Η μηχανή «Finnegans Wake» και το σχιζοαναλυτικό μέλλον της ανάγνωσης

Η μηχανή «Finnegans Wake» και το σχιζοαναλυτικό μέλλον της ανάγνωσης


man is but an ass, if he go
about to expound this dream.


Το Finnegans Wake (1939), έρ­γο που ο Τζόις έγρα­φε για πά­νω από μία δε­κα­ε­τία έναν αιώ­να πριν, εί­ναι ένα πε­ρί­πλο­κο κυ­κλι­κό ονει­ρι­κό μυ­θι­στό­ρη­μα, που εξε­ρευ­νά μια σει­ρά από σπα­σμέ­νες αφη­γή­σεις με τρο­πο­ποιού­με­νους διαρ­κώς χα­ρα­κτή­ρες και σκη­νι­κά. Αυ­τό το ύψι­στα μο­ντερ­νι­στι­κό κεί­με­νο, που πα­ρου­σιά­ζει με επι­κό σαρ­κα­σμό όλες τις φυ­σι­κές και με­τα­φυ­σι­κές πλευ­ρές της οι­κο­γέ­νειας, έχει εμπλέ­ξει πολ­λα­πλώς την ψυ­χα­νά­λυ­ση για να ερ­μη­νευ­τεί.[1] Στην αμ­φι­σβή­τη­ση της οι­κο­γέ­νειας ως κυ­ρί­αρ­χου ερ­μη­νευ­τι­κού αφη­γή­μα­τος βα­σί­ζε­ται η άλ­λη μι­σή ιστο­ρία του μο­ντερ­νι­σμού που πε­ρι­λαμ­βά­νει τα κρί­σι­μα και ορια­κά πα­ρα­δείγ­μα­τά του. Ένα εναλ­λα­κτι­κό μο­ντέ­λο ανά­γνω­σης ακραί­ων κει­μέ­νων κε­ντρι­κού εν­δια­φέ­ρο­ντος μάς υπο­χρε­ώ­νει να σκε­φτού­με εκτός της οι­δι­πό­δειας οι­κο­γε­νεια­κής εστί­ας όταν προ­σπα­θού­με να αντα­πο­κρι­θού­με σε αυ­τά. Πρό­κει­ται για κεί­με­να που κα­θι­στούν ορα­τή την πρό­κλη­ση της αθω­ό­τη­τας ενώ­πιον της δια­γρα­φής των άπει­ρων σφαλ­μά­των.

Τα αμαρ­τή­μα­τα του συγ­γρα­φέα και η δια­γρα­φή τους

Στο Finnegans Wake το αμάρ­τη­μα συ­νο­δεύ­ει τον κα­κό συγ­γρα­φέα που πρέ­πει να κα­θαρ­θεί. Χα­ρα­κτη­ρι­στι­κό αυ­τής της δια­δι­κα­σί­ας υπέρ­βα­σης των συγ­γρα­φι­κών και θρη­σκευ­τι­κών σφαλ­μά­των εί­ναι το 7ο επει­σό­διο του 1ου Κε­φα­λαί­ου.[2] Σε ολό­κλη­ρο το 7ο επει­σό­διο ο Shaun, ο με­τα­φο­ρέ­ας της επι­στο­λής,[3] κα­τα­κρί­νει τον Shem, τον συγ­γρα­φέα της. Κε­ντρι­κός χα­ρα­κτή­ρας του επει­σο­δί­ου, αυ­τός ο μο­χθη­ρός δί­δυ­μος γιος Shem προ­φα­νώς απο­τε­λεί μια αυ­το­πα­ρω­δία του Τζόις και της σχέ­σης του με τον αδελ­φό του Stanislaus στον οποίο δεν άρε­σε κα­θό­λου ο Ulysses και αντι­με­τώ­πι­σε με απέ­χθεια το Finnegans Wake. Ο γρα­φιάς Shem (Shem the Penman) εί­ναι ο ιδιώ­της, ο μο­να­χι­κός, ο ανυ­πό­λη­πτος με­τα­φο­ρέ­ας κρυμ­μέ­νων πλη­ρο­φο­ριών. Ο Shem απει­κο­νί­ζε­ται ως ένας αδύ­να­μος, μέ­θυ­σος καλ­λι­τέ­χνης που εγκα­τα­λεί­πει τη χώ­ρα του σε μια πε­ρί­ο­δο προ­βλη­μά­των (δη­λα­δή, κα­τά τη διάρ­κεια της εξέ­γερ­σης ενα­ντί­ον της Αγ­γλί­ας το Πά­σχα του 1916) αυ­το­ε­ξο­ρι­ζό­με­νος για μια ήρε­μη ζωή, όπως ο Τζόις, ο ίδιος εξό­ρι­στος στο Πα­ρί­σι από το 1920 στο 1940 και με­τά το ξέ­σπα­σμα του Β' Πα­γκο­σμί­ου πο­λέ­μου στη Ζυ­ρί­χη. Ο συγ­γρα­φέ­ας Shem θα προ­τι­μού­σε να βρει «τον εαυ­τό του αμπα­ρω­μέ­νο στο με­λα­νο­μα­χη­τι­κό σπί­τι του» (Ι.7,176.30–31) πα­ρά σε εξω­τε­ρι­κές μά­χες. Οι καλ­λι­τε­χνι­κές προ­σπά­θειες του συγ­γρα­φέα Shem, μά­λι­στα, παίρ­νουν μία ακραία τρο­πή με απο­κο­ρύ­φω­μα το λα­τι­νι­κό από­σπα­σμα της σε­λί­δας 185:

Primum opifex, altus prosator, ad terram viviparam et cuncti-

potentem sine ullo pudore nec venia, suscepto pluviali atque discinctis perizomatis, natibus nudis uti nati fuissent, sese adpropinquans, flens et gemens, in manum suam evacuavit (highly prosy, crap in his hand, sorry!), postea, animale nigro exoneratus, classicum pulsans, stercus proprium, quod appellavit deiectiones suas, in vas olim honorabile tristitiae posuit, eodem sub invocatione fratrorum geminorum Medardi et Godardi laete ac melliflue minxit, psalmum qui incipit: Lingua mea calamus scribae velociter scribentis: magna voce cantitans (did a piss, says he was dejected, asks to be exonerated), demum ex stercore turpi cum divi Orionis iucunditate mixto, cocto, frigorique exposito, encaustum sibi fecit indelibile (faked O'Ryan's, the indelible ink).

Στο πα­ρα­πά­νω κεί­με­νο πα­ρα­κο­λου­θού­με την δη­μιουρ­γία της με­τα­στοι­χεί­ω­σης του άρ­του και οί­νου σε σώ­μα και αί­μα του δη­μιουρ­γού, ή μάλ­λον σε υπο­λείμ­μα­τα κο­πρά­νων και ού­ρων του. Σε μία πα­ρά­φρα­ση: Ο πρώ­τος τε­χνί­της, ο υψη­λός πε­ζο­γρά­φος, κλαί­γο­ντας και στε­νά­ζο­ντας, αφό­δευ­σε στο χέ­ρι του. Στη συ­νέ­χεια, έχο­ντας απαλ­λά­ξει τον εαυ­τό του από το μαύ­ρο ον των πε­ριτ­τω­μά­των, εκεί­νος –ενώ σάλ­πι­ζε τη σάλ­πιγ­γα– τα έβα­λε ονο­μά­ζο­ντάς τα δι­κά του σκορ­πί­σμα­τα (κά­θαρ­ση), σε ένα κά­πο­τε πο­λύ­τι­μο δο­χείο (δι­σκο­πό­τη­ρο) της θλί­ψης, και στον ίδιο τό­πο, υπό την επί­κλη­ση των δί­δυ­μων αδελ­φών Medardus και Godardus, χα­ρού­με­νος και με­λω­δι­κά, συ­νε­χώς τρα­γου­δώ­ντας δυ­να­τά φώ­να­ξε τον ψαλ­μό που αρ­χί­ζει: «Η γλώσ­σα μου εί­ναι η πέ­να του γρα­φέα που γρά­φει γρή­γο­ρα». Τε­λι­κά, έσμι­ξε τα απε­χθή πε­ριτ­τώ­μα­τα με την ευ­χα­ρί­στη­ση του θεϊ­κού Ωρί­ω­να, και, από αυ­τό το μείγ­μα, που εί­χε μα­γει­ρευ­τεί και εκτε­θεί στο κρύο, έφτια­ξε για τον εαυ­τό του ανε­ξί­τη­λο με­λά­νι.

Στη σκα­το­λο­γι­κή δια­δι­κα­σία πα­ρα­γω­γής με­λα­νιού, o Shem «μέ­σα από τα σπλά­χνα της δυ­στυ­χί­ας του» (Ι.7,185.33) εί­ναι ο «αλ­σε­μι­στής» (Ι.7,185.35) που υφί­στα­ται με­ταλ­λα­γή (‘transaccidentated’ (Ι.7,186.3-4) στην τέ­χνη του. Μέ­σω ενός ευ­χα­ρι­στια­κού λε­ξι­λο­γί­ου του κα­θο­λι­κι­σμού, λαμ­βά­νουν χώ­ρα τα θαυ­μα­τουρ­γά μυ­στή­ρια (accidents) του κα­θα­για­σμού των τί­μιων δώ­ρων, άρ­του και οί­νου, που υπαλ­λάσ­σο­νται σε Σώ­μα και Αί­μα Χρι­στού για να με­τα­δο­θούν στους πι­στούς. Πρό­κει­ται για μία δια­δι­κα­σία κα­τά την οποία ψω­μί και κρα­σί με­του­σιώ­νο­νται, με­τα­βι­βά­ζο­νται, ή με­τα­στοι­χειώ­νο­νται σε θείο σώ­μα και αί­μα δια­τη­ρώ­ντας όμως την αρ­χι­κή τους όψη, αυ­τής της όστιας, του άζυ­μου άρ­του με κυ­κλι­κό σχή­μα που εί­ναι το σώ­μα του Χρι­στού. Η λέ­ξη host (η όστια στα αγ­γλι­κά) εκτός από την κα­θο­λι­κή με­τά­λη­ψη εί­ναι ο ξε­νι­στής, ο δέ­κτης, ο οι­κο­δε­σπό­της, το πλή­θος, και στα ισπα­νι­κά πολ­λές απα­γο­ρευ­μέ­νες λέ­ξεις.

Η με­του­σί­ω­ση (transaccidentation) εί­ναι για τον Shaun η καλ­λι­τε­χνι­κή δη­μιουρ­γία όπου τα θαύ­μα­τα ή ατυ­χή­μα­τά του καλ­λι­τέ­χνη, οι πα­ράλ­λη­λες με την με­τά­λη­ψή του λει­τουρ­γί­ες της αφό­δευ­σης και ού­ρη­σης, με­τα­στοι­χειώ­νο­νται σε με­λά­νι και λέ­ξεις ανα­πα­ρά­γο­ντας προ­σβλη­τι­κά την εγ­γε­νή υπό­στα­ση του αν­θρώ­που, το θνη­τό του μέ­ρος, και κα­λώ­ντας σε μια ρι­ζο­σπα­στι­κή ελευ­θε­ρία υλι­κής και όχι με­τα­φο­ρι­κής ενο­ποί­η­σης του σώ­μα­τος με την γρα­φή. Ανα­κα­τεύ­ο­ντας τα πε­ριτ­τώ­μα­τα και ού­ρα, ο Shem όπως ένας ιε­ρέ­ας αφιε­ρώ­νει στην γρα­φή μια αλ­χη­μι­στι­κή μορ­φή σω­μα­τι­κού με­λα­νιού που με­ταλ­λάσ­σε­ται μέ­σω του στε­ρε­ού και του υγρού, του ψυ­χρού και του θερ­μού.[4] Με την με­τα­στοι­χεί­ω­ση ως καλ­λι­τε­χνι­κή επι­λο­γή, από υγρό σε στε­ρεό, από θερ­μό σε ψυ­χρό, από υψη­λό σε χα­μη­λό, από κό­πρα­να σε με­λά­νι, ο ‘αλ­σε­μι­στή­ς’ Shem ως Mercius (ως Ερ­μής αλ­λά και διαρ­κώς κι­νού­με­νος υδράρ­γυ­ρος) κα­τη­γο­ρεί­ται από τον Shaun ως Justius (θεϊ­κό επι­βλη­τι­κό απο­νο­μέα δι­καιο­σύ­νης) για πο­λυά­ριθ­μα αμαρ­τή­μα­τα και σφάλ­μα­τα (Ι.7,187.24-193,28). Ο Shem θα χρεια­στεί εν­δε­λε­χή κα­θα­ρι­σμό σε λό­για και πρά­ξεις, και βε­βαί­ως εξο­μο­λό­γη­ση (Ι.7,188,5-7):

Ας προ­σευ­θη­ρού­με. Οι σκέ­ψη­μεν, λέ­ξοι και πρέ­ξοι. Cur, quicquid, ubi, quomodo, quoties, quibus auxiliis?[5]

Στο τέ­λος του επει­σο­δί­ου, ο Mercius προ­σπα­θεί να δι­καιώ­σει τον εαυ­τό του μέ­σα από την τέ­χνη του. Δια­σκορ­πι­σμέ­νους σε ολό­κλη­ρο το κε­φά­λαιο (σ.182 έως 190), ο ανα­γνώ­στης μπο­ρεί να βρει πα­ρα­μορ­φω­μέ­νους τί­τλους των έρ­γων του Τζόις, που προ­στί­θε­νται στην αυ­το­πα­ρω­δία του.[6]

Στο Finnegans Wake δεν υπάρ­χει λά­θος για­τί εί­ναι όλα λά­θος.[7] Το κεί­με­νο δεν εντάσ­σε­ται καν σε κα­νό­νες ορ­θό­τη­τας, υπό­κει­ται στην τυ­χαιό­τη­τα και την με­ταλ­λα­γή των ίδιων των τυ­πο­γρα­φι­κών του στοι­χεί­ων, υπο­νο­μεύ­ει κά­θε πη­γή ση­μα­σί­ας, όπως την πλο­κή και τους χα­ρα­κτή­ρες, αντι­δρά σε κά­θε τέ­λος, υπερ­βαί­νει την γραμ­μι­κό­τη­τα και την συ­νέ­χεια, οι με­μο­νω­μέ­νες λέ­ξεις του κι­νού­νται σε πολ­λές κα­τευ­θύν­σεις και υπο­βάλ­λο­νται σε ελεύ­θε­ρους συν­δυα­σμούς με­τα­ξύ τους. Ενώ έχει γί­νει αντι­κεί­με­νο σχε­δόν μα­ζι­κής πα­ρα­γω­γής κα­νο­νι­κών και ανα­τρε­πτι­κών ανα­γνώ­σε­ων, πε­δίο ερ­μη­νευ­τι­κών μα­χών, έχει διεκ­δι­κη­θεί από πολ­λα­πλές επι­στή­μες και αι­σθη­τι­κές προ­σεγ­γί­σεις, το Finnegans Wake μας προ­σφέ­ρει πά­ντα πά­ρα πολ­λά για να γε­μί­σου­με με αυ­τά το νό­η­μα που θέ­λου­με να εξα­γά­γου­με ή να δη­μιουρ­γή­σου­με.
Η πλη­σμο­νή του κει­μέ­νου, που αφή­νει ανε­ξά­ντλη­τη και ανοι­κτή την δε­ξα­με­νή των ση­μα­σια­κών επι­χει­ρή­σε­ων επί αυ­τού, οφεί­λε­ται στον τρό­πο που αρ­θρώ­νε­ται ο λό­γος του κει­μέ­νου και στον τρό­πο που πα­ρά­γε­ται ο λό­γος αυ­τός. Η αφθο­νία σφαλ­μά­των και αμαρ­τιών γλωσ­σι­κο­ποιεί­ται στο Finnegans Wake με δια­δι­κα­σί­ες γλωσ­σι­κού ενο­φθαλ­μι­σμού και εκτρο­χια­σμού.

Σχι­ζο-γλώσ­σα

Ο γνω­στι­κός εκτρο­χια­σμός (cognitive derailment) ανα­φέ­ρε­ται στην τά­ση έλ­λει­ψης λο­γι­κής ακο­λου­θί­ας και συ­νέ­πειας των δια­φό­ρων σκέ­ψε­ων και συ­νειρ­μών ενώ ο εκτρο­χια­σμός λό­γου (speech derailment) απο­τε­λεί ένα εί­δος πα­ρα­φα­σί­ας (ηχη­τι­κής ή ση­μα­σιο­λο­γι­κής αντι­κα­τά­στα­σης) που πα­ρα­τη­ρεί­ται κυ­ρί­ως στη σχι­ζο­φρέ­νεια.[8] Ο «εκτρο­χια­σμός» εί­ναι ένα μο­τί­βο αυ­θόρ­μη­της ομι­λί­ας εκτός ορί­ων στο οποίο οι ιδέ­ες που εκ­φρά­ζο­νται συ­σχε­τί­ζο­νται πλα­γί­ως ή κα­θό­λου. Ο εκτρο­χια­σμός και η εφα­πτο­με­νι­κό­τη­τα (tangentiality) χα­ρα­κτη­ρί­ζο­νται συ­χνά από μια «χα­λά­ρω­ση των συ­σχε­τι­σμών», δη­λα­δή την πα­ρα­γω­γή συγ­γε­νών λέ­ξε­ων ασύμ­βα­των με τη συ­νο­λι­κή πρό­τα­ση ή το πλαί­σιο του λό­γου. Στο επί­πε­δο των με­μο­νω­μέ­νων λέ­ξε­ων ο εκτρο­χια­σμός μπο­ρεί να συν­δυά­ζε­ται με νε­ο­λο­γι­σμούς ή μη λέ­ξεις, αλ­λά και με την χρή­ση κοι­νών λέ­ξε­ων με ιδιό­τυ­πο ή πα­ρά­δο­ξο τρό­πο. Αντί­στοι­χο φαι­νό­με­νο εί­ναι η «λε­κτι­κή σα­λά­τα» ή σχι­ζο­φα­σία, η ακα­τά­λη­πτη ομι­λία στην οποία ού­τε οι με­μο­νω­μέ­νες λέ­ξεις ού­τε οι προ­τά­σεις που συν­δυά­ζο­νται φαί­νε­ται να αντι­στοι­χούν σε κά­ποιο ευ­διά­κρι­το γε­νι­κό νό­η­μα.[9] Η έμ­φα­ση στο λά­θος, η απευ­θυ­γράμ­μι­ση, η πα­ρεκ­κλί­νου­σα, πε­ρι­πλα­νώ­με­νη, πλα­νό­δια, νο­μα­δι­κή, εξ­τρίμ (ή in extremis) πο­λυ­ση­μία για την από­δο­ση του τζοϊ­σια­νού ονεί­ρου απο­κα­λύ­πτε­ται με την μορ­φή γλωσ­σι­κού πα­ρα­λη­ρή­μα­τος:[10]

you have become of twosome twiminds
forenenst gods, hidden and discovered, nay, condemned fool,

anarch, egoarch, hiresiarch, you have reared your disunited king-
dom on the vacuum of your own most intensely doubtful soul.

έχεις γί­νει δυά­δας διό­γνω­μοι σέ­ξα­ντι θε­ών κρυμ­μέ­νος και ανα­κα­λυ­μέ­νος, ου μην, κα­τα­δι­κα­σμέ­νος ανό­η­τος,
ανάρ­χας, εγω­άρ­χης, χει­ρε­σιάρ­χης, ανόρ­θω­σες το διαι­ρε­μέ­νο βα­σί-

λειο στο κε­νό της πλέ­ον εντό­νως αμ­φί­βο­λής σου ψυ­χής.

Η μη­χα­νή τής γρα­φής, το σώ­μα

Με ποιόν τρό­πο, λοι­πόν, πα­ρά­γε­ται το απο­σφαλ­μα­τω­μέ­νο διά της σφαλ­μά­τω­σής του κεί­με­νο του Finnegans Wake; όταν οι τρο­χοί της γλωσ­σι­κής μη­χα­νής πα­ρε­κτρέ­πο­νται, το σώ­μα ανα­πο­δο­γυ­ρί­ζε­ται, το κά­τω γί­νε­ται πά­νω, ο πι­σι­νός ανε­βαί­νει στο κε­φά­λι και το δι­πλα­σιά­ζει, το κό­λον γί­νε­ται κο­ρώ­να, οι διορ­θώ­σεις επα­φί­ε­νται στο ορ­θόν, το άτο­μο δι­χά­ζε­ται, διαι­ρεί­ται τα­χύ­τα­τα και πολ­λα­πλα­σιά­ζε­ται, μία μη­χα­νή κα­τα­σκευά­ζε­ται. Σύμ­φω­να με τον Gilles Deleuze, το σχι­ζο­φρε­νι­κό ασυ­νεί­δη­το απο­τε­λεί­ται από απο­μει­νά­ρια στοι­χεί­ων που συ­γκρο­τούν μια μη­χα­νή, χω­ρίς λό­γο συ­νύ­παρ­ξης, απλά και μό­νο ως πραγ­μα­τι­κά δια­κρι­τά και μη ανα­γώ­γι­μα: «Για πα­ρά­δειγ­μα, οι δια­δο­χές των χα­ρα­κτή­ρων του Beckett: βό­τσα­λο-τσέ­πη-στό­μα· ένα πα­πού­τσι-μια πί­πα κα­πνί­σμα­τος-ένα μι­κρό απροσ­διό­ρι­στο σα­κου­λά­κι-ένα μι­σό υπο­στή­ριγ­μα. Μια κα­τα­χθό­νια μη­χα­νή ετοι­μά­ζε­ται να δρά­σει. Όπως σε μία ται­νία του W.C. Fields, ο ήρω­ας ετοι­μά­ζει ένα πιά­το φα­γη­τού η συ­ντα­γή του οποί­ου εί­ναι ένα πρό­γραμ­μα εξά­σκη­σης: ένα βρα­χυ­κύ­κλω­μα ανά­με­σα σε δύο μη­χα­νές, εγκα­θι­δρύ­ο­ντας μια μη-εντο­πί­σι­μη σχέ­ση στοι­χεί­ων που θα εμ­ψυ­χώ­σουν μια εκρη­κτι­κή μη­χα­νή, μια γε­νι­κευ­μέ­νη ροή, ένα κα­τάλ­λη­λα σχι­ζο­φρε­νι­κό μη-νό­η­μα.»[11]
Στο κεί­με­νο του Finnegans Wake η με­τα­φο­ρι­κό­τη­τα δεν μπο­ρεί να στη­ρι­χθεί, αλ­λά επι­στρέ­φει διαρ­κώς πί­σω στο σώ­μα, ενώ ως τέ­τοια επι­κρέ­με­ται σαν μαύ­ρη σκιά πά­ντο­τε πά­νω από τις λέ­ξεις. Όμως η επι­στρο­φή στο σώ­μα δεν δη­λώ­νει σε­ξουα­λι­κό­τη­τα ή επι­θυ­μία, αλ­λά κά­τι πε­ρισ­σό­τε­ρο, αν όχι το εντε­λώς αντί­θε­το: μία αι­ρε­τι­κή ακα­τά­λη­πτη και αντι­κα­νο­νι­κή συ­μπλη­ρω­μα­τι­κό­τη­τα, που εί­ναι μη ανα­γώ­γι­μη. Η εξάρ­θρω­ση των ορ­γα­νι­κών λει­τουρ­γιών, η όσφρη­ση εκεί που και η όρα­ση απω­θεί, η ύπνω­ση εκεί που απαι­τεί­ται η εγρή­γορ­ση, το πα­ρα­λή­ρη­μα στην θέ­ση της επι­χει­ρη­μα­το­λο­γί­ας, η ύβρις στην θέ­ση της προ­σευ­χής, η τρο­φή εκεί που πρέ­πει να γί­νει η τα­φή, η από­λαυ­ση στην θέ­ση της απέ­χθειας δη­μιουρ­γούν ένα κεί­με­νο επι­θε­τι­κό προς κά­θε θε­σμό:

Οσμω­τή κου­φα­ριών, πρώ­ι­με νε­κρο­θά­φτη, ανα­ζη­τη­τή της φω­λιάς του κα­κού στον κόρ­φο ενός κα­λού λό­γου, εσύ, που κοι­μά­σαι στην αγρύ­πνια μας και νη­στεύ­εις για την ευω­χία μας, εσύ, με την εξαρ­θρω­μέ­νη σου λο­γι­κή, έχεις χα­ρι­τω­μέ­να προ­εί­πει, φου­φή­της εν τη απου­σία σου, με­τά τυ­φλής προ­ση­λώ­σε­ως επά­νω στις πολ­λές σου ου­λές και φλεγ­μο­νές και φου­σκά­λες, εκ­ζε­μα­τι­κό άλ­γος και φλύ­κται­νες, με την αι­γί­δα αυ­τού του κα­τά­μαυ­ρου νέ­φους, της σκιάς σου, και με τους οιω­νούς των κο­ρά­κων του θρη­νο­βου­λί­ου, θά­να­το για κά­θε κα­τα­στρο­φή, ο δυ­να­μι­τι­σμός των συ­να­δέλ­φων, η με­τα­τρο­πή των αρ­χεί­ων σε στά­χτες, η ισο­πέ­δω­ση όλων των δα­σμών με ανα­φλέ­ξεις, η επι­στρο­φή γλυ­κο­διά­θε­των μπα­ρου­τια­σμέ­νων, τέ­πρα στην στέ­φρα, αλ­λά πο­τέ δεν σκά­δρα­ξε του λα­σπο­κέ­φα­λού σου την αμ­βλει­ρία (Διά­βο­λε, να η κη­δεία μας! Τι μπε­λάς, θα μου λεί­ψει το πό­στο!) ότι όσο πιο πολ­λά κα­ρό­τα κομ­μα­τιά­σεις, βολ­βούς σχί­σεις, πα­τά­τες ξε­φλου­δί­σεις, κρεμ­μύ­δια κλά­ψεις, βο­δι­νό σφά­ξεις, σαϊρ­νί­σιο πε­λε­κή­σεις, ρα­δί­κια κο­πα­νί­σεις, όσο σφο­δρό­τε­ρη η φω­τιά και όσο μα­κρύ­τε­ρο το κου­τά­λι σου και όσο σκλη­ρό­τε­ρα φτια­ρί­σεις με λί­πος στον ώμο πιό­τε­ρο, τό­σο πιο εύ­θυ­μα κα­πνί­ζει το τσου­κά­λι σου.[12]

Κα­τά τους Fargnoli και Gillespie, «σε αρ­κε­τές πε­ρι­πτώ­σεις, όπως φαι­νό­ταν να σκό­πευε ο Τζόις, η κα­τα­νό­η­ση ορι­σμέ­νων χω­ρί­ων εί­ναι πιο διαυ­γής όταν το ακου­στι­κό και το οπτι­κό συν­δέ­ο­νται, όπως στο III.3: ‘Ό,τι δεν μπο­ρεί να κω­δι­κευ­τεί μπο­ρεί να απο­χορ­δι­κευ­τεί εάν ένα αυ­τί μα πιά­σει ότι κα­νέ­να μά­τι ου δεν κλά­ψει’ (482.33-36).[13] Το αυ­τί συλ­λαμ­βά­νει αυ­τό που το μά­τι δεν μπο­ρεί να ακού­σει και το μά­τι βλέ­πει (sieze) αυ­τό που το αυ­τί δεν μπο­ρεί να δει. Η πρό­τα­ση εί­ναι επί­σης μια νύ­ξη στο Όνει­ρο Θε­ρι­νής Νυ­κτός του Σέξ­πιρ (4.1,209–210) όπου ο Μπό­τομ ξυ­πνώ­ντας από το όνει­ρό του συγ­χέ­ει την ρή­ση του Απο­στό­λου Παύ­λου στο 1 Προς Κο­ριν­θί­ους 2:9[14]». [15] Πράγ­μα­τι, το σαιξ­πη­ρι­κό μέ­ρος εί­ναι απο­κα­λυ­πτι­κό:

I have had a dream, past the wit of man to
say what dream it was: man is but an ass, if he go
about to expound this dream. Methought I was--there
is no man can tell what. Methought I was,--and
methought I had,--but man is but a patched fool, if
he will offer to say what methought I had. The eye
of man hath not heard, the ear of man hath not
seen, man's hand is not able to taste, his tongue
to conceive, nor his heart to report, what my dream
was. I will get Peter Quince to write a ballad of
this dream: it shall be called Bottom's Dream,
because it hath no bottom; and I will sing it in the
latter end of a play, before the duke:
peradventure, to make it the more gracious, I shall
sing it at her death.[16]

Το μά­τι που συ­νή­θως ακού­ει, το αυ­τί που συ­νή­θως βλέ­πει, το χέ­ρι που συ­νή­θως γεύ­ε­ται, η γλώσ­σα που συ­νή­θως κα­τα­λα­βαί­νει, η καρ­διά που συ­νή­θως λέ­ει, σε μία διαρ­κή συ­νύ­παρ­ξη πα­ρά­γουν την πιο βέ­βη­λη πρά­ξη που μπο­ρεί κα­νείς να μη­χα­νευ­τεί: κα­τα­σκευά­ζουν ένα άγρα­φο και απε­ρί­γρα­πτο όνει­ρο με με­λά­νι κο­πρά­νων. Ο δε συγ­γρα­φέ­ας εί­ναι ο γάι­δα­ρος μί­ας ανα­κυ­κλού­με­νης λου­κιά­νειας (ή απου­λή­ιας) φάρ­σας.

Από το αυ­τί στο μά­τι στο στό­μα στον πρω­κτό στο δο­χείο στην γλώσ­σα στο χαρ­τί το Finnegans Wake δεν εχθρεύ­ε­ται τα όρ­γα­να της γρα­φής αλ­λά τις τα­κτι­κές τους λει­τουρ­γί­ες που απο­κλεί­ουν τον συν­δυα­σμό των ορ­γά­νων του σώ­μα­τος για την πα­ρα­γω­γή του κει­μέ­νου. Ό,τι δεν μπο­ρεί να κω­δι­κευ­τεί μπο­ρεί συγ­χρό­νως να κορ­δο­γρα­φη­θεί, να κο­προ­γρα­φη­θεί, να ου­ρο­γρα­φη­θεί, να γλωσ­σο­γρα­φη­θεί, να απο­γρα­φη­θεί... Όμως πο­τέ «ό,τι μπο­ρεί να κω­δι­κο­ποι­η­θεί δεν μπο­ρεί να απο­κω­δι­κο­ποι­η­θεί». Ο εχθρός της γρα­φής εί­ναι ο ορ­γα­νω­μέ­νος συν­δυα­σμός των ‘σω­στώ­ν’ ορ­γά­νων με­τα­ξύ τους: «Ο εχθρός», κα­τά τον Deleuze, «οποια­δή­πο­τε ορ­γά­νω­ση επι­βάλ­λει στα όρ­γα­να ένα κα­θε­στώς ολο­ποί­η­σης, συ­νερ­γα­σί­ας, συ­νέρ­γειας, εν­σω­μά­τω­σης, επι­βο­λής και διά­ζευ­ξης (disjunction)».[17] Το μη­χα­νο­γε­νές κα­θε­στώς που δη­μιουρ­γεί­ται υπο­νο­μεύ­ει κά­θε κοι­νω­νι­κή θε­σμι­κή και θρη­σκευ­τι­κή κα­νο­νι­κό­τη­τα. Αν ο συγ­γρα­φέ­ας Shem, που συ­γκε­ντρώ­νει όχι μό­νο αλ­χη­μι­στι­κές ιδιό­τη­τες αλ­λά και μα­ντι­κές, εί­ναι ένας ‘ανό­η­τος, ανάρ­χας, εγω­άρ­χης, χει­ρε­σιάρ­χη­ς’, αν ο άν­θρω­πος εκεί­νος (ή εκεί­νοι, αν πρό­κει­ται για έναν Τει­ρε­σία) που τολ­μά να ανα­πτύ­ξει το όνει­ρό του εί­ναι γάι­δα­ρος, ή, ακό­μη χει­ρό­τε­ρο, πι­σι­νός, --για να μην πού­με Πά­τος-- τι εί­ναι αυ­τός που τολ­μά να ανα­λύ­σει το όνει­ρο αυ­τό; Και τι εί­ναι εκεί­νος που τολ­μά να το σχι­ζο­α­να­λύ­σει;
Αυ­τό που μας εξορ­γί­ζει στο Finnegans Wake εί­ναι όχι μό­νο πως φαί­νε­ται να μας βρί­ζει κα­τά­μου­τρα, αλ­λά ότι υπερ­βαί­νει κά­θε προ­σπά­θεια ερ­μη­νεί­ας, με άλ­λα λό­για κά­θε προ­σπά­θεια πε­ριο­ρι­σμού της επι­θυ­μί­ας στο συμ­βο­λι­κό ή πο­λι­τι­στι­κό. Εμπαί­ζο­ντας τους συμ­βο­λι­κούς οι­κο­γε­νεια­κούς θε­σμούς, το Finnegans Wake ανα­δει­κνύ­ει το ντε­λί­ριο ως την βα­σι­λι­κή οδό εμ­φά­νι­σης της επι­θυ­μί­ας. Και αν η ψυ­χα­νά­λυ­ση εί­ναι ένας τρό­πος ανά­γνω­σης της επι­θυ­μί­ας σύμ­φω­να με τις απαι­τή­σεις του «εκ­φρα­στι­κού ασυ­νει­δή­του», η σχι­ζο­α­νά­λυ­ση εί­ναι ένας τρό­πος ανά­γνω­σης της επι­θυ­μί­ας σύμ­φω­να με τις απαι­τή­σεις ενός πα­ρα­γω­γι­κού ασυ­νει­δή­του. Έτσι αντι­κα­θί­στα­ται το πρό­βλη­μα της ση­μα­σί­ας από τη λει­τουρ­γία και μό­νο.


Η επι­λο­γή της σχι­ζο­α­νά­λυ­σης[18]

Η αντι-οι­δι­πό­δεια σχι­ζο­α­να­λυ­τι­κή προ­σέγ­γι­ση προ­σφέ­ρε­ται για κεί­με­να-ορυ­χεία που μας έλ­κουν σαν χρυ­σο­θή­ρες: ακό­μη κι αν κιν­δυ­νεύ­ου­με να συσ­σω­ρεύ­σου­με ανό­η­τα ή κοι­νό­τυ­πα ορυ­κτά, πά­ντα πι­στεύ­ου­με ότι θα βρού­με τους πο­λύ­τι­μους λί­θους. Και όσο υπάρ­χουν ακό­μη ενώ­πιόν μας τέ­τοια κεί­με­να τό­σο η ανά­γκη αυ­τή επα­νέρ­χε­ται. Στα πλαί­σια της από-ει­δί­κευ­σης των αν­θρω­πι­στι­κών επι­στη­μών ή, κα­λύ­τε­ρα, στην νέα τους έμ­φα­ση προς την διε­πι­στη­μο­νι­κό­τη­τα και την ψη­φια­κό­τη­τα, ο ακα­δη­μαϊ­κός ανα­γνώ­στης ενταγ­μέ­νος συ­χνά στην ροϊ­κή ιδιό­τη­τα του κα­πι­τα­λι­σμού, που απο­κω­δι­κο­ποιεί τις ταυ­τό­τη­τες και αγνο­εί τα όρια απο­βλέ­πο­ντας στην χρη­στι­κό­τη­τα και την κερ­δο­φο­ρία, κα­νο­νι­κο­ποιεί τα κεί­με­να με σκο­πό την ανα­πα­ρα­γω­γή τους για ποι­κί­λες χρή­σεις.
Ένας ανα­γνώ­στης μπο­ρεί βε­βαί­ως να προ­σπα­θή­σει να πα­ραι­τη­θεί από την επι­βο­λή ση­μα­σί­ας. Εάν εκτός της χρη­στι­κό­τη­τας υπάρ­χει μέλ­λον για την ανά­γνω­ση, αυ­τό μπο­ρεί να έρ­χε­ται ως αντι-ορ­γα­νι­κό όρ­γα­νο αντί­στα­σης στην κα­νο­νι­κο­ποι­η­τι­κή ερ­μη­νεία των με­γά­λων αι­ρε­τι­κών κει­μέ­νων. Η σχι­ζο­α­νά­λυ­ση εί­ναι μία δυ­να­τό­τη­τα εξό­δου, η όρα­ση κα­τά­μα­τα, η συ­νή­χη­ση με τον ρυθ­μό του σύ­μπα­ντος, η τζοϊ­σια­νή χα­ό­σμω­ση, ένας κό­σμος αυ­το­ποι­η­τι­κών ζω­ντα­νών μη­χα­νών.[19] Ο ιδιά­ζων αν­θρω­πι­σμός της σχι­ζο­α­νά­λυ­σης βα­σί­ζε­ται στην αυ­τό­νο­μη δια­δι­κα­σία κα­τά την οποία ένα κεί­με­νο δη­μιουρ­γεί διαρ­κώς τον εαυ­τό του, ανα­πα­ρά­γο­ντας συ­νε­χώς την ου­σία του και συμ­βάλ­λο­ντας στην αφαί­ρε­ση του κύ­ρους από την κά­στα που μό­νον αυ­τή μπο­ρεί να κα­τα­λά­βει τον δύ­σκο­λο μο­ντερ­νι­σμό. Το Finnegans Wake γί­νε­ται διαρ­κώς (ή ήδη ‘έχει γί­νει’) κά­τι άλ­λο στις γραμ­μές δια­φυ­γής του. Το Finnegans Wake δεν έχει ση­μα­σία, έχει όμως λει­τουρ­γία.


 

αυτόν το μήνα οι εκδότες προτείνουν: