Ένα είναι το σκώμμα

Ένα είναι το σκώμμα

1. Οι Μούσες και το μούσι

Η Πα­λα­τι­νή Αν­θο­λο­γία δεν εί­ναι ένα απέ­ρα­ντο κοι­μη­τή­ριο επι­γραμ­μα­το­ποιών, «άδο­ξων» στην πλειο­νό­τη­τά τους. Εκτός από εξαι­ρε­τι­κά εν­δια­φέ­ρον (για τις επι­τυ­χί­ες και τις απο­τυ­χί­ες του) δο­κι­μα­στή­ριο ποι­η­τι­κής, που τε­λού­σε εν λει­τουρ­γία για μία χι­λιε­τία του­λά­χι­στον, εί­ναι και μια πο­λύ­τι­μη πη­γή πλη­ρο­φο­ριών, λο­γο­τε­χνι­κής αλ­λά και κοι­νω­νι­κής υφής, πε­ρί­που με τον ίδιο τρό­πο που οι κω­μω­δί­ες του Αρι­στο­φά­νη εί­ναι ανα­ντι­κα­τά­στα­τη πη­γή ει­δή­σε­ων για την αθη­ναϊ­κή κοι­νω­νία. Οι επι­γραμ­μα­το­ποιοί, που δεν χα­ρά­ζουν πια σε πέ­τρα τους στί­χους τους αλ­λά σε πά­πυ­ρο, ασχο­λού­νται με τα πά­ντα: με τον έρω­τα και τον θά­να­το, τη θρη­σκευ­τι­κή λα­τρεία και την αγο­ρά, τους για­τρούς, τους αθλη­τές, τους φι­λο­σό­φους, τους ρή­το­ρες, τους λο­γο­τέ­χνες, τους φι­λάρ­γυ­ρους και τους κό­λα­κες, τους πο­λυ­φα­γά­δες και τους άπλη­στους, τους δει­λούς και τους ήρω­ες.
Από το Εν­δέ­κα­το Βι­βλίο της Πα­λα­τι­νής Αν­θο­λο­γί­ας, που εκτός από τα συ­μπο­τι­κά, πε­ριέ­χει και πε­ρί­που τέσ­σε­ρις εκα­το­ντά­δες σκω­πτι­κά επι­γράμ­μα­τα πολ­λών ποι­η­τών (τα υπ΄ αριθμ. 65-442), με κυ­ριό­τε­ρους ανά­με­σά τους τον Παλ­λα­δά τον Αλε­ξαν­δρέα, τον Λου­κίλ­λιο, τον Νί­καρ­χο, τον Στρά­τω­να και τον Αγα­θία τον Σχο­λα­στι­κό, θα εκτε­θούν με­τα­φρα­σμέ­να εδώ, στα τεύ­χη του Χάρ­τη, ορι­σμέ­νες ομά­δες τους, όπου ο στό­χος της σά­τι­ρας εί­ναι ο ίδιος. Στα επι­γράμ­μα­τα της πρώ­της θε­μα­τι­κής ενό­τη­τας (153-158), τα Εις φι­λο­σό­φους αφιε­ρω­μέ­να, σύμ­φω­να με τον λημ­μα­τι­στή, η σά­τι­ρα απο­γυ­μνώ­νει και ξυ­ρί­ζει τους ψευ­το­φι­λο­σό­φους, τους δο­κη­σί­σο­φους που πι­στεύ­ουν πως αν βά­λεις πά­νω σου μια λε­ο­ντή, γί­νε­σαι λιο­ντά­ρι. Πως αρ­κεί η πε­ρι­βο­λή δη­λα­δή και μια γε­νειά­δα για να σε κα­θιε­ρώ­σουν σαν σο­φό με­λε­τη­τή του βί­ου και της ψυ­χής των αν­θρώ­πων. Στα οχτώ επι­γράμ­μα­τα της γραμ­μα­το­λο­γι­κά πα­ρα­δο­μέ­νης ομά­δας προ­σθέ­τω το ΙΑ΄ 354, ανά­λο­γης σκό­πευ­σης.

153.
Λου­κίλ­λιος (Ρώ­μη, 1ος αιώ­νας μ.Χ.)
Πως εί­σαι κυ­νι­κός, Mε­νέ­στρα­τε, ξυ­πό­λυ­τος,
πως τρέ­μεις απ΄ το κρύο, κα­νείς δεν το αμ­φι­σβη­τεί.
Mα αν μου αρ­πά­ξεις το ψω­μί μου αναι­δώς, φε­τού­λα έστω,
ρα­βδί κρα­τάω κι εγώ, κι εσέ σε λέ­νε σκύ­λο.[1]

154.
Λου­κίλ­λιος
Kα­νείς φτω­χός κι αγράμ­μα­τος στο μύ­λο δε δου­λεύ­ει πια
ού­τε και ζεύ­ε­ται φορ­τία για πε­ντα­ρο­δε­κά­ρες.
Tρέ­φει γε­νειά­δα, αρ­πά­ζει ένα ρα­βδί στο τρί­στρα­το
και λέ­ει ότι τυγ­χά­νει της αρε­τής ο Πρω­το­κύ­ων.
Tου Eρ­μό­δο­του το δόγ­μα αυ­τό το πάν­σο­φο: Aπέ­ντα­ρος
κι αν εί­σαι, πέ­τα τον χι­τω­νά­κο σου[2] και πια δεν θα πει­νά­σεις.

155.
Λου­κίλ­λιος
Aυ­τός, της αρε­τής βα­ρύς αδά­μας, αυ­τός που τους πά­ντες                                                       
στη­λι­τεύ­ει,
αυ­τός που το κρύο πο­λε­μά­ει και τρέ­φει γε­νειά­δα,
ιδού, στα πρά­σα πιά­στη­κε. ―Και πώς; ―Eί­ναι απρε­πές,
πώς να το πεις, μα πιά­στη­κε να κά­νει ό,τι κι όσοι βυ­ζαί­νουν.[3] 

156.
Aμμια­νός (Της επο­χής των αυ­το­κρα­τό­ρων Τραϊ­α­νού και Αδρια­νού)
Tο ΄δε­σες κό­μπο πως το μού­σι έλ­κει τις Mού­σες.
Kι έθρε­ψες τη γε­νειά­δα σου, κο­τζάμ μυ­γο­σκο­τώ­στρα.
Άκου κι εμέ! Ξυ­ρί­σου πά­ραυ­τα, αδερ­φέ μου.
Ψεί­ρες στις τρί­χες σου θρο­νιά­ζο­νται. Όχι υψη­λές ιδέ­ες.

157.
Αμ­μια­νός
(Είς τος βρεν­θυ­σμέ­νους διά τνδε τν λέ­ξε­ων κα σο­φί­ζο­ντας: Σε όσους κο­μπά­ζουν και πα­ρι­στά­νουν τους σο­φούς χρη­σι­μο­ποιώ­ντας τού­τες τις λέ­ξεις)[4]

«Ω αγα­θέ», «μή­πως λοι­πόν», «πό­θεν μάς ήρ­θες, φίλ­τα­τε, και πού υπά­γεις»,
«πολ­λά­κις» και «επα­κρι­βώς», «εμπρός», «εμπρός» και πά­λι,
γε­νά­κι, τσου­λου­φά­κι, χι­τω­νί­σκος, έξω βε­βαί­ως ο ωμού­λης
– α, ναι, μ’ αυ­τά η σο­φία ευ­δο­κι­μεί την σή­με­ραν ημέ­ραν.
(Και μια εκ­συγ­χρο­νι­στι­κή πα­ρά­φρα­ση του επι­γράμ­μα­τος)
«Δο­μή» και «δια­κεί­με­νο», «New Age», «ετε­ρό­της»,
«τού­του λε­χθέ­ντος», «έκ­πα­λαι», στην τρί­χα το μου­σά­κι,
που­κά­μι­σο ξε­κού­μπω­το, με­τα­ξω­τό φου­λά­ρι,
― α, ναι, μ΄ αυ­τά η σο­φία ευ­δο­κι­μεί την σή­με­ρον ημέ­ραν.

158.
Aντί­πα­τρος ο Θεσ­σα­λο­νι­κεύς
(Δά­σκα­λος στη Ρώ­μη, την επο­χή του Αυ­γού­στου)

Θρη­νεί του Σι­νω­πί­τη Διο­γέ­νη το δι­σά­κι, το στι­βα­ρό, ωραίο
ρό­πα­λό του το ηρά­κλειο και η λε­ρή δι­πλή του χλαί­νη,
η κα­τα­λε­κια­σμέ­νη προ­στα­σία του απ΄ το χιό­νι,
για­τί τη μα­γα­ρί­ζουν οι ώμοι σου.
Tω­ό­ντι σκύ­λος τ΄ ου­ρα­νού εκεί­νος,[5]
μα εσύ γεν­νή­θη­κες κο­πρό­σκυ­λο του δρό­μου.
Πα­ρά­τα τό λοι­πόν τα όπλα που δεν σου αρ­μό­ζουν.
Άλ­λη του λιο­ντα­ριού η δου­λειά κι άλ­λη του γε­νειο­φό­ρου τρά­γου.

354.
Aγα­θί­ας Σχο­λα­στι­κός (±536-582 μ.Χ., Κων­στα­ντι­νού­πο­λη)

Eπί­μο­να ρω­τού­σε κά­ποιος τον Nι­κό­στρα­το, Aρι­στο­τέ­λη δεύ­τε­ρο
και ισά­ξιο του Πλά­τω­να, τον λε­πτο­λό­γο κά­το­χο της υψη­λής
σο­φί­ας,
τού­τα για την ψυ­χή: «Ποιο το σω­στό; Θνη­τή η ψυ­χή
ή αθά­να­τη; Eν­σώ­μα­τη το πρέ­πον να την πού­με ή ασώ­μα­τη;
Στα νοη­τά ή στα αι­σθη­τά να την εντά­ξου­με, ή και στα δυο
συγ­χρό­νως;»
Bυ­θί­ζε­ται λοι­πόν αυ­τός στο Πε­ρί Mετε­ώ­ρων
και στο Πε­ρί Ψυ­χής του Aρι­στο­τέ­λη,
στο ύψος του πλα­τω­νι­κού ανε­βαί­νει Φαί­δω­να,
στην πά­σα αλή­θεια μα­θη­τεύ­ει την αδιά­ψευ­στη.
Φο­ρά­ει τον τρί­βω­νά του, την άκρη της γε­νειά­δας του χαϊ­δεύ­ει,
και τέ­τοια λύ­ση δί­νει: «Λοι­πόν, αν όντως
έχει φύ­ση η ψυ­χή ―εν οί­δα, ότι αυ­τό δεν το οί­δα―,
τό­τε, οπωσ­δή­πο­τε, εί­τε θνη­τή θα εί­ναι εί­τε αθά­να­τη,
και εί­τε συ­μπα­γής εί­τε άυ­λη.
Όταν πε­ρά­σεις τον Aχέ­ρο­ντα
θα μά­θεις την αλή­θεια, όπως ο Πλά­των άλ­λω­στε.
Aν πά­ντως θέ­λεις, τον νε­α­ρό μι­μή­σου τον Kλε­όμ­βρο­το
από την Αμ­βρα­κία[6] και πέ­σε από μια στέ­γη.
Πά­ραυ­τα την απά­ντη­ση θα λά­βεις, ελεύ­θε­ρος
από το σώ­μα πια, όντας μο­νά­χα αυ­τό που ανα­ζη­τάς».

 

αυτόν το μήνα οι εκδότες προτείνουν: