Η αυθεντική αδημονία του Αλέξανδρου Σχινά

Ο Άλεκ με τον εγγονό του Jean. Σχέδιο της κόρης του Αμαλίας Richter-Σχινά, 2010
Ο Άλεκ με τον εγγονό του Jean. Σχέδιο της κόρης του Αμαλίας Richter-Σχινά, 2010



Το 1994, αρ­γά κά­ποιο θε­ρι­νό βρά­δυ δέ­χτη­κα ένα ανα­πά­ντε­χο τη­λε­φώ­νη­μα από τη Γερ­μα­νία. Στην άλ­λη άκρη της γραμ­μής μού συ­στη­νό­ταν ο Άλεκ Σχι­νάς. Εί­χε μά­θει από τον Νά­νο Βα­λα­ω­ρί­τη ότι ερ­γά­ζο­μαι πά­νω στο έρ­γο του στα πλαί­σια της δια­τρι­βής μου* και ήθε­λε να με γνω­ρί­σει έστω και τη­λε­φω­νι­κά και να μου δώ­σει όσες πλη­ρο­φο­ρί­ες χρεια­ζό­μουν. Εντυ­πω­σιά­στη­κα από την γεν­ναιό­δω­ρη προ­θυ­μία του. Αφού μου μί­λη­σε αρ­κε­τή ώρα για τις προ­θέ­σεις του σχε­τι­κά με την Ανα­φο­ρά πε­ρι­πτώ­σε­ων, τη φρο­ντί­δα του για τη σω­στή ελ­λη­νι­κή έκ­φρα­ση και την αγω­νία του για την ελ­λη­νι­κή γρα­φή, ανα­νε­ώ­σα­με το τη­λε­φω­νι­κό μας ρα­ντε­βού. Ακο­λού­θη­σαν λί­γες ακό­μη τη­λε­φω­νι­κές συ­να­ντή­σεις, κα­τά τις οποί­ες μι­λού­σε κυ­ρί­ως εκεί­νος για όλα: για πο­λι­τι­κή και για ιστο­ρία, για τα παι­δι­κά του βιώ­μα­τα και τις φάρ­σες του, για το Πά­λι και τις πα­ρέ­ες του ’60, για το τι έπρε­πε να ει­πω­θεί και τι θα ήταν ανα­γκαίο να το­νι­στεί σε μία με­λέ­τη για το έρ­γο του. Με έντα­ση και πά­θος διέ­κρι­νε τον εαυ­τό του από άλ­λους, δο­μού­σε και απο­δο­μού­σε την αφή­γη­ση του βί­ου του, και προσ­διό­ρι­ζε την από­στα­ση που τον χώ­ρι­ζε από την Ελ­λά­δα ως προ­νό­μιο μα και μι­κρό βά­σα­νο. Ένας από τους πιο σο­βα­ρά αστειευό­με­νους αν­θρώ­πους που έχω γνω­ρί­σει, ού­τε ελά­χι­στα απο­κλί­νο­ντας από τον συ­νή­θη επί­ση­μο και ενί­ο­τε δρα­μα­τι­κό τό­νο του όταν σχο­λί­α­ζε με ακραίο χιού­μορ τη λο­γο­τε­χνι­κή πα­ρα­γω­γή, τη διε­θνή πο­λι­τι­κή σκη­νή, πρό­σω­πα και πράγ­μα­τα, ο Σχι­νάς πα­ρέ­με­νε επί­μο­να ανα­λυ­τι­κός ανα­φο­ρι­κά με τη γλώσ­σα και τη γρα­φή του. Γνώ­ρι­ζε ότι δεν ήταν ένας απλός πε­ζο­γρά­φος, ού­τε ένας αστέ­ρας του μο­να­δι­κού βι­βλί­ου. Ήταν (και) δη­μο­σιο­γρά­φος, ρα­διο­φω­νι­κός πα­ρα­γω­γός, sui generis ου­λι­πι­στής και φι­λο­λο­γι­κός φαρ­σέρ, αλ­λά και βιρ­τουό­ζος σο­λί­στας των ελ­λη­νι­κών που, ως αυ­θε­ντι­κός νο­σταλ­γός τους, σχε­δί­α­ζε από μα­κριά ―όπως και τό­σοι άλ­λοι συμ­με­τέ­χο­ντες στο ιστο­ρι­κό γλωσ­σι­κό ζή­τη­μα― την ου­το­πι­κή τους επέ­κτα­ση.

Τα τη­λε­φω­νή­μα­τα αυ­τά με τον Άλεκ Σχι­νά έγι­ναν αφού ήδη εί­χε γρα­φεί και σχε­δόν ολο­κλη­ρω­θεί το με­γα­λύ­τε­ρο μέ­ρος του κει­μέ­νου που ανα­φε­ρό­ταν στο έρ­γο του. Δεν επι­κοι­νω­νή­σα­με ξα­νά. Δεν γνω­ρί­ζω εάν απο­γοη­τεύ­τη­κε από όσα διά­βα­σε. Από την πλευ­ρά μου, κι­νού­με­νη από την απαί­τη­ση για αντι­κει­με­νι­κή απο­στα­σιο­ποί­η­ση, που λό­γω της νε­ό­τη­τας γι­νό­ταν αδια­πραγ­μά­τευ­τη και απο­λύ­τως επι­τα­κτι­κή, απέ­φυ­γα να εν­σω­μα­τώ­σω τις προ­θέ­σεις και τους προ­βλη­μα­τι­σμούς του με τον τρό­πο που αυ­τές δια­τυ­πώ­θη­καν. Τριά­ντα χρό­νια με­τά, μπο­ρώ να πω (σε πεί­σμα της κει­με­νο­κε­ντρι­κής εμ­μο­νής της δι­κής μου και της γε­νιάς μου) ότι η γνω­ρι­μία με τον άν­θρω­πο προ­σφέ­ρει μία επι­πλέ­ον διά­στα­ση στη με­λέ­τη του έρ­γου. Για τον λό­γο αυ­τό επα­νέρ­χο­μαι στη μνή­μη του Σχι­νά και των κει­μέ­νων του. Σε ένα πα­ρόν που η μα­χη­τι­κό­τη­τα, η αντί­στα­ση και η αγω­νία για τις δυ­να­τό­τη­τες της γρα­φής και της τέ­χνης να συ­ντρέ­ξουν την κοι­νω­νία και να απο­τρέ­ψουν τους με­γά­λους και εξου­θε­νω­τι­κούς σύγ­χρο­νους κιν­δύ­νους απο­τε­λούν το κυ­ρί­αρ­χο αί­τη­μα, ξα­να­θυ­μά­μαι και επα­να­ξιο­λο­γώ την αυ­θε­ντι­κή αδη­μο­νία από την οποία εκ­πο­ρεύ­τη­κε η γρα­φή του. Μία λα­χτά­ρα κα­τε­ξο­χήν πο­λι­τι­κή.

Με­τα­βαί­νο­ντας στο κε­ντρι­κό έρ­γο του Άλεκ Σχι­νά, η Ανα­φο­ρά πε­ρι­πτώ­σε­ων εκ­δό­θη­κε τον Δε­κέμ­βριο του 1966, και επα­να­κυ­κλο­φό­ρη­σε το 1989 σε επαυ­ξη­μέ­νη έκ­δο­ση του βι­βλιο­πω­λεί­ου της Εστί­ας. Το ‘μυ­θι­στό­ρη­μα’, που εί­ναι συγ­χρό­νως συλ­λο­γή δι­η­γη­μά­των και με­τα­μυ­θο­πλα­στι­κό εγ­χει­ρί­διο, δη­μιουρ­γεί δο­κι­μές και εφαρ­μο­γές στον χώ­ρο της προ­ω­θη­μέ­νης πε­ζο­γρα­φί­ας: επε­ξερ­γά­ζε­ται πει­ρα­μα­τι­κά εκ­δο­χές γρα­φής, κά­νο­ντας ανα­φο­ρά σε κα­τα­σκευα­σμέ­να από τον ίδιο τον συγ­γρα­φέα πα­ρα­δείγ­μα­τα. Πρό­κει­ται για ένα μυ­θι­στό­ρη­μα θε­ω­ρη­τι­κό, ή και δι­δα­κτι­κό, εξαι­ρε­τι­κά σο­βα­ρό, τό­σο που δη­μιουρ­γεί ―με τη συ­χνή πι­θα­νό­τη­τα (αυ­το)σαρ­κα­σμού του συγ­γρα­φέα του― ερω­τή­μα­τα σχε­τι­κά με τους όρους και τους στό­χους του. διαι­ρεί­ται σε τρία μέ­ρη, εν­δει­κτι­κά των πει­ρα­μα­τι­σμών του Σχι­νά με δια­φο­ρε­τι­κές μυ­θο­πλα­στι­κές πρα­κτι­κές, κά­θε μία των οποί­ων εκ­φρά­ζει μια δια­φο­ρε­τι­κή οντο­λο­γι­κή δια­μόρ­φω­ση του συγ­γρα­φι­κού της υπο­κει­μέ­νου, και ανα­λαμ­βά­νει την ορ­γα­νω­μέ­νη και συ­στη­μα­τι­κή κα­τα­σκευή πε­ρι­πτώ­σε­ων (πα­ρα­δειγ­μά­των) γρα­φής, «δεί­ξε­ων» και δειγ­μά­των, αι­τί­ων και απο­τε­λε­σμά­των κο­σμο­κα­τα­σκευ­ής.

Σε μια ει­σα­γω­γι­κή πε­ρι­γρα­φή των εν δυ­νά­μει δη­μιουρ­γη­μέ­νων κό­σμων ο Σχι­νάς προσ­διο­ρί­ζει την υπαρ­κτή πα­ρά πλα­σμα­τι­κή υπό­στα­ση του ανα­γκαί­ου για τη δη­μιουρ­γία υλι­κού, δια­κρί­νει τους δη­μιουρ­γούς σε ρε­α­λι­στές, ιδε­α­λι­στές και νι­χι­λι­στές, και ισχυ­ρί­ζε­ται ότι οι δη­μιουρ­γη­μέ­νοι κό­σμοι εί­ναι άπει­ροι, έχουν ήδη με­τα­βά­λει ρι­ζι­κά τον κό­σμο στο σύ­νο­λό του, και όλοι τους κα­τοι­κού­νται. Για την (ακό­μη και τυ­χαία, μέ­σω ονεί­ρων, αφη­ρη­μά­δας η δια­νοη­τι­κών κε­νών) κα­τα­σκευή κά­θε κό­σμου προ­ϋ­πο­τί­θε­ται ένας (Δ)δη­μιουρ­γός, η εξο­μοί­ω­ση προη­γού­με­νων κό­σμων, και ο ανώ­τε­ρος στό­χος επί­τευ­ξης μιας νέ­ας υπαρ­ξια­κής ποιό­τη­τας. Ο συγ­γρα­φέ­ας δη­λώ­νει ότι θα εστιά­σει στους οι­κειο­θε­λείς κό­σμους που δη­μιουρ­γού­νται για να απο­κα­τα­στή­σουν το πα­ρελ­θόν ή για να τρο­πο­ποι­ή­σουν το μέλ­λον, έχουν δη­μό­σια πα­ρά ιδιω­τι­κή χρή­ση και πα­ρά­γο­νται από μία μό­νο μι­κρή μειο­ψη­φία κα­τα­σκευα­στών ― τους προ­φή­τες, τους ορα­μα­τι­στές, τους τρε­λούς, τους καλ­λι­τέ­χνες, τους επι­στή­μο­νες, τους δια­νο­ού­με­νους και τους συγ­γρα­φείς.

Το πρώ­το μέ­ρος του βι­βλί­ου, οι «Πε­ρι­πτώ­σεις κα­τα­σκευ­ής κό­σμων», απο­τε­λεί­ται από οκτώ δι­η­γή­μα­τα υφο­λο­γι­κά ποι­κί­λα (αλ­λη­γο­ρι­κά, αφαι­ρε­τι­κά, επι­κά, επι­στη­μο­νι­κής φα­ντα­σί­ας, νέ­ου μυ­θι­στο­ρή­μα­τος, πο­λι­τι­κής, πρω­το­πο­ρί­ας κλπ.), που αρ­θρώ­νο­νται με όρους επι­νό­η­σης, κα­τα­σκευ­ής, μί­μη­σης, τυ­χαιό­τη­τας, δη­μο­σιό­τη­τας, συ­νει­δη­τής πρό­θε­σης ή αυ­το­σκο­πού. Ο Σχι­νάς ξε­κι­νά πα­ρου­σιά­ζο­ντας έξι δι­η­γή­μα­τα ως δείγ­μα­τα κο­σμο­κα­τα­σκευ­ής. Το πρώ­το, «Ο κα­τή­φο­ρος», απο­τε­λεί μία αλ­λη­γο­ρία της σπα­τά­λης αλ­λά και της υπερ­βο­λής. Η δεύ­τε­ρη ιστο­ρία, «Η από­γνω­ση της μο­νά­δας», συ­νι­στά πα­ρά­δειγ­μα προ­σω­πο­ποί­η­σης αφη­ρη­μέ­νων εν­νοιών. Η τρί­τη επι­κή ιστο­ρία, «Ένας ήρω­ας της επο­χής μας», εί­ναι ένα κο­λάζ πολ­λα­πλών και ποι­κί­λων πλο­κών που πα­ρά­γουν ένα εν δυ­νά­μει εκτε­τα­μέ­νο μυ­θι­στό­ρη­μα βα­σι­σμέ­νο στην δια­κει­με­νι­κό­τη­τα. Το δι­ή­γη­μα «Το αντί­κρι­σμα της κυ­ριαρ­χί­ας» κα­τα­σκευά­ζει από την αρ­χή ένα εντε­λώς νέο μελ­λο­ντι­κό κό­σμο εκ­με­τάλ­λευ­σης και κα­τα­πί­ε­σης. Τα επό­με­να δύο κεί­με­να δη­λώ­νουν την ευ­ε­λι­ξία του συγ­γρα­φέα απέ­να­ντι σε κα­τα­στά­σεις και συν­θή­κες όπως φα­νε­ρώ­νο­νται στην ανο­δι­κή και κα­θο­δι­κή κί­νη­ση της αφή­γη­σης. Στα κεί­με­να που ακο­λου­θούν αυ­τές οι κι­νή­σεις οδη­γούν στην ‘όξυν­ση’. Το πρώ­το δι­ή­γη­μα «Η προ­μάμ­μη» πα­ρά­γει μια ανο­δι­κή συσ­σώ­ρευ­ση γε­γο­νό­των. «Ο σχοι­νο­βά­της», η δεύ­τε­ρη ‘πε­ρί­πτω­ση όξυν­ση­ς’, πε­ρι­γρά­φει το τε­λι­κό νού­με­ρο ενός τσίρ­κου σε τρεις χρο­νο­λο­γι­κά συ­νε­χό­με­νες πα­ρα­στά­σεις. Η ‘όξυν­ση’ αυ­τής της ιστο­ρί­ας απο­τε­λεί κα­τά τον Σχι­νά μία αλ­λη­γο­ρία της ελ­λη­νι­κής πο­λι­τι­κής κα­τά­στα­σης με­τά το στρα­τιω­τι­κό κα­θε­στώς του 1967. Αντί για την αφη­γη­μα­τι­κή κλι­μά­κω­ση των προη­γού­με­νων απο­σπα­σμά­των με­ρι­κοί κο­σμο­κα­τα­σκευα­στές χρη­σι­μο­ποιούν δί­σκους πά­νω στους οποί­ους κα­τα­γρά­φο­νται λέ­ξεις από δια­φο­ρε­τι­κές γραμ­μα­τι­κές κα­τη­γο­ρί­ες (ου­σια­στι­κά, επί­θε­τα, ρή­μα­τα, κλπ.). Στρέ­φο­ντας αυ­τούς τους δί­σκους τυ­χαία οι συγ­γρα­φείς προ­μη­θεύ­ο­νται με πρω­το­γε­νές γλωσ­σι­κό υλι­κό το οποίο τε­λι­κά επε­ξερ­γά­ζο­νται χρη­σι­μο­ποιώ­ντας την λε­ξι­λο­γι­κή τους μνή­μη. Ένα πα­ρά­δειγ­μα αυ­τής της πε­ρί­πτω­σης εί­ναι η «Επι­κίν­δυ­νη επί­σκε­ψη», μια ιστο­ρία βα­σι­σμέ­νη στον τυ­χαίο συν­δυα­σμό των λέ­ξε­ων ‘ακου­στι­κό’ ‘κα­ταιό­νη­σι’, ‘τούρ­τα’, ‘επώ­δυ­νο­ς’, ‘μα­ρα­μέ­νο­ς’, ‘προ­σφω­νώ’, ‘αξιο­ποιώ’.

Το τε­λευ­ταίο δείγ­μα με τί­τλο «Η υπερ­διεύ­ρυν­σι της εκ­φρα­στι­κό­τη­τας» πα­ρου­σιά­ζει τις αρ­χές του υπερ­λε­ξι­σμού, μιας πρω­τό­τυ­πης με­θό­δου κο­σμο­κα­τα­σκευ­ής που εφηύ­ρε το alter ego του Σχι­νά, ο Ελευ­θέ­ριος Δού­γιας. Πρό­κει­ται για ένα κεί­με­νο που δια­μορ­φώ­νει με παι­γνιώ­δη τρό­πο και λο­γο­τε­χνι­κή μορ­φή τις προ­ϋ­πο­θέ­σεις λει­τουρ­γί­ας και μελ­λο­ντι­κής εξέ­λι­ξης του ‘υπερ­λε­ξι­σμού’, ενός επι­νοη­μέ­νου από τον Σχι­νά πρω­το­πο­ρια­κού ρεύ­μα­τος που εντάσ­σε­ται στην πα­ρά­δο­ση της δυ­νη­τι­κής λο­γο­τε­χνί­ας. Η θε­ω­ρία, που ανα­πτύσ­σε­ται με ιλα­ρά και κά­πο­τε εξω­φρε­νι­κής επι­νοη­τι­κό­τη­τας πα­ρα­δείγ­μα­τα («Ο Λι­λιός», «Τα Απρα­γά­δια», «Φου­τσα­φο­πλη­ξία», και «Θρά­πα»), βα­σί­ζε­ται στη δυ­να­τό­τη­τα ύπαρ­ξης ενός απεί­ρως εκτε­τα­μέ­νου λε­ξι­λο­γί­ου και στην ανά­γκη ‘ανά­στα­ση­ς’ των λέ­ξε­ων, του­τέ­στιν ανα­κά­λυ­ψης των ξε­χα­σμέ­νων τους εν­νοιών. Ο Σχι­νάς ανα­λύ­ει πέ­ντε δια­δο­χι­κά στά­δια της ‘υπερ­λε­ξι­στι­κή­ς’ πα­ρα­γω­γής. Το πρώ­το εκ­με­ταλ­λεύ­ε­ται την υπάρ­χου­σα φω­νο­λο­γι­κή, μορ­φο­λο­γι­κή και ση­μα­σιο­λο­γι­κή δυ­να­μι­κή της γλώσ­σας, δη­μιουρ­γώ­ντας κα­θα­ρά υπερ­λε­ξι­στι­κές λέ­ξεις. Το δεύ­τε­ρο ενέ­χει την εκ­με­τάλ­λευ­ση της συ­νειρ­μι­κής δυ­να­μι­κής των φω­νη­μά­των, συλ­λα­βών και λέ­ξε­ων. Το τρί­το στά­διο ανι­χνεύ­ει υπερ­γλωσ­σι­κά γε­γο­νό­τα και συμ­βά­ντα, το τέ­ταρ­το εξε­τά­ζει ποι­κί­λους τρό­πους συμ­βο­λι­κής έκ­φρα­σης, πα­ρά­θε­σης και σύν­δε­σης, και το τε­λευ­ταίο συ­νί­στα­ται στην εκ­με­τάλ­λευ­ση όλων των υπαρ­χου­σών ή φα­ντα­στι­κών τε­χνών. Σκο­πός του υπερ­λε­ξι­σμού η αντί­στα­ση στην ιστο­ρι­κή εξέ­λι­ξη της σχέ­σης γλώσ­σας και σκέ­ψης και στην εξάρ­τη­ση της γλώσ­σας από τις ιδέ­ες και τις αντι­λή­ψεις. Εί­ναι αρ­κε­τά εν­δια­φέ­ρον ότι οι λέ­ξεις, οι φρά­σεις και ολό­κλη­ροι οι στί­χοι που κα­τα­σκευά­στη­καν με αυ­τή την τε­χνι­κή [όπως, για πα­ρά­δειγ­μα, "ρει­θρα­δια­σμέ­να στα μου­χτιά αμ­μω­νό­νε­ρα" (Τα απρα­γά­δια), "Γρασ­σο­σι­δε­ρο­ζού­πη­χτα, σφι­χτο­γραμ­μο­φρι­κιού­ντα" (Φου­τσα­φο­πλη­ξία) κ.τ.λ.], βα­σί­ζο­νται στους ρυθ­μούς και στα μέ­τρα της δη­μο­τι­κής και της ελ­λη­νι­κής ποί­η­σης του κα­νό­να. Οι υπερ­λε­ξι­στι­κές πα­ρω­δί­ες του Σχι­νά, εξάλ­λου, ανά­γο­νται σε δη­μο­φι­λή κεί­με­να ποι­η­τών όπως ο Κα­βά­φης, ο Πα­πα­ντω­νί­ου, ο Πορ­φύ­ρας, ο Α. Βα­λα­ω­ρί­της, ο Κάλ­βος, ο Πα­λα­μάς, ο Πο­λέ­μης και ο Σο­λω­μός.

Στο δεύ­τε­ρο μέ­ρος του βι­βλί­ου, «Πε­ρι­πτώ­σεις εμπλο­κής του Εγώ μέ­σα στο Άλ­λο», που απο­τε­λεί­ται από έξι μι­κρής έκτα­σης δι­η­γή­μα­τα, διε­ρευ­νώ­νται οι μυ­θο­πλα­στι­κές εκ­δο­χές της αλ­λο­τρί­ω­σης. Ο κε­ντρι­κός χα­ρα­κτή­ρας κά­θε δι­η­γή­μα­τος απει­λεί­ται από την έλευ­ση του νέ­ου, βιώ­νει την φρι­χτή απο­κά­λυ­ψη της πτώ­σης ‘των σκη­νι­κώ­ν’, δο­λο­φο­νεί­ται από την ξε­νο­φο­βία του, πνί­γε­ται από την γρα­φειο­κρα­τι­κή συλ­λο­γι­κό­τη­τα, απο­μο­νώ­νε­ται από τη γλωσ­σι­κή και πο­λι­τι­στι­κή μειο­νο­τι­κή του ταυ­τό­τη­τα, αλ­λο­τριώ­νε­ται από τις ψευ­δείς και τε­χνη­τές αφη­γή­σεις που κρύ­βουν την αλή­θεια, επί­και­ρη και ιστο­ρι­κή. Τα πρώ­τα τρία πε­ρι­γρά­φουν πε­ρι­πτώ­σεις αλ­λο­τρί­ω­σης. Στο «Κύ­μα» το υπο­κεί­με­νο βιώ­νει την τε­ρά­στια γα­λή­νη του να βρί­σκε­ται στο κέ­ντρο ενός άπει­ρου ωκε­α­νού μέ­χρι να απο­κτή­σει την επί­γνω­ση της τρο­μα­κτι­κής έλευ­σης ενός τε­ρά­στιου κύ­μα­τος. Στην επό­με­νη ιστο­ρία με τί­τλο «Το σκη­νι­κό» ο πρω­τα­γω­νι­στής το­πο­θε­τεί­ται σε μια άδεια πό­λη που σύ­ντο­μα απο­κα­λύ­πτε­ται ότι εί­ναι μό­νο μια πρό­σο­ψη του από­λυ­του κε­νού. Στο επό­με­νο κεί­με­νο με τί­τλο «Το πλη­σί­α­σμα» το υπο­κεί­με­νο αντι­με­τω­πί­ζει στο μέ­σο μιας άδειας πλα­τεί­ας την ιδιό­τη­τα του «ξέ­νου» που τού απο­δί­δε­ται. Και στις τρεις ιστο­ρί­ες ο Άλ­λος στα­δια­κά πλη­σιά­ζει το εγώ. Και ενώ στην πρώ­τη ιστο­ρία η ποι­η­τι­κή πα­ρου­σία του Άλ­λου απλώς συ­νει­δη­το­ποιεί­ται, στη δεύ­τε­ρη εί­ναι ανα­πό­φευ­κτα ορα­τή ενώ στην τρί­τη η ετε­ρό­τη­τα πραγ­μα­το­ποιεί την απει­λή της.

Η επό­με­νη ενό­τη­τα ιστο­ριών εί­ναι πιο εκτε­τα­μέ­νη και πε­ρί­πλο­κη. «Η Επι­στο­λή» προ­βάλ­λει την οι­κειό­τη­τα του Σχι­νά με τη λο­γο­τε­χνία του πα­ρα­λό­γου. Η ιστο­ρία ει­σά­γει τις αλ­λό­τριες, ποι­κί­λες και πε­ρί­πλο­κες εκ­δη­λώ­σεις της ετε­ρό­τη­τας που δη­μιουρ­γεί την ταυ­τό­τη­τα. Το επό­με­νο κεί­με­νο «Το ναυά­γιο» εί­ναι η ιστο­ρία ενός ναυα­γού ο οποί­ος συ­νει­δη­το­ποιεί ότι η ακτή όπου έχει ναυα­γή­σει βρί­σκε­ται σε από­στα­ση κο­λύμ­βη­σης από ένα δη­μο­φι­λές και πυ­κνο­κα­τοι­κη­μέ­νο θέ­ρε­τρο. Η τε­λευ­ταία ιστο­ρία, «Ο πό­λε­μος», αφο­ρά την εμπει­ρία μιας ημέ­ρας στην διάρ­κεια ενός πο­λέ­μου που πε­ρι­κλεί­ει τα πά­ντα. Η μέ­ρα αυ­τή κα­λύ­πτει χρο­νο­λο­γι­κά τη γέν­νη­ση, την ωρί­μαν­ση και το θά­να­το του κε­ντρι­κού χα­ρα­κτή­ρα.

Στην τρί­τη ενό­τη­τα δι­η­γη­μά­των, τις «Πε­ρι­πτώ­σεις από το ελά­χι­στο ως το τί­πο­τα», που απο­τε­λεί­ται από τρία δι­η­γή­μα­τα, δο­κι­μά­ζε­ται η κα­τα­σκευα­στι­κή δυ­να­τό­τη­τα της λο­γο­τε­χνί­ας. Στο δι­ή­γη­μα «Με κόκ­κι­νο φως» η αφή­γη­ση εκτυ­λίσ­σε­ται με την πα­ρου­σί­α­ση όλων των πι­θα­νών τρό­πων διέ­λευ­σης του δρό­μου στο ελά­χι­στο διά­στη­μα με­τα­ξύ του κόκ­κι­νου για τους πε­ζούς και του πρά­σι­νου για τα οχή­μα­τα φω­τει­νού ση­μα­το­δό­τη, αλ­λά και την πα­ρά­θε­ση ει­κό­νων και ήχων που συλ­λαμ­βά­νει ο πε­ζός κα­τά το συ­γκε­κρι­μέ­νο ελά­χι­στο διά­στη­μα. Στο προ­φη­τι­κό «Ενώ­πιον πο­λυ­βο­λη­τού» ο συγ­γρα­φέ­ας δί­νει εντο­λές σε μία κά­το­χο υφο­λο­γι­κής μνή­μης ‘αφη­γη­μα­τι­κή συ­σκευ­ή’, μία ‘εφαρ­μο­γή’ που ονο­μα­τί­ζε­ται από τα αρ­χι­κά στοι­χεία του ονό­μα­τος του συγ­γρα­φέα (ΑΣ38φ), και φέ­ρει σε πέ­ρας τη ‘συγ­γρα­φή’ του κει­μέ­νου του πα­ρά­γο­ντας, με τις πα­ρα­νοη­μέ­νες ως επί το πλεί­στον εντο­λές που λαμ­βά­νει, δυ­νά­μει λο­γο­τε­χνι­κά κεί­με­να που μπο­ρούν να ακυ­ρω­θούν ή να ανα­βλη­θούν χω­ρίς τύ­ψεις, κα­θώς αμέ­τρη­τα άλ­λα μπο­ρούν να δη­μιουρ­γη­θούν ενερ­γο­ποιώ­ντας μό­νο ένα μέ­ρος της τε­ρά­στιας δε­ξα­με­νής λο­γο­τε­χνι­κής πα­ρά­δο­σης που η συ­σκευή δια­θέ­τει. Στο επό­με­νο δι­ή­γη­μα «Η πε­ρί­πτω­σι μη­δέν», ο κε­ντρι­κός χα­ρα­κτή­ρας, απο­μο­νω­μέ­νος στον χω­ρο­χρό­νο, έχο­ντας αφο­μοιώ­σει πλη­θω­ρι­κά όλους τους τό­πους και τα πρό­σω­πα της ζω­ής του, αντι­με­τω­πί­ζει την κε­νό­τη­τα του θα­νά­του και τον κίν­δυ­νο του τέ­λους της γρα­φής.

Η Ανα­φο­ρά πε­ρι­πτώ­σε­ων εκτός από έρ­γο μυ­θο­πλα­σί­ας απο­τε­λεί σχό­λιο στην σύγ­χρο­νή της (και όπως φαί­νε­ται μελ­λο­ντι­κή) μυ­θι­στο­ριο­γρα­φία, πει­ρα­μα­τι­ζό­με­νη επί­σης με ποι­κί­λους τρό­πους γρα­φής. Τα τρία της μέ­ρη αντα­πο­κρί­νο­νται σε δια­δο­χι­κές επο­χές της μυ­θι­στο­ριο­γρα­φί­ας. Το πρώ­το, «Πε­ρι­πτώ­σεις κα­τα­σκευ­ής κό­σμων», αντι­προ­σω­πεύ­ει το μέ­ρος της πα­γκό­σμιας μυ­θο­πλα­σί­ας που κυ­ρί­ως επι­κε­ντρώ­θη­κε στην ανα­πα­ρά­στα­ση της πραγ­μα­τι­κό­τη­τας, προ­σφέ­ρο­ντας ποι­κί­λα πα­ρα­δείγ­μα­τα της ανα­φο­ρι­κής λει­τουρ­γί­ας της λο­γο­τε­χνί­ας, από τα πιο αλ­λη­γο­ρι­κά και δι­δα­κτι­κά έως τα πλέ­ον πρω­το­πο­ρια­κά. Το δεύ­τε­ρο μέ­ρος του βι­βλί­ου, «Πε­ρι­πτώ­σεις εμπλο­κής του Εγώ μέ­σα στο Άλ­λο», συ­νε­χί­ζει την κα­τα­σκευή κό­σμων, πα­ρά­γο­ντας αντι­ρε­α­λι­στι­κά ‘οντο­λο­γι­κά συ­στή­μα­τα’ που ορί­ζουν το ‘Εγώ’ μέ­σω της ύπαρ­ξης ενός ‘Άλ­λου’, εκλαμ­βα­νό­με­νου όχι μό­νο ως ση­μεί­ου εστί­α­σης, αλ­λά και ως αφη­γη­μα­τι­κού θε­με­λί­ου. Τα γλωσ­σι­κά συ­στή­μα­τα των τριών ιστο­ριών του τρί­του μέ­ρους, «Πε­ρι­πτώ­σεις από το ελά­χι­στο ως το τί­πο­τα», ανα­φέ­ρο­νται σε ελά­χι­στες στιγ­μές της πραγ­μα­τι­κό­τη­τας κα­τά τη διάρ­κεια των οποί­ων το μυ­θο­πλα­στι­κό σύ­μπαν δη­μιουρ­γεί­ται σχε­δόν εξο­λο­κλή­ρου από τη γλώσ­σα.

Η Ανα­φο­ρά πε­ρι­πτώ­σε­ων μας επα­να­φέ­ρει στους προ­βλη­μα­τι­σμούς μας για τη δια­κει­με­νι­κό­τη­τα, το νε­ο­κο­σμι­κό, το στο­χα­στι­κό, το πο­λι­τι­κό, το παι­γνιώ­δες, και το με­τα­α­ποι­κιο­κρα­τι­κό. Ο Σχι­νάς θε­ω­ρη­τι­κο­ποιεί συ­γκε­ντρώ­νο­ντας τους τρό­πους, φά­σεις ή δια­χρο­νι­κά μορ­φώ­μα­τα ιστο­ρι­κής εξέ­λι­ξης της μυ­θο­πλα­σί­ας στην Ελ­λά­δα με­τα­πο­λε­μι­κά, την τε­χνο­κρα­τι­κή (γλωσ­σο­λο­γι­κή/ φορ­μα­λι­στι­κή), την ψυ­χα­να­λυ­τι­κή (υπερ­ρε­α­λι­στι­κή/ πρω­το­πο­ρια­κή) και την αλ­λη­γο­ρι­κή (υπαρ­ξια­κή/ πο­λι­τι­κή), ― που στα­δια­κά δί­νει την θέ­ση της στην με­τα­μο­ντερ­νι­στι­κή (με­τα-ιστο­ρι­κή). Με πολ­λές αντι­φά­σεις, αντι­στά­σεις και πα­ρα­χω­ρή­σεις στην από­δο­ση και από­λαυ­ση της μυ­θο­πλα­σί­ας, η Ανα­φο­ρά Πε­ρι­πτώ­σε­ων αντλεί το υλι­κό της κο­σμο­κα­τα­σκευ­ής της όχι μό­νο από τον υπαρ­κτό κό­σμο αλ­λά και από όλους τους τε­χνη­τούς κό­σμους που δη­μιουρ­γή­θη­καν με­τά τον αρ­χι­κό. Η δια­κει­με­νι­κό­τη­τα του Σχι­νά ανα­φέ­ρε­ται στη διαρ­κή τρο­πο­ποί­η­ση του γε­νο­κει­μέ­νου της κά­θε κο­σμο­κα­τα­σκευ­ής και συ­νε­πώς εί­ναι πλου­ρα­λι­στι­κή και διαρ­κώς εκτει­νό­με­νη κα­θώς φι­λο­δο­ξεί να επε­κτεί­νει και να πολ­λα­πλα­σιά­σει τη μυ­θο­πλα­στι­κή χρή­ση της ελ­λη­νι­κής γλώσ­σας. Η ιδέα της γλώσ­σας εμ­φα­νί­ζε­ται βε­βαί­ως ως ο κε­ντρι­κός άξο­νας των πε­ρισ­σό­τε­ρων δι­η­γη­μά­των του Σχι­νά, ει­δι­κά εκεί­νων που ανα­φέ­ρο­νται στην ετε­ρό­τη­τα. Άλ­λω­στε, η βα­σι­κή σχέ­ση ανά­με­σα στη γλώσ­σα και στο Άλ­λο θε­με­λιώ­νει, κα­τά τον Λα­κάν, την σχέ­ση του αν­θρώ­που με τη συμ­βο­λι­κή ανα­πα­ρά­στα­ση.

Πα­ρό­τι, ωστό­σο, ο Σχι­νάς μι­λά­ει για κο­σμο­κα­τα­σκευ­ές, πα­ρα­μέ­νει πι­στός στην κα­θη­με­ρι­νό­τη­τα και την εμπει­ρία, την οποία θε­ω­ρεί μέ­ρος της μυ­θο­πλα­σί­ας. Άλ­λω­στε το κα­θη­με­ρι­νό βί­ω­μα και ο υλι­κός πο­λι­τι­σμός δια­μορ­φώ­νο­νται από κοι­νω­νι­κούς και πο­λι­τι­στι­κούς κώ­δι­κες πλη­σιά­ζο­ντας στην επο­χή μας πε­ρισ­σό­τε­ρο από όσο στο πα­ρελ­θόν τη φι­λο­σο­φία και τη μυ­θο­λο­γία. Η μυ­θο­πλα­σία του Σχι­νά δη­μιουρ­γεί έναν κό­σμο που τε­λι­κά απο­δει­κνύ­ε­ται απάν­θρω­πα δυ­στο­πι­κός κα­θώς οι αφη­γη­τές του δη­μιουρ­γούν και δια­γρά­φουν τον πραγ­μα­τι­κό κό­σμο με ένα τρό­πο ανά­λο­γο με τον έλεγ­χο επί των αφη­γη­μά­των τους που δια­θέ­τουν οι υπαρ­κτοί κα­τα­σκευα­στές της πα­ρού­σας τά­ξης των πραγ­μά­των. Από την άλ­λη πλευ­ρά, το ασυ­νή­θι­στο ιδί­ω­μα των ‘νε­ο­κο­σμι­κών αφη­γή­σε­ω­ν’, που εξα­λεί­φουν την πραγ­μα­τι­κό­τη­τα, την ει­λι­κρί­νεια και την τε­λε­ο­λο­γι­κή σο­βα­ρό­τη­τα, πα­ράλ­λη­λο με τις συμ­βά­σεις του παι­χνι­διού, κυ­ριαρ­χεί στον λό­γο των δι­η­γη­μά­των του Σχι­νά. Ακό­μη και στα φαι­νο­με­νι­κά ρε­α­λι­στι­κά του κεί­με­να ο συγ­γρα­φέ­ας χρη­σι­μο­ποιεί το υπερ­ρε­α­λι­στι­κό jeu de hasard με σκο­πό να παί­ξει αφη­γη­μα­τι­κά παι­χνί­δια αντί­στοι­χα με τρά­που­λα, σκά­κι, ζά­ρια και λο­τα­ρί­ες, παι­χνί­δια που, όπως γρά­φει ο Μπόρ­χες, μπο­ρούν όλοι οι άν­θρω­ποι να παί­ζουν με λέ­ξεις και σύμ­βο­λα μέ­χρι να κα­τα­σκευά­σουν, με ένα απί­θα­νο δώ­ρο της τύ­χης, βι­βλία τέ­τοια που θα δη­μιουρ­γή­σουν τον κα­νό­να.

Με το πο­λυ­ε­πί­πε­δο κεί­με­νό του ο Άλεκ Σχι­νάς έρ­χε­ται κο­ντά μας άφο­βος απέ­να­ντι στους δογ­μα­τι­σμούς, την επι­βο­λή και τους κα­νό­νες, μα­χη­τι­κός ενώ­πιον ακό­μη και των μέ­γι­στων αφη­γή­σε­ων, όπως του πο­λέ­μου, της συγ­γρα­φι­κής αυ­θε­ντί­ας, της ιστο­ρί­ας ή της πα­ρά­δο­σης, τολ­μη­ρός με την κά­θε εί­δους εκ­φρα­στι­κό­τη­τα, προ­κλη­τι­κός ενώ­πιον των θε­ω­ρη­τι­κών σχη­μά­των και των κα­τα­σκευα­στι­κών μο­ντέ­λων, ορ­γι­σμέ­νος απέ­να­ντι σε κά­θε σύ­στη­μα αποι­κιο­κρα­τί­ας, αλ­λά και έξω­θεν ελέγ­χου, κρι­τι­κός και σαρ­κα­στι­κός στις στε­νό­μυα­λες δρα­μα­τι­κές, δια­νοη­τι­κές και αι­σθη­τη­ρια­κές απο­δό­σεις των κο­σμο­κα­τα­σκευα­στι­κών μας έρ­γων, πρω­το­πο­ρια­κός και πνευ­μα­τώ­δης απέ­να­ντι στις ελάσ­σο­νες πτυ­χές της με­τα­νε­ο­τε­ρι­κό­τη­τας που προ­κύ­πτουν από την αλ­λα­γή στά­σης απέ­να­ντι στο εθνι­κό, το ιστο­ρι­κό και τον υπό κρί­ση δυ­τι­κό πο­λι­τι­σμό. Κυ­ρί­ως όμως πο­λι­τι­κός απέ­να­ντι στους πα­ρα­δο­σια­κούς πε­ριο­ρι­σμούς των ει­δών, μορ­φών και υφών, που κρύ­βουν άλ­λους πε­ριο­ρι­σμούς, πιο ύπου­λους.




________________
* Η ερ­γα­σία ολο­κλη­ρώ­θη­κε και κα­τε­τέ­θη το 1995 (Between Modernism and the Avant-Garde: Greek Literary Experimentation in the early 1960s, a thesis submitted to the Faculty of Arts of the University of Birmingham for the degree of Doctor of Philosophy, July). Στο έρ­γο του Σχι­νά ανα­φέ­ρο­νται οι σς. 209-261.

 

αυτόν το μήνα οι εκδότες προτείνουν: