Πήρα και φύτεψα ιβίσκο

Λεπτομέρεια αφίσας του Kerne Erickson
Λεπτομέρεια αφίσας του Kerne Erickson


Θυ­μά­μαι κά­τι τε­λε­τουρ­γι­κά από εκεί­να που γνω­ρί­ζουν μό­νο τα σκο­τά­δια και το αμί­λη­το νε­ρό, που πί­νεις σε μια κού­πα πριν πας για ύπνο. Μυ­στη­ρια­κές τε­λε­τές. Εσω­τε­ρι­κές ή εξω­τε­ρι­κές δεν ξέ­ρω να σου πω. Ζω­ντα­νές ή πε­θα­μέ­νες αλή­θεια δεν έχω κα­τα­λά­βει. Μα κά­πως ξέ­ρει το νε­ρό το αμί­λη­το και το συ­μπα­γές σκο­τά­δι να πλέ­κουν ένα θελ­κτι­κό εγκώ­μιο στον ακα­τά­δε­κτο ύπνο. Και όσο το σκο­τά­δι γί­νε­ται πο­ρώ­δες και φθαρ­μέ­νο, όσο η επί­δρα­ση του νε­ρού στην κού­πα ξε­θυ­μαί­νει κά­τι πα­θαί­νει ο ύπνος και στρι­φο­γυρ­νά­ει στο κρε­βά­τι του. Σαν να ζε­σταί­νο­μαι, σαν να με πνί­γει η πι­τζά­μα, σαν να υπο­χώ­ρη­σε το βαμ­βά­κι και εκεί­νη η σού­στα να γί­νει λί­γο πιο επι­θε­τι­κή. Δεν ξέ­ρει ο ήλιος ο ζω­η­ρός από τερ­τί­πια βρα­δι­νά ημι­θα­νή και ού­τε και θέ­λει να του τα μά­θω. Ήλιος με δό­ντια κα­λά τα λέ­νε. Έμα­θε και δα­γκώ­νει για να με ξυ­πνή­σει. Το φεγ­γά­ρι το φα­φού­τι­κο πιο πο­λύ το συ­μπα­θώ.

Θα βγω λοι­πόν να τον προ­ϋ­πα­ντή­σω τον Ήλιο με το χα­μό­γε­λο. Σαν παι­δί κά­νει που παί­ζει με ένα βλα­κώ­δες επα­να­λαμ­βα­νό­με­νο παι­χνί­δι και αρ­νεί­ται να το βα­ρε­θεί χρό­νια τώ­ρα. Θα κά­νω και γω ότι χαί­ρο­μαι μην τον στε­να­χω­ρή­σω τον χα­ζο­χα­ρού­με­νο. Πάω στο μπαλ­κό­νι να του πω και κα­λη­μέ­ρα να πιω και τον κα­φέ μου μα­ζί του και ας τον να παί­ζει με τη σκιά μου. Και παί­ζει και γλε­ντά­ει με τις σκιές. Χαί­ρε­ται να παι­δια­ρί­ζει με σκο­τει­νές δισ­διά­στα­τες φι­γού­ρες. Κά­νει πα­λά­μες αστε­ρί­ες και πα­τού­σες σταυ­ρω­μέ­νες που λιά­ζο­νται ηδο­νι­κά τις βλέ­πει αυ­τός σαν πε­τα­λού­δες. Τους δεί­χνει το εί­δω­λο τους στα πλα­κά­κια και αυ­τές τρο­μαγ­μέ­νες που βλέ­πουν την αντα­νά­κλα­ση τους έτσι σκο­τει­νή και αναί­σθη­τη κά­νουν να πε­τά­ξουν. Μα ποιο λου­λού­δι να πε­ρι­μα­ζέ­ψει μια σκιά πε­τα­λού­δα μέ­σα σε μια πό­λη με αλ­λερ­γία στο πρά­σι­νο. Θα βά­λω εγώ κα­νέ­να, σκέ­φτο­μαι και πιά­νω το βι­βλίο μου από δί­πλα.

Πή­γα το με­ση­μέ­ρι και βρή­κα ένα φυ­τώ­ριο που κά­πως δι­στα­κτι­κά στε­κό­ταν σε μια γω­νιά που η πό­λη με τους γκρί­ζους δή­μιους δεν έψα­χνε συ­χνά. Πή­ρα και φύ­τε­ψα ιβί­σκο. Τι θαυ­μα­τουρ­γό πλά­σμα εί­ναι αυ­τό. Το αφή­νεις μα­ρα­μέ­νο και ντρο­πα­λό το βρά­δυ και το βρί­σκεις έκ­φυ­λο και εξω­στρε­φές το πρωί. Μπου­μπού­κια μα­ντρω­μέ­να μέ­σα σε πρά­σι­νους υπνό­σα­κους μέ­σα σε με­ρι­κά λε­πτά ξυ­πνά­νε και τε­ντώ­νο­νται και το πρωί σε πε­ρι­μέ­νουν ακί­νη­τα. Ότι τά­χα τί­πο­τα δεν έγι­νε. Να τώ­ρα εί­ναι ωραία η βε­ρά­ντα. Κά­θε­ται εκεί στην άκρη ο ιβί­σκος και της κά­νει ψυ­χα­νά­λυ­ση έτσι που να σκά­ει και αυ­τή κα­νέ­να χα­μό­γε­λο τα πρω­ι­νά. Και έτσι βε­ρά­ντα, ιβί­σκος και άν­θρω­πος περ­νά­με τα πρω­ι­νά μας με γέ­λια και παι­χνί­δια. Και κά­νω εγώ ότι δεν ξέ­ρω πως θα αν­θί­σει ο ιβί­σκος το πρωί, κά­νω τον έκ­πλη­κτο και κά­νει κι αυ­τός ότι μό­νο από μέ­να θα δέ­χε­ται νε­ρό. Και η βε­ρά­ντα κά­νει ότι χαί­ρε­ται να βλέ­πει σκιές πε­τα­λού­δες αν­θρώ­πους και ιβί­σκους να χο­ρεύ­ουν στην αγκα­λιά της.

Βιά­ζο­μαι και γω να γυ­ρί­σω στην πα­ρέα αυ­τή που κά­θε πρωί πάλ­λε­ται και χα­χα­νί­ζει. Έτσι βια­στι­κός που περ­πα­τάω ξε­χνιέ­μαι κα­μιά φο­ρά και δεν έχω το νου μου να πα­ρα­τη­ρώ τα θαύ­μα­τα και τις εκρή­ξεις. Μα να που ένα θαύ­μα τσου­λά­ει άτσα­λα στο δρό­μο. Βολ­τά­ρει σε ένα τσι­μέ­ντο που δε φτιά­χτη­κε για σκαν­τζό­χοι­ρους και λοι­πές στρόγ­γυ­λες εκρή­ξεις. Τον πλη­σιά­ζω και αυ­τός ακί­νη­τος. Φτιά­χνει την άμυ­να του. Κα­λο­κουρ­δι­σμέ­νες λε­γε­ώ­νες από αγκά­θια, φά­λαγ­γες με δό­ρα­τα και ξί­φη μου δεί­χνου­νε τα δό­ντια. Πάω πα­ρα­δί­πλα και δα­νεί­ζο­μαι ένα κου­τί από το­στιέ­ρα από έναν κά­δο που εκεί­νη την ώρα ήταν αφη­ρη­μέ­νος. Παίρ­νω και ένα φε­λι­ζόλ. Του κά­νω νό­η­μα να μπει και τον εν­θαρ­ρύ­νω με το φε­λι­ζόλ. Μην τον βα­σα­νί­σεις λέ­ει μια γυ­ναί­κα. Εί­χε κα­τέ­βει από ένα μη­χα­νά­κι που λί­γο πριν δι­ψού­σε για αί­μα σκαν­τζό­χοι­ρου. Ούρ­λια­ζε στην άσφαλ­το και έτρε­χε κα­τά πά­νω του. Δε θα τον βα­σα­νί­σω, λέω. Θα τον πάω στο δά­σος. Αύ­ριο όμως. Τώ­ρα εί­ναι αρ­γά. Θα πε­ρά­σει μια νύ­χτα σε κου­τί ο φου­κα­ράς.

Τώ­ρα δί­πλα στον ιβί­σκο έχει και ένα κου­τί από το­στιέ­ρα. Πρό­χει­ρος κοι­τώ­νας που στή­θη­κε σε δευ­τε­ρό­λε­πτα για να φι­λο­ξε­νή­σει έναν πρό­σφυ­γα βου­νί­σιο. Μπερ­δε­μέ­νος θα δια­νυ­κτε­ρεύ­σει σε χάρ­τι­νη φω­λιά ενώ λί­γο πα­ρα­δί­πλα κά­ποιος ψή­νει ένα σά­ντουιτς σε μια το­στιέ­ρα που άστε­γη πια δου­λεύ­ει πυ­ρε­τω­δώς.

Έπε­σε το βρά­δυ. Πή­γαν για ύπνο οι πε­τα­λού­δες και άρ­χι­σε η νύ­χτα να αναρ­ρώ­νει. Βά­ζει στην πό­λη το κα­πά­κι της. Της κλεί­νει τις κουρ­τί­νες και την κρύ­βει μην τη δει το φεγ­γά­ρι και ντρα­πεί με την ασχή­μια της. Και όσο σκου­ραί­νει η πα­λέ­τα του ου­ρα­νού, όσο θε­ριεύ­ει η σι­γή η νυ­κτό­βια και κά­νει πρα­ξι­κό­πη­μα ο ύπνος. Όσο ξα­πο­σταί­νει η βε­ρά­ντα, όσο δει­λά κρυ­φο­κοι­τά­ζει ο ιβί­σκος και όσο ονει­ρο­βα­τεί ο άν­θρω­πος βρί­σκει ευ­και­ρία ο τε­τρά­πο­δος με το αγκά­θι­νο στε­φά­νι. Δρα­πέ­της και κα­τα­τρεγ­μέ­νος αφή­νει πί­σω του τον χάρ­τι­νο ξε­νώ­να. Και αν­θί­ζει ο ιβί­σκος και ονει­ρεύ­ε­ται ο άν­θρω­πος. Και τε­ντώ­νε­ται να ξε­μου­διά­σει ο δρα­πέ­της. Και ξα­πο­σταί­νει η βε­ρά­ντα. Δεν τον βλέ­πει που πλη­σιά­ζει το από­κρη­μνο πε­ρι­θώ­ριό της. Κι αυ­τός που τό­σα λί­γα ξέ­ρει από βε­ρά­ντες κά­νει ένα βή­μα ακό­μα. Και αν­θί­ζει ο ιβί­σκος φι­λά­ρε­σκος και εγω­πα­θής. Αιω­ρεί­ται το αγκά­θι­νο τε­τρά­πο­δο. Δί­νει σάλ­το και πε­τά­ει. Στή­νει χο­ρό με τον αέ­ρα. Πυρ­ρί­χιο χο­ρό βαρ­βα­ρι­κό. Χο­ρεύ­ει και χο­ρο­πη­δά­ει όσο αιω­ρεί­ται. Πε­τά­νε και οι σκαν­τζό­χοι­ροι τη νύ­χτα αυ­τή. Και αν δεν ονει­ρεύ­ο­νταν οι άν­θρω­ποι και αν δεν καλ­λω­πί­ζο­νταν οι ιβί­σκοι θα το βλε­παν κι αυ­τοί. Μα δεν το βλέ­πουν. Για­τί αν­θί­ζουν οι ιβί­σκοι και μό­νο δε βλέ­πουν πα­ρά μό­νο τον μα­ταιό­δο­ξο εαυ­τό τους. Πε­τά­νε οι σκαν­τζό­χοι­ροι. Αν­θί­ζουν οι ιβί­σκοι.

Το πρωί ένας ολάν­θι­στος ιβί­σκος και ένας άν­θρω­πος ξε­κού­ρα­στος. Θα δού­νε μια κη­λί­δα με αγκά­θια σφι­χτα­γκα­λια­σμέ­νη με την άσφαλ­το. Και τον ήλιο αλ­λο­παρ­μέ­νο να φτιά­χνει σκιές με το κου­φά­ρι.

 

αυτόν το μήνα οι εκδότες προτείνουν: