Σιωπηλή συμφωνία


Ήταν εκεί­νη τη στιγ­μή, όταν η σιω­πή στα­μά­τη­σε να διεκ­δι­κεί ένα χώ­ρο που εί­χε δη­μιουρ­γη­θεί φαι­νο­με­νι­κά για αυ­τή, που κά­ποιοι λέ­νε πως εμ­φα­νί­στη­κε ο κό­σμος κι όλα όσα αυ­τός πε­ριεί­χε. Την ίδια αυ­τή σιω­πή, που ακό­μα και αν φαι­νό­ταν αδιά­σπα­στη από τον κό­σμο, στην πραγ­μα­τι­κό­τη­τα πο­τέ δεν εί­χε απο­τε­λέ­σει κομ­μά­τι του, προ­σπα­θού­σε τώ­ρα και ο ίδιος να υπερ­κε­ρά­σει. Ή μάλ­λον την θελ­κτι­κή της δύ­να­μη και τη σα­γή­νη της, που πά­ντα τον μα­γνή­τι­ζε και τον δε­λέ­α­ζε να χα­θεί εντός της, χω­ρίς να αφή­σει κα­νέ­να ίχνος και κα­νέ­να πε­ρι­θώ­ριο για κά­θε επερ­χό­με­νο λό­γο. Πα­ρά το γε­γο­νός αυ­τό, που τον διευ­κό­λυ­νε να το βλέ­πει ως συ­νει­δη­τή του επι­λο­γή και όχι ως το απο­τέ­λε­σμα μιας εξω­τε­ρι­κής ανά­γκης, όταν ξέ­με­νε από δι­καιο­λο­γί­ες και ανα­γκα­ζό­ταν να συμ­με­τέ­χει στα συμ­βού­λια, προ­τι­μού­σε να ακο­λου­θεί αυ­τή τη σιω­πή, πα­ρά να προ­σποιεί­ται πως απα­ντού­σε σο­βα­ρά στις με­γα­λό­σχη­μες και κού­φιες κου­βέ­ντες των πρε­σβυ­τέ­ρων. «Σε έναν κό­σμο, όπου όλα όσα φαί­νο­νται να εί­ναι ψέ­μα­τα, μπο­ρούν την ίδια στιγ­μή να εί­ναι αλή­θεια, με­ρι­κές φο­ρές ο κα­λύ­τε­ρος τρό­πος για να ακού­σεις τα σω­στά λό­για, εί­ναι να τα πεις ο ίδιος», εί­χε ακού­σει κά­πο­τε να του λέ­νε. Ο ίδιος από τη στιγ­μή που πά­ντα αγνο­ού­σε ποια θα μπο­ρού­σαν να εί­ναι αυ­τά τα λό­για, εί­χε αρ­κε­στεί στην ασφα­λή οδό, που προ­σέ­φε­ρε η μη χρή­ση τους. Αν και γνώ­ρι­ζε πως κά­ποιες φο­ρές ακό­μα και οι πα­λιές κου­βέ­ντες, μπο­ρεί να μοιά­ζουν και­νού­ριες σε νέα αυ­τιά, εί­χε απο­δε­χθεί από και­ρό το μά­ταιο ενός λό­γου, η έκ­πτω­ση του οποί­ου ερ­χό­ταν ως άμε­σο απο­τέ­λε­σμα μιας αχα­λί­νω­της κα­τά­χρη­σης του εκ μέ­ρους όσων θα έπρε­πε με μια σύ­νε­ση που κα­τά τα φαι­νό­με­να τους έλει­πε, να ακο­λου­θή­σουν το δρό­μο της φει­δούς.

Έτσι πα­ρά τις όποιες σκέ­ψεις του, συ­νε­χώς αθε­τού­σε την υπό­σχε­ση, που έδι­νε στον εαυ­τό του, να διαρ­ρή­ξει μια για πά­ντα τη σχέ­ση του με τη σιω­πή. Απέ­να­ντι σε αυ­τό τον ορυ­μα­γδό από πα­λα­βο­μά­ρες, ψεύ­δη και αναί­τια, επι­τη­δευ­μέ­νη προ­βο­λή ψευ­δε­πί­γρα­φων συ­ναι­σθη­μά­των που συ­να­ντού­σε γύ­ρω του κα­θη­με­ρι­νά και που τον κα­τέ­κλυ­ζε, δεν εί­χε να πα­ρα­τά­ξει τί­πο­τα άλ­λο, από αυ­τό που μια αδή­ρι­τη ανά­γκη και ένα ανά­μει­κτο έν­στι­κτο πα­ραί­τη­σης και αυ­το­προ­στα­σί­ας του επέ­βα­λε. Και έτσι πί­ε­ζε τον εαυ­τό του να μα­θαί­νει κά­θε μέ­ρα και­νού­ριες λέ­ξεις, ώστε να έχει πε­ρισ­σό­τε­ρα να σω­παί­νει. Χρη­σι­μο­ποιού­σε με μα­ε­στρία τις πτώ­σεις ανε­μι­κών ου­σια­στι­κών και εί­χε γί­νει ει­δή­μων στην κλί­ση άη­χων ρη­μά­των, ένας αρι­στο­τέ­χνης στην κα­τα­σκευή οχυ­ρω­μα­τι­κών έρ­γων για τη δια­φύ­λα­ξη των λέ­ξε­ων από τη σκου­ριά και τη σή­ψη ενός θο­ρυ­βο­ποιού, ανερ­μά­τι­στου κό­σμου. Ενός κό­σμου που φαι­νό­ταν να επι­βά­λει με τη βία στα όντα που τον κα­τοι­κού­σαν, την ασύ­νε­τη εκ­φο­ρά αυ­τού του ήδη κα­τα­χρώ­με­νου λό­γου, κα­θώς τους εμ­φυ­σού­σε το με­γά­λο φό­βο, μή­πως και μέ­σα στην προ­σω­ρι­νό­τη­τα της ύπαρ­ξής τους θα απέ­με­ναν σαν άδεια, βου­βά και ανέκ­φρα­στα κε­λύ­φη, χά­νο­ντας τη μο­να­δι­κή ευ­και­ρία που θα τους δι­νό­ταν πο­τέ όχι μό­νο να ζή­σουν αλ­λά και να αφή­σουν μία έστω και εξαμ­βλω­μα­τι­κή, αξιο­θρή­νη­τη σφρα­γί­δα, που θα υπο­δή­λω­νε το πέ­ρα­σμά τους από αυ­τόν τον κό­σμο.

Και έφτα­σαν μέ­ρες δύ­σκο­λες, που κα­νείς δεν μπο­ρού­σε να ξε­χω­ρί­σει αν έφται­γαν οι μέ­ρες ή η μα­τιά που τις πα­ρα­τη­ρού­σε. Μέ­ρες που η σιω­πή συ­χνά συγ­χέ­ο­νταν με την δει­λία. Ο ίδιος όμως γνώ­ρι­ζε πως εί­χε σπα­τα­λή­σει τη μέ­χρι τώ­ρα ζωή του ακο­λου­θώ­ντας τις τυ­φλές συμ­βου­λές δο­κη­σί­σο­φων. Συμ­βου­λές που βα­σί­ζο­νταν σε γνώ­μες αστα­θείς και σα­θρές σαν την επι­φά­νεια λε­πτού πά­γου. Κα­τα­λά­βαι­νε πια πως εί­χε ακο­λου­θή­σει δρό­μους που τον εί­χαν οδη­γή­σει σε άνυ­δρες ερή­μους με τον κίν­δυ­νο να θα­φτεί κά­τω από τους με­τα­κι­νού­με­νους αμ­μό­λο­φους, σαν εκεί­νον τον πο­λυ­πλη­θή στρα­τό του μύ­θου, που εξα­φα­νί­στη­κε αίφ­νης μέ­σα στη λα­μπρό­τη­τά του και σβή­στη­κε μια για πά­ντα από τις μνή­μες των αγα­πη­μέ­νων, με­τα­τρε­πό­με­νος στο ξε­πε­σμέ­νο σκή­νω­μα μια φή­μης με­τα­φερ­μέ­νης από στό­μα­τα ψευ­δό­με­νων λω­πο­δυ­τών. Και κα­θώς πα­ρα­τη­ρού­σε τη σκό­νη του κό­σμου να κα­τα­κά­θε­ται πά­νω στις μέ­ρες του και να τις οδη­γεί σε μια ανα­πό­τρε­πτη λή­θη και έφτα­σε πο­λύ κο­ντά στο να αρ­χί­σει να θε­ω­ρεί τον εαυ­τό του ανυ­πό­στα­το και φευ­γα­λέο σαν ένα όρα­μα που εί­χε δη­μιουρ­γή­σει η πλά­ση για τα ίδια τα δι­κά του μό­νο μά­τια, άν­θι­σε εντός του η σκέ­ψη πως η ζωή του και η όλη του ύπαρ­ξη ίσως και να συ­νι­στού­σε μό­νο μια μι­κρή, ανε­παί­σθη­τη ανά­σα μέ­σα στην απε­ρα­ντο­σύ­νη του σύ­μπα­ντος, η οποία όμως απο­δει­κνύ­ο­νταν τε­ρά­στιας ση­μα­σί­ας ενταγ­μέ­νη στην ακο­λου­θία των ανα­πνο­ών ενός, πολ­λές φο­ρές, ασθμαί­νο­ντος, πα­ρό­λα αυ­τά ακό­μα ζω­ντα­νού κό­σμου.

Και εί­δε πε­ντα­κά­θα­ρα πως οι ιδέ­ες δια­φέ­ρουν από τις πέ­τρες και τον αέ­ρα, το φως και την αστρα­πή κα­θώς και από τα υπό­λοι­πα στοι­χειώ­δη συ­στα­τι­κά αυ­τού του κό­σμου, και πολ­λές φο­ρές μπο­ρούν να απο­μα­κρύ­νουν τους αν­θρώ­πους από αυ­τά και να τους κα­τα­δι­κά­σουν στο να χα­θούν στη δή­θεν ση­μα­σία των ίδιων των ιδε­ών, ζώ­ντας εγκλω­βι­σμέ­νοι και απο­κομ­μέ­νοι από έναν κό­σμο που κα­τα­δι­κά­ζε­ται έτσι να βρί­σκε­ται έξω από τη σκέ­ψη τους ή τό­σο πα­ράλ­λη­λα με αυ­τή, σε βαθ­μό που δεν θα μπο­ρού­σαν να τον συ­να­ντή­σουν πια πο­τέ, πα­ρό­λο που απλώ­νο­νταν ανέ­κα­θεν μπρο­στά στα μά­τια τους. Ανα­γνώ­ρι­σε επί­σης πως ο μό­νος τρό­πος για να απαλ­λα­γεί κα­νείς από το φό­βο μιας τέ­τοιας απο­μά­κρυν­σης από την ου­σία των πραγ­μά­των, ήταν να τα­ΐ­σει αυ­τό το φό­βο με όλα τα συ­ναι­σθή­μα­τα, τις λύ­πες, τις χα­ρές και τις προσ­δο­κί­ες του, με όλα τα δε­σμά της συ­νή­θειας και τις ελά­χι­στες εκλάμ­ψεις της απε­λευ­θέ­ρω­σης, μέ­χρι να μην έχει πιά με τί­πο­τα να τρα­φεί και να σβή­σει μέ­σα στους ατμούς της μά­ται­ης πα­ρα­δο­ξό­τη­τάς του, όπως μια πυρ­κα­γιά όταν φτά­νει στο χεί­λος της θά­λασ­σας. Κι όταν οι άν­θρω­ποι θα το κα­τόρ­θω­ναν αυ­τό θα αντι­λαμ­βά­νο­νταν ξαφ­νι­κά πως τον κό­σμο τον χτί­ζουν οι πρά­ξεις τους και πως δεν απο­τε­λεί απλά το πλαί­σιο για αυ­τές τις πρά­ξεις. Και πως η μνή­μη του κό­σμου δεν μπο­ρεί να διαρ­ρα­γεί και να δια­χω­ρι­στεί από αυ­τές τις πρά­ξεις, που εί­ναι πια αδιά­σπα­στα πλεγ­μέ­νες με αυ­τόν και δια­περ­νούν τον δια­σπα­σμέ­νο χρό­νο, πλά­θο­ντας μια αιω­νιό­τη­τα άχρο­νη και στιγ­μιαία, που μπο­ρεί να πα­ρα­βλη­θεί μό­νο με τη χα­ρά και την κα­τά­φα­ση που γεν­νιέ­ται στις καρ­διές τις σπά­νιες στιγ­μές της έκ­στα­σης.

Τη νύ­χτα που πή­γαν να τον συλ­λά­βουν τους πε­ρί­με­νε. Η σιω­πή πλέ­ον εί­χε γί­νει συ­νώ­νυ­μη της προ­δο­σί­ας. Δί­πλα στις τε­ρά­στιες πυ­ρές που έκαι­γαν σε όλη την πό­λη, μπο­ρού­σε να δια­κρί­νει κα­νείς, να φω­τί­ζο­νται τα αυ­τά­ρε­σκα και πολ­λές φο­ρές χά­σκο­ντα χα­μό­γε­λα ενός πλή­θους, που άκου­γε μα­γε­μέ­νο τα ακα­τα­νό­η­τα πα­ρα­λη­ρή­μα­τα και τους ακα­τά­σχε­τους μεσ­σια­νι­σμούς ρη­τό­ρων – αγυρ­τών, που αρ­γό­τε­ρα ελα­φρά τη καρ­δία θα οδη­γού­σαν το ίδιο αυ­τό πλή­θος στον όλε­θρο. Για­τί για κά­θε πα­ρα­λή­ρη­μα πα­ρα­μο­νεύ­ει μια θα­να­τε­ρή και πα­ρα­τε­τα­μέ­νη, βου­βή κε­νό­τη­τα, που δια­σφα­λί­ζει την ισορ­ρο­πία των πραγ­μά­των και πά­ντα δια­φεύ­γει της αντί­λη­ψης ακό­μα και των πιο διο­ρα­τι­κών. Και ήταν μπρο­στά στο από­σπα­σμα που λέ­ξεις και φρά­σεις και αιχ­μη­ρά ση­μεία στί­ξης, ανο­μο­λό­γη­τες παύ­σεις και επι­φω­νή­μα­τα, θαμ­μέ­να για χρό­νια εντός του, ξε­χύ­θη­καν σα σμή­νος αρ­πα­κτι­κών που­λιών από το στό­μα του και τον κά­λυ­ψαν ολωσ­διό­λου. Όταν η λάμ­ψη από το στρο­βί­λι­σμα των λέ­ξε­ων εξα­φα­νί­στη­κε, στη θέ­ση του απέ­να­ντι στο από­σπα­σμα, δεν εί­χε απο­μεί­νει τί­πο­τα, πα­ρά μό­νο με­ρι­κές ασύλ­λη­πτες φρά­σεις χω­ρίς κα­νέ­ναν πα­ρα­λή­πτη. Και από τη στιγ­μή που οι σιω­πη­λές λέ­ξεις – θραύ­σμα­τα άρ­χι­σαν να καρ­φώ­νο­νται στα απρο­στά­τευ­τα σώ­μα­τα των ξαφ­νια­σμέ­νων σκο­πευ­τών και να τα δια­με­λί­ζουν, εξα­πλώ­θη­κε πα­ντού η φή­μη, πως μια αδιό­ρα­τη, σκιε­ρή σιω­πή ξε­πρό­βα­λε κά­ποιες νύ­χτες μέ­σα από την πέ­τρι­νη ησυ­χία της φλε­γό­με­νης πό­λης και με­τα­τρέ­πο­νταν σε νέ­με­ση για τον κά­θε θο­ρυ­βο­ποιό δυ­νά­στη. Στους ψι­θυ­ρι­στούς κύ­κλους που σχη­μά­τι­ζαν οι συ­να­θροί­σεις των αν­θρώ­πων, ανα­βί­ω­ναν μύ­θοι πα­λιοί από εκεί­νες τις αρ­χαί­ες επο­χές, που η ζωή συμ­βά­δι­ζε με ένα σε­βα­σμό, ο οποί­ος επι­σφρα­γί­ζο­νταν από την πρά­ξη και η φει­δώ κα­τά τη χρή­ση της ομι­λί­ας θε­ω­ρού­νταν ιε­ρή. Κι αν όλα αυ­τά ξε­χά­στη­καν γρή­γο­ρα και πέ­ρα­σαν στη σφαί­ρα του θρύ­λου, ήταν για­τί η σιω­πή εί­χε μά­θει να πο­ρεύ­ε­ται πά­ντα μό­νη, μα­κριά από τις ια­χές και τους φτη­νούς θο­ρύ­βους μιας κα­θη­με­ρι­νό­τη­τας, που όλοι απεύ­χο­νται τις φθο­ρο­ποιές δυ­νά­μεις της και όλοι ενα­γω­νί­ως επι­ζη­τούν.

 

αυτόν το μήνα οι εκδότες προτείνουν: