Μια θεωρία για τα πάντα


ΣΕ­ΠΤΕΜ­ΒΡΗΣ ΣΤΗ ΜΙ­ΛΗ­ΤΟ ΛΙ­ΓΟ ΠΡΙΝ ΕΞΗ­ΓΗ­ΘΟΥΝ ΤΑ ΠΑ­ΝΤΑ
(2η εκ­δο­χή)  

                                                                               Στην κοί­τη των ακά­μα­των,
                                                                                               στον κό­σμο των θλιμ­μέ­νων.


Ο Θα­λής στους ελαιώ­νες
έξω απ’ τη Μί­λη­το
ένα βρά­δυ βου­βό
εί­δε τ’ αστέ­ρια σαν θραύ­σμα­τα
εί­δε τ’ αση­μέ­νιο νε­ρό
να πέ­φτει σπά­τα­λο
και να κυ­λά­ει νο­μί­σμα­τα
στ’ άδεια του χέ­ρια

λε­ρώ­νο­ντας
ακό­μα νε­κρό
τα
στε­νά
λα­σπω­μέ­να
σχε­δόν παι­δι­κά του σαν­δά­λια
που τον έφε­ραν πά­λι
βρα­διά­τι­κα
βια­στι­κά
στη
με­γά­λη στέρ­να
χω­ρίς να θέ­λει να πιει.


Ο ΒΙ­ΖΥ­Η­ΝΟΣ ΔΕΝ ΘΑ ΞΑ­ΝΑ­ΔΕΙ
ΠΟ­ΤΕ ΤΗ ΓΟΤ­ΤΙΓ­ΓΗ
(2η εκ­δο­χή)  

                                                                                                   Λόχ­μες, κα­μι­νά­δες, ομί­χλη.

Κομ­μά­τια θα­λε­ρών φύλ­λων
δια­σχί­ζουν στα λα­σπω­μέ­να πα­πού­τσια
τη μι­κρή όα­ση του αι­θρί­ου
ανά­με­σα στους χώ­ρους της νέ­ας επι­στή­μης
του κα­θη­γη­τή του.
Αλ­λά­ζει πά­λι το πα­ρά­δειγ­μα
του αν­θρώ­που.

Κα­πλα­ντι­σμέ­νη στέ­γη με πα­λιούς φεγ­γί­τες 
σκά­λες από ψαμ­μί­τη κι από­η­χο φύ­λα­κα
σύν­νε­φα βρο­χής στη δύ­ση
σαν πορ­φυ­ροί πε­λε­κά­νοι
επι­κρε­μά­με­νοι πά­νω απ’ την άμπω­τη
της πε­διά­δας
με τις κα­ρα­βί­δες
στα κα­λά­θια:

πορ­φυ­ρά μα­ζε­μέ­να
ρο­δά­κι­να.


ΛΙ­ΓΟΣ ΤΕ­ΛΕΥ­ΤΑΙΟΣ ΚΑ­ΘΑ­ΡΟΣ ΑΕ­ΡΑΣ

                                                                                                           Ο θρό­νος των αγέν­νη­των.

– Ίσως εί­μαι ποι­η­τής, για­τί εί­μαι πέν­θος.      
Σε κά­θε σου μει­δί­α­μα θ’ αν­θί­ζει ένα μαρ­τύ­ριο,
της ψι­θύ­ρι­σε ο Κίρ­κε­γκωρ κα­θώς πε­ρι­διά­βα­ζαν
πριν χα­θούν στην προ­με­νά­δα της όχθης.  
Να, δες τα κρί­να και τα ρό­δα, εί­ναι γά­ντια.  
Μέ­σα σε κά­θε ομορ­φιά ασκη­τεύ­ει η από­γνω­ση,
για­τί και οι λέ­ξεις έχουν ένα δεύ­τε­ρο σώ­μα
έξω απ’ τα πράγ­μα­τα που υπο­δύ­ο­νται,
για­τί δί­πλα στον αναί­τιο κό­σμο
υπάρ­χει ένας άλ­λος με τις πλη­γές του.    

– Εί­σαι ποι­η­τής, του απά­ντη­σε,
για­τί δεν θέ­λεις τί­πο­τα να δεις
και όλα προ­τι­μάς να τα μα­δάς 
και να τ’ αλ­λά­ζεις. 


ΜΟ­ΝΟ­ΛΟ­ΓΟΣ ΓΙΑ ΤΗΝ ΥΠΟ­ΔΟ­ΧΗ
ΤΟÝ ΓΙΑ ΠΑ­ΝΤΑ

                                                                                                                        Το εδώ κι η Κολ­χί­δα.

Αχ Ρε­γκί­νε, αχ μά­γου­λο,
κοκ­κί­νι­ζες
απ’ τις υπο­σχέ­σεις του.

  

ΤΟ ΑΝΤΡΑ­ΛΙ ΜΕ ΤΙΣ ΣΚΛΗ­ΘΡΕΣ

                                                                                                                        Κού­τες ασυ­νει­δή­του.  

Και πά­λι σ’ επι­σκέ­πτε­ται το επί­μο­νο:
Θυ­μά­σαι, ανε­μί­ζαν τα μαλ­λιά της  
στον ήλιο του απο­γεύ­μα­τος.
Το πιο πο­λύ του σώ­μα­τος ήταν ανά­σες.
Τα μή­λα τρώ­γο­νταν και σφύ­ζαν.  

Κα­λο­καί­ρι θα ’ταν στα μαλ­λιά,
δεί­λι με­τά το μπά­νιο.  
Κι άπλω­νε όμορ­φη πα­ντού
στο φως που τα ανέ­μι­ζε προς όλους.  
Δεν τα ανέ­μι­ζε, δεν ανε­μί­ζει το φως.

Κι όμως, κι όμως,
υπήρ­χε αυ­τό το φως εκεί
πριν τη δύ­ση
που τα ανέ­μι­ζε.


Ο ΝΙ­ΤΣΕ ΘΑ ΠΕ­ΡΑ­ΣΕΙ ΤΟ ΚΑ­ΛΟ­ΚΑΙ­ΡΙ ΣΚΕ­ΠΤΟ­ΜΕ­ΝΟΣ  

                                                                        Ένα βου­νό και πά­νω του κα­νείς.
Μυ­τε­ρά στα­βλο­χε­λί­δο­να
ήρ­θα­τε και φέ­τος στη φω­λιά
κο­ντά στα βρά­χια.
Τί­πο­τα δεν ζή­σα­με
από πέρ­σι.  


ΚΑ­ΤΙ ΠΟΥ ΘΑ ΤΡΟ­ΜΑ­ΖΕ ΝΑ ΟΜΟ­ΛΟ­ΓΗ­ΣΕΙ Η ΙΔΙΑ

                                                                                                                        Κι αφού ήπιε το γυα­λί / το σκέ­πα­σε.

Η Λου η Σα­λώ­μη
γε­λού­σε και τί­να­ζε το μαλ­λί
κι έδει­χνε τον κα­θρέ­φτη και εί­πε:
Καη­μέ­νη καη­μέ­νη ομορ­φιά μου
γυ­μνή και λευ­κώ­λε­νη,
εσέ­να θαυ­μά­ζουν.

 

αυτόν το μήνα οι εκδότες προτείνουν: