Η λειτουργημένη ρόμπα

Η λειτουργημένη ρόμπα

Το δέ­μα εί­χε φτά­σει μια εβδο­μά­δα πριν από τον γά­μο της. Και τι δέ­μα! Από το Πα­ρί­σι, πα­ρα­κα­λώ! Πε­ριε­χό­με­νο; Μέ­σα σε ολο­μέ­τα­ξο κά­λυμ­μα, ένα ροζ, δα­ντε­λέ­νιο νυ­χτι­κό και μία βε­λού­δι­νη, ολο­πόρ­φυ­ρη, μα­κριά ρό­μπα. Δώ­ρο για τη νύ­φη από τη με­ρα­κλού θεία, την Πα­ρι­ζιά­να! Επι­φω­νή­μα­τα θαυ­μα­σμού από συγ­γε­νείς και φί­λες όταν τα κρέ­μα­σε κι αυ­τά μα­ζί με όλα τα άλ­λα προι­κιά της στη γιορ­τι­νή τη σά­λα. Η θεία θα κα­τέ­φθα­νε η ίδια αε­ρο­πο­ρι­κώς την πα­ρα­μο­νή του γά­μου στην συ­μπρω­τεύ­ου­σα και από κει, με ει­δι­κά ναυ­λω­μέ­νο τα­ξί, στο πα­τρι­κό για να προ­βο­δί­σει μα­ζί με όλη την οι­κο­γέ­νεια την αγα­πη­μέ­νη ανι­ψιά. Που και πο­λύ νέα ήταν και απί­θα­να όμορ­φη με τα σχι­στά της μά­τια και τις μα­κριές, κα­τά­μαυ­ρες πλε­ξού­δες της να φτά­νουν μέ­χρι τη μέ­ση.
Ο γά­μος, αντά­ξιος της αρι­στο­κρα­τι­κής κα­τα­γω­γής του γα­μπρού αλ­λά και του «βα­σταγ­μέ­νου», έστω και κοι­νού θνη­τού, πε­θε­ρού. Εμ­φα­νί­σι­μος ο γα­μπρός, όχι, όμως, στην πρώ­τη νιό­τη. Η νύ­φη, δεν εί­χε και πολ­λά πε­ρι­θώ­ρια να πει «όχι» στον προ­ξε­νη­τή. Αυ­τά τα κα­θό­ρι­ζε ο πα­τέ­ρας, αφού ζύ­γι­ζε τα υπέρ και τα κα­τά: ναι μεν αρ­κε­τά με­γα­λύ­τε­ρος από τη θυ­γα­τέ­ρα. Ευ­κα­τά­στα­τος και με οι­κο­γέ­νεια, όχι μό­νο αρ­χο­ντι­κής κα­τα­γω­γής. Μορ­φω­μέ­νοι όλοι, γο­νείς και παι­διά. «Μόρ­φω­ση» σή­μαι­νε από­φοι­τοι γυ­μνα­σί­ου και από τη με­ριά της μα­μάς, μά­λι­στα, γαλ­λο­μα­θείς όλοι τους. Τι άλ­λο να ζη­τή­σει κα­νείς; Η νύ­φη μό­λις εί­χε πα­ρα­κο­λου­θή­σει την πρώ­τη γυ­μνα­σί­ου. Αρ­κούν τό­σα γράμ­μα­τα για μια κο­πέ­λα. Έκτο­τε αφο­σιώ­θη­κε στην ετοι­μα­σία της προί­κας της και στην «εκ­μά­θη­ση» των κα­θη­κό­ντων μιας κα­λής οι­κο­δέ­σποι­νας. Δη­λα­δή, λά­τρα και μα­γει­ρι­κή. Άρι­στα σε όλα. Της αρέ­σαν, βέ­βαια και οι νε­α­νι­κές συ­γκε­ντρώ­σεις, αλ­λά μό­νο όπου τη συ­νό­δευε ο αδελ­φός και μό­νο με κα­θώς πρέ­πει πα­ρέ­ες. Με τον γά­μο τώ­ρα, θα μπο­ρού­σε να απο­λαύ­σει πο­λύ πε­ρισ­σό­τε­ρες εξό­δους, τό­σο με τον γλεν­τζέ σύ­ζυ­γο όσο και με το θη­λυ­κό, «καλ­λιερ­γη­μέ­νο» συγ­γε­νο­λόι του γα­μπρού, σε απο­γευ­μα­τι­νά κα­λέ­σμα­τα. Ωραί­ες οι προ­ο­πτι­κές!
Τη ζή­λευαν οι φί­λες για την τύ­χη της, κα­μά­ρω­νε η ίδια για το κα­λό της ρι­ζι­κό, αν και…Ε, δεν μπο­ρού­σε να μην σκέ­φτε­ται εκεί­νο το νέο πα­λι­κά­ρι που την γλυ­κο­κοι­τού­σε, αλ­λά πο­τέ δεν τόλ­μη­σε να την πλη­σιά­σει. Πά­ντα, σε κά­θε άγ­γιγ­μα του μνη­στή­ρα, εκεί­νος ερ­χό­ταν σαν οπτα­σία μπρος της. Κι εκεί στα­μα­τού­σε η σχέ­ση τους.
Το ροζ νυ­χτι­κό ού­τε που χρειά­στη­κε να το φο­ρέ­σει. Στο πα­τρι­κό της την ξε­παρ­θέ­νε­ψε ο μελ­λο­ντι­κός σύ­ζυ­γος μια εβδο­μά­δα πριν από τον γά­μο. Κά­πως βί­αια, βέ­βαια. Έγι­νε πά­ντως. Το τα­ξί­δι του μέ­λι­τος στο νη­σί των Ιπ­πο­τών, όπως άλ­λω­στε όλοι οι βα­σταγ­μέ­νοι νε­ό­νυμ­φοι, την επο­χή εκεί­νη. Ρό­μπα και νυ­χτι­κό δεν βγή­καν από τη βα­λί­τσα, μια και το πρω­ι­νό στην πο­λυ­τε­λή αί­θου­σα του ξε­νο­δο­χεί­ου το σερ­βί­ρι­ζαν. Πού θα πά­ει; Συλ­λο­γι­ζό­ταν η νε­ό­νυμ­φη. Μό­λις γυ­ρί­σου­με σπί­τι, μ’ αυ­τή τη ρό­μπα θα ετοι­μά­ζο­μαι για ύπνο, μ’ αυ­τήν θα σερ­βί­ρω το πρω­ι­νό.
Σι­γά…Στο σπί­τι, σω­στό αρ­χο­ντι­κό, μό­νο το υπνο­δω­μά­τιο τούς -ή κα­λύ­τε­ρα τής- ανή­κε. Το οποίο, έκ­πλη­ξη της εί­πε ο γα­μπρός, εί­χε επι­πλω­θεί με κα­ρυ­δέ­νιο κρε­βά­τι, ασορ­τί κο­μο­δί­να, τρί­φυλ­λο κα­θρέ­φτη επά­νω από το κο­μό-τουα­λέ­τα και τρί­φυλ­λη ντου­λά­πα. Στον επά­νω όρο­φο, μα­ζί με άλ­λα τρία υπνο­δω­μά­τια και ένα κοι­νό μπά­νιο. Ένα για τα πε­θε­ρι­κά και από ένα για τους ανύ­πα­ντρους ακό­μη κου­νιά­δους. Στον κά­τω όρο­φο το κα­θι­στι­κό, κα­θη­με­ρι­νό δω­μά­τιο, κοι­νό για όλους, μία τε­ρά­στια σα­λο­τρα­πε­ζα­ρία για τις επί­ση­μες γιορ­τα­στι­κές μέ­ρες και τα απο­γευ­μα­τι­νά κα­λέ­σμα­τα της πε­θε­ράς -του­λά­χι­στον μια φο­ρά τον μή­να στρω­μέ­νο τρα­πέ­ζι για χαρ­τιά- και μια κου­ζί­να μα­ζί με το κε­λά­ρι τρο­φί­μων. Στο ισό­γειο, το ερ­γα­στή­ρι γου­να­ρι­κών των αδελ­φών. Πε­ρι­τρι­γυ­ρι­σμέ­νο από έναν πο­λύ πε­ρι­ποι­η­μέ­νο κή­πο, κα­θη­με­ρι­νή απα­σχό­λη­ση του συ­ντα­ξιού­χου πε­θε­ρού, με άν­θη και θά­μνους, πε­ρί­τε­χνα κλα­δε­μέ­νους.

Η βε­λού­δι­νη ρό­μπα, μα­ζί με το δα­ντε­λέ­νιο νυ­χτι­κό, έμει­νε στο κά­τω συρ­τά­ρι της τουα­λέ­τας. Ήδη από την πρώ­τη μέ­ρα της επι­στρο­φής στο σπί­τι, οι άντρες, αφού έπι­ναν στα γρή­γο­ρα έναν κα­φέ στο πό­δι, κα­τέ­βαι­ναν στο ερ­γα­στή­ριο. Η πε­θε­ρά με τη νύ­φη άρ­χι­ζαν το κα­θη­με­ρι­νό συ­γύ­ρι­σμα, δη­λα­δή η νύ­φη υπό την κα­θο­δή­γη­ση τις πρώ­τες μέ­ρες της πε­θε­ράς και αμέ­σως με­τά η ενα­σχό­λη­ση με τη μα­γει­ρι­κή.
Έφυ­γαν κά­ποια ώρα οι κου­νιά­δοι σε δι­κό τους νοι­κο­κυ­ριό, με­τά από με­ρι­κά χρό­νια ανα­χώ­ρη­σαν για τα επέ­κει­να και τα πε­θε­ρι­κά. Ήρ­θαν εντω­με­τα­ξύ τα παι­διά του ζεύ­γους. Τα νυ­φιά­τι­κα δώ­ρα απ’ το Πα­ρί­σι πά­ντα στο κά­τω συρ­τά­ρι. Πού και­ρός για ανά­παυ­ση και χου­ζού­ρε­μα…
Κά­πο­τε, ψά­χνο­ντας η κό­ρη να βρει στο­λή για τα καρ­να­βά­λια, ανα­κά­λυ­ψε το πε­ριε­χό­με­νο του κά­τω συρ­τα­ριού. Η μη­τέ­ρα δεν εί­χε κα­μιά αντίρ­ρη­ση για την πα­ρα­χώ­ρη­ση της ροζ νυ­χτι­κιάς στη θυ­γα­τέ­ρα για να μα­σκα­ρευ­τεί. Μάλ­λον το χά­ρη­κε. Πού και πό­τε να φο­ρέ­σει πια δα­ντέλ­λα στο κρε­βά­τι; Επ’ ου­δε­νί, όμως, τη βε­λού­δι­νη ρό­μπα. Θα τη χρεια­στεί αρ­γό­τε­ρα, επέ­με­νε.
Το αρ­γό­τε­ρα ήρ­θε όταν έμει­νε εντε­λώς μό­νη στο πε­λώ­ριο σπί­τι. Πα­ρα­χώ­ρη­σε τους επά­νω ορό­φους στα παι­διά και κα­τέ­βη­κε η ίδια στο ισό­γειο, το οποίο φρό­ντι­σε να δια­μορ­φω­θεί σε ένα όμορ­φο, μι­κρό δια­με­ρι­σμα­τά­κι. Τώ­ρα, κά­θε βρά­δυ, μό­λις αρ­χί­ζει να σκο­τει­νιά­ζει, στρώ­νε­ται στον κα­να­πέ μπρο­στά στην τη­λε­ό­ρα­ση και τυ­λί­γε­ται στην πορ­φυ­ρή της ρό­μπα, την πα­ρι­ζιά­νι­κη. Γε­λούν τα παι­διά όταν τη βλέ­πουν κι εκεί­νη σχο­λιά­ζει χα­μο­γε­λώ­ντας: «Ξέ­ρε­τε τι έλε­γε η σο­φή για­γιά μου; Ρού­χο που αγα­πάς και φρο­ντί­ζεις να το φο­ράς συ­νέ­χεια, λει­τουρ­γη­μέ­νο εί­ναι!» Ζή­τη­σε και κά­τι ακό­μη να της υπο­σχε­θούν: Μ’ αυ­τό θέ­λει να την στο­λί­σουν, όταν έλ­θει η ώρα της. Με τη λει­τουρ­γη­μέ­νη, πορ­φυ­ρή, πα­ρι­ζιά­νι­κη ρό­μπα. Αφού δεν τη χά­ρη­κε σαν νύ­φη, ας την αφή­σουν να την χα­ρεί στον άλ­λο κό­σμο!

 

αυτόν το μήνα οι εκδότες προτείνουν: