Ήταν εκείνη τη στιγμή, όταν η σιωπή σταμάτησε να διεκδικεί ένα χώρο που είχε δημιουργηθεί φαινομενικά για αυτή, που κάποιοι λένε πως εμφανίστηκε ο κόσμος κι όλα όσα αυτός περιείχε. Την ίδια αυτή σιωπή, που ακόμα και αν φαινόταν αδιάσπαστη από τον κόσμο, στην πραγματικότητα ποτέ δεν είχε αποτελέσει κομμάτι του, προσπαθούσε τώρα και ο ίδιος να υπερκεράσει. Ή μάλλον την θελκτική της δύναμη και τη σαγήνη της, που πάντα τον μαγνήτιζε και τον δελέαζε να χαθεί εντός της, χωρίς να αφήσει κανένα ίχνος και κανένα περιθώριο για κάθε επερχόμενο λόγο. Παρά το γεγονός αυτό, που τον διευκόλυνε να το βλέπει ως συνειδητή του επιλογή και όχι ως το αποτέλεσμα μιας εξωτερικής ανάγκης, όταν ξέμενε από δικαιολογίες και αναγκαζόταν να συμμετέχει στα συμβούλια, προτιμούσε να ακολουθεί αυτή τη σιωπή, παρά να προσποιείται πως απαντούσε σοβαρά στις μεγαλόσχημες και κούφιες κουβέντες των πρεσβυτέρων. «Σε έναν κόσμο, όπου όλα όσα φαίνονται να είναι ψέματα, μπορούν την ίδια στιγμή να είναι αλήθεια, μερικές φορές ο καλύτερος τρόπος για να ακούσεις τα σωστά λόγια, είναι να τα πεις ο ίδιος», είχε ακούσει κάποτε να του λένε. Ο ίδιος από τη στιγμή που πάντα αγνοούσε ποια θα μπορούσαν να είναι αυτά τα λόγια, είχε αρκεστεί στην ασφαλή οδό, που προσέφερε η μη χρήση τους. Αν και γνώριζε πως κάποιες φορές ακόμα και οι παλιές κουβέντες, μπορεί να μοιάζουν καινούριες σε νέα αυτιά, είχε αποδεχθεί από καιρό το μάταιο ενός λόγου, η έκπτωση του οποίου ερχόταν ως άμεσο αποτέλεσμα μιας αχαλίνωτης κατάχρησης του εκ μέρους όσων θα έπρεπε με μια σύνεση που κατά τα φαινόμενα τους έλειπε, να ακολουθήσουν το δρόμο της φειδούς.
Έτσι παρά τις όποιες σκέψεις του, συνεχώς αθετούσε την υπόσχεση, που έδινε στον εαυτό του, να διαρρήξει μια για πάντα τη σχέση του με τη σιωπή. Απέναντι σε αυτό τον ορυμαγδό από παλαβομάρες, ψεύδη και αναίτια, επιτηδευμένη προβολή ψευδεπίγραφων συναισθημάτων που συναντούσε γύρω του καθημερινά και που τον κατέκλυζε, δεν είχε να παρατάξει τίποτα άλλο, από αυτό που μια αδήριτη ανάγκη και ένα ανάμεικτο ένστικτο παραίτησης και αυτοπροστασίας του επέβαλε. Και έτσι πίεζε τον εαυτό του να μαθαίνει κάθε μέρα καινούριες λέξεις, ώστε να έχει περισσότερα να σωπαίνει. Χρησιμοποιούσε με μαεστρία τις πτώσεις ανεμικών ουσιαστικών και είχε γίνει ειδήμων στην κλίση άηχων ρημάτων, ένας αριστοτέχνης στην κατασκευή οχυρωματικών έργων για τη διαφύλαξη των λέξεων από τη σκουριά και τη σήψη ενός θορυβοποιού, ανερμάτιστου κόσμου. Ενός κόσμου που φαινόταν να επιβάλει με τη βία στα όντα που τον κατοικούσαν, την ασύνετη εκφορά αυτού του ήδη καταχρώμενου λόγου, καθώς τους εμφυσούσε το μεγάλο φόβο, μήπως και μέσα στην προσωρινότητα της ύπαρξής τους θα απέμεναν σαν άδεια, βουβά και ανέκφραστα κελύφη, χάνοντας τη μοναδική ευκαιρία που θα τους δινόταν ποτέ όχι μόνο να ζήσουν αλλά και να αφήσουν μία έστω και εξαμβλωματική, αξιοθρήνητη σφραγίδα, που θα υποδήλωνε το πέρασμά τους από αυτόν τον κόσμο.
Και έφτασαν μέρες δύσκολες, που κανείς δεν μπορούσε να ξεχωρίσει αν έφταιγαν οι μέρες ή η ματιά που τις παρατηρούσε. Μέρες που η σιωπή συχνά συγχέονταν με την δειλία. Ο ίδιος όμως γνώριζε πως είχε σπαταλήσει τη μέχρι τώρα ζωή του ακολουθώντας τις τυφλές συμβουλές δοκησίσοφων. Συμβουλές που βασίζονταν σε γνώμες ασταθείς και σαθρές σαν την επιφάνεια λεπτού πάγου. Καταλάβαινε πια πως είχε ακολουθήσει δρόμους που τον είχαν οδηγήσει σε άνυδρες ερήμους με τον κίνδυνο να θαφτεί κάτω από τους μετακινούμενους αμμόλοφους, σαν εκείνον τον πολυπληθή στρατό του μύθου, που εξαφανίστηκε αίφνης μέσα στη λαμπρότητά του και σβήστηκε μια για πάντα από τις μνήμες των αγαπημένων, μετατρεπόμενος στο ξεπεσμένο σκήνωμα μια φήμης μεταφερμένης από στόματα ψευδόμενων λωποδυτών. Και καθώς παρατηρούσε τη σκόνη του κόσμου να κατακάθεται πάνω στις μέρες του και να τις οδηγεί σε μια αναπότρεπτη λήθη και έφτασε πολύ κοντά στο να αρχίσει να θεωρεί τον εαυτό του ανυπόστατο και φευγαλέο σαν ένα όραμα που είχε δημιουργήσει η πλάση για τα ίδια τα δικά του μόνο μάτια, άνθισε εντός του η σκέψη πως η ζωή του και η όλη του ύπαρξη ίσως και να συνιστούσε μόνο μια μικρή, ανεπαίσθητη ανάσα μέσα στην απεραντοσύνη του σύμπαντος, η οποία όμως αποδεικνύονταν τεράστιας σημασίας ενταγμένη στην ακολουθία των αναπνοών ενός, πολλές φορές, ασθμαίνοντος, παρόλα αυτά ακόμα ζωντανού κόσμου.
Και είδε πεντακάθαρα πως οι ιδέες διαφέρουν από τις πέτρες και τον αέρα, το φως και την αστραπή καθώς και από τα υπόλοιπα στοιχειώδη συστατικά αυτού του κόσμου, και πολλές φορές μπορούν να απομακρύνουν τους ανθρώπους από αυτά και να τους καταδικάσουν στο να χαθούν στη δήθεν σημασία των ίδιων των ιδεών, ζώντας εγκλωβισμένοι και αποκομμένοι από έναν κόσμο που καταδικάζεται έτσι να βρίσκεται έξω από τη σκέψη τους ή τόσο παράλληλα με αυτή, σε βαθμό που δεν θα μπορούσαν να τον συναντήσουν πια ποτέ, παρόλο που απλώνονταν ανέκαθεν μπροστά στα μάτια τους. Αναγνώρισε επίσης πως ο μόνος τρόπος για να απαλλαγεί κανείς από το φόβο μιας τέτοιας απομάκρυνσης από την ουσία των πραγμάτων, ήταν να ταΐσει αυτό το φόβο με όλα τα συναισθήματα, τις λύπες, τις χαρές και τις προσδοκίες του, με όλα τα δεσμά της συνήθειας και τις ελάχιστες εκλάμψεις της απελευθέρωσης, μέχρι να μην έχει πιά με τίποτα να τραφεί και να σβήσει μέσα στους ατμούς της μάταιης παραδοξότητάς του, όπως μια πυρκαγιά όταν φτάνει στο χείλος της θάλασσας. Κι όταν οι άνθρωποι θα το κατόρθωναν αυτό θα αντιλαμβάνονταν ξαφνικά πως τον κόσμο τον χτίζουν οι πράξεις τους και πως δεν αποτελεί απλά το πλαίσιο για αυτές τις πράξεις. Και πως η μνήμη του κόσμου δεν μπορεί να διαρραγεί και να διαχωριστεί από αυτές τις πράξεις, που είναι πια αδιάσπαστα πλεγμένες με αυτόν και διαπερνούν τον διασπασμένο χρόνο, πλάθοντας μια αιωνιότητα άχρονη και στιγμιαία, που μπορεί να παραβληθεί μόνο με τη χαρά και την κατάφαση που γεννιέται στις καρδιές τις σπάνιες στιγμές της έκστασης.
Τη νύχτα που πήγαν να τον συλλάβουν τους περίμενε. Η σιωπή πλέον είχε γίνει συνώνυμη της προδοσίας. Δίπλα στις τεράστιες πυρές που έκαιγαν σε όλη την πόλη, μπορούσε να διακρίνει κανείς, να φωτίζονται τα αυτάρεσκα και πολλές φορές χάσκοντα χαμόγελα ενός πλήθους, που άκουγε μαγεμένο τα ακατανόητα παραληρήματα και τους ακατάσχετους μεσσιανισμούς ρητόρων – αγυρτών, που αργότερα ελαφρά τη καρδία θα οδηγούσαν το ίδιο αυτό πλήθος στον όλεθρο. Γιατί για κάθε παραλήρημα παραμονεύει μια θανατερή και παρατεταμένη, βουβή κενότητα, που διασφαλίζει την ισορροπία των πραγμάτων και πάντα διαφεύγει της αντίληψης ακόμα και των πιο διορατικών. Και ήταν μπροστά στο απόσπασμα που λέξεις και φράσεις και αιχμηρά σημεία στίξης, ανομολόγητες παύσεις και επιφωνήματα, θαμμένα για χρόνια εντός του, ξεχύθηκαν σα σμήνος αρπακτικών πουλιών από το στόμα του και τον κάλυψαν ολωσδιόλου. Όταν η λάμψη από το στροβίλισμα των λέξεων εξαφανίστηκε, στη θέση του απέναντι στο απόσπασμα, δεν είχε απομείνει τίποτα, παρά μόνο μερικές ασύλληπτες φράσεις χωρίς κανέναν παραλήπτη. Και από τη στιγμή που οι σιωπηλές λέξεις – θραύσματα άρχισαν να καρφώνονται στα απροστάτευτα σώματα των ξαφνιασμένων σκοπευτών και να τα διαμελίζουν, εξαπλώθηκε παντού η φήμη, πως μια αδιόρατη, σκιερή σιωπή ξεπρόβαλε κάποιες νύχτες μέσα από την πέτρινη ησυχία της φλεγόμενης πόλης και μετατρέπονταν σε νέμεση για τον κάθε θορυβοποιό δυνάστη. Στους ψιθυριστούς κύκλους που σχημάτιζαν οι συναθροίσεις των ανθρώπων, αναβίωναν μύθοι παλιοί από εκείνες τις αρχαίες εποχές, που η ζωή συμβάδιζε με ένα σεβασμό, ο οποίος επισφραγίζονταν από την πράξη και η φειδώ κατά τη χρήση της ομιλίας θεωρούνταν ιερή. Κι αν όλα αυτά ξεχάστηκαν γρήγορα και πέρασαν στη σφαίρα του θρύλου, ήταν γιατί η σιωπή είχε μάθει να πορεύεται πάντα μόνη, μακριά από τις ιαχές και τους φτηνούς θορύβους μιας καθημερινότητας, που όλοι απεύχονται τις φθοροποιές δυνάμεις της και όλοι εναγωνίως επιζητούν.