Οι λίμνες της Βόρειας Αμερικής [2]

Οι λίμνες της Βόρειας Αμερικής [2]


[ 2 ]

ΠΕ­ΡΙ­ΦΕ­ΡΕΙΑ­ΚΗ ΛΕ­Ω­ΦΟ­ΡΕΙΑ­ΚΗ ΓΡΑΜ­ΜΗ

«do not go gentle into that good night»
NTΙΛΑΝ ΤΟΜΑΣ

Περ­νάω τα απο­γεύ­μα­τα της Κυ­ρια­κής
τα­ξι­δεύ­ο­ντας με το αστι­κό. Κά­νω τέσ­σε­ρις πλή­ρεις
γύ­ρους στη ρό­δα
της Πε­ρι­φε­ρεια­κής Λε­ω­φο­ρεια­κής Γραμ­μής.

Ο γιος μου δεν χά­νει λε­πτο­μέ­ρεια
από κά­θε γω­νιά της πό­λης. Του αρέ­σει
να την πα­ρα­τη­ρεί από εδώ. Γυρ­νά­νε οι γει­το­νιές
των φτω­χών, των πλου­σί­ων
πιο μα­κριά με­τα­ξύ τους, κά­θε φο­ρά
κι ύστε­ρα όλος ο κό­σμος επι­στρέ­φει
στο ση­μείο εκ­κί­νη­σής του. Εκτός από εμάς
και από μια κυ­ρία από την Ου­κρα­νία
κα­θι­σμέ­νη πί­σω
που κου­βα­λά­ει μια σα­κού­λα
γε­μά­τη
σά­πια πορ­το­κά­λια.

Μυ­ρί­ζουν βα­ριά, τα πορ­το­κά­λια.

Ο Μαρ­τίν κι εγώ σε φυ­γο­κέ­ντρι­ση.

Κοι­τά­ζω το κι­νη­τό μου κά­θε εν­νέα λε­πτά.

Πε­ρι­στρε­φό­μα­στε γύ­ρω από τι;

Πά­νε μή­νες τώ­ρα που έφυ­γες
αλ­λά ξέ­ρω ότι στο σπί­τι υπάρ­χει ένα μα­ξι­λα­ρά­κι
που δια­τη­ρεί ακό­μα αμυ­δρά
τη μυ­ρω­διά των μαλ­λιών σου. Το ’χω κρύ­ψει
και πε­ρι­στρέ­φο­μαι γύ­ρω από αυ­τό. Το σκε­πά­ζω
με χι­λιά­δες λέ­ξεις (πο­λι­τι­κή, κουλ­τού­ρα)
που λει­τουρ­γούν προς τα κά­τω, επί­σης,
όπως μου­τζού­ρα, όπως υπο­πό­τη­ρο,
όπως τη­λε­πω­λή­σεις τα χα­ρά­μα­τα,
δί­χως ήχο. Σαν ντρο­πή στο βά­θος,
που δεν φεύ­γει.

Υπάρ­χει ένα λα­γού­μι μέ­σα στον κα­θέ­να,
ζε­στό και σκο­τει­νό. Σε προ­σμέ­νει
εντός του το κορ­μί του προ­σώ­που που αγα­πάς,
κοι­μώ­με­νο ακό­μη, στο πα­ρελ­θόν. Και μπο­ρείς
να το θέ­σεις, προς ώρα, σε τρο­χιά
στην Πε­ρι­φε­ρεια­κή Λε­ω­φο­ρεια­κή Γραμ­μή
από­φευ­γε μό­νο ακό­μη
να μπαί­νεις μό­νος
υπά­κουα
σ’ αυ­τή την κα­λή νύ­χτα
με τη θέ­λη­σή σου.


ΒΟΥΡ­ΚΟΣ / ΣΤΑ­ΧΤΗ

Βι­βλία ποί­η­σης που κα­τέ­φτα­σαν επι­πλέ­ο­ντας
από κό­σμους πα­ρα­θα­λάσ­σιους που αφιε­ρώ­νουν
τις νύ­χτες τους στο να ονει­ρεύ­ο­νται – να ονει­ρεύ­ο­νται πο­λύ
και κα­νείς πο­τέ δεν εί­ναι ξύ­πνιος ού­τε μπο­ρεί να ακού­σει
κά­ποιον που ουρ­λιά­ζει μο­νά­χος στα άγρια χα­ρά­μα­τα
ού­τε καν ως ένα σύ­ντο­μο διά­λειμ­μα
ού­τε καν ως ένα σύ­ντο­μο διά­λειμ­μα αυ­τού του ονεί­ρου
ένα εσω­τε­ρι­κό πα­ρά­θυ­ρο ένας φω­τα­γω­γός
με απλω­μέ­να ρού­χα              να πά­ρεις το που­κά­μι­σο
να το φο­ρέ­σεις                               ατσα­λά­κω­το
να βγεις να κω­πη­λα­τή­σεις     με την αγα­πη­μέ­νη σου
να φτά­σεις στο νη­σά­κι              να κά­νεις έρω­τα
και τι κου­νιό­ταν στο βά­θος της εσω­τε­ρι­κής αυ­λής;
τι παλ­λό­ταν εκεί ανά­με­σα στις σκιές;
βλα­σφη­μού­σε σε ποια γλώσ­σα άρα­γε με επί­γευ­ση βούρ­κου
και στά­χτης ποιων βι­βλί­ων ποί­η­σης;


ΜΙ­ΛΑ, ΦΑ­ΝΤΑ­ΣΜΑ

Δεν βρι­σκό­μα­στε απέ­να­ντί σου στα τρα­πε­ζά­κια ενός κα­φέ
ού­τε κα­θι­σμέ­νοι σε κά­ποιο τρέ­νο δια­κο­πών
ού­τε συ­σκε­πτό­με­νοι σε συ­νά­ντη­ση κο­ρυ­φής ού­τε κά­θι­δροι στο
γυ­μνα­στή­ριο
αλ­λά πα­ρ’ όλα αυ­τά
εμ­φα­νι­ζό­μα­στε                  φα­νε­ρω­νό­μα­στε
πια­σμέ­νοι χέ­ρι-χέ­ρι στην άλ­λη πλευ­ρά του δρό­μου
στο βά­θος των φω­το­γρα­φιών χα­μο­γε­λώ­ντας λί­γο πο­λύ
εξα­ε­ρού­με­νοι από τη γιορ­τή / δεν θυ­μά­σαι αν πή­γα­με
ού­τε το τι φο­ρού­σα­με. Ο πιο θο­ρυ­βώ­δης εί­ναι ο Μαρ­τίν
αλ­λά τεί­νει να ξε­γλι­στρά­ει. Πο­τέ μια φω­το­γρα­φία του αν­φάς,
στο φως της μέ­ρας. Πί­σω άλ­λη σκιά μια στιγ­μή:
εγώ. Αυ­τό εί­ναι όλο. Πού βρι­σκό­μα­στε; Ο αι­θέ­ρας
και τα νε­φε­λώ­δη σύ­νο­ρά του, η θά­λασ­σα από σύν­νε­φα
και οι αβυσ­σα­λέ­ες πε­διά­δες τους. Ο κό­σμος εκτό­πλα­σμα
απε­ριό­ρι­στος αλ­λά κε­νός, δί­χως wi-fi, σή­μα στο κι­νη­τό,
απλί­κες στους τοί­χους ή πά­τω­μα για να περ­πα­τή­σου­με
ή στέ­γη που να μας προ­στα­τεύ­ει από τις κα­κου­χί­ες,
από την κα­ται­γί­δα. Μπο­ρού­με να εί­μα­στε πο­λύ ποι­η­τι­κοί όταν μι­λά­με
για την πα­ράλ­λη­λη διά­στα­σή μας και τα πο­λι­κά σέ­λα­τά της,
τις ακτί­νες Γ να λά­μπουν στο σκο­τά­δι, αλ­λά περ­νά­με
το χρό­νο μας κα­θα­ρί­ζο­ντας σκα­τά. Ω, τι ωραία φα­ντά­σμα­τα,
πού πή­γαν; Η απά­ντη­ση –κα­λύ­τε­ρα να μην την ξέ­ρε­τε–
έχει πά­ντα να κά­νει με τα σκα­τά. Σκα­τά φα­ντά­σμα­τος
ζε­στά το ξη­μέ­ρω­μα.


Στο κέ­ντρο του κει­μέ­νου
βρί­σκε­ται ο Μι­γκέλ
παί­ζο­ντας βι­ντε­ο­παι­χνί­δια ακα­τάλ­λη­λες ώρες
πα­ρα­τη­ρώ­ντας την όλη κα­τά­στα­ση
ανα­ζη­τώ­ντας ένα φως
για να φω­τί­σει τη σκη­νή
                         όλη τη ζωή του
θα προ­σπα­θή­σει να αντλή­σει κα­λο­σύ­νη από αυ­τά τα χρό­νια
με τον αδελ­φό του και μα­ζί μου
αγά­πη στο πα­ρελ­θόν
όχι υπερ­βο­λι­κά άφθο­νη
αλ­λά το φως
θα τον συ­νο­δεύ­ει.



Με­ρι­κές φο­ρές χτυ­πά­ει το θυ­ρο­τη­λέ­φω­νο
και δεν ξέ­ρου­με ποιος εί­ναι. Μέ­νου­με
σιω­πη­λοί, σβή­νου­με τα φώ­τα,
χα­μη­λώ­νου­με τον ήχο του YouTube
και πε­ρι­μέ­νου­με να φύ­γουν. Επι­μέ­νουν.
Μπο­ρεί να το προ­σπα­θή­σουν και τη­λε­φω­νι­κά
(αλ­λά εγώ θα το έχω βά­λει ήδη σε λει­τουρ­γία πτή­σης)
ή μπο­ρεί ακό­μα και να χρη­σι­μο­ποι­ή­σουν τη σκά­λα
και να χτυ­πή­σουν με το χέ­ρι την πόρ­τα. Ο Μαρ­τίν
με κοι­τά­ζει. Εγώ του ζη­τάω να κά­νει ησυ­χία.
Το σπί­τι δεν εί­ναι ευ­πα­ρου­σί­α­στο, ού­τε εμείς
αλ­λά αυ­τό δεν μπο­ρώ να του το εξη­γή­σω
πα­ρά μό­νο μην βγά­ζο­ντας άχνα. Στο τέ­λος
πά­ντο­τε φεύ­γουν. Αυ­τό το μή­νυ­μα
που στέλ­νου­με από ένα μέ­ρος
που βρί­σκε­ται πέ­ρα από τη γλώσ­σα μοιά­ζει με τον αυ­τι­σμό
με το μαύ­ρο αβγό του αυ­τι­σμού
σιω­πη­λό σαν πέ­τρα
αλ­λά βί­αιο. Αφή­νου­με
κυ­κλι­κά κύ­μα­τα στην επι­φά­νεια
και έπει­τα βυ­θι­ζό­μα­στε.

ΡΑ­ΒΔΟΙ ΟΠΛΙ­ΣΜΟΥ

«Δεν εί­μα­στε ευ­χά­ρι­στοι,
αλ­λά θα ’πρε­πε να μας δουν.
Θα ’γρα­φαν σί­γου­ρα με­γά­λα λό­για,
όχι σι­δε­ρό­βερ­γες σαν αυ­τή».

ΚΡΙΣΤΙΝΑ ΜΟΡΑΝΟ

O Χόρ­χε Ρί­τσμαν πι­στεύ­ει
ότι οι ποι­η­τές μα­θαί­νουν πρώ­τα
να λέ­νε όσα απα­γο­ρεύ­ο­νται· ύστε­ρα
όσα δεν επι­τρέ­πουν στον εαυ­τό τους και τέ­λος
όσα δεν ξέ­ρουν να πουν. Δεν υπάρ­χουν πολ­λοί ποι­η­τές,
ως εκ τού­του. Δεν αφθο­νούν καν
εκεί­νοι που το προ­σπα­θούν στα σο­βα­ρά, δυ­να­μι­τί­ζο­ντας
τα τα­μπού της φυ­λής ή ακό­μα χει­ρό­τε­ρα:
τους εσω­τε­ρι­κούς λα­τρευ­τι­κούς χώ­ρους. Η Σά­ρον Ολντς,
ο Μπρά­νε Μό­ζε­τιτς ίσως
να δεί­χνουν το δρό­μο. O Σα­ντα­μα­ρία
κα­τα­δει­κνύ­ει στο Στα όρια του εφι­κτού[1]
τον τρό­πο με τον οποίο ο κα­πι­τα­λι­σμός υπο­σκά­πτει
τα ίδια μας τα συ­ναι­σθή­μα­τα, την απόρ­ρι­ψή μας:
πρώ­τα η αδυ­να­μία των άλ­λων,
ύστε­ρα η αδυ­να­μία μέ­σα σου. Όλη η εξου­σία
για τις βι­τρί­νες. Ο Εμίλ Ντιρ­κέμ
πα­ρα­τή­ρη­σε μια για πά­ντα ότι η εσω­τε­ρι­κό­τη­τά μας
εί­ναι ένα έδα­φος υπό διεκ­δί­κη­ση, εν μέ­ρει φω­τι­σμέ­νο,
εν μέ­ρει ανε­ξε­ρεύ­νη­το. Αστι­κο­ποι­η­μέ­νο εν μέ­ρει,
τολ­μώ να προ­σθέ­σω. Ξέ­ρου­με να πο­ζά­ρου­με,
να λέ­με με και­νούρ­γιους τρό­πους όλα όσα μας επι­τρέ­πο­νται,
αλ­λά στην ποί­η­ση
φτά­νει κα­νείς από τα πί­σω δω­μά­τια
από τις ρά­βδους οπλι­σμού

(η ποί­η­ση
εί­ναι το αντί­θε­το
του μάρ­κε­τινγκ)

και κα­νείς δεν μπο­ρεί να σου πει
τι ακο­λου­θεί με­τά.


{ Το τέλος στο επόμενο τεύχος }

[1] To En los límites de lo posible του κα­θη­γη­τή Θε­ω­ρί­ας της Τέ­χνης στο Πα­νε­πι­στή­μιο της Σα­λα­μάν­κα, Alberto Santamaría εί­ναι ένα βι­βλίο που πα­ρου­σιά­ζει, ανα­λύ­ει και (επι)κρί­νει το φαι­νό­με­νο που ο ίδιος απο­κα­λεί «νε­ο­φι­λε­λεύ­θε­ρο πο­λι­τι­στι­κό ακτι­βι­σμό», (Σ.τ.Μ.).

 

αυτόν το μήνα οι εκδότες προτείνουν: