Αθήνα-Σαγκάη


Η αναχώρηση της πτήσης του, διάβασε ο Ζοζέφ στο μήνυμα που μόλις είχε λάβει από Air China, θα είχε δυο ώρες καθυστέρηση λόγω της πυκνής χιονόπτωσης πάνω από το Ελευθέριος Βενιζέλος. Άφησε την τσάντα του να γλιστρήσει από τον ώμο, μέχρι τον αγκώνα από την αριστερή μεριά και αφού έριξε μέσα το κινητό του, πέρασε το ελεύθερο λουρί από το άλλο χέρι και την στερέωσε στην πλάτη του. «Συγγνώμη», μουρμούρισε στον κόσμο που στεκόταν εκείνη την ώρα πίσω του στο βαγόνι. Πιάστηκε από τη χειρολαβή πάνω από το κεφάλι του και ξερόβηξε. Μια μικρόσωμη γυναίκα ασιατικής καταγωγής που του έφτανε μέχρι τη μέση, μ’ ένα πολύχρωμο μάλλινο σάλι, τυλιγμένο γύρω από τις ωμοπλάτες της πάνω από το παλτό, έκανε μισό βήμα προς το μέρος του και ακούμπησε το κεφάλι της στα πλευρά του. Σαν τη κλώσα που σκεπάζει με τις φτερούγες της ένα κλωσόπουλο, παρέμεινε ασάλευτος, στυλώνοντας το βλέμμα του επάνω της. Τα μαλλιά της γυναίκας, μαύρα και γυαλιστερά, με την ελικοειδή χωρίστρα τους στη μέση να χωρίζει το κεφάλι της σε δυο ασύμμετρα ημισφαίρια, του θύμισαν τη Τζίνα όταν ήταν μικρή και την εκλιπαρούσε να καθίσει για λίγο ακίνητη μπροστά από τον καθρέφτη του μπάνιου, για να τη χτενίσει. Η Τζίνα άλλοτε απολαμβάνοντας να τον ταλαιπωρεί κι άλλοτε απλά αντιδρώντας στη μάλλον πνιγηρή για εκείνη, σχολαστική φροντίδα με την οποία επιδείκνυε την αφοσίωσή του αντικαθιστώντας τη μητέρα της, έγερνε το κεφάλι της προς τα πίσω βγάζοντας από το λαρύγγι της μακρόσυρτους ήχους, που έμοιαζαν με κολλημένη σειρήνα ασθενοφόρου : «ιιι-ιιι»....

«Επόμενος σταθμός», ακούστηκε από τα μεγάφωνα του τρένου: «Δουκίσσης Πλακεντίας».

Ο Ζοζέφ άφησε το κεφάλι του να ακουμπήσει πάνω στο χέρι του που κρεμόταν από τη χειρολαβή, έσφιξε με τις γάμπες τη βαλίτσα του ανάμεσα στα πόδια και συγκεντρώθηκε στο κροτάλισμα του τρένου πάνω στις γραμμές. Ο κόσμος στο βαγόνι δεν τον έκανε να δυσανασχετεί όπως άλλες φορές. Δεν τον ενοχλούσε ο συνωστισμός. Ούτε να τον αγγίζουν άγνωστοι. Δεν ανυπομονούσε να φτάσει στον προορισμό του. Ούτε μετρούσε τις στάσεις όπως συνήθιζε όταν μετακινούταν με το μετρό. Σαν να μην βιαζόταν καθόλου. Ή λες και δεν περίμενε όλα αυτά τα χρόνια κάποιο νέο από εκείνη, ένα απλό μήνυμα στο οποίο να τον διαβεβαίωνε ότι ήταν καλά ή ακόμα καλύτερα πως τον είχε ανάγκη, επειδή δεν ήταν και τόσο καλά. Μέχρι και το χιόνι που δεν έλεγε εδώ και μέρες να σταματήσει και οι καθυστερήσεις, σχεδόν όλων των πτήσεων από και προς το αεροδρόμιο, δεν ήταν τελικά παρά μια καθησυχαστική παράταση, μία καλοδεχούμενη αλληλουχία αναπάντεχων συμβάντων που περισσότερο τον ανακούφιζαν παρά ενέτειναν την αγωνία του γι’ αυτό το ταξίδι.

Έβγαλε ένα χαρτομάντιλο από το μπουφάν και φύσηξε τη μύτη του. Τις τελευταίες μέρες δεν αισθανόταν καλά. Κάποια περίεργη ίωση θα τον τριγύριζε, σκέφτηκε. Το αριστερό του αυτί ήταν μονίμως βουλωμένο. Τα ισχία του πονούσαν. Το ίδιο και η μέση του, τα γόνατα. Ένα ταξίδι τόσων ωρών με το αεροπλάνο θα ήταν ό,τι χειρότερο για τον χειρουργημένο του μηνίσκο. Δεν χρειάζεται να είναι κανείς γιατρός για να το σκεφτεί. Ούτε καν οδοντίατρος, όπως ο ίδιος. Αρκεί να είχε ζήσει όπως κι εκείνος λίγο παραπάνω από τα τρία τέταρτα του χρόνου που αναλογούν κατά μέσα όρο σ’ έναν τυχερό δυτικό άντρα, για να γνωρίζει ότι ένα τόσο μακρινό ταξίδι μες στον Χειμώνα για κάποιον που με δυσκολία έβγαινε πια από το σπίτι του, μόνο με κυνήγι για λιοντάρια θα μπορούσε να συγκριθεί ή με διανυκτέρευση στην έρημο με αμμοθύελλα. Μετατόπισε το βάρος του προς το γερό του πόδι ξεκουράζοντας τη μέση του αλλά μετά από λίγο χρειάστηκε να ξαναμετακινηθεί. Λύγισε και τέντωσε τα γόνατά του αφού δεν μπορούσε να κάνει κάτι άλλο, όμως ούτε κι αυτό του ήταν αρκετό. Έπρεπε να περπατήσει. Να τρέξει. Κάπου να σωριαστεί. Μακάρι να ακυρωνόταν τελείως η πτήση, σκέφτηκε. Μακάρι να ήταν ικανός να πει :

«Γαμιέστε, δεν έχω να πάω πουθενά. Σας έχω όλους χεσμένους. Ακόμα κι εσένα, κωλόπαιδο. Ειδικά εσένα. Και την κοντοπίθαρη φίλη σου. Όλους σας».

Μακάρι να μπορούσε να είχε απαντήσει διαφορετικά, σε εκείνη την κλήση από τη δικηγόρο και σύντροφο της Τζίνας Shu, όταν του ζήτησε σε σπαστά αγγλικά έπειτα από αίτημα της ίδιας του της κόρης, να παραβρεθεί στη δίκη δέκα συναδέλφων της Τζίνας ― πανεπιστημιακών στον τομέα της βιοχημείας, κατηγορουμένων όλων λέει, ύστερα από μήνυση Κινεζικής φαρμακευτικής εταιρίας, με τις κατηγορίες της μεθοδευμένης παραπληροφόρησης σχετικά με τις παρενέργειες ενός καινούργιου φαρμάκου της εταιρείας κατά της άνοιας.

Ο Ζοζέφ έκανε ένα μπαλάκι το χαρτομάντιλο με το χέρι του και το παράχωσε στην εσωτερική τσέπη του μπουφάν.

«Η Τζίνα», μουρμούρισε. Η Τζίνα του με το ατίθασο μαύρο της μαλλί και τη στραβή χωρίστρα, μάρτυρας υπεράσπισης σε δίκη συναδέλφων της ερευνητών στη Σαγκάη. Αν είναι δυνατόν! Δεν ήξερε τι να πρωτοαισθανθεί. Κι αν ήταν κι αυτή αναμεμειγμένη με κάποιον τρόπο σε αυτή την περίεργη υπόθεση και του το έκρυβαν; Κι αν έμπλεκε αργότερα περισσότερο; Ποτέ δεν μπορείς να κοιμάσαι ήσυχος με τους Κινέζους. Aν την έβαζαν στο μάτι και καταστρεφόταν στο μέλλον ―αν δεν είχε καταστραφεί ήδη― η καριέρα της στο πανεπιστήμιο, η ίδια της η ζωή; Ή μήπως συνέβαινε κάτι άλλο κι αυτή η σκρόφα η φίλη της η δικηγόρος, με την ένρινη ηλίθια φωνή της που θύμιζε καρτούν, δεν ήθελε λόγω της στενής της σχέσης με την κόρη του ή και καλά λόγω επαγγελματικής διαστροφής, να του αποκαλύψει;

Οι πόρτες του τρένου άνοιξαν και μετά από λίγο έκλεισαν χωρίς να κατέβει ή να ανέβει κανείς. Ο Ζοζέφ καρφωμένος στο ίδιο σημείο σαν απολιθωμένο δέντρο, έσκυψε το κεφάλι του για να κοιτάξει τον χάρτη με τις στάσεις πάνω από το παράθυρο :

«Τρεις σταθμοί ακόμα», μέτρησε δαγκώνοντας τον γιακά από το φλις ζιβάγκο του, που προεξείχε πάνω από το φερμουάρ του μπουφάν. Ένα ξαφνικό μυρμήγκιασμα που ένιωσε στις άκρες των βλεφάρων του, το απέδωσε στη μυική προσπάθεια των ματιών του να προσαρμοστούν στον φωτισμό του βαγονιού και να εστιάσουν χωρίς τη βοήθεια γυαλιών, στα μικροσκοπικά γράμματα του χάρτη της διαδρομής. Κράτησε τα μάτια του κλειστά για μερικά δευτερόλεπτα και όταν τα ξανάνοιξε το μούδιασμα είχε φύγει. Κοίταξε το ρολόι του. Είχε πάει έντεκα. Το μεσημέρι της επομένης θα ήταν κοντά της. Δεν ήξερε αν έπρεπε να αισθάνεται χαρά που θα την έβλεπε μετά από τόσο καιρό ή ανησυχία. Δεν ήξερε με ποιον τρόπο θα μπορούσε να της φανεί χρήσιμος και τι θα μπορούσε να περιμένει εκείνη σε μια τέτοια συγκυρία. Όπως δεν ήξερε και τότε. Όπως δεν ήξερε μάλλον ποτέ. Αισθανόταν μουδιασμένος και μάλλον άδειος από αισθήματα. Δεν ήταν η ώρα να χάσει την αυτοκυριαρχία του, σκέφτηκε, και να παρασυρθεί σε μελοδραματισμούς. Αλλά ας ήταν καλά η χημεία γι’ αυτό. Ζήτω η φαρμακολογία! Ζήτω τα Ζολόφτ!

Το χέρι του γλίστρησε από τη χειρολαβή. Σήκωσε το τελείωμα του μπουφάν και έλεγξε στην τσέπη του τζιν αν ήταν μέσα τα χάπια του. Το μπρασελέ από το ρολόι του πιάστηκε στα κρόσσια της εσάρπας της μικροσκοπικής γυναίκας που στεκόταν ακόμα δίπλα του. Χρειάστηκε να το τραβήξει απότομα και πιάστηκε ξανά από τη χειρολαβή. Η γυναίκα τίναξε το κεφάλι της σαν να την τσίμπησε μέλισσα. Εκείνος αναστέναξε βαθιά σαν να του έλειπε οξυγόνο και κοίταξε ευθεία μπροστά. Από το κούμπωμα του ρολογιού ανέμιζαν μαύρες μακριές τρίχες, μπερδεμένες με πορτοκαλί και πράσινες κλωστές. Έσφιξε τα χείλη του για να μη γελάσει. Μετά τα έγλειψε. Τα δάγκωσε. Φαντάστηκε στις άκρες τους να στερεώνει ένα πούρο και να το μασουλάει. Η σκέψη να το ανάβει γυμνός από τη μέση και πάνω, καθισμένος στην πολυθρόνα του στο ιατρείο, με τα πόδια απλωμένα πάνω στην τροχήλατη εργαλειοθήκη, τον έκανε να ξεχάσει πού βρίσκεται. Είναι ωραία, σκέφτηκε, να παραδίνεσαι στη γλύκα των γηρατειών. Χωρίς να περιμένουν τίποτα οι άλλοι από σένα. Χωρίς τον παραμικρό ζήλο από κανέναν να σε αλλάξει. Μια λεπτή γραμμή από σάλια κύλησε μέχρι το λαιμό του.

«Τι ωραία που θα ήταν…», μουρμούρισε. «Τι ωραία που θα ήταν να ακυρωνόταν η πτήση». Ή να ήταν ένα όνειρο όλο αυτό. Ένας εφιάλτης από τον οποίο θα ξυπνούσε από στιγμή σε στιγμή, στο κρεβάτι του, αγκαλιά με τον γερο-Τσάρλι του. Βαλτωμένος στη ρουτίνα του. Σχεδόν πεθαμένος. Αηδιασμένος με τον εαυτό του, αλλά τουλάχιστον εκεί : Στο κρεβάτι του. Κουκουλωμένος μέχρι τον λαιμό με το πάπλωμα, και τον αγαπημένο του μπάσταρδο, κουλουριασμένο κάτω από τα σκεπάσματα, να γλείφει την κρούστα καινούργιου δέρματος από τα ράμματα πάνω στο χειρουργημένο του γόνατο. Ίσως κατά βάθος, σκέφτηκε, να προτιμούσε τις στιγμές της πλήξης που τον βύθιζαν ακόμα περισσότερο στο κενό και στην απραξία, από εκείνες τις επιφορτισμένες από ένταση, αναλαμπές της συνείδησης που σε ωθούν να σκεφτείς ή ακόμα χειρότερα να δράσεις. Δεν ήταν έτσι φτιαγμένος. Δεν ήταν ο τύπος του ανθρώπου που του αρέσει να κοσκινίζει τα εσώψυχά του. Ούτε αυτός που θα αναζητούσε κάποιο ιδιαίτερο, βαθύτερο νόημα στα έργα και στις παραλείψεις του. Γι’ αυτό υπήρχε εξάλλου και η συγχώρεση. Τα φάρμακα. Η λήθη της χημείας. Ή έστω η μοιρολατρία, η αστρολογία, η αποβλάκωση. Για όνομα του θεού! Γιατί θα έπρεπε όλη την ώρα να αναρωτιέται τι πήγε στραβά; Ίσως να ήταν καλύτερα όλα αυτά τα χρόνια που δεν του απαντούσε στα μηνύματα που της έστελνε. Ίσως καλύτερα που έφυγε τόσο μακριά. Στη Σαγκάη, γιατί όχι; Πώς θα γλύτωνε αλλιώς; Σήκωσε το ελεύθερο χέρι του σφίγγοντας τη γροθιά του, σαν να ήθελε να πιάσει κάποιο μυγάκι στον αέρα. «Όχι», του ξέφυγε ρίχνοντας μια κλοτσιά, με το εσωτερικό του τακουνιού, στην σκληρή επιφάνεια της βαλίτσας ανάμεσα στα πόδια του. «Όχι και πάλι όχι». Προτιμούσε να κοιτάζει τον κόσμο παραδομένος στην οκνηρία του, από μία δυσάρεστη αλλά τουλάχιστον γνώριμη θέση βολής, παρά να χρειαστεί να αναθεωρήσει ολόκληρη τη ζωή του. Η ηδονή της παραίτησης δεν είναι και η πιο σπάνια μορφή απόλαυσης.

Η πόρτα του τρένου άνοιξε και ο κόσμος άρχισε να βγαίνει από το βαγόνι. Η μικρόσωμη γυναίκα ξεκόλλησε από το πλευρό του Ζοζέφ, και στην προσπάθεια να σύρει τη βαλίτσα της από τη πτυσσόμενη χειρολαβή που είχε μαγκώσει, πάτησε με το πόδι της το πόδι του.

«Sorry», μουρμούρισε, αφήνοντας στο πρόσωπό της να διαγραφεί ένας μορφασμός σαν χαμόγελο, από το οποίο ξεπρόβαλλε μια αισθητική αποκατάσταση από χοντροκομμένες θήκες μεταλλοπορσελάνης. Ο Ζοζέφ προθυμοποιήθηκε να τη βοηθήσει, σηκώνοντας τη βαλίτσα της. Όταν βγήκαν από το τρένο την ακούμπησε σε μια συστάδα από καρέκλες της αποβάθρας και με τη βοήθεια ενός κλειδιού που έβγαλε από την τσέπη, κατάφερε να ξεμπλοκάρει τη χειρολαβή και να την ανεβάσει μέχρι πάνω.

«Voilà», είπε κορδωτός.

Η γυναίκα τον χαιρέτησε κάνοντας μια μικρή υπόκλιση με το χέρι της γαντζωμένο από το παλτό, στο ύψος της καρδιάς κι ύστερα του γύρισε την πλάτη, ακολουθώντας τη ροή του κόσμου προς την έξοδο. Φάνηκε να γνωρίζει πού πάει. Το περπάτημά της ήταν νευρικό αλλά αποφασιστικό. Τα μποτάκια της, περασμένα πάνω από το παντελόνι, έτριζαν γύρω από τις στραβές γάμπες της σαν γυαλόχαρτο. Ο Ζοζέφ μαγνητισμένος από το κενό ανάμεσα στα πόδια της, ακολούθησε, τρικλίζοντας, σαν σκύλος που μόλις είχε ξυπνήσει από νάρκωση. Άνοιξε το βήμα του, χτυπώντας τα πόδια του στο έδαφος για να ξεμουδιάσει, και από τα παπούτσια του πετάχτηκαν πηγμένα κομμάτια λάσπης και χιονιού. Τα πάτησε με τα ροδάκια της βαλίτσας, για να ακούσει το τραγανό σπάσιμο του πάγου στο έδαφος κι έπειτα έτρεξε να την προλάβει. Περπάτησε δίπλα της μέχρι τις αναχωρήσεις στο αεροδρόμιο, διατηρώντας την καθησυχαστική ψευδαίσθηση ότι δεν ταξιδεύει μόνος. Η γυναίκα είχε το βλέμμα καρφωμένο στο έδαφος, ενώ εκείνος κοιτούσε τις πινακίδες με τις ενδείξεις του αεροδρομίου, ελέγχοντας κάθε τόσο με την άκρη του ματιού αν ήταν ακόμα κοντά του. Έπειτα εκείνη ανακατεύτηκε με τον κόσμο που περίμενε στην ουρά λίγο πριν από τον έλεγχο των αποσκευών, και ο Ζοζέφ την έχασε από το οπτικό του πεδίο. Γύρισε το κεφάλι του δεξιά-αριστερά. Σηκώθηκε στις μύτες των ποδιών. Κοίταξε τον κόσμο που άδειαζε τις τσέπες του για να περάσει ένας-ένας κάτω από τους ανιχνευτές μετάλλων του αεροδρομίου, αλλά δεν την ξαναείδε. Όταν ήρθε η σειρά του, έβγαλε το μπουφάν και τον φορητό υπολογιστή από την τσάντα του, και αφού εντόπισε με το βλέμμα του ―όπως έκανε κάθε φορά σ’ έναν κλειστό χώρο―, την έξοδο κινδύνου, τα τοποθέτησε όλα μαζί μέσα στο καλάθι που του έδωσε ένας αστυνομικός. Πολύ αργά για να κάνει πίσω, πέρασε κι αυτός σαν μελλοθάνατος που δεν έχει άλλη επιλογή κάτω από το μηχάνημα, κι έπειτα συνέχισε μ’ έναν ξεχασμένο, κοσμοπολίτικο αέρα υπεροχής προς την έξοδο της πτήσης.

 

αυτόν το μήνα οι εκδότες προτείνουν: