Μπέκετ: Μπροστά στον τρόμο του κενού

Φωτ. από το Αρχείο του Ιδρύματος Νομπέλ
Φωτ. από το Αρχείο του Ιδρύματος Νομπέλ

Η αν­θρω­πό­τη­τα τον τε­λευ­ταίο χρό­νο βιώ­νει μια πρω­το­φα­νή, τρο­μα­κτι­κή δο­κι­μα­σία που μοιά­ζει με σε­νά­ριο επι­στη­μο­νι­κής φα­ντα­σί­ας. Η έλευ­ση της παν­δη­μί­ας του κο­ρο­νοϊ­ού και η τα­χύ­τα­τη εξά­πλω­σή της άλ­λα­ξαν δρα­μα­τι­κά την πο­ρεία του κό­σμου σε κά­θε επί­πε­δο αλ­λά και την απλή κα­θη­με­ρι­νό­τη­τα του Ατό­μου, κα­ταρ­ρί­πτο­ντας κά­θε βε­βαιό­τη­τα και επη­ρε­ά­ζο­ντας ρι­ζι­κά την κο­σμο­θε­ω­ρία μας, τη σχέ­ση μας με τον Άλ­λο άν­θρω­πο, αλ­λά και την κοι­νω­νι­κή, πο­λι­τι­κή, οι­κο­νο­μι­κή, ακό­μη και τη θρη­σκευ­τι­κή μας ορ­γά­νω­ση. Ξαφ­νι­κά ανα­γκα­στή­κα­με όλοι να πα­τή­σου­με «παύ­ση» στη ζωή μας και να μπού­με – θέ­λο­ντας και μη – σε μια θέ­ση ανα­μο­νής. Φυ­σι­κά, δεν εί­ναι η πρώ­τη φο­ρά που η αν­θρω­πό­τη­τα βρί­σκε­ται μπρο­στά σε κίν­δυ­νο. Εί­ναι όμως η πρώ­τη φο­ρά που όλοι μα­ζί ταυ­τό­χρο­να βρε­θή­κα­με να αντι­με­τω­πί­ζου­με έναν ύπου­λο, αό­ρα­το, κοι­νό για όλους (ανε­ξάρ­τη­τα από τα φυ­λή, το έθνος, τη θρη­σκεία) εχθρό. Απέ­να­ντί μας, μια απει­λή για την αν­θρω­πό­τη­τα συλ­λο­γι­κά. Έτσι οι πε­ρισ­σό­τε­ροι άν­θρω­ποι, του δυ­τι­κού του­λά­χι­στον κό­σμου, στα­θή­κα­με αμή­χα­νοι και με τον τρό­μο του άγνω­στου πά­νω από το κε­φά­λι μας, να πα­ρα­κο­λου­θού­με τις εξε­λί­ξεις στον κό­σμο πε­ρι­μέ­νο­ντας κά­τι αρ­κε­τά απροσ­διό­ρι­στο, μια πα­ρέμ­βα­ση, που θα βά­λει ένα τέ­λος σε αυ­τή την απροσ­διό­ρι­στης διάρ­κειας ανα­μο­νή στην οποία κα­τα­δι­κα­στή­κα­με. Πε­ρι­μέ­νου­με να συμ­βεί αυ­τό που θα ση­μά­νει με έναν τρό­πο την «επα­νεκ­κί­νη­ση». Στο εν­διά­με­σο προ­σπα­θού­με να συ­νε­χί­σου­με τη ζωή μας ελ­πί­ζο­ντας πως οι ευ­τυ­χι­σμέ­νες μέ­ρες – εκεί­νες που δεν ξέ­ρα­με ότι ήταν ευ­τυ­χι­σμέ­νες – θα επι­στρέ­ψουν σύ­ντο­μα.

Από αυ­τή τη θέ­ση, πολ­λές φο­ρές στο διά­στη­μα του τε­λευ­ταί­ου χρό­νου, σκέ­φτη­κα ή κα­λύ­τε­ρα αι­σθάν­θη­κα τον εαυ­τό μου σαν ήρωα μπε­κε­τι­κό. Άλ­λο­τε ως Γουί­νη να ανα­πο­λώ τις «ευ­τυ­χι­σμέ­νες μέ­ρες» κολ­λη­μέ­νη, θαμ­μέ­νη κά­τω από το βά­ρος των γε­γο­νό­των να κα­μώ­νο­μαι μα­ζί με όλους τους άλ­λους πως η ζωή συ­νε­χί­ζε­ται κα­νο­νι­κά και πως η ζωή εί­ναι απελ­πι­σμέ­να όμορ­φη. Άλ­λο­τε σαν τον Βλα­ντι­μίρ και τον Εστρα­γκόν σε μία διαρ­κή ανα­μο­νή της σω­τη­ρί­ας, εν­σαρ­κω­μέ­νης στο πρό­σω­πο του Γκο­ντό, ένα πρό­σω­πο που πο­τέ δεν έχουν δει και που δεν γνω­ρί­ζουν τί­πο­τα για αυ­τόν. Και άλ­λο­τε σαν τον Χαμ από Το τέ­λος του παι­χνι­διού σε μια κα­τά­στα­ση πλή­ρους ανα­σφά­λειας, κα­θη­λω­μέ­νη να πα­ρα­κο­λου­θώ με τρό­μο και δέ­ος τα απει­λη­τι­κά προ­μη­νύ­μα­τα για το μέλ­λον. Όλοι οι ήρω­ες του Μπέ­κετ, απο­μο­νω­μέ­νοι, απο­κομ­μέ­νοι, ξε­χα­σμέ­νοι σχε­δόν, δια­σκε­δά­ζουν την αμη­χα­νία τους μπρο­στά στο τρό­μο του κε­νού.

Ανα­λο­γί­ζο­μαι πως το θέ­α­τρο του πα­ρα­λό­γου και ο Μπέ­κετ άν­θη­σαν σε μια τέ­τοια αντί­στοι­χη πε­ρί­ο­δο ολι­κής κα­θί­ζη­σης. Αμέ­σως με­τά τον Δεύ­τε­ρο Πα­γκό­σμιο Πό­λε­μο ο κό­σμος βρι­σκό­ταν σε μια ανά­λο­γη κα­τά­στα­ση, κα­θώς έβγαι­νε από μία πε­ρί­ο­δο που κά­θε βε­βαιό­τη­τα, κά­θε αλή­θεια αλ­λά και κά­θε λο­γι­κή εί­χε κα­ταρ­ρι­φθεί. Η αν­θρω­πό­τη­τα εί­χε δει τα πιο απο­τρό­παια σε­νά­ρια να γί­νο­νται πραγ­μα­τι­κό­τη­τα ενώ υπό αμ­φι­σβή­τη­ση εί­χε τε­θεί και η ίδια η φύ­ση και η υπό­στα­ση της αν­θρώ­πι­νης ύπαρ­ξης. Η ανά­γκη επα­να­προσ­διο­ρι­σμού ήταν επι­τα­κτι­κή. Ποια εί­ναι η σχέ­ση του αν­θρώ­που με τον άλ­λο άν­θρω­πο; Ποια εί­ναι η σχέ­ση του αν­θρώ­που με τον θεό που φαι­νό­ταν (και φαί­νε­ται ίσως) να έχει ξε­χά­σει την αν­θρω­πό­τη­τα; Το νό­η­μα της ζω­ής; Ένα τε­ρά­στιο κε­νό εί­χε υψω­θεί και πε­ρί­με­νε τις απα­ντή­σεις.

Αυ­τό το κε­νό, αυ­τό το πε­δίο με τις υπαρ­ξια­κές αντι­θέ­σεις και αντι­φά­σεις, έστη­σε ο Μπέ­κετ με το θέ­α­τρό του απέ­να­ντι από τον θε­α­τή με μία φόρ­μα τό­σο λι­τή και τό­σο από­λυ­τη ταυ­τό­χρο­να που κα­τα­φέρ­νει να συ­μπυ­κνώ­σει τον τό­πο, τον χρό­νο, τις κα­τα­στά­σεις, την πλο­κή. Με τον τρό­πο αυ­τό οι δια­στά­σεις συ­γκλί­νουν και το έρ­γο του απο­κτά πολ­λα­πλές ανα­γνώ­σεις σε σχέ­ση με την επο­χή, τα καλ­λι­τε­χνι­κά ρεύ­μα­τα, την υπό δια­μόρ­φω­ση κουλ­τού­ρα αλ­λά και ανα­γνώ­σεις πέ­ρα από τα όρια της φα­ντα­σί­ας.

Λει­τουρ­γώ­ντας ανα­τρε­πτι­κά για τη κοι­νή λο­γι­κή, όσα λέ­γο­νται με τρό­πο σχε­δόν ανώ­δυ­νο ως κα­θη­με­ρι­νά εμπε­ριέ­χουν τις ση­μα­ντι­κό­τε­ρες αλή­θειες, ενώ οι έν­νοιες απο­φορ­τί­ζο­νται ή φορ­τί­ζο­νται απρό­σμε­να. Οι ου­σια­στι­κό­τε­ρες δη­λώ­σεις, οι πιο συ­ντα­ρα­κτι­κές απο­κα­λύ­ψεις συ­ντε­λού­νται μέ­σα στο πλαί­σιο ενός φαι­νο­με­νι­κά αδιά­φο­ρου γε­γο­νό­τος ή μιας τυ­πι­κής συ­ζή­τη­σης που απο­κτά ευ­ρύ­τε­ρες ση­μα­σί­ες.

Οι ήρω­ες αυ­τοί που ζουν μέ­σα σε έρ­γα απέ­ριτ­τα, μι­νι­μα­λι­στι­κά, με υπο­τυ­πώ­δη δρά­ση, εί­ναι σύμ­βο­λα αυ­τής της σα­στι­σμέ­νης αν­θρω­πό­τη­τας που δυ­στυ­χεί αλ­λά ελ­πί­ζει, που πέ­φτει κά­τω αλ­λά δεν το βά­ζει κά­τω. Το πα­ρελ­θόν δεν έχει ιδιαί­τε­ρη βα­ρύ­τη­τα. Το πα­ρόν τους εί­ναι «στά­σι­μο», πα­γι­δευ­μέ­νο σε μια επα­να­λη­πτι­κό­τη­τα που δεν κα­τα­νο­ούν. Το μέλ­λον τους άγνω­στο και τρο­μα­κτι­κό. Οι κα­τα­στά­σεις δεν μπο­ρούν να αντι­με­τω­πι­στούν με τη λο­γι­κή, ενώ το συ­ναί­σθη­μα εί­ναι σχε­δόν απο­στει­ρω­μέ­νο. Η επα­φή ανύ­παρ­κτη. Τα σώ­μα­τα απο­ξε­νω­μέ­να. Η μο­να­ξιά τους ανε­ξά­ντλη­τη. Προ­σπα­θούν να επι­κοι­νω­νή­σουν όχι τό­σο ο ένας με τον άλ­λο, όσο με τον ίδιο τους τον εαυ­τό. (Πό­σο τυ­χαίο εί­ναι άρα­γε ότι ο Μπέ­κετ στο τέ­λος της ζω­ής του και ενώ ήδη νο­ση­λευό­ταν στο νο­σο­κο­μείο στο Πα­ρί­σι ολο­κλή­ρω­σε το τε­λευ­ταίο του έρ­γο με τον τί­τλο Πώς να το πω; απο­τυ­πώ­νο­ντας για ακό­μη μια φο­ρά την αγω­νία του για επι­κοι­νω­νία;)

Βα­σι­κή μέ­ρι­μνα του ιρ­λαν­δού συγ­γρα­φέα που αρ­νή­θη­κε να πα­ρα­λά­βει το Νο­μπέλ απο­τέ­λε­σε η προ­σπά­θεια να συν­θέ­σει τα συ­ντρίμ­μια του κό­σμου και των ψυ­χών και να τα κά­νει τέ­χνη. Να απο­τυ­πώ­σει την ψευ­δαί­σθη­ση της πα­ντο­δυ­να­μί­ας του αν­θρώ­που και να εκ­φρά­σει την ανεί­πω­τη μο­να­ξιά του, την ισο­πέ­δω­ση του σύγ­χρο­νου αν­θρώ­που μέ­σα στη δί­νη μιας «εξε­λιγ­μέ­νης» αλ­λά ανού­σιας ζω­ής. Την τρα­γω­δία της σύγ­χρο­νης επο­χής.

Ο Μπέ­κετ θέ­τει τα ερω­τή­μα­τα, απο­γειώ­νει την από­γνω­ση και στη συ­νέ­χεια γε­λά­ει με τις υπαρ­ξια­κές μας αγω­νί­ες. Με αυ­τό το σκο­τει­νό γέ­λιο που πε­ρι­γρά­φει, το γέ­λιο που γε­λά με τη δυ­στυ­χία. Δια­βά­ζου­με στις ση­μειώ­σεις του: «Απ’ όλες τις μορ­φές γέ­λιου, που σύμ­φω­να με τις αυ­στη­ρές αρ­χές του όρου δεν εί­ναι γέ­λιο, αλ­λά μορ­φές οδυρ­μού, μό­νο σε τρεις, πι­στεύω αξί­ζει ο κό­πος να στα­θού­με. Την πι­κρή, την κε­νή και τη σκο­τει­νή. Αυ­τές οι μορ­φές αντι­στοι­χούν σε δια­δο­χι­κές εκ­δο­χές της διά­νοιας, και στο πέ­ρα­σμα από τη μία στην άλ­λη. Το πέ­ρα­σμα από τη μι­κρό­τε­ρη στη με­γα­λύ­τε­ρη, από την κα­τώ­τε­ρη στην ανώ­τε­ρη, από την εξω­τε­ρι­κή στην εσω­τε­ρι­κή, από την άγρια στην εκλε­πτυ­σμέ­νη, από την ύλη στο πνεύ­μα. Το γέ­λιο που σή­με­ρα εί­ναι σκο­τει­νό ήταν κά­πο­τε κε­νό. Το γέ­λιο που κά­πο­τε ήταν κε­νό, πιο πριν ήταν πι­κρό. Το πι­κρό γέ­λιο, γε­λά με ότι δεν εί­ναι κα­λό. Αυ­τό εί­ναι το γέ­λιο της ηθι­κής. Το κε­νό γέ­λιο, γε­λά με ότι δεν εί­ναι αλη­θι­νό. Αυ­τό εί­ναι το πνευ­μα­τι­κό γέ­λιο. Όμως το σκο­τει­νό γέ­λιο, εί­ναι το γέ­λιο των γέ­λιων. Το κα­θα­ρό γέ­λιο, το γέ­λιο που γε­λά­ει με το γέ­λιο αυ­τό που πε­ρι­φρο­νεί, που χαι­ρε­τά το πιο ευ­γε­νές σκέρ­τσο. Με μια λέ­ξη – και πα­ρα­κα­λώ σιω­πή – εί­ναι το γέ­λιο που γε­λά με τη δυ­στυ­χία.» (Samuel Becket, Watt, Grove Press 1959, 48. Το πα­ρά­θε­μα προ­έρ­χε­ται από την έκ­δο­ση Σά­μου­ελ Μπέ­κετ, Πε­ρι­μέ­νο­ντας τον Γκο­ντό, Εται­ρία Θε­ά­τρου Commedia, 1999, χω­ρίς ανα­φο­ρά στον με­τα­φρα­στή.)

ΣΧΕΤΙΚΑ ΚΕΙΜΕΝΑ
 

αυτόν το μήνα οι εκδότες προτείνουν: