Γράμμα αποχαιρετισμού στη Βεατρίκη

Μαρία Σπάρταλη-Στίλμαν: «Βεατρίκη» (1896)
Μαρία Σπάρταλη-Στίλμαν: «Βεατρίκη» (1896)




Ειλι­κρι­νά δεν μπο­ρώ να σε κα­τα­λά­βω. Σου έχω τό­σες φο­ρές εξη­γή­σει, που κα­τα­ντά­ει γρα­φι­κό. Αστείο. Ένα κα­κό­γου­στο ανέκ­δο­το. Δια­νοη­τι­κά κι αι­σθη­τι­κά δεν εί­μαι του στυλ σου, και σί­γου­ρα δεν εί­μαι πε­ρι­πε­τειώ­δης ή μπο­έμ, πο­λύ πε­ρισ­σό­τε­ρο αρι­βί­στας. Δεν χρειά­ζε­ται να εί­ναι κα­νείς τέ­ρας ευ­φυ­ΐ­ας για να το δια­πι­στώ­σει. Δεν μου αρέ­σει να τα­ξι­δεύω ―πα­ρά μό­νο ίσως στο Πα­ρί­σι―, ού­τε και να παίρ­νω ρί­σκα. Κά­νω την ίδια δου­λειά με τον πα­τέ­ρα μου και τον παπ­πού μου Ζ. ―αν στύ­ψεις τα δά­χτυ­λά μου θα τρέ­ξουν σά­λια―, και δεν μου πέ­ρα­σε ού­τε στιγ­μή από το μυα­λό να ζή­σω σε άλ­λη πό­λη. Δεν έχω κά­νει κα­μία τρέ­λα στη ζωή μου. Τί­πο­τα ιδιαί­τε­ρα τολ­μη­ρό για το οποίο να καυ­χιέ­μαι, και οι αλ­λα­γές, όταν δεν με κά­νουν να βα­ριέ­μαι ή να χέ­ζο­μαι από τον φό­βο μου, με απο­συ­ντο­νί­ζουν σε τέ­τοιο βαθ­μό που ξε­χνάω ακό­μα και το όνο­μά μου. Δεν έχω τί­πο­τα να εξο­μο­λο­γη­θώ για τον εαυ­τό μου. Τα παι­δι­κά μου χρό­νια ήταν μάλ­λον βα­ρε­τά. Σχε­δόν ευ­τυ­χι­σμέ­να. Χω­ρίς σκα­μπα­νε­βά­σμα­τα. Δεν θυ­μά­μαι να ήθε­λα να πη­δή­ξω τη μη­τέ­ρα μου, ού­τε να σκο­τώ­σω τον πα­τέ­ρα μου. Και στο σχο­λείο τα κα­τά­φερ­να μια χα­ρά. Πο­τέ δεν βα­σά­νι­σα κά­ποιο ζώο από ανία όπως οι συμ­μα­θη­τές μου. Ού­τε κόλ­λη­σα μο­νω­τι­κή ται­νία στα κου­δού­νια της πο­λυ­κα­τοι­κί­ας τις ώρες κοι­νής ησυ­χί­ας. Αν εξαι­ρέ­σεις εκεί­νο το συμ­βάν στην εφη­βεία μου, που βγή­κα στο μπαλ­κό­νι και φώ­να­ξα «κά­τω η στρα­το­κρα­τία» όταν εί­δα να συλ­λαμ­βά­νουν τον γεί­το­να από το δι­πλα­νό δια­μέ­ρι­σμα, επει­δή τρα­γου­δού­σε το «μαύ­ρα κο­ρά­κια με νύ­χια γαμ­ψά», ή τό­τε που πέ­τα­ξα ένα ψό­φιο πο­ντί­κι στο πρό­σω­πο του Κ. που μό­στρα­ρε γυ­μνός κά­θε πρωί τ’ από­κρυ­φά του στις κυ­ρί­ες στη Φω­κί­ω­νος, δεν έχω κά­νει κα­μία ηρω­ι­κή πρά­ξη για την οποία να αι­σθά­νο­μαι υπε­ρή­φα­νος. Ήμουν ένα κα­χε­κτι­κό, άχα­ρο ψη­λό αγό­ρι, που ακό­μα κι αν δεν ήταν πά­ντο­τε αγα­πη­τό από τους άλ­λους, του­λά­χι­στον δεν προ­κα­λού­σε. Ήμουν τό­σο ήσυ­χος, για να κα­τα­λά­βεις, που η πρώ­τη εντύ­πω­ση των ξέ­νων μό­λις με συ­να­ντού­σαν, ήταν πως ήμουν ένα ζω­ντα­νό πτώ­μα. Ένα παι­δί κλει­σμέ­νο στον εαυ­τό του, ένας κω­φά­λα­λος στην κα­λύ­τε­ρη πε­ρί­πτω­ση, ένας αυ­τι­στι­κός. «Αυ­τό το παι­δί εί­ναι σαν να μην υπάρ­χει», θυ­μά­μαι τη μη­τέ­ρα μου να λέ­ει, χω­ρίς να εί­ναι ξε­κά­θα­ρο από τον τό­νο της φω­νής της, αν αυ­τό απο­τε­λού­σε πρό­βλη­μα για εκεί­νη ή ένα εί­δος συ­μπα­ντι­κής εύ­νοιας για την οποία θα έπρε­πε να εί­ναι ευ­γνώ­μων.
Δεν ξέ­ρω τι εί­δες σε μέ­να λοι­πόν, τι φα­ντά­ζε­σαι ότι θα μπο­ρού­σα να σου προ­σφέ­ρω ή τι νο­μί­ζεις, στα πλαί­σια της γυ­ναι­κεί­ας σου μα­ταιο­δο­ξί­ας, πως έχω ανά­γκη να μου προ­σφέ­ρεις εσύ. Έχω πά­νω από δέ­κα χρό­νια να πάω στον κι­νη­μα­το­γρά­φο και δεν ζω­γρα­φί­ζω στον ελεύ­θε­ρο χρό­νο μου, ού­τε δια­βά­ζω λο­γο­τε­χνία, πα­ρά μό­νο ίσως Μο­ντια­νό και Φι­λίπ Σο­λέρς, ενί­ο­τε και Λε Κα­ρέ, και βιο­γρα­φί­ες με­γά­λων αθλη­τών ―κο­λυμ­βη­τών κα­τά προ­τί­μη­ση και πα­λαι­στών― ή αστυ­νο­μι­κές νου­βέ­λες δευ­τέ­ρας δια­λο­γής για να με πά­ρει ο ύπνος.
Εί­μαι ένας άν­θρω­πος κου­ρα­σμέ­νος, Βί­κυ. Δει­λός για πολ­λούς. Μπο­ρεί και ανα­σφα­λής. Και σε κα­μία πε­ρί­πτω­ση, δεν θα ήθε­λα να ξα­να­πα­ντρευ­τώ. Και μό­νο που το σκέ­φτο­μαι, με πιά­νουν τα γέ­λια. Δεν έχω τη στό­φα του με­γά­λου σταρ, που μπο­ρεί να φτιά­χνει τη ζωή του με ευ­κο­λία από το μη­δέν, απο­κτώ­ντας μέ­χρι και απο­γό­νους στα γε­ρά­μα­τα. Ξέ­ρω ότι θες να κά­νεις τη ζωή μου άνε­τη. Όμορ­φη. Και­νούρ­για. Να με τρα­βή­ξεις από τον βάλ­το στον οποίο φα­ντά­ζε­σαι ότι έχω βου­λιά­ξει. Όμως έμε­να δεν μου αρέ­σει να ονει­ρεύ­ο­μαι. Δεν θέ­λω να κά­νω σχέ­δια πια. Εί­μαι ένας άντρας κα­νο­νι­κός, Βί­κυ. Κλα­σι­κός. Ένας άντρας του μέ­σου όρου. Σε λί­γους μή­νες κλεί­νω τα εξή­ντα πέ­ντε και χρό­νο με τον χρό­νο από ’δω και στο εξής μό­νο θα χει­ρο­τε­ρεύω. Ο προ­στά­της μου, οφεί­λω να σε πλη­ρο­φο­ρή­σω, έχει αρ­χί­σει να διο­γκώ­νε­ται, και πο­λύ σύ­ντο­μα οι στύ­σεις μου δεν θα προ­κα­λούν κα­μία εντύ­πω­ση σε κα­νέ­ναν. Αντι­θέ­τως θα έλε­γα. Τις λι­γο­στές φο­ρές που θα επι­τυγ­χά­νο­νται από ’δω και στο εξής, θα κρα­τούν μάλ­λον λί­γο και θα εί­ναι αυ­τό που λέ­με, ευ­γε­νι­κά, χλια­ρές. Πο­λύ σύ­ντο­μα, θα έχω την ηλι­κία του πα­τέ­ρα μου όταν του αφαί­ρε­σαν, λό­γω καρ­κί­νου, τον προ­στά­τη και οι πι­θα­νό­τη­τες να πά­θω κι εγώ το ίδιο εί­ναι αυ­ξη­μέ­νες. Μην μου πεις, λοι­πόν, πως υπερ­βάλ­λω. Δεν θέ­λω να μου χρυ­σώ­σεις το χά­πι. Ού­τε να ισχυ­ρι­στείς ότι δεν έχουν ση­μα­σία για σέ­να όλα αυ­τά για­τί θα εί­ναι ψέ­μα· ένα ακό­μα ψέ­μα από αυ­τά που συ­νη­θί­ζου­με να λέ­με στον εαυ­τό μας, όταν θέ­λου­με να ωραιο­ποι­ή­σου­με μια άβο­λη, δύ­σκο­λη πραγ­μα­τι­κό­τη­τα την οποία εύ­κο­λα θα μπο­ρού­σα­με να εί­χα­με απο­φύ­γει αν ήμα­σταν στοι­χειω­δώς έξυ­πνοι κι όχι δέ­σμιοι των συ­ναι­σθη­μά­των μας.
Η αλή­θεια Βί­κυ, εί­ναι ότι εί­σαι αρ­κε­τά νέα ακό­μα. Τό­σο, ώστε να μπο­ρείς να δια­τη­ρείς ακό­μα τη ψευ­δαί­σθη­ση ότι σε πε­ρι­μέ­νει μια ζωή εκεί έξω γε­μά­τη συ­γκι­νή­σεις. Ενώ εγώ ένας βα­ρε­τός γέ­ρος. Ένας δύ­στρο­πος κω­λό­γε­ρος που έχει απο­δε­χθεί ότι η κα­λύ­τε­ρη εκ­δο­χή του εαυ­τού του ανή­κει ορι­στι­κά στο πα­ρελ­θόν. Σε αντί­θε­ση με σέ­να, δεν έχω κα­νέ­να ιδιαί­τε­ρο τα­λέ­ντο στη ζωή, εκτός ίσως από το να φτιά­χνω ―όσο έχω ακό­μα την όρα­σή μου― κα­τε­στραμ­μέ­να στό­μα­τα και να απο­φεύ­γω, όταν αυ­τό περ­νά­ει από το χέ­ρι μου, τις κα­κο­το­πιές ― αν και στην πε­ρί­πτω­σή σου, οφεί­λω να πα­ρα­δε­χτώ ότι απέ­τυ­χα και στα δύο.

(Θα έπρε­πε όταν σε εί­δα να μπαί­νεις, πρώ­τη φο­ρά στο ια­τρείο κλαί­γο­ντας μες στα αί­μα­τα, με τα μπρο­στι­νά σου δό­ντια σπα­σμέ­να σχε­δόν από τη ρί­ζα, ξε­κάλ­τσω­τη Δε­κέμ­βρη μή­να, μ’ ένα πλε­κτό φό­ρε­μα κρεμ που όλο ανέ­βαι­νε όσο περ­πα­τού­σες κι εκεί­νο το τριμ­μέ­νο, δερ­μά­τι­νο τζά­κετ μέ­σα στο οποίο έτρε­μες ολό­κλη­ρη, να σου πω να πας στο νο­σο­κο­μείο ή να σε πα­ρα­πέμ­ψω σε κά­ποιον άλ­λον, στον Μ. για πα­ρά­δειγ­μα - για­τί όχι στον Μ.; Κι αντί να κά­νω αυ­τό που έπρε­πε εξαρ­χής να κά­νω, σε ρώ­τη­σα «Τι πά­θα­τε;» κι αμέ­σως σου ζή­τη­σα να πε­ρά­σεις στο εξε­τα­στή­ριο και να κα­θί­σεις στην πο­λυ­θρό­να, πε­ρι­μέ­νο­ντας να μου μι­λή­σεις. Μά­λι­στα να μου μι­λή­σεις. Όχι όπως θα μι­λού­σε πρώ­τη φο­ρά κα­νείς στον οδο­ντί­α­τρό του, αλ­λά σαν πα­λιά ερω­μέ­νη, που ήρ­θε με­τα­νιω­μέ­νη με­τά από χρό­νια να βρει τον ερα­στή της, για να του ζη­τή­σει να εί­ναι ξα­νά μα­ζί. Έτσι, στά­θη­κα ακί­νη­τος, όρ­θιος μπρο­στά σου, με το βλέμ­μα κα­τε­βα­σμέ­νο στο πά­τω­μα όχι μό­νο από συ­στο­λή ή από δια­κρι­τι­κό­τη­τα αλ­λά και από ενο­χές για ό,τι φα­ντα­ζό­μουν ότι θα μπο­ρού­σε να σου εί­χε συμ­βεί, ξε­χνώ­ντας εντε­λώς την ια­τρι­κή μου ιδιό­τη­τα. Πα­ρέ­μει­να σιω­πη­λός. Έτοι­μος να ακού­σω ό,τι εί­χες να μου πεις. Μέ­χρι και να το χρε­ω­θώ εφό­σον αυ­τό θα σε ανα­κού­φι­ζε, κι ας μην απευ­θυ­νό­σουν ακρι­βώς σε μέ­να, αλ­λά σε αυ­τό που θα ήθε­λες να αντι­προ­σω­πεύω εγώ για σέ­να εκεί­νη την στιγ­μή, κι ας γνώ­ρι­ζα, εν­δό­μυ­χα, ότι όσο πιο πο­λύ θα αφη­νό­μουν στις λε­πτο­μέ­ρειες της αφή­γη­σής σου, τό­σο πιο κο­ντά σου θα ερ­χό­μουν. Τί­πο­τα δεν φέρ­νει πιο κο­ντά δυο αν­θρώ­πους που δεν γνω­ρί­ζο­νται, όσο η εξο­μο­λό­γη­ση, έτσι δεν εί­ναι; Στο τέ­λος, ού­τε τα δό­ντια σου κοί­τα­ξα, ού­τε κα­τά­φε­ρα να μη σε ερω­τευ­θώ. Σου εί­πα μό­νο να κά­νεις πλύ­σεις με αλα­τό­νε­ρο, να βά­λεις πά­γο και την επο­μέ­νη να ξα­νάρ­θεις να σου βγά­λω ακτι­νο­γρα­φία. Κι όταν ση­κώ­θη­κες να φύ­γεις, αντί να κα­θα­ρί­σω το ξε­ρα­μέ­νο αί­μα από τα χεί­λη σου με λί­γο οξυ­ζε­νέ, έσκυ­ψα και σε ρώ­τη­σα πώς σε λέ­νε. «Βί­κυ» μου εί­πες. «Βί­κυ από το Βε­α­τρί­κη» και αμέ­σως λά­τρε­ψα τον τρό­πο που πρό­φε­ρες το όνο­μά σου ―σαν έφη­βη που ακ­κι­ζό­ταν― και το γάρ­γα­ρο, σφυ­ρι­χτό σου ψεύ­δι­σμα όταν πρό­φε­ρες το ρ, που ήταν αδύ­να­τον εκεί­νη τη στιγ­μή να κα­τα­λά­βω αν ήταν μό­νι­μο ή αν προ­ερ­χό­ταν από το σπά­σι­μο στα μπρο­στι­νά σου δό­ντια).

Βί­κυ, πα­ρα­λη­ρώ. Κα­λύ­τε­ρα να στα­μα­τή­σω εδώ. Αυ­τό εδώ εί­ναι ένα γράμ­μα απο­χαι­ρε­τι­σμού και ως τέ­τοιο πρέ­πει να το εκλά­βεις. Νο­μί­ζω εί­ναι προ­τι­μό­τε­ρο να βά­λου­με μια τε­λεία σε όλη αυ­τή την ανοη­σία, τώ­ρα που εί­ναι αρ­χή ακό­μα. Το παι­δί σου χρειά­ζε­ται τον πα­τέ­ρα του ―όλοι χρειά­ζο­νται ένα πα­τέ­ρα― και εί­ναι προ­τι­μό­τε­ρο, αν πρέ­πει οπωσ­δή­πο­τε να εί­σαι με έναν άντρα, να γυ­ρί­σεις σε αυ­τόν. Κυ­κλο­φο­ρούν τό­σοι τρε­λοί, όπως θα δια­πί­στω­σες εκεί έξω κι εγώ αν και όχι τρε­λός, πα­ρά μό­νο εν­δε­χο­μέ­νως μα­ζί σου, δεν έχω τί­πο­τα να σου προ­σφέ­ρω πέ­ρα από ένα κου­τσό πα­ρόν και μια λα­βω­μέ­νη λί­μπι­ντο.

 

αυτόν το μήνα οι εκδότες προτείνουν: