένα πε­ζό κεί­με­νο θα κλεί­σει τη συλ­λο­γή όπως την άνοι­ξε. Ο αμ­φι­λε­κτι­σμός της Ανα­μνη­στι­κής λή­θης θα δια­γρά­ψει μια κυ­κλι­κή κί­νη­ση για να κλεί­σει με τον αμ­φι­λε­κτι­σμό «Αθά­να­τοι θνη­τοί, θνη­τοί, αθά­να­τοι», τί­τλο δα­νει­σμέ­νο από τα σπα­ράγ­μα­τα του Ηρά­κλει­του. Στην κί­νη­ση αυ­τή δια­κρί­νου­με ίσως από­η­χους από τον Διο­νύ­σιο Αρε­ο­πα­γί­τη· την σύλ­λη­ψη του τρό­που με τον οποίο ο Θε­ός συ­νέ­χει συ­γκρα­τεί και προ­νο­εί για τα πά­ντα, όσα προ­έρ­χο­νται και επι­στρέ­φουν σε αυ­τόν μέ­σα σε μια ελι­κοει­δή, κυ­κλι­κή κί­νη­ση (σε ένα εί­δος πα­ρέκ­κλι­σης από την αδιαμ­φι­σβή­τη­τα αμε­τα­κί­νη­τη και ολι­κώς ακί­νη­τη ταυ­τό­τη­τα του Θε­ού).[4] Ο Σάβ­βας Μι­χα­ήλ μας υπεν­θυ­μί­ζει εύ­στο­χα την εμ­βά­πτι­ση Παρ­με­νί­δη και Ηρά­κλει­του (από τον Ν. Κα­ρού­ζο) στα νά­μα­τα της μυ­στι­κής Θε­ο­λο­γί­ας «σε ό,τι ο Γρη­γό­ριος Νύσ­σης ονό­μα­ζε στά­ση κι­νη­τή ή κί­νη­ση στά­σι­μη».[5] Στην ίδια κο­λυμ­βή­θρα θα προ­σθέ­τα­με και την αει­κι­νη­σία του Μά­ξι­μου του Ομο­λο­γη­τή: η φύ­ση στην κα­τά­στα­ση της θέ­ω­σης θα ελευ­θε­ρω­θεί από τα δε­σμά της στά­σης εν τό­πω και της κί­νη­σης εν χρό­νω, και θα λά­βει στά­σιν αει­κί­νη­τον μέ­σα στην απέ­ρα­ντη από­λαυ­ση του Θε­ού, θα γί­νει κί­νη­σις στά­σι­μος μέ­σα στην ακό­ρε­στη όρε­ξη για Εκεί­νον.[6]

Με την ίδια κυ­κλι­κή κί­νη­ση θα κλεί­σει και η ανά­γνω­σή μας. Κί­νη­ση που ο ίδιος ο Κα­ρού­ζος υπο­δει­κνύ­ει με τις πα­ρα­τη­ρή­σεις του στο «Αθά­να­τοι θνη­τοί, θνη­τοί, αθά­να­τοι». Η «[…] Ζωή εί­ναι ηρα­κλή­τεια, ενώ η Ποί­η­ση εί­ναι ελε­α­τι­κή […]». Όσο κι αν μας τρα­βούν από το μα­νί­κι, οι υψη­λές θερ­μο­κρα­σί­ες της ποί­η­σής του και τα χρώ­μα­τα της ρή­ξης αι­μο­δο­τούν, απλώς, έναν ακό­μη αρ­μο­νι­κό αμ­φι­λε­κτι­σμό: «[…] Ζωή και Ποί­η­ση αλ­λη­λο­συ­μπλη­ρώ­νο­νται στην αντί­θε­ση χρό­νου και αιω­νιό­τη­τας […]». Πά­ντως, δεν θα πρέ­πει να μας δια­φεύ­γει ότι «Στο χώ­ρο της Ποί­η­σης η […] κί­νη­ση που κά­νει η αν­θρώ­πι­νη συ­νεί­δη­ση γί­νε­ται προς τη μη-χρο­νι­κό­τη­τα […] εί­ναι δη­λα­δή μια κί­νη­ση προς την ακι­νη­σία. […] Για να μι­λή­σου­με στη γλώσ­σα της ψυ­χο­λο­γί­ας, εί­ναι μια κί­νη­ση προς την αθα­να­σία […]». Ο Κα­ρού­ζος δεν αμε­λεί, τέ­λος, να μας υπεν­θυ­μί­σει πως η ποί­η­ση, στην ανά­γνω­σή της, έχει τε­λε­τουρ­γι­κό χα­ρα­κτή­ρα: «Θέ­λου­με να υπερ­βαί­νου­με δια­βά­ζο­ντας ένα ποί­η­μα τους όρους της κα­θη­με­ρι­νής ομι­λί­ας, ει­σά­γου­με την υπό­στα­ση σε βού­λη­ση ιε­ρα­τικ ή[…]».  

ΣΧΕΤΙΚΑ ΚΕΙΜΕΝΑ
 

αυτόν το μήνα οι εκδότες προτείνουν: