Το παιδί με τα παράξενα όνειρα

Έργο του Αργεντινού ζωγράφου Juan-Carlos-Castagnino
Έργο του Αργεντινού ζωγράφου Juan-Carlos-Castagnino



Η ανά­μνη­ση του τό­που που εί­χαν συ­να­ντη­θεί για πρώ­τη φο­ρά ήταν κα­τα­χω­νια­σμέ­νη βα­θιά μέ­σα του, στο άγνω­στο μέ­ρος που λέ­νε πως η ψυ­χή συλ­λέ­γει και εντυ­πώ­νει τα πα­ρελ­θό­ντα. Αλ­λά όταν προ­σπά­θη­σε να την ανα­σύ­ρει, με­τα­τρά­πη­κε στο μυα­λό του σε ασπρό­μαυ­ρη πα­μπά­λαια φω­το­γρα­φία με τις τσα­κι­σμέ­νες άκρες της θαμ­μέ­νες στη σκό­νη. Η αί­σθη­ση της ύπαρ­ξης μιας δυ­σθε­ώ­ρη­της αντί­λη­ψης για έναν κό­σμο που με­τε­ω­ρί­ζε­ται σαν ακρο­βά­της ανά­με­σα στο φα­ντα­στι­κό και το πραγ­μα­τι­κό, ασκού­σε πά­ντα μια θελ­κτι­κή επιρ­ροή στην ήδη ονει­ρο­πό­λα ιδιο­συ­γκρα­σία του. Δεν ήταν τό­σο λό­γω του το ότι έχα­νε την εμπι­στο­σύ­νη στα αι­σθη­τή­ρια όρ­γα­νά του και στην συ­γκε­κρι­μέ­νη ει­κό­να που αυ­τά αφει­δώς του πα­ρεί­χαν για την ου­σία και τους κα­νό­νες σύ­στα­σης αυ­τού του κό­σμου, όσο λό­γω της από χρό­νια πα­γιω­μέ­νης υπο­ψί­ας του, πως αν ο ίδιος ο κό­σμος επι­θυ­μού­σε να δια­τη­ρή­σει την ου­σία του κρυμ­μέ­νη από τα όντα που πε­ριεί­χε, δεν εί­χε πα­ρά να θέ­σει αυ­τή την ει­κό­να πέ­ρα από κά­θε όριο και κά­θε δυ­να­τό­τη­τα κα­τα­νό­η­σης από πλευ­ράς τους, με έναν τρό­πο που θα μπο­ρού­σε να υπερ­κε­ρά­σει ακό­μα και την πιο κα­λά εξα­σκη­μέ­νη αί­σθη­ση και την οξυ­δερ­κέ­στε­ρη μα­τιά.
Τα σύν­νε­φα που συ­νω­στί­ζο­νταν στη σκο­τει­νή γραμ­μή του ορί­ζο­ντα, έμοια­ζαν με μι­σο­τε­λειω­μέ­νες φρά­σεις, που δια­κό­πτο­νταν από ένα φως που δεν εί­χε πια τη δύ­να­μη να απο­τε­λέ­σει το μο­να­δι­κό ση­μά­δι ερ­μη­νεί­ας, μιας μέ­ρας που από ώρα βρι­σκό­ταν στη χά­ση της. Ήταν τη στιγ­μή που η όρα­ση προ­σπα­θεί να επι­στρα­τεύ­σει τα ισχυ­ρό­τε­ρα ερ­γα­λεία της για να διεισ­δύ­σει στα υπε­σχη­μέ­να σκο­τά­δια, που επα­νέρ­χο­νται με συ­νέ­πεια, ορί­ζο­ντας αε­νά­ως τη μία πτυ­χή του δισ­διά­στα­του, μιας πλά­σης χα­μέ­νης στην αυ­τα­ρέ­σκεια της φαι­νο­με­νι­κής αλ­λα­γής, που το παι­δί απο­φά­σι­σε να εγκα­τα­λεί­ψει τις εσχα­τιές μιας ζω­ής κα­θο­ρι­σμέ­νης από τα όνει­ρα και να βα­δί­σει στις άνυ­δρες εκτά­σεις μιας πραγ­μα­τι­κό­τη­τας που από χρό­νια εί­χε απεκ­δυ­θεί κά­θε υπό­σχε­ση ευ­τυ­χί­ας ή γα­λή­νης.
Στη μα­νια­σμέ­νη ψυ­χή του παι­διού και στις κα­τα­κόμ­βες των φλε­βών που διέ­τρε­χαν το δέρ­μα του, έρεε το ανο­λο­κλή­ρω­το της ύπαρ­ξης. Δυ­νη­τι­κά ζώ­ντες δρό­μοι πά­λευαν λυσ­σο­μα­νώ­ντας να δια­μορ­φω­θούν μέ­σα του και να κα­θο­ρί­σουν μια μοί­ρα, που πο­λύ αρ­γό­τε­ρα θα φά­ντα­ζε ως προ­δια­γε­γραμ­μέ­νη στα μά­τια αδιά­φο­ρων ξέ­νων, γα­λου­χη­μέ­νων στη συ­ντή­ρη­ση μιας δει­σι­δαι­μο­νί­ας, που πά­ντα απο­τε­λού­σε ατρά­ντα­χτο άλ­λο­θι μιας σύμ­φυ­της με τον κό­σμο, αν όχι κο­σμο­γο­νι­κής ανοη­σί­ας. Ο μι­κρός βά­δι­ζε ορ­φα­νός σε μία ορ­φα­νε­μέ­νη, λει­ψή πλά­ση και η ορ­φά­νια έμοια­ζε μέ­σα του με ανά­μνη­ση μελ­λο­ντι­κών κα­τα­στά­σε­ων, γε­γο­νός που θα μπο­ρού­σε εύ­κο­λα να θε­ω­ρη­θεί ως ικα­νό­τη­τα πρό­γνω­σης αν δεν υπήρ­χε χα­ραγ­μέ­νη εντός του, η βε­βαιό­τη­τα ενός ξε­στρα­τί­σμα­τος προς άγνω­στες σφαί­ρες, απρό­σι­τες ακό­μα και από την πιο διο­ρα­τι­κή διά­νοια. Λυ­πό­ταν πο­λύ που οι συ­χνές πε­ρι­πλα­νή­σεις του τον εί­χαν κα­τα­δι­κά­σει σε μια αγραμ­μα­το­σύ­νη όμοια με εγκα­τά­λει­ψη, κα­θώς μά­ντευε πως μέ­σα σε αυ­τά τα μυ­στη­ριώ­δη χάρ­τι­να αντι­κεί­με­να, που οι άν­θρω­ποι διά­βα­ζαν σα μαρ­μα­ρω­μέ­νοι βα­σι­λιά­δες αλ­λο­τι­νών επο­χών, κρύ­βο­νταν άπει­ροι κό­σμοι και αδια­νό­η­τες προ­ο­πτι­κές που μό­νο η πιο ισχυ­ρή μα­γεία θα μπο­ρού­σε να έχει το­πο­θε­τή­σει εκεί.

Οι μέ­ρες του δια­δέ­χο­νταν η μία την άλ­λη πια­σμέ­νες στη γκρί­ζα θη­λιά της συ­νή­θειας, που δη­μιουρ­γεί σύγ­χυ­ση στα μυα­λά των αν­θρώ­πων και εντεί­νει την ψευ­δαί­σθη­ση της επα­νά­λη­ψης και της ανα­βί­ω­σης γνώ­ρι­μων τά­χα κα­τα­στά­σε­ων. Πέ­ρα­σε μέ­ρες επαι­τεί­ας μέ­σα σε μια πεί­να τό­σο έντο­νη, που για να την ξε­γε­λά­σει έφτια­χνε παι­χνί­δια με τη φα­ντα­σία του και κα­μώ­νο­νταν πως μπο­ρού­σε με τη φω­νή του, να τι­θα­σεύ­σει το βύ­κτη άνε­μο, που βα­σά­νι­ζε το μι­κρό κορ­μί του, κα­θώς πα­ρα­τη­ρού­σε φα­ντα­στι­κούς διάτ­το­ντες αστέ­ρες, εκεί που στην πραγ­μα­τι­κό­τη­τα υπήρ­χε μό­νο η ακα­νό­νι­στη τρο­χιά μιας νυ­χτε­ρί­δας σε ένα σκο­τει­νό ου­ρα­νό που φι­λο­δο­ξού­σε να επι­τεί­νει την τυ­φλό­τη­τά της. Κά­ποια πα­γω­μέ­να πρω­ι­νά πα­ρα­τη­ρού­σε τα αε­ρο­πλά­να που χά­ρα­ζαν τον ανέ­φε­λο ου­ρα­νό και ανα­θυ­μό­ταν, πως στα πα­λιά ονει­ρο­πο­λή­μα­τά του τα λευ­κά ση­μά­δια τους με­τα­τρέ­πο­νταν σε ίχνη πλοί­ων πά­νω σε μια μα­κρι­νή ανε­στραμ­μέ­νη θά­λασ­σα, σε έναν κό­σμο που μέ­σα στο μυα­λό του συ­στρέ­φο­νταν σα γι­γά­ντια συ­μπα­ντι­κή κλε­ψύ­δρα, φτιαγ­μέ­νη σε επο­χές που δεν εί­χε εφευ­ρε­θεί ακό­μα ο χρό­νος και η συ­να­κό­λου­θη ανά­γκη για την κα­τα­μέ­τρη­σή του.
Στον τσιγ­γά­νι­κο κα­ταυ­λι­σμό ξαφ­νιά­στη­κε κα­θώς ήρ­θε για πρώ­τη φο­ρά σε επα­φή με την κα­λο­σύ­νη που εξα­σφα­λί­ζει η απο­δο­χή και θα­μπώ­θη­κε από χρώ­μα­τα και μου­σι­κές πρω­τό­φα­ντες, ενό­σω η γριά χει­ρο­μά­ντισ­σα σιω­πού­σε πλάι του, αμ­φι­τα­λα­ντευό­με­νη ανά­με­σα στο επαγ­γελ­μα­τι­κό κα­θή­κον και το δι­σταγ­μό της απο­κά­λυ­ψης ενός δυ­σοί­ω­νου μέλ­λο­ντος. Με το πρώ­το φως ο κα­ταυ­λι­σμός εί­χε εξα­φα­νι­στεί σαν να ήταν αντι­κα­το­πτρι­σμός ή σαν να τον κα­τά­πιε το τρο­με­ρό στοι­χειό ενός πα­ρα­μυ­θιού, πριν απο­συρ­θεί στο απρο­σπέ­λα­στο βα­σί­λειο της λή­θης και με­τα­μορ­φω­θεί σε προ­ϊ­όν ει­κα­σί­ας σε δι­η­γή­σεις γε­ρό­ντων γύ­ρω από τη φαι­νο­με­νι­κή ασφά­λεια της φω­τιάς. Δί­πλα στα απο­κα­ΐ­δια, που κά­πνι­ζαν ακό­μα, το παι­δί κρα­τού­σε στην αγκα­λιά του το δω­ρι­σμέ­νο βιο­λί με το δε­μέ­νο κόκ­κι­νο μα­ντή­λι, σαν εύ­θραυ­στο φυ­λα­χτό.
Το ίδιο βρά­δυ βρέ­θη­κε στο επί­κε­ντρο μιας με­γά­λης γιορ­τής, με την προ­σο­χή του αλα­λά­ζο­ντος πλή­θους στραμ­μέ­νη πά­νω του, κα­θώς το παι­δί έδι­νε φω­νή στο βιο­λί σα μέ­γας δε­ξιο­τέ­χνης, σαν αρ­χε­τυ­πι­κός άγ­γε­λος δη­μιουρ­γός ενός ήχου, που ανέ­κα­θεν συ­νό­δευε την ύπαρ­ξη. Ξαφ­νι­κά όλος ο τό­πος σεί­στη­κε από το άη­χο μιας μου­σι­κής, σαν το δο­ξά­ρι να ήταν κα­λυμ­μέ­νο με κου­ρέ­λια κι οι χο­ρευ­τές από­μει­ναν βαλ­σα­μω­μέ­να, ακέ­φα­λα, κε­νά εν­δύ­μα­τα απλω­μέ­να στην αγ­χό­νη ηλε­κτρι­κών συρ­μά­των αχρη­στε­μέ­νων από χρό­νια. Το παι­δί άρ­χι­σε μέ­σα στη σιω­πή να μα­ζεύ­ει με τις χού­φτες κάλ­πι­κα χαρ­το­νο­μί­σμα­τα, προ­ϊ­ό­ντα καλ­πά­ζο­ντος πλη­θω­ρι­σμού χω­ρίς αντί­κρι­σμα, απο­τυγ­χά­νο­ντας συ­νε­χώς να γε­μί­σει τις τρύ­πιες τσέ­πες του. Ξύ­πνη­σε από το όνει­ρο μέ­σα στην πα­γω­νιά κά­τω από μια βε­λα­νι­διά, της οποί­ας τα παλ­λό­με­να κλα­διά, με­τε­ω­ρί­ζο­νταν σαν χέ­ρια λι­πό­σαρ­κου μα­έ­στρου δί­νο­ντας πα­ραγ­γέλ­μα­τα σε μια φα­ντα­στι­κή ορ­χή­στρα στη μέ­ση του δά­σους. Το βιο­λί εί­χε εξα­φα­νι­στεί.

Κά­ποιοι λέ­νε πως οι ανα­μνή­σεις των τό­πων και των αν­θρώ­πων εντυ­πώ­νο­νται σε συ­γκε­κρι­μέ­νο μέ­ρος της ψυ­χής και μέ­νουν εκεί για πά­ντα, όσα χρό­νια κι αν πε­ρά­σουν. Όταν στη δύ­ση της ζω­ής μου συ­νά­ντη­σα την ασπρό­μαυ­ρη φω­το­γρα­φία από το με­γά­λο πό­λε­μο του προη­γού­με­νου αιώ­να, η οποία απο­τύ­πω­νε ένα απαγ­χο­νι­σμέ­νο παι­δί σε ένα δέ­ντρο, ανα­γνώ­ρι­σα τον πρω­τα­γω­νι­στή των πα­ρά­ξε­νων παι­δι­κών ονεί­ρων μου, που πά­ντα ως επω­δό και λί­γο πριν ξυ­πνή­σω κά­θι­δρος, μου φώ­να­ζε: «Αυ­τή η μου­σι­κή δεν ήταν πο­τέ δι­κή σου». Στο κά­τω μέ­ρος της φω­το­γρα­φί­ας, στη βά­ση του δέ­ντρου ήταν πα­ρα­ταγ­μέ­νη και πό­ζα­ρε μια ομά­δα τεσ­σά­ρων αν­δρών με κου­ρε­λια­σμέ­να ρού­χα. Στα χέ­ρια του ψη­λό­τε­ρου, που εί­χε το ύφος αρ­χη­γού και ένα πρό­στυ­χο χα­μό­γε­λο στο ξε­δο­ντια­σμέ­νο στό­μα του, διέ­κρι­να την ύπαρ­ξη ενός βιο­λιού, που εί­χε δε­μέ­νο στην άκρη του ένα σκού­ρο μα­ντή­λι, το οποίο εύ­κο­λα μπο­ρού­σε να μα­ντέ­ψει κα­νείς, πως εκεί­νη την αιω­ρού­με­νη στιγ­μή της πραγ­μα­τι­κό­τη­τας, λί­γο πριν ο φω­το­γρά­φος πα­γώ­σει για πά­ντα το χρό­νο, εί­χε το κόκ­κι­νο χρώ­μα του αί­μα­τος.

 

αυτόν το μήνα οι εκδότες προτείνουν: