Το δωμάτιο

Το δωμάτιο


Προ­κει­μέ­νου να βγουν στο μπαλ­κό­νι, έπρε­πε πρώ­τα να πε­ρά­σουν από εκεί­νο το δω­μά­τιο. Άνοι­ξαν την εσω­τε­ρι­κή πόρ­τα η άθλια ομή­γυ­ρις και βιά­ζο­νταν να φτά­σουν στην μπαλ­κο­νό­πορ­τα. Στη μέ­ση του δω­μα­τί­ου


τρέ­χο­ντας τους υπο­δέ­χτη­κε
ένας ζου­μπουρ­λού­δης πι­τσι­ρί­κος
με γουρ­λω­μέ­να μά­τια
κι ένα δα­γκω­μέ­νο κομ­μά­τι τυ­ρί
στο δε­ξί του χέ­ρι.
Στά­θη­κε και μα­ζί με την κοι­λιά του
φού­σκω­ναν και ξε­φού­σκω­ναν
στον ρυθ­μό της ανα­πνο­ής του
τα μπα­λό­νια μά­γου­λά του.
Με αδρές κι­νή­σεις


Σας πα­ρα­κα­λώ, κύ­ριοι.
Με­τρή­στε μου τις προ­σευ­χές σας.
Από­ψε θέ­λω να φτιά­ξω
μια με­γά­α­α­α­α­α­α­α­α­α­α­α­α­α­α­α­α­α­α­α­α­α­α­α­α­α­α­α­α­α­α­α­α­α­α­α­α­α­α­α­α­α­α­α­α­α­α­α­α­α­λη αν­θο­δέ­σμη
από ευω­δια­στά όνει­ρα!


Μι­μή­θη­κε αμέ­σως
το υπε­ρο­πτι­κό τους βλέμ­μα
‒δεν ήταν και δύ­σκο­λο‒
και το έσυ­ρε πι­σω­πα­τώ­ντας
μέ­χρι την κα­ρέ­κλα του.
Σταύ­ρω­σε το δε­ξί του πό­δι
κά­τω από το αρι­στε­ρό
που εί­χε αφε­θεί ελεύ­θε­ρο
να με­τε­ω­ρί­ζε­ται μπρο­στά και πί­σω
όσο τους πα­ρα­κο­λου­θού­σε με το βλέμ­μα απα­ράλ­λα­χτο
να χει­ρο­νο­μούν έντο­να, να φω­νά­ζουν και να δεί­χνουν τα δό­ντια τους
χω­ρίς κα­νέ­ναν λό­γο
σ’ εκεί­νο το ετοι­μόρ­ρο­πο μπαλ­κό­νι.


Εί­μαι ένα λού­τρι­νο
και κά­νω μια χα­ψιά
κά­θε αν­θρω­πό­μορ­φο βα­τρά­χι.


Πώς με φο­βά­ται

 

αυτόν το μήνα οι εκδότες προτείνουν: