Αυτοβιογραφικό σημείωμα

Αυτοβιογραφικό σημείωμα





Ένας διε­ρευ­νη­τής ιδιό­τυ­πων κα­τα­στά­σε­ων, δια­θέ­σε­ων και ατμο­σφαι­ρών γί­νε­ται σί­γου­ρα πιο προ­σι­τός, απ’ όσο με μια συμ­βα­τι­κή βιο­γρα­φία, μέ­σα από κα­τα­στά­σεις, δια­θέ­σεις και ατμό­σφαι­ρες δια­φό­ρων πε­ριό­δων της ζω­ής του. Πα­ρα­δείγ­μα­τος χά­ρη: ο Αλέ­ξαν­δρος Σχι­νάς. Όπως δι­η­γεί­ται, κα­τοί­κη­σε στα παι­δι­κά και εφη­βι­κά του χρό­νια σ’ ένα πα­λαιό αθη­ναϊ­κό σπί­τι, κα­τά­φορ­το από έπι­πλα και καλ­λι­τε­χνή­μα­τα ενός με­γα­λύ­τε­ρου οι­κο­γε­νεια­κού σπι­τιού που εί­χε χα­θεί στο Χρη­μα­τι­στή­ριο. Τα όσα άκου­γε σχε­τι­κά τον πλού­τι­σαν από τό­τε με πε­ρι­φρό­νη­ση για το χρή­μα και ανε­με­λιά για το μέλ­λον. Η αντί­λη­ψή του για το χρό­νο πρέ­πει να δια­μορ­φώ­θη­κε από ανι­σόρ­ρυθ­μα ρο­λό­για που σή­μαι­ναν το ένα αρ­γό­τε­ρα από το άλ­λο την ακρι­βή ώρα. Δύο με­γά­λοι αντι­κρι­στοί κα­θρέ­φτες που πολ­λα­πλα­σιά­ζα­νε το εί­δω­λό του κλό­νι­ζαν κά­θε τό­σο την πε­ποί­θη­σή του πως ήταν μό­νος του στον κό­σμο. Ένας κή­πος με φοί­νι­κες και αγάλ­μα­τα στην πί­σω με­ριά προ­σφέ­ρο­νταν για μυ­θο­πλα­σί­ες. Σε με­ρι­κές απ’ αυ­τές επι­δό­θη­κε από κοι­νού με συμ­μα­θη­τές του. Που όλοι τους όμως ήταν κα­λύ­τε­ροί του στα μα­θη­μα­τι­κά. Γι’ αυ­τό εγ­γρά­φη­κε με­τά το Βαρ­βά­κειο στη Φυ­σι­κο­μα­θη­μα­τι­κή Σχο­λή. Κά­ποιες νύ­χτες της Κα­το­χής μοι­ρά­στη­κε από πε­ριέρ­γεια τον κίν­δυ­νο ορ­γα­νω­μέ­νων στην αντί­στα­ση φί­λων του και πρό­σθε­σε με το πι­νέ­λο τους ανορ­θό­δο­ξα συν­θή­μα­τα σε τοί­χους. Στον εμ­φύ­λιο όμως, όταν δια­κό­πη­καν οι σπου­δές του και σύρ­θη­κε στο στρα­τό, απέ­φυ­γε όσο γί­νο­νταν κά­θε κίν­δυ­νο και ένιω­θε πά­λι πως ήταν μό­νος του – αυ­τή τη φο­ρά στην Ελ­λά­δα. Με­τά την από­λυ­σή του άρ­χι­σε να την εγκα­τα­λεί­πει για όλο και μα­κρό­τε­ρα δια­στή­μα­τα και από τα τέ­λη της δε­κα­ε­τί­ας του ’50 εγκα­τα­στά­θη­κε, σχε­δόν κα­τά σύμ­πτω­ση, στην Ομο­σπον­δια­κή Γερ­μα­νία, απ’ όπου εξα­κο­λού­θη­σε να τα­ξι­δεύ­ει σε άλ­λες ευ­ρω­παϊ­κές χώ­ρες, εν­δια­φε­ρό­με­νος όπως πά­ντα λι­γό­τε­ρο για τα αξιο­θέ­α­τα, τα μου­σεία ή τις βι­βλιο­θή­κες και πε­ρισ­σό­τε­ρο για τους πο­λύ­χρω­μους ιρι­δι­σμούς της κα­θη­με­ρι­νό­τη­τας και τους αν­θρώ­πους, κα­τά προ­τί­μη­ση θη­λυ­κού γέ­νους, και προ­πα­ντός, μέ­χρι ανε­πί­τρε­πτου ση­μεί­ου, για τις σκέ­ψεις και τις φα­ντα­σιώ­σεις του. Όταν δια­πί­στω­σε ότι ελατ­τώ­νο­νταν ανη­συ­χη­τι­κά οι δραχ­μές του απο­φά­σι­σε να ανα­ζη­τή­σει μάρ­κα και άρ­χι­σε να συ­νερ­γά­ζε­ται με δυ­τι­κο­γερ­μα­νι­κά ρα­διο­τη­λε­ο­πτι­κά ιδρύ­μα­τα. Μια εί­δη­ση στις 21 Απρι­λί­ου του ’67 τον συ­γκλό­νι­σε. Προ­σπά­θη­σε απ’ όποιο βή­μα εύ­ρι­σκε να δια­φω­τί­σει όσο μπο­ρού­σε πιο πολ­λούς στο εξω­τε­ρι­κό γι’ αυ­τό που συ­νέ­βαι­νε στην πα­τρί­δα του και να ενι­σχύ­σει την αγω­νι­στι­κή της πρω­το­πο­ρία από το μι­κρό­φω­νο της Ντόι­τσε Βέ­λε. Από το ίδιο μι­κρό­φω­νο, με την ίδια μα­χη­τι­κό­τη­τα πα­ρέ­τει­νε ύστε­ρα τη στρά­τευ­σή του για την υπε­ρά­σπι­ση της γλώσ­σας του. Για­τί από τα πρώ­τα του χρό­νια εί­ναι ερω­τευ­μέ­νος μ’ αυ­τή τη γλώσ­σα.



Ανα­φο­ρά πε­ρι­πτώ­σε­ων, 1989

 

αυτόν το μήνα οι εκδότες προτείνουν: