Διωναία

Το πρώ­το πράγ­μα που έκα­νε ήταν να μας ζη­τή­σει να την λέ­με Διώ­νη. Αρ­γό­τε­ρα φά­νη­κε πως δεν εί­χα ακού­σει κα­λά, Διω­ναία ήθε­λε να την λέ­με. Αλ­λά πού να ’ξέ­ρα τό­τε. Πολ­λά δεν ήξε­ρα τό­τε. Απλώς δεν το πε­ρί­με­να πο­τέ αυ­τό από την Μα­ρία, ήταν πά­ντα τό­σο πώς να το πω, συ­νη­θι­σμέ­νη. Οι φί­λοι μας πί­σω από την πλά­τη της την κου­τσο­μπό­λευαν και έλε­γα ότι η Μα­ρία ήτα­νε κά­πως προ­βλέ­ψι­μη. Βο­λι­κή. Ανά­λα­τη. Το πώς έγι­νε και την πα­ντρεύ­τη­κα, εί­χε να κά­νει με κά­τι οι­κό­πε­δα που εί­χε στην Πά­φο και ένα δια­τη­ρη­τέο με στα­θε­ρό ενοί­κιο κά­τω, στην πα­λιά πό­λη. Αυ­τά έφτα­ναν και πε­ρίσ­σευαν, αν αρ­γό­τε­ρα έμα­θα ότι εί­χε και μια φή­μη πως εί­χε κά­πο­τε μεί­νει έγκυος και το έδω­σε, φή­μες-αλή­θεια δεν ξέ­ρα­με, στην επο­χή μας αυ­τά με­τρού­σαν δια­φο­ρε­τι­κά. Ποιος να ήξε­ρε; Αλή­θεια, ποιος να ’ξε­ρε; Εγώ πά­ντως πί­στευα πως της έκα­να και χά­ρη, που την πα­ντρεύ­τη­κα, θα μπο­ρού­σα και κα­λύ­τε­ρα, αλ­λά πά­λι, δεν ήταν κι άσχη­μη. Ήταν γλυ­κιά κο­πέ­λα, λυ­γε­ρή σαν κλα­ρά­κι, με ξαν­θά και κά­πως άχα­ρα μαλ­λιά που το κα­λο­καί­ρι με τις θά­λασ­σες και τους ήλιους ξε­θώ­ρια­ζαν πε­ρισ­σό­τε­ρο και σχε­δόν πρα­σί­νι­ζαν. Μου άρε­σε. Μου άρε­σαν τα πρά­σι­να μαλ­λιά της. Μου άρε­σαν τα αδύ­να­τα χέ­ρια της. Περ­νού­σα­με κα­λά μα­ζί. Μέ­χρι εκεί­νο το κα­λο­καί­ρι που εί­χε πα­ρα­γί­νει το κα­κό με τις σκνί­πες στο δι­πλα­νό χω­ρά­φι, δεν εί­χα προ­σέ­ξει κά­τι πε­ρί­ερ­γο.

Αρ­χές Ιου­νί­ου εί­χε αρ­χί­σει το κα­κό. Κά­ποιος εί­χε αρ­χί­σει ερ­γα­σί­ες για να κτί­σει οι­κο­δο­μή στο αδεια­νό οι­κό­πε­δο, και προ­κά­λε­σε μια διαρ­ροή με λύ­μα­τα. Το πώς και για­τί δεν ξέ­ρα­με. Το θέ­μα εί­ναι πως προ­κά­λε­σε τε­ρά­στια διαρ­ροή και τα νε­ρά λι­μνά­σα­νε. Ξυ­πνή­σα­με με μια βα­ριά μυ­ρω­διά, σαν σά­πιο κρέ­ας που ψη­νό­τα­νε. Η μυ­ρω­διά ήταν στ’ αλή­θεια αφό­ρη­τη αλ­λά αυ­τό που μας πεί­ρα­ξε πε­ρισ­σό­τε­ρο ήταν ο βάλ­τος που σι­γά σι­γά σχη­μα­τί­στη­κε στο οι­κό­πε­δο και έγι­νε αι­τία να γε­μί­σει η πε­ριο­χή με σκνί­πες. Κά­τι μι­κρά-μι­κρά και λε­πτε­πί­λε­πτα έντο­μα, που έκα­ναν φα­σα­ρία και κολ­λού­σαν στους ώμους και στα χέ­ρια και μας τσι­μπού­σαν ανε­λέ­η­τα το πρό­σω­πο. Μι­λά­με για σμή­νη από έντο­μα που πολ­λα­πλα­σιά­ζο­νταν, λες και κά­τι γι­νό­ταν και θέ­ριευαν από στιγ­μή σε στιγ­μή. Μέ­σα σε λί­γες μέ­ρες η κα­τά­στα­ση εί­χε αρ­χί­σει να γί­νε­ται αφό­ρη­τη και δεν ξέ­ρα­με τι να κά­νου­με. Σκε­φτό­μα­σταν ακό­μα και να με­τα­κο­μί­σου­με. Τα έντο­μα γέ­μι­ζαν το σπί­τι μας, κούρ­νια­ζαν έξω από τις πόρ­τες και τα πα­ρά­θυ­ρα, σκά­λω­ναν στις σή­τες που εί­χα­με βά­λει στις μπαλ­κο­νό­πορ­τες αλ­λά ό,τι και να κά­να­με τα βρί­σκα­με μέ­σα στο σπί­τι μας, κολ­λού­σα­νε πά­νω μας, τί­πο­τε δεν φαι­νό­ταν να μπο­ρού­σε να τα κρα­τή­σει πια μα­κριά. Ένα βρά­δυ, που κα­θό­μα­σταν ανα­γκα­στι­κά στο σπί­τι με το κλι­μα­τι­στι­κό στο φουλ και με κλει­στές μπαλ­κο­νό­πορ­τες, η Μα­ρία έβγα­λε την γλώσ­σα της και έφα­γε το πρώ­το της έντο­μο.

  – Τι κά­νεις εκεί, την ρώ­τη­σα έντρο­μος.

Η κί­νη­σή της με τρό­μα­ξε. Εί­χε ανοί­ξει το στό­μα της και πε­ρί­με­νε το επό­με­νο έντο­μο. Ού­τε καν μου απά­ντη­σε. Έμει­να προ­ση­λω­μέ­νος να κοι­τά­ζω τα μι­κρά έντο­μα που έμπαι­ναν απο­προ­σα­να­το­λι­σμέ­να μέ­σα στο στό­μα της, να βλέ­πω πώς τα πε­ρί­με­νε, πώς έκλει­νε τα χεί­λη της σι­γά σι­γά και τα κα­τά­πι­νε. Αμά­ση­τα. Συ­νέ­χι­σε όλη τη νύ­χτα να τρώ­ει τα έντο­μα αμά­ση­τα, φτιά­χνο­ντας πα­γί­δες ακί­νη­τη και πα­γι­δεύ­ο­ντάς τα με το υγρό της στό­μα. Εί­χα μεί­νει άναυ­δος και την κοί­τα­ζα. Πρέ­πει να την κοί­τα­ζα για ώρες. Το πρωί μου ανα­κοί­νω­σε πως άλ­λα­ξε όνο­μα. Διώ­νη μου εί­πε, να με λέ­τε. Ύστε­ρα από αυ­τό δεν ξα­να­μί­λη­σε.

Έψα­ξα να βρω αν εί­χε κά­ποια σχέ­ση το όνο­μα. Η Διώ­νη ήταν από τις πα­λιές θε­ό­τη­τες. Τί­πο­τα το αξιο­πε­ρί­ερ­γο. Με­τά κα­τά­λα­βα πως ήταν πα­ντρε­μέ­νη με τον Τά­ντα­λο, εκεί­νον που έτρω­γε κρέ­α­τα και εί­χε σφά­ξει και τα­ΐ­σει με το κρέ­ας του γιου του κά­θε θεό. Τι σχέ­ση εί­χε όμως ο Τά­ντα­λος με εκεί­νην που συ­νέ­χι­ζε να τρώ­ει τα έντο­μα; Τώ­ρα η κα­τά­πο­ση γι­νό­ταν κά­θε βρά­δυ και γι­νό­ταν αφό­ρη­τη, κα­θό­μα­σταν στο σα­λό­νι, με κλει­στές τις μπαλ­κο­νό­πορ­τες, εγώ πά­ντα κά­τι ετοί­μα­ζα, μια μι­κρή σα­λά­τα ή ένα σά­ντουιτς για μέ­να, κα­θό­μα­σταν να δού­με τις ει­δή­σεις κι αυ­τή άνοι­γε το στό­μα της και πε­ρί­με­νε, βλέ­πα­με τις ει­δή­σεις κι αυ­τή έτρω­γε, τρε­φό­ταν με έντο­μα, κα­θό­ταν στο σα­λό­νι και πε­ρί­με­νε, πα­γί­δευε τα έντο­να με το υγρό της στό­μα, κά­πο­τε έβγα­ζε έξω την γλώσ­σα της και τα πα­γί­δευε, ύστε­ρα τα κα­τά­πι­νε αμά­ση­τα.
Το κα­λό με την κα­τά­στα­ση ήταν πως κα­θά­ρι­ζε τον τό­πο από τα έντο­μα∙ όσο η κα­τά­στα­ση χει­ρο­τέ­ρευε, αυ­τή έτρω­γε ολο­έ­να και πε­ρισ­σό­τε­ρα, έφτα­σε να κά­θε­ται στον κα­να­πέ από το πρωί και να τα κα­τα­πί­νει σω­ρη­δόν. Το σα­λό­νι κα­θά­ρι­σε, το σπί­τι ησύ­χα­σε, άρ­χι­σα πια να ανοί­γω τις μπαλ­κο­νό­πορ­τες. Ανά­σα­να. Εκεί­νη απτό­η­τη, συ­νέ­χι­ζε να κά­θε­ται στον κα­να­πέ, λες και ρί­ζω­σε, τώ­ρα πια κα­θό­λου δεν ση­κώ­νο­νταν, κα­θό­ταν με­ρό­νυ­χτα στον κα­να­πέ και τα έτρω­γε τρε­φό­ταν με έντο­μα, τα κα­τά­πι­νε, αμά­ση­τα. Μια μέ­ρα θύ­μω­σα, την άρ­πα­ξα και την έβγα­λα από το σα­λό­νι στην βε­ρά­ντα με τον κα­να­πέ, ήταν πα­λιός και ξύ­λι­νος, δεν με πεί­ρα­ζε και κά­που της ταί­ρια­ζε. Την άφη­σα εκεί να κα­τα­πί­νει με την ησυ­χία της. Εκεί­νη απτό­η­τη. Κα­τά­πι­νε τα έντο­μα χω­ρίς φει­δώ και ρί­ζω­νε, ο ήλιος τής πρα­σί­νι­ζε τα μαλ­λιά.
Τη νύ­χτα που την έβγα­λα στο μπαλ­κό­νι με επι­σκέ­φτη­κε στο όνει­ρο. Ήταν πιο λε­πτή από ό,τι θυ­μό­μου­να, ήταν σε ένα χω­ρά­φι και λύ­γι­ζε, έμοια­ζε με κλα­δά­κι που το έπαιρ­νε ο άνε­μος, τα μαλ­λιά της πρα­σί­νι­ζαν όπως τις τε­λευ­ταί­ες μέ­ρες του κα­λο­και­ριού. Στο όνει­ρο ήταν σκο­τά­δι και τρό­μα­ξα, πα­ρ’ όλα αυ­τά την πλη­σί­α­σα, το χέ­ρι της που έμοια­ζε με φύλ­λο μου έγνε­ψε, πή­γα κο­ντά στο στό­μα της, που ήταν ορ­θά­νοι­χτο και κόκ­κι­νο, και τα τρι­χοει­δή της χεί­λια μου δά­γκω­σαν το αυ­τί και μου ψι­θύ­ρι­σαν το νέο της όνο­μα: Διω­ναία να με λέ­τε, μου εί­πε και με πα­ρα­κά­λε­σε να την φέ­ρω στις αδελ­φές της. Τό­τε μό­νο κα­τά­λα­βα πως ήμα­σταν στο απέ­να­ντι οι­κό­πε­δο, πως τα πό­δια μου ήταν βου­τηγ­μέ­να στον βάλ­το του και πως τρι­γύ­ρω μου ήταν σκορ­πι­σμέ­νες χι­λιά­δες γυ­ναί­κες σαν την δι­κή μου Διω­ναία, με ανοι­κτά ολο­κόκ­κι­να στό­μα­τα που πα­γί­δευαν έντο­μα, τα πα­γί­δευαν και τα έτρω­γαν αμά­ση­τα.

Το πρωί ση­κώ­θη­κα, το σπί­τι ήθε­λε σφουγ­γά­ρι­σμα από τις λά­σπες αλ­λά το ανέ­βα­λα, έτρε­ξα στο μπαλ­κό­νι, την έβα­λα σε ένα γλα­στρά­κι και την με­τέ­φε­ρα, την κου­βά­λη­σα στο οι­κό­πε­δο και την φύ­τε­ψα σε ένα σκιε­ρό μο­νο­πά­τι, κο­ντά στο νε­ρό του βάλ­του. Οι διω­ναί­ες θέ­λουν στα­θε­ρή υγρα­σία για να ζή­σουν, το χώ­μα τους πρέ­πει να εί­ναι συ­νέ­χεια υγρό και να τις πιά­νει η ζέ­στη του βάλ­του. Την έβα­λα δί­πλα από τις αδελ­φές της. Την Αδμή­τη και την Τε­λε­στώ.

Εί­μαι η Διώ­αι­να μου εί­πε σαν έφευ­γα, αλ­λά ίσως και να μην άκου­σα, θρόι­ζαν ήσυ­χα τα φύλ­λα από τα δέ­ντρα και τα άλ­λα φυ­τά στο νε­ρό.

Ξύ­πνη­σα Ιού­νιο, με μια βα­ριά μυ­ρω­διά, σαν σά­πιο κρέ­ας που ψη­νό­τα­νε. Η μυ­ρω­διά ήταν στα αλή­θεια αφό­ρη­τη. Σαν ένα παι­δά­κι που έκο­ψαν κομ­μά­τια και κά­ποιος το έβα­λε στο κα­ζά­νι και ψή­θη­κε. Τρό­μα­ξα. Στα αυ­τιά μου ένας ήχος υπό­κω­φος, σαν ένα σμή­νος από σκνί­πες που βουί­ζα­νε. Ο Πέ­λο­πας, σκέ­φτη­κα! Έτρε­ξα.

Την κα­τά­ρα μου να έχεις Τά­ντα­λε! Να μην φας, να μην πιεις, να μην χορ­τά­σεις πο­τέ σου νε­ρό στον άλ­λο κό­σμο.

———— ≈ ————

  Όλοι μι­λά­νε για τα αμαρ­τή­μα­τα του Τά­ντα­λου, κα­νέ­νας δεν έμα­θε πο­τέ τι συ­νέ­βη­κε στην Διώ­αι­να. Σαν έμα­θε πως έκο­ψε και μα­γεί­ρε­ψε τον γιο τους, η Διώ­νη έβα­λε στον άντρα της την χει­ρό­τε­ρη ευ­χή του κό­σμου. Και πα­ρα­κά­λε­σε τους θε­ούς να την κά­νουν απέ­θα­ντη να θρη­νεί το μω­ρό της για πά­ντα. Αλ­λά κι αυ­τοί λό­γω της φρι­κτής της ευ­χής τό­σο πο­λύ την σι­χά­θη­καν που την έκα­ναν υβρί­διο, ού­τε φυ­τό, ού­τε ζώο, ού­τε και άν­θρω­πο, να στέ­κε­ται στους βάλ­τους και να ’ναι άσχη­μη να τρέ­φε­ται με έντο­μα και μύ­γες και ζου­ζού­νια μι­κρά και να δα­κρύ­ζει στο άπει­ρο. Διώ­νη. Διώ­αι­να.

ΣΧΕΤΙΚΑ ΚΕΙΜΕΝΑ
 

αυτόν το μήνα οι εκδότες προτείνουν: