Φτιάξε και για μένα ένα θαύμα, γιαγιά



Ο ασθε­νής με τον οποίο μοι­ρά­ζε­ται το δω­μά­τιο απου­σιά­ζει. Ξα­πλω­μέ­νος στο κρε­βά­τι, με τα πό­δια γυ­μνά, πα­ρα­τη­ρεί τα λα­μπά­κια πά­νω στο μη­χά­νη­μα ηλε­κτρο­θε­ρα­πεί­ας που στέλ­νει ρεύ­μα στις βε­ντού­ζες που βυ­ζαί­νουν τις γά­μπες και τους μη­ρούς του. Δεν εί­ναι πά­νω από δε­κά­ξι χρο­νών. Τα μαλ­λιά του σχη­μα­τί­ζουν ξαν­θά δα­χτυ­λί­δια και στα μά­γου­λά του απλώ­νε­ται κόκ­κι­νο χνού­δι. Κοι­τά­ζει τις βε­ντού­ζες που σα­λεύ­ουν πά­νω στα πό­δια του και κρα­τά­ει τον ρυθ­μό πλα­τα­γί­ζο­ντας τη γλώσ­σα.

Η για­γιά κά­θε­ται δί­πλα του και πλέ­κει. Τον κοι­τά­ζει τρυ­φε­ρά πά­νω απ’ τα γυα­λιά της ενώ τα χέ­ρια της δου­λεύ­ουν αστα­μά­τη­τα.
Από το πα­ρά­θυ­ρο φαί­νε­ται ένα κομ­μά­τι του κή­που. Πυ­κνοί θά­μνοι, χα­μη­λή βλά­στη­ση κι ένα μο­νο­πά­τι στρω­μέ­νο με χα­λί­κι.
«Νί­κο μου, θέ­λω κά­τι να σου πω».
«Πες μου».
«Κοί­τα με, θέ­λω κά­τι να σου πω».
«Ακούω».
«Θέ­λω να σου πω για τον παπ­πού σου τον Νί­κο».
«Πες το».
«Έτσι, χω­ρίς να με κοι­τάς;».
«Δε χρειά­ζε­ται να σε κοι­τάω, ακούω».

Ο Νί­κος συ­νε­χί­ζει να κοι­τά­ζει τις βε­ντού­ζες που σα­λεύ­ουν πά­νω στα πό­δια του και κρα­τά­ει αθό­ρυ­βα τον ρυθ­μό ανοι­γο­κλεί­νο­ντας τα χεί­λη του.

——— ≈ ———

Η για­γιά παίρ­νει μια βα­θιά ανά­σα, βγά­ζει τα γυα­λιά κι ανα­κά­θε­ται στην κα­ρέ­κλα της.

«Το ξέ­ρεις πως όταν γεν­νή­θη­κες εσύ ο παπ­πούς σου ήταν ήδη κα­τά­κοι­τος. Τον εί­χα στο σπί­τι και τον φρό­ντι­ζα, ήμουν από πά­νω του μέ­ρα νύ­χτα. Δυο εγκε­φα­λι­κά εί­χε κά­νει, πο­λύ σο­βα­ρά. Όλη η δε­ξιά του πλευ­ρά εί­χε πα­ρα­λύ­σει. Χέ­ρι, πό­δι, όλα άχρη­στα. Ού­τε να μι­λή­σει μπο­ρού­σε. Με τα μά­τια μι­λού­σα­με. Εί­χε πο­λύ ωραία μά­τια ο παπ­πούς σου, με­λιά, σαν τα δι­κά σου. Έχεις πά­ρει τα μά­τια του, σου το ‘χω ξα­να­πεί.
Ένα βρά­δυ σε φέ­ρα­νε σε μέ­να οι δι­κοί σου για να βγού­νε, κά­που εί­χα­νε να πά­νε. Σε φέ­ρα­νε μέ­σα στο κα­λα­θά­κι σου κοι­μι­σμέ­νο, σκε­πα­σμέ­νο με το κου­βερ­τά­κι που σου ‘χα πλέ­ξει εγώ μό­λις γεν­νή­θη­κες. Σε έβα­λα στο μέ­σα δω­μά­τιο, το μι­κρό, δί­πλα στο μπά­νιο, μη βά­λω το μω­ρό στο ίδιο δω­μά­τιο με τον άρ­ρω­στο. Και σ’ εί­χα στον νου μου, μην ξυ­πνή­σεις, μην ακου­στείς μέ­σα στη νύ­χτα, να ση­κω­θώ να σε κοι­τά­ξω.
Κα­θό­μουν στο σα­λό­νι κι έπλε­κα. Το ένα αυ­τί στον άρ­ρω­στο, το άλ­λο στο μω­ρό».

Ο Νί­κος ση­κώ­νει τα μά­τια και την κοι­τά­ζει.

«Λί­γο με­τά τα με­σά­νυ­χτα τον εί­δα να βγαί­νει απ’ το δω­μά­τιο. Όρ­θιος. Ξυ­πό­λη­τος. Πέ­ρα­σε από μπρο­στά μου και πή­γε προς το δω­μά­τιο που κοι­μό­σουν εσύ. Έσερ­νε τα πό­δια του αρ­γά και προ­χω­ρού­σε σαν υπνω­τι­σμέ­νος. Εγώ, τι να σου πω, έχα­σα τη λα­λιά μου. Μό­λις συ­νέ­φε­ρα λι­γά­κι ση­κώ­θη­κα και πή­γα το κα­τό­πι του, φο­βή­θη­κα μη μου σω­ρια­στεί κι έχου­με άλ­λα.
Κό­ντε­ψα στην πόρ­τα του δω­μα­τί­ου και τον εί­δα από πά­νω σου. Έσκυ­ψε και σε σή­κω­σε στην αγκα­λιά του. Ού­τε που ξύ­πνη­σες εσύ, μιαν ήσυ­χη φω­νού­λα έβγα­λες μό­νο. Από­μει­να να σας κοι­τά­ζω κι ού­τε ήξε­ρα τι να κά­νω, τι να πω, να μην το­νε ξι­πά­σω και του πέ­σει από τα χέ­ρια το μω­ρό. Δεν ξέ­ρω πό­σην ώρα έμει­να εκεί να τον θω­ρώ που σε κρα­τού­σε και να κλαί­ει το μέ­σα μου από συ­γκί­νη­ση κι από χα­ρά που έκα­νε ο Κύ­ριος το θαύ­μα του και μπό­ρε­σε να σε δει και να σε νιώ­σει, τον εγ­γο­νό του, πριν να φύ­γει.
Το άλ­λο πρωί ξε­ψύ­χη­σε ήσυ­χα ήσυ­χα. Κι εγώ δεν εί­χα δά­κρυα για κεί­νον, το πι­στεύ­εις; Δεν τον έκλα­ψα. Για­τί ήξε­ρα πως λυ­τρώ­θη­κε κι ήμουν χα­ρού­με­νη που μπό­ρε­σε να σε κρα­τή­σει στην αγκα­λιά του πριν να φύ­γει».

Ο Νί­κος την κοι­τά­ζει βουρ­κω­μέ­νος.

«Ωραίο πα­ρα­μυ­θά­κι, για­γιά, τώ­ρα το σκέ­φτη­κες;».
«Όχι, αγό­ρι μου, δεν εί­ναι πα­ρα­μύ­θι, αλή­θεια εί­ναι».
«Ναι, κα­λά. Και για­τί δε μου την εί­χες ξα­να­πεί αυ­τή την ιστο­ρία;».

Το μη­χά­νη­μα βγά­ζει έναν μα­κρό­συρ­το ηλε­κτρο­νι­κό ήχο κι έπει­τα βου­βαί­νε­ται. Σβή­νουν τα λα­μπά­κια, παύ­ουν κι οι βε­ντού­ζες να σα­λεύ­ουν.

——— ≈ ———

Ανοί­γει η πόρ­τα και μπαί­νει ένας νε­α­ρός με λευ­κή πο­διά.

«Πώς πή­γα­με;».
«Κα­λά». Ο Νί­κος σκου­πί­ζει τα μά­τια και ρου­φά­ει τη μύ­τη του. Κοι­τά­ζει τη για­γιά που ση­κώ­νε­ται απ’ το κρε­βά­τι και στέ­κε­ται στο προ­σκέ­φα­λό του.

Ο νε­α­ρός χτυ­πά­ει φι­λι­κά το παι­δί στον ώμο κι αρ­χί­ζει να ξε­κολ­λά­ει τις βε­ντού­ζες από τα πό­δια του. Κι­νεί­ται με νεύ­ρο και σι­γου­ριά. Τα­κτο­ποιεί τα κα­λώ­δια πά­νω στο μη­χά­νη­μα. Το πρό­σω­πό του οστε­ώ­δες, με δέρ­μα κα­τά­στι­κτο από μι­κρές πα­νά­δες, τα μά­τια του κα­στα­νά, κοι­τά­ζουν σαν να χαϊ­δεύ­ουν, κι όλ’ αυ­τά χα­ρί­ζουν στην όψη του μιαν εντύ­πω­ση συ­μπα­θη­τι­κού ξω­τι­κού.

«Νί­κος εί­πα­με;».
«Ναι».
«Το από­γευ­μα θα δου­λέ­ψου­με με κί­νη­ση. Εί­σαι έτοι­μος να μά­θεις να περ­πα­τάς απ’ την αρ­χή;». Του κλεί­νει το μά­τι και βγαί­νει σπρώ­χνο­ντας το μη­χά­νη­μα.

Ο Νί­κος κοι­τά­ζει τα ση­μά­δια από τις βε­ντού­ζες πά­νω στα γυ­μνά του πό­δια. Απλώ­νει το χέ­ρι και ψη­λα­φεί έναν τέ­λειο κόκ­κι­νο κύ­κλο που σβή­νει αρ­γά πά­νω στο δέρ­μα του.
Η για­γιά τον φι­λά­ει στο μέ­τω­πο και τον βοη­θά­ει να φο­ρέ­σει το πα­ντε­λό­νι της πι­τζά­μας του.

«Δεν το ‘βγα­λα απ’ το μυα­λό μου, αγό­ρι μου, ήταν ένα θαύ­μα που έγι­νε μπρο­στά στα μά­τια μου. Θέ­λω να με πι­στέ­ψεις».
«Θα ‘θε­λες να γί­νει μπρο­στά στα μά­τια σου, για­γιά. Και το ‘φτια­ξες με το μυα­λό σου και το πί­στε­ψες. Εί­σαι θαυ­μα­το­ποιός. Φτιά­ξε και για μέ­να ένα θαύ­μα, για­γιά. Ή μά­θε μου πώς να φτιά­ξω ένα δι­κό μου».

Ο Νί­κος παίρ­νει το χέ­ρι της και το ακου­μπά στο πρό­σω­πό του. Ση­κώ­νει τα μά­τια και κοι­τά­ζει το κομ­μά­τι του κή­που που φαί­νε­ται απ’ το πα­ρά­θυ­ρο. Πυ­κνοί θά­μνοι, χα­μη­λή βλά­στη­ση κι ένα μο­νο­πά­τι στρω­μέ­νο με χα­λί­κι λού­ζο­νται στο πρω­ι­νό φως.

 

αυτόν το μήνα οι εκδότες προτείνουν: