Σκέψεις για την «Πράξη χωρίς λόγια, 1»

«Πράξη χωρίς λόγια, Ι» Ρωμανός Καλοκύρης· σκηνοθεσια Έλενα Βόγλη. Αrt Factory, Αθήνα, Ιαν. 2012 (Φωτ.: Βαγγέλης Ντούρος)
«Πράξη χωρίς λόγια, Ι» Ρωμανός Καλοκύρης· σκηνοθεσια Έλενα Βόγλη. Αrt Factory, Αθήνα, Ιαν. 2012 (Φωτ.: Βαγγέλης Ντούρος)


«Σκέ­φτε­ται [...] Σκέ­φτε­ται […] Σκέ­φτε­ται […]»

Στο έρ­γο Πρά­ξη χω­ρίς λό­για 1 ο Μπέ­κετ υπο­δει­κνύ­ει τις δρά­σεις του Άντρα πά­νω στη σκη­νή. Ωστό­σο πε­ρι­γρά­φει και τις «δρά­σεις» της σκη­νής σε σχέ­ση με τον Άντρα. Αυ­τός εί­ναι μό­νος του σε μία έρη­μο φω­τι­σμέ­νη εκτυ­φλω­τι­κά. Πώς βρέ­θη­κε εκεί; Ποιος εί­ναι; Τι στό­χους έχει; Δεν υπάρ­χει κα­μία εξή­γη­ση. Ευ­θύς εξαρ­χής κα­ταρ­γού­νται τα τρία πιο κρί­σι­μα ερω­τή­μα­τα στην υπο­κρι­τι­κή: ποιος εί­ναι ο ρό­λος; Πού εί­ναι; Τι θέ­λει; Πα­ρό­λα αυ­τά γνω­ρί­ζου­με ποιος εί­ναι ο χώ­ρος: η σκη­νή. Γνω­ρί­ζου­με επί­σης τι υπο­δει­κνύ­ει ο χώ­ρος: μία έρη­μο. Επί­σης ανα­γνω­ρί­ζου­με απ’ την αρ­χή του έρ­γου ότι ο χώ­ρος εί­ναι «συ­μπαί­κτης», εί­ναι ρό­λος υπό μία έν­νοια, μιας και διαρ­κώς δί­νει ερε­θί­σμα­τα στον Άντρα, να δρά­σει. Να πρά­ξει. Και ο Άντρας πρέ­πει να το κά­νει, για­τί κα­τ’ αρ­χάς οφεί­λει να θέ­λει, λαμ­βά­νο­ντας υπό­ψιν τις υπο­δεί­ξεις του Μπέ­κετ, να φύ­γει από αυ­τήν την σκη­νή/έρη­μο. Ένα σφύ­ριγ­μα από τη δε­ξιά κουί­ντα τον κα­λεί σε μία «απε­λευ­θέ­ρω­ση» από τα δε­σμά της σκη­νής/ερή­μου. Ωστό­σο πέ­φτει ξα­νά μέ­σα στη σκη­νή. Αυ­τή η δρά­ση επα­να­λαμ­βά­νε­ται αρ­κε­τές φο­ρές ωσό­του αντι­λη­φθού­με ότι τε­λι­κά ο Άντρας από μό­νος του πέ­φτει ή ρί­χνε­ται ξα­νά και ξα­νά μέ­σα στην σκη­νή. Εί­ναι επι­λο­γή του να βρί­σκε­ται σε μία έρη­μο/σκη­νή, χω­ρίς εμ­φα­νή ελ­πί­δα δια­φυ­γής. Ένα δέ­ντρο κα­τε­βαί­νει από τον «ου­ρα­νό». Ένας υπαι­νιγ­μός όα­σης. Στα­δια­κά εμ­φα­νί­ζο­νται από κά­που «επά­νω» ένα ψα­λί­δι, ένα σχοι­νί, ένας κύ­βος και – κυ­ρί­ως, για έναν άν­θρω­πο πα­γι­δευ­μέ­νο στην έρη­μο – μία κα­ρά­φα με νε­ρό. Από εκεί και πέ­ρα οι δρά­σεις επι­κε­ντρώ­νο­νται, ως επί το πλεί­στον, στο πώς ο Άντρας θα φτά­σει την κα­ρά­φα με το νε­ρό. Και ο συγ­γρα­φέ­ας διαρ­κώς τον γε­λοιο­ποιεί, τον απο­διορ­γα­νώ­νει, τον ακυ­ρώ­νει, πε­ρι­γρά­φο­ντας μία σει­ρά δρά­σε­ων ανό­η­των, επι­πό­λαιων και ανού­σιων. Και ανά­με­σα σε αυ­τές τις δρά­σεις/πρά­ξεις, δε­κά­δες «σκέ­φτε­ται». Ο συγ­γρα­φέ­ας γρά­φει συ­νέ­χεια για τον ήρωά του: «σκέ­φτε­ται». Δη­λα­δή; Πώς σκέ­φτε­ται; Πώς σκέ­φτο­μαι ως ηθο­ποιός δεί­χνο­ντας πει­στι­κά και κα­τα­νοη­τά ότι το κά­νει ο ρό­λος που υπο­δύ­ο­μαι; Και μά­λι­στα πρέ­πει να δεί­ξω ότι ο ρό­λος μου σκέ­φτε­ται ανά­με­σα σε πρά­ξεις των οποί­ων το απο­τέ­λε­σμα τον γε­λοιο­ποιεί. Για­τί ο Άντρας σκέ­φτε­ται; Αφού κα­μία πρά­ξη που έπε­ται της σκέ­ψης του δεν έχει νό­η­μα (φαι­νο­με­νι­κά του­λά­χι­στον), σε τι χρη­σι­μεύ­ει η σκέ­ψη του; Και μά­λι­στα τό­σο εξα­ντλη­τι­κά επα­να­λαμ­βα­νό­με­νη ως πρά­ξη η ίδια η δια­δι­κα­σία της σκέ­ψης; Αλή­θεια εί­ναι πρά­ξη η σκέ­ψη; Τι πε­ρι­μέ­νει από εμέ­να ο συγ­γρα­φέ­ας υπο­δει­κνύ­ο­ντάς μου συ­νε­χώς ότι ο Άντρας σκέ­φτε­ται; Ως ηθο­ποιός, με με­γά­λη αγά­πη στην πα­ντο­μί­μα και τους μί­μους, θα κά­νω ότι σκέ­φτε­ται ξύ­νο­ντας το κε­φά­λι μου. Όμως ένα τό­σο στε­ρε­ο­τυ­πι­κό σκέ­φτε­ται πώς δι­καιο­λο­γεί τις δρά­σεις που έπο­νται αυ­τής της σκέ­ψης και δεν έχου­νε κα­μία σχέ­ση με στε­ρε­ό­τυ­πα; Το αντί­θε­το μά­λι­στα. Ο συγ­γρα­φέ­ας πε­ρι­γρα­φεί μία σει­ρά δρά­σε­ων που ένας κλό­ουν θα μπο­ρού­σε να κά­νει στο τσίρ­κο, όμως δεν υπάρ­χει το κλα­σι­κό γκαγκ με το σκα­μνά­κι, με την σφυ­ρί­χτρα, με τις κω­λο­τού­μπες κλπ. Ο Μπέ­κετ, στην πραγ­μα­τι­κό­τη­τα, πε­ρι­γρά­φει έναν απελ­πι­σμέ­νο κλό­ουν που βρί­σκε­ται κά­που, που ενώ επι­λέ­γει να βρί­σκε­ται εκεί, το κά­νει επει­δή δεν γνω­ρί­ζει πού άλ­λου θα μπο­ρού­σε να βρι­σκό­ταν. Και αυ­τός ο άν­θρω­πος – κα­θ’ υπό­δει­ξη του συγ­γρα­φέα – δεν θέ­λει ου­σια­στι­κά να δρα­πε­τεύ­σει από την έρη­μο, θέ­λει να φτά­σει την κα­ρά­φα με το νε­ρό. Θέ­λει να επι­βιώ­σει μέ­σα σε «αυ­τό» που του έλα­χε, και δεν θα το άλ­λα­ζε με οτι­δή­πο­τε άλ­λο. Και ενώ έχει όλα τα χα­ρα­κτη­ρι­στι­κά του κλό­ουν/μί­μου, δεν εί­ναι κιό­λας. Οπό­τε εγώ πρέ­πει να δεί­ξω ότι ναι μεν ο ρό­λος σκέ­φτε­ται ως μί­μος/κλό­ουν, αλ­λά με έναν τέ­τοιο τρό­πο ώστε να προ­ε­τοι­μά­σω το έδα­φος για τις δρά­σεις/πρά­ξεις που έπο­νται και που ξε­περ­νούν την πα­ντο­μί­μα ή το τσίρ­κο.

Ο συγ­γρα­φέ­ας πε­ρι­γρά­φει ανα­πό­φευ­κτες πρά­ξεις. Όχι, δεν ήταν αυ­στη­ρός ο Μπέ­κετ σε σχέ­ση με τις σκη­νι­κές οδη­γί­ες στα έρ­γα του, ανα­πό­φευ­κτος ήταν. Και ναι, κα­μία επι­νό­η­ση δι­κή μου επί σκη­νής δεν θα ήταν «κα­λύ­τε­ρη» από την υπό­δει­ξη του συγ­γρα­φέα, διό­τι ο Μπέ­κετ δεν επέ­με­νε στην πι­στό­τη­τα από ιδιο­τρο­πία. Το ανα­πό­φευ­κτο μιας πρά­ξης κα­θ’ όλα συ­γκε­κρι­μέ­νης ήθε­λε να υπο­δεί­ξει. Έτσι και το σκέ­φτε­ται ως (σκη­νι­κή) πρά­ξη εί­ναι ανα­πό­φευ­κτο. Και εξί­σου μά­ταιο από τη στιγ­μή που ο ρό­λος δεν παίρ­νει την από­φα­ση να φύ­γει από την έρη­μο/σκη­νή που τον πε­ρι­βάλ­λει. Η έρη­μος εί­ναι δε­δο­μέ­νη. Κά­θε προ­σπά­θεια δια­φυ­γής επι­βε­βαιώ­νει ότι ναι μεν μου έχει επι­βλη­θεί η έρη­μος, αλ­λά εν τέ­λει την επι­λέ­γω. Την έρη­μο ως σκη­νή και την σκη­νή ως έρη­μο.

Ο μί­μος και κα­τ’ εξο­χήν ο κλό­ουν εκ­προ­σω­πούν ένα εί­δος. Το αν­θρώ­πι­νο. Το εί­δος αυ­τό που εμ­φα­νί­ζε­ται από το που­θε­νά σε μία έρη­μο. Αυ­τή η έρη­μος εί­ναι ο κό­σμος μου. Και σε αυ­τόν τον κό­σμο συ­ντε­λεί­ται, με­τα­ξύ άλ­λων, η από­λυ­τη πρά­ξη στην οποία το εί­δος μου ει­δι­κεύ­ε­ται: το σκέ­πτε­σθαι. Και πα­ρά το «σκέ­πτε­σθαι» κα­μία πρά­ξη μου δεν έχει νό­η­μα. Ο στό­χος των πρά­ξε­ων εί­ναι η επι­βί­ω­ση μέ­σα στην έρη­μο που δεν επέ­λε­ξα αλ­λά από την οποία δεν δρα­πε­τεύω κιό­λας. Το νό­η­μα εί­ναι να πράτ­τω κα­τό­πιν σκέ­ψε­ως. Η σκέ­ψη εί­ναι η πρά­ξη αυ­τή κα­θε­αυ­τή. Η μό­νη που μπο­ρεί να κά­νει το εί­δος μου. Και κα­μία άλ­λη πρά­ξη δεν έχει νό­η­μα από την στιγ­μή που γνω­ρί­ζω ότι ανά πά­σα στιγ­μή το ίδιο φως που εμ­φά­νι­σε γύ­ρω μου την έρη­μο, το ίδιο φως θα γί­νει σκο­τά­δι και η έρη­μος θα γί­νει το τί­πο­τα και το που­θε­νά που προη­γή­θη­κε αυ­τής. Όμως του­λά­χι­στον θα έχω σκε­φτεί. Πώς όμως θα το έχω κά­νει;

Εί­μαι τεσ­σά­ρων χρο­νών και κά­θο­μαι σε μία πο­λυ­θρό­να με βε­λού­δι­να «μπρά­τσα». Πά­νω στα «μπρά­τσα» κά­νω σχε­διά­κια στο βε­λού­δι­νο ύφα­σμα και με­τά τα σβή­νω και κά­νω άλ­λα σχε­διά­κια και ξα­νά τα σβή­νω και ού­τω κα­θε­ξής. Έρ­χε­ται η μα­μά και με ρω­τά­ει τι κά­νω. Σκέ­φτο­μαι, της απα­ντάω. Αυ­τή η ει­κό­να και αυ­τός ο λό­γος εί­ναι η πρώ­τη μου ανά­μνη­ση. Έκτο­τε δεν έχουν αλ­λά­ξει πολ­λά. Συ­νε­χί­ζω να κά­νω «σχε­διά­κια» που σβή­νω λί­γο πριν ολο­κλη­ρω­θούν για να κά­νω άλ­λα στη θέ­ση τους. Και όλο αυ­τό συ­νι­στά το πρώ­το «σκέ­φτο­μαι» που άρ­θρω­σα στη ζωή μου.

Κα­τά πά­σα πι­θα­νό­τη­τα στην πρά­ξη «σκέ­φτε­ται» στο έρ­γο του Μπέ­κετ θα έκα­να σχε­διά­κια στον αέ­ρα, θα τα έσβη­να και με­τά θα έκα­να ό,τι μου υπο­δει­κνύ­ει ο συγ­γρα­φέ­ας. Ο οποί­ος ναι μεν δεν μου άφη­σε πε­ρι­θώ­ρια δια­φυ­γής από την έρη­μο, ναι μεν δεν μου επέ­τρε­ψε να κά­νω κά­τι άλ­λο πέ­ραν των δι­κών του υπο­δεί­ξε­ων, αλ­λά μου άφη­σε όλη την ελευ­θε­ρία του κό­σμου να «σκέ­φτο­μαι» όπως θέ­λω εγώ. Και να συ­μπε­ραί­νω με τον δι­κό μου τρό­πο. Και να δεί­χνω ότι σκέ­φτο­μαι συ­νο­μι­λώ­ντας με το πρώ­το «σκέ­φτο­μαι» που άρ­θρω­σα πο­τέ. Και να συ­νει­δη­το­ποιώ ότι ο συγ­γρα­φέ­ας μου πα­ρα­χώ­ρη­σε το προ­νό­μιο της πρω­το­τυ­πί­ας στη σκέ­ψη.

ΑΛΛΑ ΚΕΙΜΕΝΑ ΤΟΥ ΣΥΓΓΡΑΦΕΑ
ΣΧΕΤΙΚΑ ΚΕΙΜΕΝΑ
 

αυτόν το μήνα οι εκδότες προτείνουν: