Πρωτομαγιά

Giuseppe Arcimboldo, 'Flora' (Μιλάνο, 1590)
Giuseppe Arcimboldo, 'Flora' (Μιλάνο, 1590)

Ρού­λα με λέ­νε, ψευ­τρού­λα με φω­νά­ζουν, όμως, όλοι οι δι­κοί μου∙ φί­λοι και συγ­γε­νείς. Όχι βέ­βαια, πως έχουν και άδι­κο. Εί­ναι η με­γά­λη αδυ­να­μία μου να αλ­λά­ζω τα πράγ­μα­τα. Από μι­κρή το ‘χω αυ­τό το κου­σού­ρι. Η αλή­θεια εί­ναι, πως τα ψέ­μα­τα που λέω δεν κά­νουν κα­κό σε κα­νέ­ναν. Να, εί­ναι που βα­σι­κά μου αρέ­σει να ωραιο­ποιώ την κα­θη­με­ρι­νό­τη­τα, ή και να τη δρα­μα­το­ποιώ λι­γά­κι, όταν τη θε­ω­ρώ πο­λύ πε­ζή.
Ήμουν πέ­ντε-έξι χρο­νών, όταν πολ­λές φο­ρές η κα­θη­με­ρι­νό­τη­τα με κού­ρα­ζε. Φρό­ντι­ζα τό­τε να την κά­νω πιο ζω­ντα­νή. Αρ­ρα­βώ­νια­ζα για πα­ρά­δειγ­μα μια γει­το­νο­πού­λα, όταν την έβλε­πα να κρυ­φο­μι­λά με έναν νέο, και πολ­λά μω­ρά τα "γεν­νού­σα" πριν την ώρα τους. Η φου­κα­ριά­ρα η μά­να μου, του κά­κου προ­σπα­θού­σε να με πεί­σει να κό­ψω αυ­τή μου τη συ­νή­θεια. Θα με κο­ρόι­δευαν, έλε­γε, όλοι. Ο πα­τέ­ρας μου, μάλ­λον το δια­σκέ­δα­ζε∙ γύ­ρι­ζε το βρά­δυ απ’ τη δου­λειά και ρω­τού­σε: «Λοι­πόν, Ρού­λα μου, ποια γέν­νη­σε σή­με­ρα;» ή: «Τι έκα­νε η κυ­ρά- Κα­τί­να, αγό­ρι ή κο­ρί­τσι;»
Έλα τώ­ρα που μου άρε­σε όλος αυ­τός, ο από μέ­να πλα­σμέ­νος κό­σμος; Όσο με­γά­λω­να πά­ντως, προ­σπα­θού­σα να ελέγ­χω την ώρα, το μέ­ρος και τους αν­θρώ­πους, μπρο­στά στους οποί­ους τα ξε­φούρ­νι­ζα. Και πο­τέ, μα πο­τέ μου δεν "πέ­θαι­να" κα­νέ­ναν. Κά­που γύ­ρω στα δέ­κα πρέ­πει να ήμουν, όταν ο γιος του κυρ-Μι­χά­λη, μου κόλ­λη­σε το "Ρού­λα-ψευ­τρού­λα". Η οι­κο­γέ­νεια του κυρ-Μι­χά­λη ήταν αντι­πα­θής στη γει­το­νιά. Καυ­γά­δες στο σπί­τι όλη μέ­ρα, μέ­θυ­σος ο ίδιος, ανοι­κο­κύ­ρευ­τη η γυ­ναί­κα του, ατη­μέ­λη­τα και κα­κό­τρο­πα τα παι­διά. Εί­χαν και ένα αμπέ­λι, ακρι­βώς κά­τω από το δι­κό μας, γε­μά­το χόρ­τα και αγκά­θια.
Την Πρω­το­μα­γιά, πη­γαί­να­με με τις συμ­μα­θή­τριες και φί­λες μου στο αμπέ­λι μας για να "πιά­σου­με" τον Μάη. Πε­ρι­μέ­να­με αυ­τή τη μέ­ρα μή­νες ολό­κλη­ρους. Εί­χα­με κι ένα κα­λυ­βά­κι, όπου βρί­σκα­με κα­τα­φύ­γιο, αν ο και­ρός δεν ήταν πο­λύ κα­λός.
Πρω­το­μα­γιά και πά­λι. Στο αμπέ­λι εμείς από το πρωί, με τα σα­κου­λά­κια μας και τη μπά­λα μας. Τρα­γού­δια, γέ­λια, χα­ρά Θε­ού. Σε κά­ποια φά­ση ενός παι­χνι­διού, κύ­λη­σε η μπά­λα προς το αμπέ­λι του κυρ-Μι­χά­λη και, πο­λύ προ­σε­κτι­κά, κα­τέ­βη­κα να την πά­ρω. Εκεί ήταν κι αυ­τός. Έσκα­βε με την τσά­πα στο χέρ­σο μέ­ρος του αμπε­λιού. Κρύ­φτη­κα πί­σω από ένα κλή­μα, πε­ρι­μέ­νο­ντας μή­πως και φύ­γει για να την πιά­σω. Εί­χε ανοί­ξει έναν με­γά­λο λάκ­κο και, ρί­χνο­ντας γύ­ρω του ανη­συ­χη­τι­κά βλέμ­μα­τα, προ­σπα­θού­σε να σπρώ­ξει μέ­σα ένα πε­λώ­ριο σα­κί που πρέ­πει να ήταν ασή­κω­το από το βά­ρος. Αν έκρι­νες από την όψη του, και με­θυ­σμέ­νος ήταν αλ­λά και πο­λύ φο­βι­σμέ­νος. Τι να πε­ριεί­χε άρα­γε; Μή­πως εί­χε βρει κα­νέ­ναν θη­σαυ­ρό; Λες να εί­χε δια­πρά­ξει κα­νέ­να έγκλη­μα; Αμέ­σως με­τά, τον γέ­μι­σε με χώ­μα και έφυ­γε βια­στι­κά. Πε­ρί­ερ­γη μου φά­νη­κε η όλη συ­μπε­ρι­φο­ρά του και ανε­ξή­γη­τη ταυ­τό­χρο­να. Όταν απο­μα­κρύν­θη­κε, άρ­πα­ξα στα γρή­γο­ρα την μπά­λα και έτρε­ξα πί­σω στο κα­λύ­βι. Δεν εί­πα τί­πο­τα στις φί­λες, αν και με ρω­τού­σαν συ­νέ­χεια, για­τί άρ­γη­σα τό­σο και ποια γέν­να πα­ρα­κο­λου­θού­σα... Το βρά­δυ εξι­στό­ρη­σα στο σπί­τι με το νι και με το σίγ­μα όλα όσα εί­δα με τα ίδια μου τα μά­τια. Γέ­λα­σε πά­λι ο πα­τέ­ρας. «Άρ­χι­σες τώ­ρα να ασχο­λεί­σαι με πε­θα­μέ­νους, τα­φές και κρυμ­μέ­νους θη­σαυ­ρούς;» εί­πε. Μου κα­κο­φά­νη­κε πο­λύ, αλ­λά δεν εί­χα τρό­πο να τον πεί­σω, ότι δεν ήταν η φα­ντα­σία μου.

Πέ­ρα­σαν χρό­νια πολ­λά, με­γά­λω­σα συ­νε­χί­ζο­ντας τα αθώα μου ψέ­μα­τα. Έκα­να δι­κή μου οι­κο­γέ­νεια, με­γά­λω­σαν και τα παι­διά μου. Κι αυ­τά με φώ­να­ζαν, όταν ήθε­λαν να με πει­ρά­ξουν, "Ρού­λα-ψευ­τρού­λα." Με­γά­λω­σε και η πό­λη. Επε­κτά­θη­κε∙ έφτα­σε μέ­χρι τα αμπέ­λια. Τα αμπέ­λια έγι­ναν οι­κο­δο­μή­σι­μα οι­κό­πε­δα. Πρώ­τα και κα­λύ­τε­ρα τα παι­διά του κυρ-Μι­χά­λη τα πού­λη­σαν. Ο ίδιος εί­χε απο­δη­μή­σει εις Κύ­ριον εδώ και πολ­λά χρό­νια. Το πο­τό εί­χε κα­τα­στρέ­ψει το συ­κώ­τι του. Μια μέ­ρα, ακού­στη­κε ότι κα­τά τις εκεί χω­μα­τουρ­γι­κές ερ­γα­σί­ες, βρέ­θη­κε ένας σκε­λε­τός. Έρευ­νες έγι­ναν πολ­λές και δια­πι­στώ­θη­κε ότι επρό­κει­το για έναν νέο άντρα που εί­χε πε­θά­νει πριν από σα­ρά­ντα του­λά­χι­στον χρό­νια... Κα­νείς δεν ήξε­ρε ποιος ήταν και πώς βρέ­θη­κε εκεί ο σκε­λε­τός του.
Το έμα­θε και ο γέ­ρος πα­τέ­ρας μου και δε συγ­χώ­ρη­σε τον εαυ­τό του που δεν με πί­στε­ψε όταν του εί­χα αφη­γη­θεί την ιστο­ρία της τα­φής την Πρω­το­μα­γιά!
Κι όμως, πο­τέ μου δεν έπλα­θα ιστο­ρί­ες με νε­κρούς και φο­νι­κά!

 

αυτόν το μήνα οι εκδότες προτείνουν: