Οι γενιές των ερειπίων και ο Άλεκ Σχινάς

Οι γενιές των ερειπίων και ο Άλεκ Σχινάς
Κώδικες της αφήγησης στην πρώιμη ελληνική μεταπολεμική πεζογραφία, 1945-1955

Το με­λέ­τη­μα ή το ιστο­ριο­γρά­φη­μα που ακο­λου­θεί έχει ως αρ­χι­κό έναυ­σμά του την πε­ρί­πτω­ση του Άλεκ Σχι­νά (1924-2012), ενός ακτι­βι­στή δη­μο­σιο­γρά­φου και ρι­ζο­σπά­στη συγ­γρα­φέα που πέ­ρα­σε τα πε­ρισ­σό­τε­ρα χρό­νια της ζω­ής του εκτός Ελ­λά­δας, αλ­λά με στραμ­μέ­νο συ­νε­χώς το εν­δια­φέ­ρον του (μέ­σω της γλωσ­σο­κε­ντρι­κής και λε­ξι­θη­ρι­κής εμ­μο­νής του) στα εν Ελ­λά­δι. Για τον Σχι­νά, άγνω­στο στο ημε­δα­πό κοι­νό ως το 1967, και πα­σί­γνω­στο έπει­τα λό­γω των ρα­διο­φω­νι­κών εκ­πο­μπών που εί­χε ανα­λά­βει προ­σω­πι­κά να απευ­θύ­νει ενα­ντί­ον του πρα­ξι­κο­πή­μα­τος και του στρα­τιω­τι­κού κα­θε­στώ­τος, ας μη νο­μι­στεί ότι έχει απο­μεί­νει πλη­θώ­ρα ανα­φο­ρών, ει­δι­κά ως προς τη συγ­γρα­φι­κή του ιδιό­τη­τα. Με­τα­ξύ 1966 και 1991 έβγα­λε δυο συ­γκε­ντρω­τι­κές εκ­δό­σεις πε­ζο­γρα­φη­μά­των του (η πρώ­τη ισχνή, το 1966, η δεύ­τε­ρη αρ­κε­τά ογκω­δέ­στε­ρη, το 1989), μια εκτε­νή κοι­νω­νιο­γλωσ­σι­κή με­λέ­τη, την Υπε­ρά­σπι­σι της ελ­λη­νι­κής εγκε­φα­λο­κρη­πί­δας, 1971, και την Παρ­τί­δα, 1991, μια νου­βέ­λα που η μυ­θο­πλα­σία της υπο­τί­θε­ται ότι ακο­λου­θεί τις κι­νή­σεις και τους ανα­στο­χα­σμούς που επι­βάλ­λο­νται από μια παρ­τί­δα ζα­τρι­κί­ου. Αυ­τές τις σχε­τι­κά αραιές εμ­φα­νί­σεις του που τις ξε­περ­νού­σαν κα­τά πο­λύ τα αλ­λε­πάλ­λη­λα, πυ­κνά και επι­θε­τι­κά σχό­λιά του μέ­σω των ερ­τζια­νών του ελ­λη­νι­κού τμή­μα­τος της DW, θα μπο­ρού­σα να πω ότι τις υπο­δέ­χτη­κε η αμη­χα­νία του ελ­λα­δι­κού ανα­γνω­στι­κού κοι­νού και των κα­τά και­ρούς βι­βλιο­κρι­τι­κών,[1] για τους οποί­ους ήταν πε­ρί­που ακα­τα­νό­η­τες ή το πο­λύ φι­λο­παίγ­μο­νες οι γραμ­μα­τι­κές-ορ­θο­γρα­φι­κές του απο­κλί­σεις και οι συ­ντα­κτι­κές του συ­νά­ψεις.

Προ­κει­μέ­νου να κά­νω κά­ποιες πα­ρα­τη­ρή­σεις, εξε­τά­ζο­ντας συν­δυα­στι­κά ή συ­να­πτι­κά τα κεί­με­να του Άλεκ Σχι­νά με άλ­λα λο­γο­τε­χνι­κά και μη κεί­με­να των συ­νο­μη­λί­κων αλ­λά και αρ­κε­τών της επο­χής του, βρή­κα προ­τι­μό­τε­ρο να μην ασχο­λη­θώ εξα­ντλη­τι­κά με το σύ­νο­λο των ποι­κί­λου εί­δους, συ­νή­θως αιχ­μη­ρών και εκ προ­θέ­σε­ως αι­ρε­τι­κών γρα­πτών του.[2] Όσων τέ­λος πά­ντων κει­μέ­νων κα­τά­φε­ρε να ολο­κλη­ρώ­σει αυ­τός ο ιδιο­συ­γκρα­σια­κά έως άκρων ιδιό­τυ­πος συγ­γρα­φέ­ας, γρά­φο­ντάς τα συ­νή­θως υπό πί­ε­ση, στα δια­λείμ­μα­τα των πολ­λών άλ­λων-συ­νή­θως πο­λι­τι­κό­στρο­φων, εν θερ­μώ αντι­δρά­σε­ών του. Άλ­λω­στε, εί­ναι και μια κα­λή ευ­και­ρία αυ­τό το αφιέ­ρω­μα στον Χάρ­τη του Δη­μή­τρη Κα­λο­κύ­ρη προ­κει­μέ­νου να στα­χυο­λο­γη­θούν και να ει­πω­θούν με­ρι­κά πράγ­μα­τα για το σχε­δόν λη­σμο­νη­μέ­νο ξε­κί­νη­μά του. Εκεί όπου θε­με­λιώ­νο­νται και αρ­χί­ζουν όλα, για όλους μας. Να ανα­φερ­θώ λοι­πόν σε ορι­σμέ­να από τα πρώ­τα του γρα­πτά που, όντως, έδει­χναν ότι ο Σχι­νάς δια­κα­τε­χό­ταν από πο­λύ νω­ρίς από μια διά­θε­ση ρη­ξι­κέ­λευ­θη, δια­βο­λε­μέ­να ανί­ε­ρη και (για­τί όχι; ) ευ­ρέ­ως ανα­τρε­πτι­κή, μα όχι κυ­ριευ­μέ­νος από ηθι­κά δια­κυ­βεύ­μα­τα σαν κι αυ­τά που παί­δε­ψαν αρ­κε­τούς άλ­λους της γε­νιάς του, πο­λι­τι­κά ή κομ­μα­τι­κά κα­τευ­θυ­νό­με­νους. Η στά­ση του, όπως ανα­δει­κνύ­ε­ται από την ανά­γνω­ση του με­γα­λύ­τε­ρου μέ­ρους των γρα­πτών του, εί­ναι η στά­ση του μα­χό­με­νου απελ­πι­σμέ­να που διε­ξά­γει έναν bellum contra omnes. Μια διά­θε­ση η οποία έδει­χνε να μη σέ­βε­ται και να υπο­λο­γί­ζει τα όρια και τους κα­νό­νες, όχι μό­νο στο πε­δίο της πρώ­ι­μα με­τα­πο­λε­μι­κής λο­γο­τε­χνί­ας, στα προ­τι­μώ­με­να θέ­μα­τα και στις αφη­γη­μα­τι­κές τε­χνι­κές της, αλ­λά και σ΄ αυ­τό ακό­μα το (επι­κίν­δυ­νο για τους όρους της επο­χής) πε­δίο των ιδε­ο­λο­γι­κών συ­νά­ψε­ων. Ο Σχι­νάς προ­βάλ­λει ως πνεύ­μα αρ­νή­σε­ων, ρι­ζο­σπα­στι­σμού και (εσω­τε­ρι­κά) συ­νε­πούς αναρ­χί­ας, στο άνοιγ­μα μιας χρο­νι­κής πε­ριό­δου που γε­νι­κό­τε­ρα επι­ζη­τού­σε να μα­ζέ­ψει τις όποιες συ­σπει­ρώ­σεις εί­χαν ανα­πτυ­χθεί μέ­σα στον πό­λε­μο και στην Κα­το­χή και να βρει ένα νέο αν και αβέ­βαιο modus vivendi. Ο ίδιος ήταν και πα­ρέ­μει­νε ως το τέ­λος ένας μο­να­χι­κός ιδαλ­γός, δύ­σκο­λος, εν­θου­σιώ­δης, ερι­στι­κός και επί­μο­νος, αλ­λά την ίδια στιγ­μή απο­φεύ­γο­ντας τις «εξα­σφα­λί­σεις» που υπο­τί­θε­ται ότι θα του πρό­σφε­ραν στέ­γη στις πολ­λές στιγ­μές δια­κιν­δύ­νευ­σης, από τις οποί­ες πέ­ρα­σε ως νέ­ος.[3]

Έτσι, συ­νή­θως τον βρί­σκου­με, κά­πως λα­θραία ή σαν υπο­ση­μεί­ω­ση, σε με­ρι­κές από τις σύγ­χρο­νες ελ­λη­νι­κές γραμ­μα­το­λο­γί­ες, ως ανα­φο­μοί­ω­τη ή ανα­τρε­πτι­κή ή γε­νι­κά απο­κλί­νου­σα πα­ρου­σία, με αφορ­μή κυ­ρί­ως την πρώ­τη και λί­γο θρυ­λι­κή συ­να­γω­γή της Ανα­φο­ράς πε­ρι­πτώ­σε­ων (1966), των πέ­ντε κει­μέ­νων του. Απροσ­διό­ρι­στα ως εί­δος, αφη­γη­μα­τι­κά στη μορ­φο­λο­γία τους αν και δεν απεί­χαν πο­λύ από το εί­δος του ελεύ­θε­ρου, αυ­το­α­να­φο­ρι­κού δο­κι­μί­ου, ή σε πολ­λές πε­ρι­πτώ­σεις από την ποι­η­τι­κή πρό­ζα. Αν και χρο­νι­κά κα­θυ­στε­ρη­μέ­νο, κα­θώς το βι­βλίο αυ­τό υπό άλ­λες συν­θή­κες- ενός συγ­γρα­φέα που υπο­τί­θε­ται πως νοια­ζό­ταν για τη στα­διο­δρο­μία του- θα έπρε­πε να εί­χε βγει κά­μπο­σα χρό­νια προη­γου­μέ­νως, η Ανα­φο­ρά απο­τε­λεί ένα πρώ­της τά­ξε­ως επι­χεί­ρη­μα για να πεί­σει ορι­σμέ­νους σύγ­χρο­νους πο­λι­τι­κά εμ­μο­νι­κούς ιστο­ριο­γρά­φους και κοι­νω­νιο­λό­γους, οι οποί­οι εξα­κο­λου­θούν να μη μπο­ρούν να δια­νοη­θούν κά­τι άλ­λο από την υπα­γω­γή της τέ­χνης (ως εποι­κο­δο­μή­μα­τος) στο πε­δίο ευ­θεί­ας πα­ρα­γω­γής της κοι­νω­νί­ας,[4] ότι η καθ΄ ημάς «Με­τα­πο­λί­τευ­ση» σ΄ ό,τι αφο­ρά την τέ­χνη και τη λο­γο­τε­χνία (σχή­μα λό­γου, εν­νο­εί­ται) δεν ση­μειώ­θη­κε στα 1974 αλ­λά πο­λύ πιο πριν. Δη­λα­δή οι ρή­ξεις στο πε­δίο της λο­γο­τε­χνί­ας δεν πε­ρί­με­ναν για να φα­νούν την πτώ­ση της χού­ντας, για­τί πολ­λές φο­ρές η πο­λι­τι­σμι­κή ηθι­κή προ­μη­νύ­ει την πο­λι­τι­κή, κα­θώς οι θε­μα­τι­κές και γλωσ­σι­κές αλ­λα­γές στην ελ­λη­νι­κή ποί­η­ση και εν μέ­ρει στην πε­ζο­γρα­φία εί­χαν ήδη λά­βει χώ­ρα και ήταν αι­σθη­τές, του­λά­χι­στον δέ­κα χρό­νια πιο πριν. Τη­ρου­μέ­νων των ανα­λο­γιών, θα έλε­γα ότι το ίδιο πε­ρί­που συ­νέ­βη στα τέ­λη του 1944 με αρ­χές του 1945, όταν δη­μο­σιεύ­τη­κε στο πε­ριο­δι­κό Γράμ­μα­τα του Πει­ραιά (πρώ­ην Πει­ραϊ­κά Γράμ­μα­τα) το ιδιαί­τε­ρης ση­μα­σί­ας γραμ­μα­το­λο­γι­κό με­λέ­τη­μα του Αι­μί­λιου Χουρ­μού­ζιου, «Αί­τη­μα γε­νε­άς. Η ποί­η­ση πα­λαιά και νέα», όπου προ­μη­νύ­ο­νται με αρ­κε­τή κα­θα­ρό­τη­τα οι τά­σεις και δια­γρά­φο­νται οι νέ­οι ορί­ζο­ντες της ποι­η­τι­κής δη­μιουρ­γί­ας του με­τα­πο­λέ­μου.[5] Η Ανα­φο­ρά πε­ρι­πτώ­σε­ων, αν και βγαλ­μέ­νη σε λί­γα αντί­τυ­πα,[6] δη­μιούρ­γη­σε στην κοι­νό­τη­τα των γραμ­μά­των μας ένα μι­κρό ξάφ­νια­σμα. Ακό­μα και για τους πιο ενη­με­ρω­μέ­νους ήταν μια από­κλι­ση, όχι τό­σο από ένα μέ­ρος της θε­μα­το­γρα­φί­ας της πε­ζο­γρα­φί­ας του ΄50 και του ΄60 που εστί­α­ζε στο μο­νή­ρες και γε­μά­το πα­νι­κούς και φο­βί­ες με­τα­πο­λε­μι­κό άτο­μο, και μά­λι­στα εν και­ρώ ψυ­χρού πο­λέ­μου, όσο από την πλευ­ρά της αφη­γη­μα­τι­κής τε­χνι­κής. Η και­νο­τό­μος και σε με­γά­λο βαθ­μό ρι­ζο­σπα­στι­κή σύ­ντα­ξη σε αρ­κε­τά από τα πρώ­ι­μα πε­ζά του Σχι­νά, την οποία και πρέ­πει να δού­με σε συ­νά­φεια με τα γλωσ­σο­κε­ντρι­κά εν­δια­φέ­ρο­ντά του,[7] δεν υπάρ­χει αμ­φι­βο­λία ότι επι­χει­ρή­θη­κε σε σχέ­ση με τις πει­ρα­μα­τι­κές τά­σεις που έβρι­σκαν έκ­φρα­ση κυ­ρί­ως στη γερ­μα­νι­κή και κα­τά δεύ­τε­ρο λό­γο στη γαλ­λι­κή με­τα­πο­λε­μι­κή πε­ζο­γρα­φία. Άλ­λω­στε, οι ρη­ξι­κέ­λευ­θες λο­γο­τε­χνι­κές τά­σεις κα­τά την πε­ρί­ο­δο του πρώ­ι­μου ευ­ρω­παϊ­κού με­τα­πο­λέ­μου, συ­νο­δοι­πο­ρού­σαν ή και συ­μπλέ­κο­νταν με τον επί­σης αντι­συμ­βα­τι­κό με­τα­πο­λε­μι­κό κι­νη­μα­το­γρά­φο και το θέ­α­τρο. Τη γαλ­λι­κή Nouvelle Vague, το θέ­α­τρο του Ιο­νέ­σκο και του Μί­λερ και την όχι τυ­χαία συ­σπεί­ρω­ση της Gruppe 47 στον γερ­μα­νό­φω­νο κό­σμο.

Για την Ανα­φο­ρά πε­ρι­πτώ­σε­ων γρά­φτη­καν δυο-τρία βι­βλιο­κρι­τι­κά,[8] με με­γα­λύ­τε­ρο ει­δι­κό εκτό­πι­σμα να έχει εκεί­νο του Βά­σου Βα­ρί­κα,[9] που τό­τε γε­νι­κά εθε­ω­ρεί­το ως ο πλέ­ον ευ­νοϊ­κά δια­κεί­με­νος της πα­λιάς φρου­ράς απέ­να­ντι στη νε­ό­τρο­πη πε­ζο­γρα­φία. Ο Βα­ρί­κας, στο εκτε­νές άρ­θρο του που δη­μο­σιεύ­τη­κε λί­γο με­τά την κυ­κλο­φο­ρία του βι­βλί­ου, εί­δε την «πε­ζο­γρα­φία» του Άλεκ Σχι­νά ως χα­ρα­κτη­ρι­στι­κά αντι­προ­σω­πευ­τι­κή απά­ντη­ση των με­τα­πο­λε­μι­κών πε­ζο­γρά­φων σ΄ εκεί­νη του ΄30.[10] Πε­ριέρ­γως όμως την συ­νέ­δε­σε δευ­τε­ρευό­ντως (ενώ με­ρι­κά του­λά­χι­στον από τα πε­ζά του βι­βλί­ου ήταν πρό­σφο­ρα για κά­τι τέ­τοιο) με την σα­ρω­τι­κή ανά­γνω­ση και ανα­γνώ­ρι­ση του ψυ­χρού, ανα­το­μι­κού λό­γου του Φραντς Κάφ­κα στον ευ­ρω­παϊ­κό με­τα­πό­λε­μο,[11] αλ­λά την κα­τέ­τα­ξε στις πε­ρι­πτώ­σεις συ­νέ­χειας του ελ­λα­δι­κού με­σο­πο­λε­μι­κού μο­ντερ­νι­σμού που συν­δέ­θη­κε με τον Edouard Dujardin (1861-1949). Γι΄ αυ­τό και θε­ώ­ρη­σε ως προς την Ανα­φο­ρά ότι στα πε­ζά του υπάρ­χουν ανα­λο­γί­ες με τους αφη­γη­μα­τι­κούς τρό­πους του Ν.Γ. Πεν­τζί­κη, ερ­μη­νεύ­ο­ντας ίσως τη χρή­ση των πολ­λών μο­νο­λο­γι­κών με­ρών του Σχι­νά ως εφα­πτό­με­νη με τον monologue interieur της πα­ρέ­ας του πε­ριο­δι­κού της Θεσ­σα­λο­νί­κης Μα­κε­δο­νι­κές Ημέ­ρες. Η αφη­γη­μα­τι­κή τα­κτι­κή όμως στην Ανα­φο­ρά πε­ρι­πτώ­σε­ων δεν κο­χλιώ­νε­ται μό­νο εσω­στρε­φώς, με τον τρό­πο των πρώ­των ποι­η­μά­των και πε­ζών του Πεν­τζί­κη. Ο Σχι­νάς, επι­πλέ­ον, δεν βλέ­πει το άτο­μο ως μέ­ρος ενός εμπράγ­μα­του και υπερ­βα­τι­κού, συ­μπα­ντι­κού όλου. Αντί­θε­τα, όπως θα δού­με και στη συ­νέ­χεια, το ηθι­κό πε­δίο των πε­ζο­γρα­φη­μά­των του εί­ναι βα­θιά μοι­ρα­σμέ­νο. Ο άλ­λος θα μπο­ρού­σε αλ­λά δεν εί­ναι ο άλ­λος εαυ­τός, αυ­τό τον έχει μά­θει η ζωή, κι έτσι χτί­ζει το άξε­νο σύ­μπαν των ιστο­ριών του. Δεν εί­ναι μό­νο η αθέ­α­τη, απει­λη­τι­κή θε­σμι­κή εξου­σία που τον κα­τα­τρύ­χει, αλ­λά και η συ­νέρ­γεια των προ­δο­τι­κών άλ­λων που, υπό άλ­λες συν­θή­κες, θα ήταν συ­μπά­σχο­ντές του. Ο δι­πλα­νός (ή και «συ­ντρο­φι­κός» του) άλ­λος, ακό­μα και το ομοί­ω­μά του στον κα­θρέ­φτη, εί­ναι ανά πά­σα στιγ­μή έτοι­μος να τον «δώ­σει» προ­κει­μέ­νου να νιώ­σει ασφα­λής! Η λο­γο­τε­χνία με αυ­τή την έν­νοια, των αλ­λε­πάλ­λη­λων ετε­ρο­τή­των. δεν πε­ριο­ρί­ζε­ται στην ανα­πα­ρά­στα­ση της μο­νή­ρους μνή­μης, αλ­λά διευ­ρυ­νό­με­νη ανα­πα­ρι­στά μια μνή­μη όπου το εχθρι­κό και το συ­μπά­σχον συ­νυ­πάρ­χουν.

Ο άν­θρω­πος του Κάφ­κα, εί­ναι κα­τά­μο­νος, δεν του ανή­κει ού­τε καν η σκιά του. Αλ­λά ο άν­θρω­πος του Σχι­νά δεν αρ­κεί­ται σ΄ αυ­τό. Δια­πι­στώ­νει τον πα­ρα­λο­γι­σμό ως εκ­δή­λω­ση της οντο­λο­γι­κής και κοι­νω­νι­κής κα­τά­στα­σης, στην οποία συ­μπε­ρι­λαμ­βά­νει εμ­φα­νώς και τα φε­ρό­με­να (από τις κά­θε μορ­φής βα­σι­λεύ­ου­σες θε­ω­ρί­ες του 20ού αιώ­να) ως θύ­μα­τα, ενώ στην πρά­ξη πολ­λές φο­ρές τα θύ­μα­τα αυ­τά εί­ναι ετε­ρο­προ­σω­πί­ες των θυ­τών. Για να εντεί­νει μά­λι­στα ο συγ­γρα­φέ­ας το ηθι­κό νό­η­μα αυ­τού του εξο­ντω­τι­κού αλ­λά και αδιέ­ξο­δου πα­ρα­λο­γι­σμού, σε αρ­κε­τά από τα πε­ζο­γρα­φή­μα­τά του, όπως στον «Πό­λε­μο», στο «Ενώ­πιον πο­λυ­βο­λη­τού», στην «Επι­στο­λή», στο «Ναυά­γιο» ή στο «Mε το κόκ­κι­νο φως», εφαρ­μό­ζει ένα εί­δος αντί­στι­ξης που βα­σί­ζε­ται στην αδια­λεί­πτως επα­να­λαμ­βα­νό­με­νη επα­να­φο­ρά των ίδιων θε­μά­των αλ­λά και των πα­ρεμ­φε­ρών γρα­φών. Η διαρ­κής επι­στρο­φή του αν­θρώ­που στο ση­μείο από όπου ξε­κί­νη­σε, δεν υπάρ­χει αμ­φι­βο­λία ότι κά­νει εμ­φα­νέ­στε­ρη στον ανα­γνώ­στη την τρα­γι­κό­τη­τα της σύγ­χρο­νης ζω­ής. Τον σι­σύ­φειο μύ­θο. Την αδυ­να­μία (που ως φαι­νό­με­νο συ­νε­χί­ζε­ται ως σή­με­ρα) λό­γω των συ­νε­χών ανα­κυ­κλή­σε­ων, ανα­συν­θέ­σε­ων και σχε­τι­κο­ποι­ή­σε­ων να γί­νει κα­τα­νοη­τό το απλού­στε­ρο των πραγ­μά­των.[12] `Ετσι, ο Βα­ρί­κας στην βι­βλιο­κρι­τι­κή του έδω­σε μια δια­σταλ­τι­κή ερ­μη­νεία, κα­θώς,

Τα χρο­νι­κά και τα το­πι­κά πλαί­σια, το πραγ­μα­τι­κό και το φα­ντα­στι­κό εδώ συμ­φύ­ρο­νται και συ­ναι­ρού­νται για να απο­μεί­νει ως μό­νο κα­τά­λοι­πο η αί­σθη­ση του άλο­γου, του μά­ταιου, του κε­νού της ύπαρ­ξης.[13]

Νο­μί­ζω όμως ότι πα­ρέ­καμ­ψε το εμ­φα­νές σε πολ­λά από τα πε­ζά της Ανα­φο­ράς, μεί­ζον ζή­τη­μα, όπου ο συγ­γρα­φέ­ας ως αφη­γη­τής ει­ρω­νεύ­ε­ται ή σα­τι­ρί­ζει μεν τον θε­α­τό ή αθέ­α­το ενορ­χη­στρω­τή, που κα­τευ­θύ­νει την επι­χεί­ρη­ση της μα­ζι­κής εξα­πά­τη­σης του αν­θρώ­πι­νου πλή­θους, μα την ίδια στιγ­μή σα­τι­ρί­ζει και ει­ρω­νεύ­ε­ται ακό­μα πιο αιχ­μη­ρά το ίδιο το εξα­πα­τη­μέ­νο πλή­θος, την ευ­πι­στία και την ευ­κο­λία του να πα­ρα­δο­θεί στην ψευ­δαι­σθη­τι­κή φα­ντα­σί­ω­ση. Να φτά­σει στο ση­μείο να κλεί­σει τα μά­τια του, όπως οι Γερ­μα­νοί πο­λί­τες στα χρό­νια του να­ζι­σμού, αρ­νού­με­νο να δε­χτεί το εμ­φα­νές. Στο εξαι­ρε­τι­κό τρί­πτυ­χο του «Σχοι­νο­βά­τη»,[14] ο αφη­γη­τής που ταυ­το­χρό­νως εί­ναι μέ­ρος του πλή­θους αλ­λά προι­κι­σμέ­νος και με την ικα­νό­τη­τα να βλέ­πει και να κα­τα­γρά­φει πέ­ραν του πλή­θους, έχο­ντας έτσι μια δι­πλή υπό­στα­ση, εξι­στο­ρεί με δια­βρω­τι­κό χιού­μορ πώς η φα­ντα­σμα­γο­ρι­κή επί χρό­νια πα­ρά­στα­ση ενός σχοι­νο­βά­τη στο τσίρ­κο μιας πό­λης και των όσων κα­τα­στρο­φι­κών ακο­λου­θούν, μπο­ρεί να συμ­βαί­νει ή και να έχει πά­ψει να συμ­βαί­νει. Διό­τι το κοι­νό, συμ­με­τέ­χο­ντας με την άρ­νη­ση ή την πα­θη­τι­κή πα­ρα­δο­χή του στην κα­τα­σκευή και δια­τή­ρη­ση ενός γε­γο­νό­τος, συ­ντη­ρεί έναν κυ­κλι­κό μύ­θο που μπο­ρεί να εί­ναι απλώς μια αε­νά­ως πα­ρα­τει­νό­με­νη ψευ­δαί­σθη­ση. Ανα­κυ­κλώ­νο­ντας όμως αυ­τή την ψευ­δαί­σθη­ση το ανώ­νυ­μο πλή­θος συμ­με­τέ­χει σ΄ ένα εί­δος επι­βο­λής των ιθυ­νό­ντων. Για­τί συ­γκα­τα­τί­θε­ται, υπο­βοη­θώ­ντας έτσι στην κα­τα­σκευή των αλυ­σί­δων που το κρα­τούν δέ­σμιο!

Ο σχοι­νο­βά­της εξα­κο­λου­θεί να εί­ναι το ίδιο μο­να­δι­κός, το ίδιο ασύ­γκρι­τος.[…]Οι πα­λιές φή­μες δεν στα­μά­τη­σαν πο­τέ να κυ­κλο­φο­ρούν στην πό­λι μας, να κυ­ριαρ­χούν στις συ­ζη­τή­σεις μας, να συ­γκλο­νί­ζουν τα όνει­ρά μας: πως ο σχοι­νο­βά­της εί­ναι ο ίδιος ο διευ­θυ­ντής του τσίρ­κου, πως η διεύ­θυν­σι του τσίρ­κου εί­ναι η μυ­στι­κή υπερ­διεύ­θυν­ση της πό­λε­ώς μας. Μια μι­κρή αλ­λα­γή ση­μειώ­θη­κε μό­νο στο νού­με­ρο.[…] Ο σχοι­νο­βά­της πά­ντως δεν εμ­φα­νί­ζε­ται πια τό­σο ψη­λά όσο άλ­λο­τε. Βρί­σκε­ται τώ­ρα πο­λύ κο­ντά μας. Τα τύ­μπα­να και οι σάλ­πιγ­γες ηχούν με­γα­λειω­δώς στο φι­νά­λε[…]Σκε­πά­ζο­με τα ερε­θι­σμέ­να μά­τια μας με τα χέ­ρια. Και ορα­μα­τι­ζό­μα­στε τα πα­ρά­τολ­μά του πη­δή­μα­τα. Ο σχοι­νο­βά­της μπο­ρεί να βρί­σκε­ται τώ­ρα μια πι­θα­μή επά­νω από το κε­φά­λι μας. Μπο­ρεί να βρί­σκε­ται μια πι­θα­μή επά­νω από το έδα­φος του στί­βου […] μπο­ρεί να μην εμ­φα­νί­ζε­ται πια και κα­θό­λου. Εί­μα­στε όμως μια ώρι­μη γε­νιά. Όλοι γνω­ρί­ζου­με τώ­ρα ότι η αί­σθη­σι του απο­λυ­τρω­τι­κού αυ­τού ιλίγ­γου εί­ναι αυ­στη­ρώς προ­σω­πι­κή υπο­χρέ­ω­σι του κα­θε­νός από μας.[15]

Απο­λύ­τως ανά­λο­γη με την αφη­γη­μα­τι­κή συν­θή­κη του «Σχοι­νο­βά­τη», ει­δι­κά ως προς το σκέ­λος της ανα­γω­γής του πλη­θυ­ντι­κού προ­σώ­που, του εμείς δη­λα­δή, σε δυ­να­στευό­με­νο δυ­νά­στη ο οποί­ος συ­μπράτ­τει με το σύ­στη­μα και πε­ρι­φρου­ρεί τη συ­στη­μι­κή λο­γι­κή, εί­ναι η ευ­φυ­ής αφη­γη­μα­τι­κή συν­θή­κη των τριών σύ­ντο­μων πε­ζο­ποι­η­μά­των που ο Σχι­νάς δη­μο­σί­ευ­σε στο πε­ριο­δι­κό Στά­χυς,[16] κα­θώς και του κα­το­πι­νού αφη­γή­μα­τος «Η επι­στο­λή». Και ως προς μεν τα πε­ζο­ποι­ή­μα­τα, «Το κύ­μα», «Το σκη­νι­κό» και «Το πλη­σί­α­σμα» που αρ­γό­τε­ρα εν­σω­μα­τώ­θη­καν στην επα­νέκ­δο­ση της Ανα­φο­ράς του 1989, νο­μί­ζω ότι προει­δο­ποιού­σαν ήδη τους λί­γους επαρ­κείς ανα­γνώ­στες της επο­χής για ένα εί­δος μπε­κε­τι­κών, καφ­κι­κής γε­νε­α­λο­γί­ας, πυ­κνών μι­κρο­α­φη­γη­μά­των, ενός κό­σμου ανώ­νυ­μων και ψευ­δε­πί­γρα­φων φα­σμά­των:

Με πλη­σί­α­σε χω­ρίς να βιά­ζε­ται. Στά­θη­κε μπρο­στά μου και πε­ρί­με­νε, σε στά­σι πα­ρα­τε­τα­μέ­νης υπό­κλι­σης, έχο­ντας το δε­ξί του χέ­ρι ακου­μπι­σμέ­νο στο στή­θος και το αρι­στε­ρό πί­σω απ΄ την πλά­τη του.
Μια λευ­κή ετι­κέ­τα ήταν κολ­λη­μέ­νη στο μέ­τω­πό του. Κά­τω απ΄ αυ­τή τα μά­τια του με εξέ­τα­ζαν προ­σε­χτι­κά.
Τρά­βη­ξα το στυ­λο­γρά­φο απ’ την τσέ­πη μου, τον ξε­βί­δω­σα και έγρα­ψα στην ετι­κέ­τα του με­τώ­που του. Έγρα­ψα αρ­γά, με πε­ποί­θη­σι και επί­γνω­σι.
Έγρα­ψα: «Ξέ­νος».
Βί­δω­σα πά­λι τον στυ­λο­γρά­φο μου, τον το­πο­θέ­τη­σα στην τσέ­πη μου και πε­ρί­με­να.
Τό­τε ο άλ­λος πα­ρου­σί­α­σε το αρι­στε­ρό του χέ­ρι. Κρα­τού­σε ένα εγ­χει­ρί­διο.
Αρ­γά, με πε­ποί­θη­σι και επί­γνω­σι, μου το βύ­θι­σε ολό­κλη­ρο στην κοι­λιά.[17]

Εί­ναι μια πα­ρα­πλή­σια ει­κό­να με αυ­τή της καφ­κι­κής Δί­κης και την χω­ρίς νό­η­μα εκτέ­λε­ση του Κ. Αλ­λά συ­νο­λι­κά, η αφή­γη­ση του Σχι­νά, μια αφή­γη­ση ανοι­χτών ερω­τη­μα­τι­κών η οποία ερω­το­τρο­πεί συ­νε­χώς με αυ­τό που άφη­σε πί­σω του ο πό­λε­μος, την κα­τα­στρο­φή της λο­γι­κής, βρί­σκε­ται (μα­ζί και οι αφη­γή­σεις των πλέ­ον αντι­συμ­βα­τι­κών της γε­νιάς του) σε ρή­ξη με ό,τι προη­γή­θη­κε. Με το συ­μπα­γές και τα­κτι­κό των συγ­γρα­φέ­ων του ΄30. Σκέ­πτο­μαι ότι αν ορι­σμέ­νοι ρη­ξι­κέ­λευ­θοι πε­ζο­γρά­φοι του πρώ­ι­μου με­τα­πο­λέ­μου, όπως η Μαρ­γα­ρί­τα Λυ­μπε­ρά­κη (1919-2001) με τον Άλ­λο Αλέ­ξαν­δρο (1950), ο Επα­μει­νώ­ντας Γο­να­τάς (1924-2006) με τον Τα­ξι­διώ­τη (1945), η Μι­μί­κα Κρα­νά­κη (1920-2008) με Το τσίρ­κο (1950), δα­νεί­στη­καν αφη­γη­μα­τι­κές τε­χνι­κές που ανα­πτύ­χθη­καν αλ­λού-π.χ. το γαλ­λι­κό νέο μυ­θι­στό­ρη­μα- θε­ω­ρώ­ντας πως τα δι­φυή και δι­φο­ρού­με­να θέ­μα­τά τους συλ­λαμ­βά­νουν κά­τι το υπερ­το­πι­κά και­νούρ­γιο και το εγκα­θι­στούν ως νέα κα­τα­στα­σια­κή συν­θή­κη του άκρως τρο­μο­κρα­τη­μέ­νου αν­θρώ­που, η όλη αυ­τή στά­ση τους δεν οφει­λό­ταν μό­νο στη στρά­τευ­σή τους στον ρι­ζο­σπα­στι­κό μο­ντερ­νι­σμό. Οι γλωσ­σι­κά και συ­ντα­κτι­κά πιο προ­ω­θη­μέ­νες αλ­λά και θε­μα­τι­κά πρω­τό­τυ­πες πε­ρι­πτώ­σεις αυ­τής της πρώ­ι­μης με­τα­πο­λε­μι­κής πε­ζο­γρα­φί­ας, απο­τε­λού­σαν την ίδια στιγ­μή τη ζω­ντα­νή πρό­τα­ση που τις δια­φο­ρο­ποιού­σε απο­φα­σι­στι­κά από την γε­μά­τη σι­γου­ριά, συ­μπά­γεια, ηρω­ι­κή αυ­τα­ρέ­σκεια και έλ­λει­ψη σχε­τι­κι­σμού, με­σο­πο­λε­μι­κή πε­ζο­γρα­φι­κή πα­ρά­δο­ση![18] Ή του­λά­χι­στον το με­γα­λύ­τε­ρο μέ­ρος της.

Οι συ­γκρί­σεις όμως έτσι κι αλ­λιώς εν­δια­φέ­ρουν. Δεν θα πρέ­πει να μας δια­φεύ­γει ότι από τους πε­ζο­γρά­φους που ήδη ανα­φέ­ρα­με προη­γου­μέ­νως, γυ­ναί­κες και άντρες που ήταν συ­νο­μή­λι­κοι και ως ένα βαθ­μό «ομοϊ­δε­ά­τες» του Άλεκ Σχι­νά στο λο­γο­τε­χνι­κό πε­δίο, οι πε­ρισ­σό­τε­ροι στο κρί­σι­μο χρο­νι­κό ση­μείο του τέ­λους της Κα­το­χής, με επερ­χό­με­νο ή σε πλή­ρη εξάρ­τυ­ση τον Εμ­φύ­λιο, επι­λέ­γουν την αμ­φί­στο­μη σχέ­ση της δι­πλής ταυ­τό­τη­τας. Ανε­βαί­νο­ντας στο «Μα­τα­ρόα» το 1945 ή χα­ρά­ζο­ντας τις προ­σω­πι­κές τους δια­δρο­μές στην ερει­πω­μέ­νη Ευ­ρώ­πη. Έτσι η Μι­μί­κα Κρα­νά­κη και ο Αν­δρέ­ας Κα­μπάς (1919-1965) που εί­χε πά­ντως προ­λά­βει προ­τού φύ­γει να κα­τα­θέ­σει τις εμπει­ρί­ες του από τη Μά­χη της Κρή­της, έτσι και η Μαρ­γα­ρί­τα Λυ­μπε­ρά­κη που φεύ­γει κι αυ­τή το 1946 και που η σχέ­ση της με την Ελ­λά­δα ως τό­πο φα­ντα­σια­κό νο­μί­ζω ότι έχει αρ­κε­τά κοι­νά ση­μεία με τη σχέ­ση που ανέ­πτυ­ξε ο Σχι­νάς:

Ο εξό­ρι­στος δεν έχει πα­τρί­δα, ού­τε σπί­τι. Εγώ εί­χα δυο πα­τρί­δες και δυο σπί­τια. Αυ­τό το δί­πορ­το έχει όλα τα κα­λά και όλα τα κα­κά της ελευ­θε­ρί­ας… Εξα­φα­νί­ζε­ται στο στοι­χείο της κα­θη­με­ρι­νό­τη­τας, της τρι­βής με τα πράγ­μα­τα και βρί­σκε­σαι ενώ­πιος ενω­πίω με την ου­σία, μ΄ αυ­τό που κυ­νη­γάς μέ­σα στο έρ­γο σου. Φυ­σι­κά, έτσι κιν­δυ­νεύ­εις να μη σ΄ ανα­γνω­ρί­σει κα­νείς. Έτσι, με την δι­πλή υπό­στα­ση, κα­τα­λή­γεις και πά­λι σε κρί­ση ταυ­τό­τη­τας.[19]

Στην πο­λυ­συ­ζη­τη­μέ­νη με­λέ­τη του Η Γερ­μα­νι­κή Κα­τα­στρο­φή, δη­μο­σιευ­μέ­νη ακρι­βώς στη λή­ξη του πο­λέ­μου (1946),[20] ο ιστο­ρι­κός κα διε­θνο­λό­γος Φρί­ντριχ Μάι­νε­κε έγρα­φε ότι η πε­ζο­γρα­φία που εμ­φα­νί­στη­κε, κυ­ρί­ως από τη γε­νιά που λί­γο αρ­γό­τε­ρα έγι­νε γνω­στή ως Gruppe 47, μέ­σα στα ερεί­πια των βομ­βαρ­δι­σμέ­νων πό­λε­ων, το πρώ­το πράγ­μα που θέ­λη­σε να κά­νει ήταν να κό­ψει τους δε­σμούς της με τις επι­βιώ­σεις των με­σο­πο­λε­μι­κών μυ­θι­στο­ριο­γρά­φων.[21] Με την αντί­λη­ψή τους για έναν κό­σμο που κρα­τά­ει τη συ­νο­χή του και προ­σβλέ­πει σ΄ ένα στα­θε­ρό αξια­κό σύ­στη­μα. Ακό­μα και «ιε­ρές πε­ρι­πτώ­σεις» όπως ο Τό­μας Μαν. Θε­με­λιώ­δες, κοι­νό θέ­μα των με­τα­πο­λε­μι­κών εί­ναι η κρί­ση ταυ­τό­τη­τας μιας κοι­νω­νί­ας που πρέ­πει πά­ση θυ­σία να αντι­με­τω­πί­σει το πα­ρελ­θόν της. `Όχι όμως με τις ανα­δρο­μές της ατο­μι­κής αλ­λά της συλ­λο­γι­κής μνή­μης. Εί­ναι τυ­χαίο άρα­γε που ο Άλεκ Σχι­νάς κα­τα­λή­γει κά­ποια στιγ­μή, κα­τά τα τέ­λη του ΄50 με αρ­χές του ΄60, στη Γερ­μα­νία, στη χώ­ρα όπου η ενο­χή για την ηθε­λη­μέ­νη τυ­φλό­τη­τα αυ­τών που επέ­ζη­σαν του να­ζι­σμού, έχει φτά­σει, όπως μπο­ρεί να δει εκεί­νος που ανα­τρέ­χει στην ποί­η­ση και στην πε­ζο­γρα­φία της, σε ση­μείο ομα­δι­κής ψύ­χω­σης; Όταν προ­τεί­νω ως συ­νο­μι­λία τού Σχι­νά με το πνεύ­μα της επο­χής, τα δά­νεια που πή­ρε και εν­σω­μά­τω­σε στα δι­κά του πε­ζά, εν­νοώ ότι υπάρ­χουν κα­τά τη γνώ­μη μου μια σει­ρά στοι­χεί­ων που τα βρί­σκου­με τό­σο στην πε­ζο­γρα­φία της Gruppe 47 όσο και στη δι­κή του: το απο­γυ­μνω­μέ­να σαρ­κα­στι­κό χιού­μορ, οι εσκεμ­μέ­νες αντι­στρο­φές, οι ασυ­ντα­ξί­ες και οι γκρο­τέ­σκες τε­ρα­το­λο­γί­ες που υπο­σκά­πτουν τη λο­γο­τε­χνι­κή ανα­πα­ρά­στα­ση, την εμ­φά­νι­ση δυ­στο­πιών, όπου το εύ­λο­γο με­ταμ­φιέ­ζε­ται σε πα­ρά­λο­γο, στο βαθ­μό που η άρ­χου­σα, δυσ­διά­κρι­τη λο­γι­κή τά­ξη το εν­σω­μα­τώ­νει και επο­μέ­νως το ακυ­ρώ­νει, στην δια­στρο­φι­κή της ηθι­κή κλί­μα­κα.

Ως προς την «Επι­στο­λή» όμως τα πράγ­μα­τα ήταν πιο ολο­κλη­ρω­μέ­να. Το πε­ζο­γρά­φη­μα αυ­τό, γραμ­μέ­νο κα­τά πά­σα πι­θα­νό­τη­τα στην ίδια χρο­νι­κή πε­ρί­ο­δο με τα προη­γού­με­να πε­ζο­ποι­ή­μα­τα, δεί­χνει πρώ­τ’ απ’ όλα ότι εί­ναι ένα αφή­γη­μα δο­μη­μέ­νο προ­σε­κτι­κά. Ο ανώ­νυ­μος αφη­γη­τής ζη­τά από τους υπεύ­θυ­νους του τα­χυ­δρο­μεί­ου την επι­στο­λή που ο ίδιος έρι­ξε στο κου­τί. Κά­τι που προ­κα­λεί υπο­ψί­ες. Ακο­λου­θούν ατέ­λειω­τες ερω­τή­σεις και ανα­κρί­σεις του αφη­γη­τή, από τα χα­μη­λό­τε­ρα ως τα υψη­λό­τε­ρα διοι­κη­τι­κά γρα­φεία, και πά­ντο­τε χω­ρίς κα­νέ­να απο­τέ­λε­σμα. Αι­σθά­νε­ται χω­ρίς εμ­φα­νή λό­γο πα­γι­δευ­μέ­νος, κα­θώς και τα πιο επου­σιώ­δη λε­γό­με­νά του χρη­σι­μο­ποιού­νται ως επι­χει­ρή­μα­τά ενα­ντί­ον του, ενώ αυ­ξά­νε­ται κα­τα­κο­ρύ­φως η ενο­χή του, η απελ­πι­σία του ότι δεν πρό­σε­ξε, κά­τι δεν εί­πε σω­στά και αντί να ξε­κα­θα­ρί­σει την υπό­θε­ση, εκεί­νη μπερ­δεύ­τη­κε ακό­μα χει­ρό­τε­ρα. Τέ­λος, σ΄ αυ­τό το άλυ­το γαϊ­τα­νά­κι των υπο­ψιών και των μη­χα­νεύ­σε­ων εκ μέ­ρους της Αρ­χής, απέ­να­ντι στον ου­σια­στι­κά αβο­ή­θη­το και κα­τά­μο­νο αφη­γη­τή, προ­στί­θε­ται η πα­ρου­σία του διαρ­κώς με­ταλ­λασ­σό­με­νου πε­ρι­δε­ούς πλή­θους, η πιε­στι­κή δύ­να­μη της μά­ζας που προ­σε­ται­ρί­ζε­ται την εξου­σία, απο­τε­λώ­ντας στον ου­σία το δε­κα­νί­κι της κα­θώς για λο­γα­ρια­σμό της ανα­λαμ­βά­νει εκεί­νη να κα­τα­σκευά­ζει και να εξο­ντώ­νει τους υπο­τι­θέ­με­νους ενό­χους!

Η έντε­χνη μορ­φο­λο­γι­κή ρευ­στό­τη­τα που δη­μιουρ­γεί στα πε­ζά του ο Σχι­νάς, εντεί­νε­ται από τις ηθε­λη­μέ­νες επα­να­φο­ρές και τις επα­να­λή­ψεις της συ­ντα­κτι­κής υφής του κει­μέ­νου, προ­κα­λώ­ντας ηθε­λη­μέ­να στον ανα­γνώ­στη αβε­βαιό­τη­τα, αδη­μο­νία, ανα­σφά­λεια και φό­βο, τρα­βώ­ντας τον μέ­σα στο αγ­χώ­δες πε­ρι­βάλ­λον ενός κό­σμου ρι­ζι­κά απρό­σω­που. Αλ­λά αν μπο­ρού­με να δια­βά­σου­με το αφή­γη­μα αυ­τό, όπως και αρ­κε­τά άλ­λα από την Ανα­φο­ρά πε­ρι­πτώ­σε­ων, σ’ ένα δεύ­τε­ρο επί­πε­δο, τό­τε θα ανα­γνω­ρί­σου­με με­ρι­κά από τα ηθι­κά ζη­τού­με­να που ο συγ­γρα­φέ­ας θέ­λη­σε να ανα­πτύ­ξει την απου­σία τους μέ­σα από ιστο­ρί­ες που έχουν ένα ή πε­ρισ­σό­τε­ρα πα­ρα­δειγ­μα­τι­κά νο­ή­μα­τα, σαν ένα εί­δος βι­βλι­κών μύ­θων. Εν ολί­γοις, τα πε­ζο­γρα­φή­μα­τά του μι­λούν για τον κό­σμο μας, αλ­λά ανα­πο­δο­γυ­ρί­ζο­ντάς τον! Και πρώ­τα-πρώ­τα, αυ­τό που μάλ­λον εί­ναι φα­νε­ρό ως προς τις κα­τα­βο­λά­δες της γρα­φής και της τε­χνι­κής του, μάς δη­λώ­νει ανοι­χτά ότι από τα τέ­λη της δε­κα­ε­τί­ας του ΄40 ως τις αρ­χές αυ­τής του ΄50, μα και στη συ­νέ­χεια, ο Σχι­νάς ανα­ζη­τού­σε αλ­λού τα συ­ντα­κτι­κά πρό­τυ­πά του. Μ΄ έναν τρό­πο, εί­ναι ένας συγ­γρα­φέ­ας του «δι­φυούς και δι­φο­ρού­με­νου»,[22] όπως άλ­λω­στε και ο Νί­κος Κα­χτί­τσης (1926-1970) που η εμ­μο­νή τους για την ελ­λη­νι­κή γλώσ­σα χω­ρίς πα­ρω­πί­δες, τους έκα­νε και τους δυο να «δα­νει­στούν» άλ­λες πε­ζο­γρα­φι­κές πα­ρα­δό­σεις, για να δεί­ξουν ότι το φα­ντα­σια­κό δεν έχει ως προς την πρό­σλη­ψή του γε­ω­γρα­φι­κά όρια. Ότι η βελ­γι­κή Γάν­δη του ενός ή τα στε­ρη­μέ­να ταυ­τό­τη­τας, άγρια βιο­μη­χα­νο­ποι­η­μέ­να το­πία του άλ­λου, μπο­ρούν να εί­ναι στον ίδιο βαθ­μό αι­σθη­τά ως θέ­α­τρα τρα­γι­κών αν­θρώ­πι­νων κα­τα­στά­σε­ων.

Οπό­τε θα έλε­γα ότι εί­ναι ανώ­φε­λη η προ­σπά­θεια να ανα­ζη­τη­θεί σώ­νει και κα­λά για τον Σχι­νά μια εξάρ­τη­ση από τον «αυ­τό­χθο­να» μο­ντερ­νι­σμό, όπως επι­χεί­ρη­σε η κρι­τι­κή του και­ρού εκεί­νου. Από την πλευ­ρά αυ­τή, της πα­ρα­βο­λι­κής ανά­πτυ­ξης ενός μύ­θου, νο­μί­ζω ότι η «Επι­στο­λή» πέ­ρα από έναυ­σμα μιας αφη­γη­μα­τι­κής με­θό­δου, υπήρ­ξε και ένα εί­δος μή­τρας. Ένα εί­δος γειω­μέ­νης ιλα­ρο­τρα­γι­κής ανά­γνω­σης του θε­ο­λο­γι­κού καφ­κι­κού απο­κλει­σμού, από την οποία προ­ήλ­θαν αρ­κε­τές πα­ραλ­λα­γές του πυ­ρή­να της λο­γο­τε­χνι­κής συν­θή­κης του Σχι­νά, στην οποία επα­νέρ­χο­νται τα εξής τρία βα­σι­κά ση­μεία: α) Το μο­νή­ρες άτο­μο που ξαφ­νι­κά συ­νει­δη­το­ποιεί ότι η λο­γι­κή του εί­ναι ανε­παρ­κής, πράγ­μα που του δη­μιουρ­γεί ενο­χή και αυ­το­λύ­πη­ση· β) η σύ­γκρου­σή του με έναν υπερ­κεί­με­νο μη­χα­νι­σμό που ελέγ­χει τα πά­ντα και που το κα­τα­δι­κά­ζει έως εξο­ντώ­σε­ως σε συ­νε­χείς, μά­ταιες και αδιέ­ξο­δες επα­να­κυ­κλή­σεις· γ) η επι­θε­τι­κό­τη­τα, το ακα­τα­νό­η­το μί­σος, η πα­θη­τι­κό­τη­τα, η εχθρι­κή πα­ρου­σία των άλ­λων ως απει­λή θα­νά­του ― ενώ απέ­να­ντι σε όλα αυ­τά τα μό­να όπλα που δια­θέ­τει το μο­να­χι­κό μέ­σα στην μπε­κε­τι­κή ερη­μιά του άτο­μο εί­ναι η φαρ­μα­κε­ρή σά­τι­ρα και η δια­κω­μώ­δη­ση.

Η «Επι­στο­λή» πρω­το­δη­μο­σιεύ­τη­κε στο πε­ριο­δι­κό Ο αιώ­νας μας το 1951, δη­λα­δή με­τά τη λή­ξη της στρα­τιω­τι­κής θη­τεί­ας του Σχι­νά (και τυ­πι­κά με­τά τον Εμ­φύ­λιο), αν­θο­λο­γή­θη­κε έπει­τα στον τρί­το τό­μο του Δι­η­γή­μα­τος των Ηρα­κλή και Ρέ­νου Απο­στο­λί­δη, αλ­λά για κά­ποιον λό­γο δεν συ­γκε­ντρώ­θη­κε στην Ανα­φο­ρά του 1966. Εν­δια­φέ­ρει σή­με­ρα αν τα αντι­κει­με­νι­κά δε­δο­μέ­να της προ­έρ­χο­νταν από προ­σω­πι­κές εμπει­ρί­ες του συγ­γρα­φέα; Αν ο άν­θρω­πος που θέ­λει να τα­χυ­δρο­μή­σει την επι­στο­λή του και δεν τα κα­τα­φέρ­νει εί­ναι ο ίδιος ο Σχι­νάς ή κά­ποια φα­ντα­στι­κή περ­σό­να του; Δεν νο­μί­ζω. Αρ­κε­τά αρ­γό­τε­ρα, στο πε­ριο­δι­κό Νέα Ελ­λη­νι­κά,[23] ο Ρέ­νος Απο­στο­λί­δης, αφού χα­ρα­κτη­ρί­ζει την «Επι­στο­λή» «λα­μπρή και καφ­κι­κή», ανα­φε­ρό­με­νος ανα­δρο­μι­κά στα ως τό­τε πε­ζά τού Σχι­νά, και ιδιαί­τε­ρα στο «Ενώ­πιον πο­λυ­βο­λη­τού», προ­βάλ­λει την αρ­κε­τά πα­ρά­δο­ξη και όχι πο­λύ ξε­κα­θα­ρι­σμέ­νη άπο­ψη ότι το δι­ή­γη­μα «μοιά­ζει ελά­χι­στα ‘βιω­μα­τι­κό’ κ΄ εί­ναι από­λυ­τα αυ­το­βιο­γρα­φι­κό. Κα­μιά ‘τέ­χνη’ πράγ­μα­τι δεν κά­νει ο Α.Σ.-κ΄ εί­ναι τού­το, για την πε­ρί­πτω­σή του (όπου πρώ­τη αξία έχει η γνη­σιό­τη­τα ως πε­ρι­στα­τι­κού) ‘προς τι­μήν του’.[24] Ο ‘λό­γο­ς’ μοιά­ζει τρο­με­ρά ‘λο­γι­κό­ς’, κ΄ εί­ναι αγ­χώ­δης δρα­πέ­της του εγ­γε­νούς μέ­σα του irrationnel!»[25] Ασφα­λώς ο Απο­στο­λί­δης ανή­κε στον στε­νό κύ­κλο των φί­λων του συγ­γρα­φέα και χω­ρίς άλ­λο γνώ­ρι­ζε τα πραγ­μα­το­λο­γι­κά ―εν­δε­χο­μέ­νως της διε­τί­ας κα­τά την οποία στρα­τεύ­θη­κε o Σχι­νάς, εν και­ρώ εμ­φυ­λί­ου― αλ­λά με τα όσα πια γνω­ρί­ζου­με για τις έν­νοιες «βιω­μα­τι­κό» και «αυ­το­βιο­γρα­φι­κό» στο πε­δίο της λο­γο­τε­χνι­κής ανα­πα­ρά­στα­σης, νο­μί­ζω ότι εί­ναι μα­ταιο­πο­νία να επι­διώ­κου­με να δια­κρί­νου­με με βε­βαιό­τη­τα το ένα από το άλ­λο, κυ­νη­γώ­ντας το φά­ντα­σμα της «αλη­θι­νής αλή­θειας» και θε­ω­ρώ­ντας ότι στην πε­ρί­πτω­ση της αυ­το­βιο­γρα­φί­ας δεν υπει­σέρ­χε­ται στην αφή­γη­ση η δη­μιουρ­γι­κή επι­νό­η­ση![26]

[Ιουν.-Αυγ. 2024]



 

αυτόν το μήνα οι εκδότες προτείνουν: