Χυμένο γάλα

Η μη­τέ­ρα πά­ντο­τε ανη­συ­χού­σε όταν έβρε­χε. Στε­κό­ταν στο πα­ρά­θυ­ρο και πα­ρα­τη­ρού­σε τον ου­ρα­νό ψι­θυ­ρί­ζο­ντας προ­σευ­χές. Εί­χε, βλέ­πε­τε, την έγνοια του πα­τέ­ρα που ήταν έξω στον δρό­μο. Εγώ τό­τε δεν κα­τα­λά­βαι­να για­τί χο­λό­σκα­γε. Βρο­χή ήταν θα περ­νού­σε. Μό­λις άκου­γε το κλει­δί στην πόρ­τα έβα­ζε τον σταυ­ρό της, ξε­φυ­σού­σε ανα­κου­φι­σμέ­νη. Υπο­δε­χό­ταν τον κα­τα­βρεγ­μέ­νο πα­τέ­ρα λες και βγή­κε από τις φλό­γες του πο­λέ­μου. Κι εκεί­νη την ημέ­ρα, όταν ήταν να φύ­γει, έβρε­χε πά­λι. Μα η ανη­συ­χία της, για πρώ­τη φο­ρά ήταν βά­σι­μη, ακό­μα και για μέ­να.

——— ≈ ———

Μια φω­το­γρα­φία από την πα­λιά γει­το­νιά βρέ­θη­κε μπρο­στά μου κα­θώς έψα­χνα για χαρ­τιά επί­σης πα­λιά, μα απα­ραί­τη­τα. Ήμα­σταν εγώ, τα ξα­δέρ­φια κι ο πα­τέ­ρας. Η φω­το­γρα­φία τρα­βή­χτη­κε όταν θα ’μουν έξι χρο­νώ. Στε­κό­μα­σταν στην αυ­λή του πα­τρι­κού μου. Παί­ζα­με κά­τω από τον πλά­τα­νο που φύ­τε­ψε ο πα­τέ­ρας με τα χέ­ρια του. Τρέ­χα­με γύ­ρω γύ­ρω κι εκεί­νος μας έρι­χνε νε­ρό με το λά­στι­χο. Θα ’ταν του Κα­τα­κλυ­σμού. Την φω­το­γρα­φία μάλ­λον την τρά­βη­ξε η μη­τέ­ρα. Γι’ αυ­τό και λεί­πει. Εκτός κι αν από τό­τε εί­χε αρ­χί­σει να δου­λεύ­ει και τις αρ­γί­ες.

——— ≈ ———

Στο πάρ­κινγκ εί­δα έναν σκα­ρα­βαίο, κί­τρι­νο με δερ­μά­τι­να κα­θί­σμα­τα. Τον ίδιο εί­χε και η μη­τέ­ρα πριν πά­ρει προ­α­γω­γή. Πα­λιά πη­γαί­να­με εκ­δρο­μές στο βου­νό. Παίρ­να­με ένα κα­λά­θι για πικ νικ και την φω­το­γρα­φι­κή και ορ­γώ­να­με τα δά­ση οι τρεις μας. Η μη­τέ­ρα λά­τρευε να βγά­ζει φω­το­γρα­φί­ες. Νο­μί­ζω τις πε­ρισ­σό­τε­ρες φω­το­γρα­φί­ες μου τις έχω από εκεί­νη την επο­χή. Εγώ να σκαρ­φα­λώ­νω σ’ ένα βρά­χο μπρο­στά από έναν κα­ταρ­ρά­κτη. Να μα­ζεύω μού­ρα. Να τρέ­χω σ’ ένα ξέ­φω­το. Να αιω­ρού­μαι κα­θώς με ρί­χνει ο πα­τέ­ρας ψη­λά. Και να γε­λάω. Οι μέ­ρες εκεί­νες μύ­ρι­ζαν πεύ­κο και χώ­μα. Ακό­μα και τώ­ρα όταν μυ­ρί­ζο­μαι αρω­μα­τι­κό χώ­ρου πεύ­κο θυ­μά­μαι τις εκ­δρο­μές, όταν ήμα­σταν οι τρεις μας.

——— ≈ ———

Πά­ντο­τε ήθε­λα ένα σκύ­λο. Δεν εί­χα προ­τί­μη­ση στη ρά­τσα. Ήθε­λα απλώς ένα σκύ­λο για πα­ρέα. Οι πε­ρισ­σό­τε­ροι φί­λοι μου εί­χαν. Θα τον φρό­ντι­ζα. Το εί­χα υπο­σχε­θεί άπει­ρες φο­ρές. Ο πα­τέ­ρας όμως ού­τε ν’ ακού­σει. Την μη­τέ­ρα δεν την πεί­ρα­ζε. Κι εκεί­νη μι­κρή ήθε­λε, μα δεν την άφη­νε να πά­ρει η για­γιά. Νο­μί­ζω, ο πα­τέ­ρας φο­βό­ταν να συν­δε­θεί. Δεν εξη­γεί­ται αλ­λιώς για­τί όταν ήταν μι­κρός στο χω­ριό λά­τρευε τον σκύ­λο του παπ­πού. Μου ’χε πει χι­λιά­δες φο­ρές η για­γιά την ιστο­ρία πώς τον κα­βα­λού­σε και τον έκα­νε λέ­ει άλο­γο. Εγώ φώ­να­ζα τό­τε, δεν κα­τα­λά­βαι­να για­τί δεν με άφη­νε να πά­ρω σκυ­λά­κι, μιας και δεν εί­χα ού­τε αδερ­φά­κι για να παί­ζω. Όταν χώ­ρι­σαν, η μη­τέ­ρα μού πή­ρε ένα κου­τά­βι από κα­τα­φύ­γιο. Εκεί­νο δεν με άφη­νε να το πλη­σιά­σω. Κά­θε φο­ρά που πή­γαι­να να το αγ­γί­ξω έσκου­ζε. Στο τέ­λος, δεν ξέ­ρω και ’γω πώς, έφυ­γε από το σπί­τι. Το ψά­χνα­με μέ­ρες. Δεν το βρή­κα­με πο­τέ. Τώ­ρα, ού­τε εγώ αφή­νω τα παι­διά μου να πά­ρουν σκύ­λο. Ακό­μα δεν ξέ­χα­σα πό­σο κλά­μα έρι­ξα όταν έφυ­γε.

——— ≈ ———

Η θεία Άν­να έχα­σε τον άντρα της σε νε­α­ρή ηλι­κία. Έμει­νε μό­νη με ένα παι­δί, την ξα­δέρ­φη μου που ήταν πέ­ντε χρο­νώ όταν πέ­θα­νε ο πα­τέ­ρας της. Εκεί­νη με φρό­ντι­ζε όταν η μη­τέ­ρα δού­λευε. Πριν φύ­γει ο πα­τέ­ρας, περ­νού­σα τα απο­γεύ­μα­τα μα­ζί του. Δια­βά­ζα­με τα μα­θή­μα­τά μου και μοι­ρα­ζό­ταν τα όνει­ρά του για το πώς θα περ­νού­σα στο πα­νε­πι­στή­μιο και θα γι­νό­μουν πυ­ρη­νι­κός φυ­σι­κός. Εγώ ήθε­λα τό­τε να γί­νω αστρο­ναύ­της και πά­ντα δια­φω­νού­σα μα­ζί του. Μια μέ­ρα που επέ­με­να ότι θα γί­νω αστρο­ναύ­της και τσί­ρι­ζα ότι δεν θα πάω εγώ να σπου­δά­σω φυ­σι­κή μου πέ­τα­ξε ότι τα παι­δά­κια που έχουν μυω­πία δεν μπο­ρούν να τα­ξι­δέ­ψουν στο διά­στη­μα. Έκλαι­γα τό­σο πο­λύ που με πό­νε­σε η κοι­λιά μου. Θυ­μά­μαι ήρ­θε στο δω­μά­τιό μου ύστε­ρα από ώρα να με πα­ρη­γο­ρή­σει. Μου χάι­δε­ψε την πλά­τη και μου εί­πε, φί­λε μου μπο­ρείς να γί­νεις ό,τι θέ­λεις, αρ­κεί να έχεις όρε­ξη και να δια­βά­ζεις τα μα­θή­μα­τά σου. Εν­νο­εί­ται πως δεν τον πί­στε­ψα. Κι εκεί­νη ήταν μία από τις στιγ­μές που με προ­σγεί­ω­σε από­το­μα στην πραγ­μα­τι­κό­τη­τα.
Η χει­ρό­τε­ρη προ­σγεί­ω­σή μου, που ήταν σχε­δόν ανώ­μα­λη τολ­μώ να πω, ήταν εκεί­νη που ήρ­θαν μα­ζί με την μη­τέ­ρα και κά­θι­σαν απέ­να­ντί μου στο τρα­πέ­ζι της κου­ζί­νας για να μου πουν κά­τι ση­μα­ντι­κό. Τους κοι­τού­σα πά­νω από το πο­τή­ρι μου με το γά­λα κα­θώς μου εξη­γού­σαν ότι η μα­μά και ο μπα­μπάς δεν αγα­πιού­νται πλέ­ον και θα ζουν σε δια­φο­ρε­τι­κά σπί­τια. Δεν ση­μαί­νει ότι δεν θα σε αγα­πά­με εσέ­να το ίδιο όπως και πριν, εί­πε η μη­τέ­ρα λί­γο πριν χυ­θεί το γά­λα στο πά­τω­μα κά­νο­ντας λι­μνού­λες στο σχή­μα του μπα­μπού­λα που τό­τε έμε­νε κά­τω απ’ το κρε­βά­τι μου.

——— ≈ ———

Μπή­κα τι­νά­ζο­ντας το πα­νω­φό­ρι μου. Εί­χε γί­νει μού­σκε­μα από την βρο­χή. Ο πα­τέ­ρας κά­πνι­ζε σε μια γω­νιά. Εί­χε μπρο­στά του τον κα­τά­λο­γο και προ­σπα­θού­σε να δια­λέ­ξει τι θα πα­ραγ­γεί­λει. Κοι­τού­σε πά­νω από τα γυα­λιά του και κρα­τού­σε τον κα­τά­λο­γο σε από­στα­ση. Έτσι έκα­νε ακρι­βώς όταν του έφερ­να τον έλεγ­χό μου. Λυ­πό­ταν που δεν σκά­μπα­ζα και πολ­λά στη φυ­σι­κή και στα μα­θη­μα­τι­κά. Εί­χε εντα­φιά­σει τε­λεί­ως το όνει­ρό του να γί­νω πυ­ρη­νι­κός φυ­σι­κός την ημέ­ρα που βρα­βεύ­θη­κε το πρώ­το μου σε­νά­ριο. Μια ται­νία επι­στη­μο­νι­κής φα­ντα­σί­ας με έναν αστρο­ναύ­τη που χά­νε­ται σε μια αμ­μο­θύ­ελ­λα στον Άρη. Θυ­μά­μαι κι εκεί­νη την ημέ­ρα όταν τον πή­ρα να του πω τα νέα, έβρε­χε κα­ταρ­ρα­κτω­δώς.

Όταν μπή­κα ανά­βλε­ψε και με χαι­ρέ­τη­σε με μια αγκα­λιά. Κά­τσε εδώ δί­πλα μου, μου εί­πε, τρα­βώ­ντας την κα­ρέ­κλα. Εί­σαι σί­γου­ρος για αυ­τό που πας να κά­νεις, με ρώ­τη­σε κοι­τά­ζο­ντάς με στα μά­τια. Ένευ­σα κα­τα­φα­τι­κά. Δεν θα εί­ναι εύ­κο­λο. Το ξέ­ρω, μπα­μπά. Η μη­τέ­ρα σου το ξέ­ρει; Της το εί­πα χθες. Και τι λέ­ει για όλα αυ­τά; Προ­τί­μη­σα να απα­ντή­σω με το ανα­σή­κω­μα των ώμων. Εί­χε πει ότι εί­μαι ίδιος ο πα­τέ­ρας μου πα­ρά το ότι έκα­νε ό,τι περ­νού­σε από το χέ­ρι της για να μην του μοιά­σω.

Τα ’παι­ξα μπα­μπά, του εί­πα. Δεν του αρέ­σει να μι­λάω έτσι. Όμως ένευ­σε ότι κα­τα­λα­βαί­νει. Ήθε­λα να του πω ότι κα­τα­λα­βαί­νω κι εγώ τώ­ρα για­τί το έκα­νε, μα σιώ­πη­σα. Άνα­ψε κι άλ­λο τσι­γά­ρο. Μου δί­νεις κι εμέ­να ένα, έκα­να, μα έρι­ξε κά­τω το πο­τή­ρι που εί­χε μπρο­στά του και χύ­θη­κε το πε­ριε­χό­με­νό του. Και στα παι­διά πώς θα το πεις, το σκέ­φτη­κες; Τον κοί­τα­ξα και κα­τά­λα­βε. Πρό­σε­ξε, να εί­σαι ει­λι­κρι­νής και ίσιος μα­ζί τους. Ναι, μπα­μπά. Θα σε συγ­χω­ρέ­σουν, θα δεις, θα κα­τα­λά­βουν κά­πο­τε, μου εί­πε χα­μο­γε­λώ­ντας και σκου­ντώ­ντας με στο μπρά­τσο, έτσι όπως έκα­νε κά­θε φο­ρά που μου πρό­τει­νε να παί­ξου­με ένα νέο παι­χνί­δι.

Το χυ­μέ­νο πε­ριε­χό­με­νο του πο­τη­ριού έμοια­ζε ξα­νά με μπα­μπού­λα μα αυ­τήν την φο­ρά άντε­χα να το κοι­τά­ξω.

ΣΧΕΤΙΚΑ ΚΕΙΜΕΝΑ
 

αυτόν το μήνα οι εκδότες προτείνουν: