Αντίο κυρά της Λευτεριάς


Νέα Υόρκη, Ιούλιος 2019

Ήμα­σταν ακό­μη πά­νω στο πλοιά­ριο με τη Μα­ρία από τον Άγιο Δο­μί­νι­κο (νό­μι­μη, με ει­κο­σα­ε­τή πεί­ρα στο ξε­σκά­τι­σμα γριών στη Νιου Γιόρ­κα), όταν εί­δα­με το άγαλ­μα. «Κό­ρη Μα­ρία», της λέω με τα κυ­προ­εγ­γλέ­ζι­κα μου, «I thought the lady of Liberty was bigger». Η Μα­ρία έσκα­σε στα γέ­λια.
Σκέ­φτη­κα πως και στο πρώ­το μας ρα­ντε­βού με τον Big Ben εί­χα ξε­νε­ρώ­σει, διό­τι τον επε­ρί­με­να πιο big. Αμέ­σως η σε­ρο­το­νί­νη στη μπά­ρα του εν­θου­σια­σμού μου έπε­σε δυο βαθ­μούς.
Το πλοιά­ριο ήταν εμε­τι­κά γε­μά­το. Πέ­ρα­σαν απ' το μυα­λό μου ει­κό­νες προ­σφυ­γιάς που δεν έζη­σα. Τσι­ρί­δες μω­ρών, τα σω­σί­βια φτά­νουν άρα­γε για όλους; Αν ανα­πο­δο­γυ­ρι­ζό­μα­σταν και πέ­φτα­με στο νε­ρό;
Λί­γο πριν κα­τέ­βου­με στο Liberty Island, πε­ρά­σα­με μπρο­στά από το Ellis Island, ή αλ­λιώς «Το Νη­σί της Ελ­πί­δας, το Νη­σί των Δα­κρύ­ων». Το γι­γά­ντιο φίλ­τρο που ξε­σκαρ­τά­ρι­σε –εί­τε αφή­νο­ντας απέ­ξω απ’ τ’ όνει­ρο, εί­τε κα­λω­σο­ρί­ζο­ντας– τους πρώ­τους πρώ­τους με­τα­νά­στες στην Αμε­ρι­κή, πριν από σχε­δόν ενά­μι­ση αιώ­να, έπει­τα από εξο­νυ­χι­στι­κούς ελέγ­χους και κα­χυ­πο­ψία. Η χρυ­σή πόρ­τα, που ανοι­γό­ταν στους πιο τυ­χε­ρούς, για να πε­ρά­σουν στη γη της Επαγ­γε­λί­ας και να γευ­τούν το πε­ρι­βό­η­το Big Apple.
Ρώ­τη­σα τον θείο, αν δέ­χθη­κε πο­τέ ρα­τσι­σμό στην Αμε­ρι­κή, μου εί­πε «Πο­τέ». Οι Ελ­λη­νο­κύ­πριοι με­τα­νά­στες με­γά­λω­σαν εδώ, έκα­ναν οι­κο­γέ­νεια εδώ και κρά­τη­σαν την ψευ­δαί­σθη­ση της Κυ­προ­ελ­λά­δας του RΙΚ Sat και της ΕΡΤ για σου­βε­νίρ.
Η Κυ­προ­ελ­λά­δα των θε­ρι­νών δια­κο­πών τους, εί­ναι γλυ­κιά, εί­ναι φι­λό­ξε­νη και έχει το στω­ι­κό πρό­σω­πο του εξα­φα­νι­σμέ­νου σε γρα­φι­κά βου­νά βρα­κά παπ­πού και τα βουρ­κω­μέ­να μά­τια του πε­ρή­φα­νου τσο­λιά στο Σύ­νταγ­μα.
Πά­νε εκ­κλη­σία κά­θε Κυ­ρια­κή και τα παι­διά τους ψη­φί­ζουν Tραμπ για­τί δεν θέ­λουν τους με­τα­νά­στες. «Εγε­μώ­σα­μεν immigrants» μου εί­πε στα κυ­προ­α­με­ρι­κά­νι­κα η θεία, που οι γο­νείς της ήταν Κυ­πραί­οι αλ­λά εί­ναι θαμ­μέ­νοι εδώ. «Ποια η γνώ­μη σου για την κα­τά­στα­ση;» Έχω την απά­ντη­ση έτοι­μη, σαν μα­θη­τού­δι που απα­ντά­ει σε ερώ­τη­ση πα­γί­δα: «Ποιος εί­ναι γνή­σιος Κυ­πραί­ος; Ποιος εί­ναι γνή­σιος Αμε­ρι­κά­νος;». Έβγα­λε η γλώσ­σα μου μαλ­λιά, έφτυ­σα την τού­φα στο νε­ρό και κα­τέ­βη­κα στον τε­λευ­ταίο σταθ­μό μου σε αυ­τό το τα­ξί­δι.

Έβλε­πα κι εγώ την Νιου Γιόρ­κα, μέ­σα από τα μά­τια της Με­σο­γεια­κής χω­ρια­το­πού­λας (ενί­ο­τε Ασιά­τισ­σας από τις πά­μπο­λες φω­το­γρα­φί­ες που τρα­βού­σα) που βού­τη­ξε στην οθό­νη της τη­λε­ό­ρα­σης για να ζή­σει από κο­ντά την από­λυ­τη αμε­ρι­κα­νιά. «There she is! The lady of Liberty!», εί­πε με θαυ­μα­σμό η Μα­ρία. Όσο την πλη­σιά­ζα­με, τό­σο πιο πο­λύ μι­κραί­να­με στα μά­τια της. «I was wrong», λέω στο τέ­λος στη Μα­ρία «she is BIG!».

ΣΧΕΤΙΚΑ ΚΕΙΜΕΝΑ
 

αυτόν το μήνα οι εκδότες προτείνουν: