Πάρεξ ελευθερία και γλώσσα

«Ο Σχινάς και οι φίλοι του παρουσιάστηκαν μπροστά στον [καθηγητή] Βιδάλη ως μυημένοι που διατηρούσαν αστρική επικοινωνία με το Θιβέτ...»
«Ο Σχινάς και οι φίλοι του παρουσιάστηκαν μπροστά στον [καθηγητή] Βιδάλη ως μυημένοι που διατηρούσαν αστρική επικοινωνία με το Θιβέτ...»



«Τη μα­κρύ­τε­ρη δυ­να­τή υπερ­λε­ξι­στι­κή λέ­ξι την εκ­φω­νεί προ­φα­νώς ο θε­ός. Και το νό­η­μά της δεν έχει απο­σα­φη­νι­σθεί ακό­μα.»
― ΑΛΕΞΑΝΔΡΟΣ ΣΧΙΝΑΣ [1]




Η ανα­γνώ­ρι­ση του Αλέ­ξαν­δρου Σχι­νά ως πρω­το­πό­ρου για τα ελ­λη­νι­κά γράμ­μα­τα τεκ­μη­ριώ­νε­ται τό­σο μέ­σα από το πο­λύ­πτυ­χο και λε­ξι­πλα­στι­κά αρι­στο­τε­χνι­κό του έρ­γο, όσο και από την άρ­νη­σή του να απο­δε­χτεί οποιο­δή­πο­τε πε­ριο­ρι­στι­κό όριο στη γλώσ­σα και τα εκ­φρα­στι­κά της μέ­σα. Ο ίδιος τασ­σό­ταν ιπ­πο­τι­κά μπρο­στά στην ιε­ρή απο­στο­λή της ποί­η­σης να εκ­φρά­σει το άρ­ρη­το, άλ­λο­τε επι­νο­ώ­ντας νέ­ους γλωσ­σι­κούς κώ­δι­κες, ή πα­ραλ­λάσ­σο­ντας τους ήδη υπάρ­χο­ντες, και άλ­λο­τε δη­μιουρ­γώ­ντας ση­μα­σιο­λο­γι­κά “δο­χεία” (εί­τε λέ­ξεις, εί­τε πρό­σω­πα) για την έκ­φρα­ση νέ­ων εν­νοιών. Σε αυ­τό το πρω­τό­τυ­πο γλωσ­σι­κό φαι­νό­με­νο ο Σχι­νάς έδω­σε το όνο­μα υπερ­λε­ξι­σμός:

Η αμπα­χα­με­ρία υπο­διαι­ρεί­ται σε δώ­δε­κα αερ­ζί­βια, που το κα­θέ­να τους, στη δι­κή μας μέ­τρη­σι, θ’ αντι­στοι­χού­σε σε εκα­τομ­μύ­ρια αιώ­νες”[2] ή “Το Μπού­θι εί­ναι ένα έκ­φυ­λο με­γα­θή­ριο, που λυ­μαί­νε­ται την πε­ριο­χή Μου­δά­γκα”.[3]

Ο δη­μιουρ­γός του υπερ­λε­ξι­στι­κού ποι­ή­μα­τος κα­λεί­ται να ανα­κα­τα­σκευά­σει ξα­νά και ξα­νά τα λε­κτι­κά ση­μεία, επι­χει­ρώ­ντας μία παι­γνιώ­δη αντι­στρο­φή της πλα­τω­νι­κής με­τα­φυ­σι­κής· πρω­τί­στως δη­λα­δή γεν­νιού­νται οι λέ­ξεις, και ύστε­ρα οι έν­νοιες πα­ρά­γο­νται εκ του μη­δε­νός μέ­σα από αυ­τές: “Μία σύμ­πτω­σι μέ­σα σ’ αυ­τή τη γλώσ­σα θέ­λη­σε μέ­χρι σή­με­ρα να προη­γού­νται οι έν­νοιες και ν’ ακο­λου­θούν οι λέ­ξεις. Ο υπερ­λε­ξι­σμός ξε­κι­νά­ει από τις λέ­ξεις, από όλες τις δυ­να­τές λέ­ξεις. Και βρί­σκο­ντας τις έν­νοιες, τα αντι­κεί­με­να, τις κα­τα­στά­σεις, που εκά­στο­τε τους αντι­στοι­χούν, σπά­ει την αλυ­σί­δα αυ­τών των συμ­πτώ­σε­ων, ανα­δη­μιουρ­γεί όλους τους δυ­να­τούς κό­σμους και ξα­να­φέρ­νει την ύπαρ­ξι στην αλη­θι­νή ολό­τη­τά της”.[4] Αν ένα χα­ρα­κτη­ρι­στι­κό του υπερ­λε­ξι­σμού εί­ναι η κα­τα­σκευή νέ­ων λέ­ξε­ων και ση­μα­σιών, η προ­έ­κτα­ση αυ­τής της πρα­κτι­κής εί­ναι η λε­γό­με­νη κο­σμο­κα­τα­σκευή, κα­τά την οποία: ο υπερ­λε­ξι­σμός πολ­λα­πλα­σιά­ζει τους φα­ντα­στι­κούς κό­σμους με μία “υπερ­διεύ­ρυν­ση της εκ­φρα­στι­κό­τη­τας”.[5]
Έτσι λοι­πόν συ­γκρο­τεί­ται ένα πε­δίο γλωσ­σι­κής άσκη­σης και έκ­φρα­σης που μπο­ρεί να φέ­ρει κα­τά νου τις τε­χνι­κές των Ου­λι­πι­στών, όπως τη συν­δυα­στι­κή ανά­λυ­ση,[6] αλ­λά και τη φω­νη­τι­κή ποί­η­ση των λε­τρι­στών, τέ­μνο­ντας γνω­στές πε­ριο­χές χω­ρίς όμως να συγ­χέ­ε­ται στον πυ­ρή­να του με κα­νέ­να ρεύ­μα.[7] Εμ­φα­νί­στη­κε έτσι ένας νέ­ος γλωσ­σι­κός κώ­δι­κας, απαρ­τι­ζό­με­νος από μία αδιά­λει­πτη συρ­ροή φω­νηέ­ντων, φθόγ­γων και φα­ντα­στι­κών λέ­ξε­ων, οι οποί­ες δια­τη­ρούν την πο­λυ­ση­μία τους (ή μάλ­λον την αση­μία τους) με τη δυ­να­τό­τη­τα άπει­ρων νοη­μα­τι­κών πα­ραλ­λα­γών. Επί­σης, όπως ανα­φέ­ρει στο βι­βλίο του Οι κό­σμοι του Ελευ­θέ­ριου Δού­για ο Λε­ω­νί­δας Χρη­στά­κης, μία κά­ποια υπερ­λε­ξι­στι­κή υφή μπο­ρεί να εντο­πι­στεί τό­σο στη μα­κρά πα­ρά­δο­ση των μυ­στι­κών και στα από­κρυ­φα ευαγ­γέ­λια, όσο και στις ονο­μα­το­δο­σί­ες των θε­ών, στο πρώ­το άκου­σμα μιας ξέ­νης γλώσ­σας, στα εκ­φω­νη­τι­κά ή τυ­πο­γρα­φι­κά λά­θη, φθά­νο­ντας στις άναρ­θρες συλ­λα­βές των πρώ­των αν­θρώ­πων μέ­σα στα προ­κα­τα­κλυ­σμιαία δά­ση.
Το θε­με­λια­κό πρό­ταγ­μα του Σχι­νά ήταν αυ­τή ακρι­βώς η απε­λευ­θέ­ρω­ση των ορί­ων της ελ­λη­νι­κής γλώσ­σας, η οποία βρι­σκό­με­νη στην απί­σχναν­σή της επέ­φε­ρε μία απο­δυ­νά­μω­ση της σκέ­ψης και της κρι­τι­κής ικα­νό­τη­τας. Ο ίδιος ορα­μα­τι­ζό­ταν μία μα­ζι­κή αφύ­πνι­ση της ελ­λη­νι­κής κοι­νω­νί­ας, η οποία θα οδη­γού­σε στην απο­δέ­σμευ­ση από τους ασφυ­κτι­κούς εκ­φρα­στι­κούς όρους που επέ­βα­λε η δι­κτα­το­ρία, κα­θώς και από τα μύ­χια, ψυ­χι­κά δε­σμά του κά­θε υπο­κει­μέ­νου ξε­χω­ρι­στά.[8] Για τον Σχι­νά ο θε­με­λιω­δέ­στε­ρος τρό­πος να επι­τευ­χθεί αυ­τή η απε­λευ­θέ­ρω­ση ήταν η ανα­βάθ­μι­ση και ανα­δια­μόρ­φω­ση του εκ­παι­δευ­τι­κού συ­στή­μα­τος, κά­τι το οποίο θε­ω­ρού­σε κομ­βι­κό ως προς την ανά­πτυ­ξη και την καλ­λιέρ­γεια μί­ας συλ­λο­γι­κής συ­νεί­δη­σης.
Μέ­σα από τη δη­μιουρ­γία λοι­πόν μί­ας νέ­ας γλωσ­σι­κής συν­θή­κης, όπου ο ανα­γνώ­στης κα­λεί­ται να λη­σμο­νή­σει κά­θε συμ­βα­τή σχέ­ση με­τα­ξύ υπο­κει­μέ­νου και πραγ­μα­τι­κό­τη­τας, εκτυ­λίσ­σε­ται και ο αλ­λό­κο­σμος της Ανα­φο­ράς πε­ρι­πτώ­σε­ων. Το βι­βλίο αυ­τό απο­τε­λεί ένα επαρ­κές δείγ­μα κο­σμο­κα­τα­σκευα­στι­κής φι­λο­σο­φί­ας και γλωσ­σι­κού πει­ρα­μα­τι­σμού, απο­τε­λού­με­νο από ποί­η­ση, δι­η­γή­μα­τα, δο­κί­μια, πε­ζά, όλα δο­μη­μέ­να με με­τα­μο­ντέρ­να τε­χνι­κή και λε­ξι­πλα­στι­κή ευ­ρη­μα­τι­κό­τη­τα. Το κεί­με­νο διέ­πε­ται σε ση­μεία από έναν ρυθ­μό καφ­κι­κών προ­δια­γρα­φών, ενώ δια­χέ­ε­ται από στοι­χεία υπερ­λε­ξι­στι­κής πρό­ζας, ικα­νά να προ­κα­λέ­σουν ιλιγ­γιώ­δη αι­σθή­μα­τα ακό­μα και στον πιο ανύ­πο­πτο ανα­γνώ­στη.
Η κο­σμο­κα­τα­σκευή σαν ιδέα επε­ξη­γεί­ται και ορί­ζε­ται από τον Σχι­νά, αλ­λά όχι με τη μορ­φή μί­ας τυ­πι­κά με­θο­δευ­μέ­νης τεκ­μη­ρί­ω­σης. Αντι­θέ­τως ―όπως και στην Eγκε­φα­λο­κρη­πί­δα του, στην οποία πα­ρεμ­βάλ­λει τον διά­λο­γο στα πλαί­σια δο­κι­μια­κού λό­γου―[9] χρη­σι­μο­ποιεί την αφη­γη­μα­τι­κή φόρ­μα προ­κει­μέ­νου να κά­νει την θε­ω­ρία πιο κα­τα­νοη­τή, εν εί­δει πα­ρα­δειγ­μά­των. Η αφη­γη­μα­τι­κή τε­χνι­κή που επι­λέ­γει εδώ ο Σχι­νάς λει­τουρ­γεί τό­σο ως πα­ρά­δειγ­μα της ίδιας της κο­σμο­κα­τα­σκευα­στι­κής με­θό­δου, όσο και ως μία μορ­φή ανά­δει­ξης των πι­θα­νών κό­σμων που μπο­ρούν να προ­κύ­ψουν από χι­λιά­δες πα­ραλ­λα­γές. Αν ανα­τρέ­ξου­με και εντρυ­φή­σου­με στην οπτι­κή του Σχι­νά μέ­σα από δη­λώ­σεις και δι­η­γή­σεις του (κα­τά τον οποίο ακό­μα και ο πε­ρι­πτε­ρού­χος της γει­το­νιάς του μπο­ρεί να βα­πτι­στεί κα­τα­σκευα­στής κό­σμων[10] συ­νά­γε­ται πως η ζωή του και η κο­σμο­κα­τα­κευα­στι­κή του φι­λο­σο­φία βρί­σκο­νται στην ίδια τρο­χιά, σε μία εφα­πτό­με­νη γραμ­μή.
Αυ­τό μπο­ρεί να συ­μπε­ρα­θεί και από ένα μυ­θι­κό γε­γο­νός που εί­ναι γνω­στό στους κύ­κλους της δια­νό­η­σης της επο­χής και που μπο­ρεί να θυ­μί­σει αρ­κε­τά το πνεύ­μα της Ανα­φο­ράς πε­ρι­πτώ­σε­ων. Στο βι­βλίο του Λε­ω­νί­δα Χρη­στά­κη, Οι Κό­σμοι του Ελευ­θέ­ριου Δού­για υπάρ­χουν ανα­φο­ρές σε μία πα­ρέα εφή­βων την επο­χή του Β΄ Πα­γκο­σμί­ου πο­λέ­μου, με επι­κε­φα­λής τον Αλέ­ξαν­δρο Σχι­νά, η οποία άκου­γε στο κρυ­πτι­κό όνο­μα “Άντρο των εκλε­κτών”. Το “Άντρο” με πρω­τα­γω­νι­στές εκτός από τον ίδιο τους Ελευ­θέ­ριο Δού­για, Γιώρ­γο Κα­τε­βαί­νη και Νί­κο Μα­τσού­κα συ­νά­χθη­κε με πρό­φα­ση την πραγ­μα­το­ποί­η­ση μί­ας φάρ­σας στον κα­θη­γη­τή του Σχι­νά Νι­κό­λαο Βι­δά­λη, η οποία στην πο­ρεία απέ­κτη­σε ορια­κά με­τα­φυ­σι­κές δια­στά­σεις.[11] Κα­θώς ο Βι­δά­λης επι­δεί­κνυε έντο­νο ζή­λο για τον απο­κρυ­φι­σμό και τις ανα­το­λί­τι­κες φι­λο­σο­φί­ες, μοι­ρα­ζό­ταν συ­χνά τις γνώ­σεις του με τον νε­α­ρό τό­τε μα­θη­τή Αλέ­ξαν­δρο Σχι­νά. Εκεί­νος, με την σει­ρά του, με­τέ­φε­ρε στους υπό­λοι­πους ιθύ­νο­ντες τις με­τα­φυ­σι­κές ανη­συ­χί­ες του Βι­δά­λη, και έτσι ξε­κί­νη­σε να δρο­μο­λο­γεί­ται μία φάρ­σα – η οποία απο­τέ­λε­σε προ­θά­λα­μο για την ανά­πτυ­ξη του υπερ­λε­ξι­σμού στην Ελ­λά­δα. Ο Σχι­νάς και οι φί­λοι του πα­ρου­σιά­στη­καν μπρο­στά στον Βι­δά­λη ως μυ­η­μέ­νοι που δια­τη­ρού­σαν αστρι­κή επι­κοι­νω­νία με το Θι­βέτ, και στη συ­νέ­χεια τον πεί­θουν να επι­δο­θεί σε μία σει­ρά δο­κι­μα­σιών προ­κει­μέ­νου να με­τα­λά­βει την “Υπέρ­τα­τη Γνώ­ση”. Σύμ­φω­να με τη δι­ή­γη­ση, ο Βι­δά­λης εί­δε να πα­ρί­στα­ται μπρο­στά του το αστρι­κό σώ­μα του “Με­γά­λου Λά­μα”, τον οποίο “ανα­πα­ρέ­στη­σε”, κα­τά την ανα­φο­ρά του Χρη­στά­κη, ο Λευ­τέ­ρης Δού­γιας. Προ­κει­μέ­νου να γί­νει ακό­μα πιο πει­στι­κή η φάρ­σα όμως έπρε­πε να αξιο­ποι­η­θεί ένας νέ­ος τρό­πος έκ­φρα­σης, μία γλώσ­σα μυ­στι­κή στην οποία θα γρα­φτούν οι ανά­λο­γες “προ­σευ­χές”, που θα εντά­ξουν τον νου σε μία συν­θή­κη υπερ­βα­τι­κή. Αφού δό­θη­καν λοι­πόν οι σχε­τι­κές προ­σευ­χές στον Βι­δά­λη προ­κει­μέ­νου να τις απαγ­γεί­λει μό­νος του τη νύ­χτα, γί­να­νε οι κα­τάλ­λη­λες προ­ε­τοι­μα­σί­ες για να ξε­κι­νή­σει η αστρι­κή με­τά­βα­σή του στο Θι­βέτ. Μέ­σω μί­ας προ­σω­πι­κής εξι­στό­ρη­σης του Σχι­νά που πε­ρι­λαμ­βά­νε­ται στο βι­βλίο Ελ­λη­νι­κό Ροκ του Μα­νώ­λη Ντα­λού­κα, δί­νε­ται μία επαρ­κής πε­ρι­γρα­φή του συμ­βά­ντος:

«..τον πεί­σα­με να μπει σε μία με­γά­λη κά­σα. Του εί­χα­με πει ότι ήταν πλέ­ον έτοι­μος για την αστρι­κή με­τα­φο­ρά. Τον προει­δο­ποι­ή­σα­με ότι όταν θα έβγαι­νε από το κα­σό­νι θα εί­χε την ψευ­δαί­σθη­ση ότι βρί­σκε­ται στην Ελ­λά­δα. Δεν έπρε­πε να δώ­σει ση­μα­σία – ήταν η τε­λι­κή δο­κι­μα­σία που η Μά­για έρι­χνε στα μά­τια του. Αν κα­τόρ­θω­νε να δια­τη­ρή­σει τη μα­κά­ρια νη­φα­λιό­τη­τα, θα βί­ω­νε τε­λι­κά και με τις αι­σθή­σεις του το Θι­βέτ. Τον βγά­λα­με με την κά­σα νύ­χτα στον δρό­μο και τον αφή­σα­με. Δεν ξέ­ρω πως έφτα­σε σπί­τι του, αλ­λά από εκεί­νη τη νύ­χτα νό­μι­ζε ότι ζού­σε στο Θι­βέτ..»[12]



R.C. W. Ettinger (1918-2011)



Αυ­τή η μυ­θι­κή διά­στα­ση στις φάρ­σες του Σχι­νά συ­μπλέ­κε­ται άρ­ρη­κτα με την τά­ση του να διαρ­ρη­γνύ­ει τα όρια του λο­γι­κά υφι­στά­με­νου που δεν επι­δέ­χε­ται κρι­τι­κής αμ­φι­σβή­τη­σης· στή­νο­ντας με την σει­ρά του ένα πε­ρι­βάλ­λον που δεν αφή­νει τί­πο­τα να υπο­κύ­ψει στην μο­νο­ση­μα­ντό­τη­τα του. Πολ­λές φο­ρές αυ­τή η συ­νή­θεια εί­χε ως απο­τέ­λε­σμα την πα­ρα­μόρ­φω­ση των ορί­ων της πραγ­μα­τι­κό­τη­τας για τους γύ­ρω του, με την κα­τα­γω­γή της να απο­τε­λεί μυ­στι­κό επτα­σφρά­γι­στο από τον ίδιο. Η γνω­στή για την επο­χή διέ­νε­ξή του με τον Αρι­στο­τέ­λη Νι­κο­λα­ΐ­δη για την πα­τρό­τη­τα του όρου υπερ­λε­ξι­σμός και την ύπαρ­ξη ή μη του Ελευ­θέ­ριου Δού­για, αλ­λά και η αλ­λη­λο­γρα­φία του πε­ρί κρυο­γε­νε­τι­κής με τον Αμε­ρι­κά­νο επι­στή­μο­να R.C. W. Ettinger―για τον οποίο πολ­λοί, με­τα­ξύ άλ­λων και ο Νί­κος Γκά­τσος, πί­στευαν ότι εί­ναι ανύ­παρ­κτο πρό­σω­πο[13] εί­ναι δύο εν­δει­κτι­κές πε­ρι­πτώ­σεις αυ­τής της δια­σά­λευ­σης των ορί­ων του υπαρ­κτού που υπέ­θαλ­πε ο Σχι­νάς. Αυ­τή η επέ­κτα­ση του πε­δί­ου της γλώσ­σας που ει­σβάλ­λει στη σφαί­ρα της πραγ­μα­τι­κό­τη­τας, απε­λευ­θε­ρώ­νο­ντάς την από τα απτά της όρια, εκ­φρά­ζε­ται ολι­κά στο πρό­σω­πο του φα­ντα­στι­κού συγ­γρα­φέα Ελευ­θέ­ριου Δού­για. Όπως υπο­θέ­τει άλ­λω­στε και ο Ντέ­νης Ζα­χα­ρό­που­λος στο ντο­κι­μα­ντέρ που γυ­ρί­ζω αυ­τόν τον και­ρό για τον Αλέ­ξαν­δρο Σχι­νά, το όνο­μα Ελευ­θέ­ριος πα­ρα­πέ­μπει πι­θα­νώς στην έν­νοια “ελευ­θε­ρία”, δη­λώ­νο­ντας ίσως μία επι­θυ­μία του συγ­γρα­φέα να απε­λευ­θε­ρώ­σει τα σύ­νο­ρα της γλώσ­σας, δια­νοί­γο­ντας έτσι ένα πε­δίο, μέ­σα στο οποίο ο ίδιος μπο­ρεί να ελίσ­σε­ται με­τα­ξύ μυ­θο­λο­γί­ας και ιστο­ρί­ας.





 

αυτόν το μήνα οι εκδότες προτείνουν: