Ο Ταρζάν - ΒΛ 4 αριθμός 14

Χάρτινοι ήρωες
Ο Ταρζάν - ΒΛ 4 αριθμός 14

Ο Ταρ­ζάν βρί­σκε­ται έξω από την κα­λύ­βα του μα­ζί με τον μι­κρό Κέ­νι και τον φί­λο τους, τον Μπουά­να το δυ­να­τό λιο­ντά­ρι κι εγώ αρα­χτός απο­λάμ­βα­να την απρό­σμε­νη συ­νά­ντη­σή μου με το τεύ­χος που εί­χε τί­τλο «Ο Ταρ­ζάν μό­νος ενα­ντί­ον όλων».

―Κοί­τα Ταρ­ζάν μια φω­τιά, λέ­ει ανή­συ­χος ο Κέ­νι στον φί­λο του.
―Εί­ναι επι­κίν­δυ­νες οι φω­τιές τώ­ρα, με την ξη­ρα­σία μπο­ρεί ν’ αρ­πά­ξει φω­τιά όλο το δά­σος. Έλα Κέ­νι πά­με να δού­με ποιος την άνα­ψε.

Ο Ταρ­ζάν, ο Κέ­νι κι ο Μπουά­μα το αρ­σε­νι­κό λιο­ντά­ρι προ­χω­ρούν προς τη φω­τιά που μαί­νε­ται. Σε κά­ποια στιγ­μή φτά­νουν και βρί­σκουν τη φω­τιά μι­σο­σβη­σμέ­νη.

―Μπα η φω­τιά έσβη­σε… Αυ­τός που την άνα­ψε μας πή­ρε μυ­ρω­διά και το­στρι­ψε μα για­τί; Όποιος δεν φταί­ει δεν κρύ­βε­ται, πε­ρί­με­νε με εδώ με τον Μπουά­να, μπο­ρεί να εί­ναι επι­κίν­δυ­νο, εί­πε στον Κέ­νι. Ο Ταρ­ζάν πη­δά σ’ ένα δέν­δρο, από κει σε άλ­λο με τα σκοι­νιά που κρέ­μο­νται ακο­λου­θώ­ντας την μυ­ρω­διά του κα­πνού. Κα­θ’ όδόν σκε­φτό­ταν «ο Ταρ­ζάν θα βρει ποιος άνα­ψε την φω­τιά».

Κα­θό­μουν σε μια πο­λυ­θρό­να με τα διά­φο­ρα πράγ­μα­τα γύ­ρω μου και ξε­φύλ­λι­ζα τον Ταρ­ζάν ήταν ένα πα­λιό τεύ­χος, αλ­λά η λη­σμο­νιά του χρό­νου το εί­χε κά­νει ολο­καί­νουρ­γο. Αυ­τά εί­ναι τα κα­λά των με­τα­κο­μί­σε­ων, για­τί κά­που το εί­χε κα­τα­χω­νιά­σει η μά­να μου για να μη μου απο­σπά την προ­σο­χή και να δια­βά­ζω τα μα­θή­μα­τά μου και τώ­ρα το ξα­να­βρή­κε με­τά από και­ρό, χά­ριν της με­τα­κο­μί­σε­ως και μου το έδω­σε με τη σι­γου­ριά πως θα με έκα­νε πο­λύ χα­ρού­με­νο.

―Έλα σου έχω δω­ρά­κι μου εί­πε, σκου­πί­ζο­ντας το ιδρω­μέ­νο της πρό­σω­πο από τον κά­μα­το της ημέ­ρας και βγά­ζο­ντας από την πλά­τη της τον ολό­φρε­σκο ξε­χα­σμέ­νο Ταρ­ζάν μου.

Ήταν πε­ρα­σμέ­νο φθι­νό­πω­ρο της ίδιας χρο­νιάς, μπο­ρεί και της επό­με­νης, ή και μιας τρί­της από τό­τε που εί­χα χά­σει το πε­ριο­δι­κό. Πε­ρισ­σό­τε­ρη ση­μα­σία όμως έχει η επο­χή. Πού έστε­κε ο ήλιος; αν υπήρ­χαν σύν­νε­φα στον ου­ρα­νό; τι έκα­ναν οι άν­θρω­ποι; πα­ρά ποιο έτος ήταν. Ο χρό­νος υπάρ­χει ως μνή­μη και ως ελ­πί­δα. Και η μνή­μη κι ελ­πί­δα στα­λά­ζο­νται μέ­σα στη μορ­φή του χώ­ρου και των αν­θρώ­πων κι πο­τέ δί­πλα από νού­με­ρα. Τα έτη δεν εί­ναι πα­ρά η χαρ­το­γρά­φη­ση της μνή­μης και της ελ­πί­δας. Ο γε­ω­φυ­σι­κός όμως χάρ­της του χρό­νου εί­ναι το το­πίο και η με­λαγ­χο­λία του, τα βλέμ­μα­τα και οι εκ­κρί­σεις τους που ζουν και­ρούς πολ­λούς με­τά, άφθαρ­τα γε­μά­τα προ­σμο­νές.
Εί­χα­με στοι­βά­ξει τα πράγ­μα­τα στην αυ­λή και η μά­να μου με τ' αδέρ­φια μου, τα μοί­ρα­ζαν στα δω­μά­τια, κα­τά πως τους έλε­γε εκεί­νη. Ο πα­τέ­ρας με τα χέ­ρια πλεγ­μέ­να πί­σω στη μέ­ση, σαν πρό­ε­δρος άση­μης κοι­νό­τη­τας, ήλεγ­χε τη δου­λειά των άλ­λων και τη δι­κή του ση­μα­ντι­κό­τη­τα. Με­τα­κο­μί­σα­με ξαφ­νι­κά, η μά­να μου βέ­βαια μέ­ρες ετοί­μα­ζε τα τζά­τζα­λα και μά­τζα­λα, αλ­λά εγώ δεν εί­χα πά­ρει χα­μπά­ρι. Εξάλ­λου δεν εί­χα να κά­νω τις ιδιαί­τε­ρες προ­ε­τοι­μα­σί­ες, τον Ψα­ράγ­γε­λο μου πια δεν τον έχα­να με τί­πο­τα. Ήταν ο μι­κρός φί­λος που εί­χα ανα­κα­λύ­ψει, σχε­διά­σει ή φα­ντα­στεί στον ου­ρα­νό, ο οποί­ος με συ­ντρό­φευε στις δύ­σκο­λες στιγ­μές μου. Του 'στη­σα καρ­τέ­ρι το προη­γού­με­νο βρά­δυ και τον άρ­πα­ξα από­το­μα, εκεί που δεν το πε­ρί­με­νε, τον κα­τα­χώ­νια­σα στο σα­κού­λι της λα­χτά­ρας μου και τον αμό­λη­σα στην αυ­λή της ΒΛ4 αριθ­μός 14 στο τέρ­μα της Σο­λω­μού.



Ο Ταρζάν - ΒΛ 4 αριθμός 14

Σε λί­γο με οδη­γό την μυ­ρω­διά του κα­πνού ο Ταρ­ζάν έφτα­σε στη μι­σο­σβη­σμέ­νη φω­τιά.
«Κα­νείς δεν εί­ναι εδώ, μα βλέ­πω πολ­λά χνά­ρια» σκέ­φτη­κε.
Ένας μι­κρός θό­ρυ­βος, κά­νει τον Ταρ­ζάν πιο προ­σε­κτι­κό, «κά­ποιος με ση­μα­δεύ­ει με του­φέ­κι. Μα δεν θέ­λει να ρί­ξει, αλ­λιώς θα το εί­χε κά­νει, θα τον αφή­σω να πι­στεύ­ει πως δεν κα­τά­λα­βα τί­πο­τα και θα τον κα­νο­νί­σω εγώ», ενώ σκε­φτό­ταν αυ­τά ση­κώ­νει έναν πε­σμέ­νο κορ­μό και ετοι­μά­ζε­ται να το πε­τά­ξει. Ο κρυμ­μέ­νος με το όπλο ση­μα­δεύ­ει τον Ταρ­ζάν και σκέ­φτε­ται «μα τι κά­νει αυ­τός ο αγριάν­θρω­πος, δεν κα­τα­λα­βαί­νω». Ξαφ­νι­κά ο Ταρ­ζάν επι­τί­θε­ται, πε­τώ­ντας τον κορ­μό ενα­ντί­ον αυ­τού που τον ση­μά­δευε πί­σω από τους θά­μνους.

―Απά­νω του, δεν μου γλι­τώ­νεις, λέ­ει και ορ­μά. Πί­σω από τους θά­μνους ακού­γε­ται ένα ωχ και ταυ­τό­χρο­να το όπλο εκ­πυρ­σο­κρο­τεί στο γά­μο του κα­ρα­γκιό­ζη.
―Ο Ταρ­ζάν δεν θέ­λει να τον ση­μα­δεύ­ουν με όπλο, λέ­ει και πιά­νει από τον λαι­μό τον αφρι­κα­νό που κρα­τού­σε το όπλο.
―Ποιος εί­σαι; Για­τί άνα­ψες φω­τιά; Για­τί με ση­μα­δεύ­εις; Ρω­τά αγριε­μέ­νος ο Ταρ­ζάν.
―Έλε­ος, του απευ­θύ­νει ο αφρι­κα­νός.
―Στά­σου Ταρ­ζάν, για το θεό, ακού­ει ο ήρω­άς μας πί­σω του κι εμ­φα­νί­ζε­ται μια νε­α­ρή γυ­ναί­κα αφρι­κα­νή, από τα ρού­χα της δεί­χνει αρι­στο­κρα­τι­κής κα­τα­γω­γής.
―Πριν πεις το όνο­μα σου, δεν ξέ­ρα­με ποιος εί­σαι. Τώ­ρα μά­θα­με πως εί­σαι ο Ταρ­ζάν ο βα­σι­λιάς της ζού­γκλας ο φί­λος μας, λέ­ει.
―Εί­ναι επι­κίν­δυ­νη η ζού­γκλα τη νύ­χτα, λέ­ει ο Ταρ­ζάν.
―Μα εί­ναι πιο επι­κίν­δυ­νο να μέ­νου­με στην Κου­ζού­μπα. Οι στρα­τιώ­τες του Ντε­λα­νέζ σκο­τώ­νουν κά­θε επα­να­στά­τη, λέ­ει η γυ­ναί­κα και συ­νε­χί­ζει ο συ­νο­δός της.
―Ταρ­ζάν, πρέ­πει να ει­δο­ποι­ή­σου­με τη φυ­λή μας, του Κου­ρούα πως κιν­δυ­νεύ­ουν. Δεν δέ­χτη­καν τον Ντε­λα­νέζ για αρ­χη­γό κι επα­να­στά­τη­σαν. Ο Ντε­λα­νέζ βά­ζει τους στρα­τιώ­τες του και καί­νε τα χω­ριά μας. Αν δεν τους ει­δο­ποι­ή­σου­με θα τους σφά­ξουν όλους. Ανά­ψα­με φω­τιά να μα­γει­ρέ­ψου­με να φά­ει και η μι­κρή.



Ο Ταρζάν - ΒΛ 4 αριθμός 14

Πά­νω στην αγω­νία με διέ­κο­ψε η μά­να μου, παίρ­νο­ντας μα­λα­κά το πε­ριο­δι­κό.

―Έλα αντρά­κι μου να με βοη­θή­σεις σε κά­τι που μό­νο εσύ μπο­ρείς να κά­νεις. Κά­τι τέ­τοια μου έλε­γε η μά­να μου και με έρι­χνε και με έκα­νε να νιώ­θω άτρω­τος και Ταρ­ζάν, και συ­νέ­χι­σε, το πε­ριο­δι­κό θα στο δώ­σω με­τά τις γιορ­τές να ξέ­ρεις, έχου­με μα­θή­μα­τα ε;

Εί­χε πε­ρά­σει αρ­κε­τός και­ρός, εί­χα κιό­λας συ­νη­θί­σει στην και­νού­ρια γει­το­νιά με τις δύο όψεις. Το σπί­τι εί­χε δύο ει­σό­δους, η μία έβγαι­νε από την αυ­λή στο δρό­μο και η άλ­λη κα­τευ­θεί­αν στον πα­ράλ­λη­λό του. Θε­ω­ρού­σα ότι και οι δυο εί­σο­δοι ήταν κε­ντρι­κές, έτσι δεν ήξε­ρα το ΒΛ4 ποιόν από τους δυο δρό­μους ση­μά­δευε. Πί­σω υπήρ­χε η αυ­λή, με­γά­λη αυ­λή χω­μά­τι­νη με μια λου­ρί­δα τσι­μέ­ντο κο­ντά στο σπί­τι. Αρι­στε­ρά και δε­ξιά εί­χε συρ­μά­τι­νους φρά­χτες ντυ­μέ­νους με κισ­σούς και πε­ρι­κο­κλά­δες και στο τέ­λος της αυ­λής ένα κε­νό σχη­μά­τι­ζε το νοη­τό πορ­τό­νι. Η μι­σή σκε­πα­ζό­ταν από κλη­μα­τα­ριές, δη­μιουρ­γώ­ντας ένα κα­τα­πρά­σι­νο θό­λο. Η αυ­λή ήταν κοι­νή με της κυ­ρά Λέ­νης, μιας χο­ντρής γυ­ναί­κας, με­γά­λης σε ηλι­κία, με πα­χύ, λευ­κό πρό­σω­πο, που 'δει­χνε κα­λο­ζω­ι­σμέ­νη. Έβγαι­νε τ' απο­γεύ­μα­τα και τα πρω­ι­νά της Κυ­ρια­κής και κα­θό­ταν με τις ώρες σχο­λιά­ζο­ντας. Πολ­λές φο­ρές η μά­να μου κα­θό­ταν μα­ζί της και κου­βέ­ντια­ζαν, τυ­λί­γο­ντας τα δά­χτυ­λα ανα­με­τα­ξύ τους, όπως τις ιστο­ρί­ες.
Από την άλ­λη πλευ­ρά η πόρ­τα απεί­χε από το δρό­μο όσο το τσι­με­ντέ­νιο στε­νό πε­ζο­δρό­μιο. Απέ­να­ντι από το σπί­τι χω­ρίς λό­γο κι αι­τία έχα­σκε μια τσι­με­ντέ­νια τε­τρά­γω­νη στέρ­να. Μέ­σα της έβρι­σκε κα­νείς λά­στι­χα, σί­δε­ρα, ντε­νε­κέ­δες, ξύ­λα κι ό,τι άλ­λο άχρη­στο μπο­ρού­σε να πε­τά­ξει η γει­το­νιά, και δεν το έπαιρ­νε το σκου­πι­διά­ρι­κο. Από πά­νω κρα­τού­σε σκιά σ' όλο αυ­τό το σκου­πι­δα­ριό μια τε­ρά­στια, όμορ­φη μου­ριά, που το κα­λο­καί­ρι τάι­ζε τους τρύ­πιους ντε­νε­κέ­δες και τα πα­λιο­σί­δε­ρα μαύ­ρες γυα­λι­στε­ρές μού­ρες. Ο δρό­μος στρω­μέ­νος κά­πο­τε με χα­λί­κι, τώ­ρα ήταν από ανα­κα­τε­μέ­νο χώ­μα και μι­κρές πέ­τρες. Στο τέ­λος του πά­ντως κά­τω αρι­στε­ρά έβγα­ζε στην άσφαλ­το. Εκεί που συ­να­ντιό­ντου­σαν, το χα­λι­κό­χω­μα κα­τέ­τρω­γε την άσφαλ­το και κά­θε χρό­νο την έβα­ζε και λί­γο πιο μέ­σα.
Η γει­το­νιά ήταν με­γά­λη χω­ρίς αδιέ­ξο­δο και με δυο πλευ­ρές. Εί­χε πολ­λά παι­διά κά­θε λο­γής και προ­πά­ντων κά­θε ηλι­κί­ας. Ο Πα­ρα­σκευάς και η Νί­κη της προη­γού­με­νης γει­το­νιάς ξε­χά­στη­καν νω­ρίς. Η γει­το­νιά που εί­χα­με με­τα­κο­μί­σει ήταν έξι, εφτά δρό­μοι πα­ρά κά­τω, αλ­λά έκα­να πο­λύ και­ρό να τους ξα­να­δώ.
Στην πί­σω πλευ­ρά της αυ­λής συ­νό­ρευα με τα σπί­τια και την ηλι­κία του Πί­πη και της Αφρού­λας, δύο παι­διά λί­γο μι­κρό­τε­ρα από μέ­να, αδύ­να­τα, ξαν­θω­πά και του χε­ριού μου, ήταν η πλευ­ρά με τους μι­κρούς αλ­λά απα­ραί­τη­τους για την μα­ταιο­δο­ξία μου, γεί­το­νες. Στο μπρο­στι­νό δρό­μο έμε­νε ο γιος του Πέ­ντε­ρη, του χο­ντρού, αντι­πα­θη­τι­κού πε­ρι­πτε­ρά και η κό­ρη του η Βά­σω, μα­θή­τρια στις τε­λευ­ταί­ες τά­ξεις του γυ­μνα­σί­ου και στην πρώ­τη γραμ­μή των ερω­τι­κών μου δια­κλα­δώ­σε­ων. Γύ­ρι­ζε η Βά­σω από το σχο­λείο με ανοι­χτό το κά­τω και το πά­νω κου­μπί της μπλε πο­διάς της και κα­νέ­να κομ­μά­τι αγνό­τη­τας δεν μπο­ρού­σε να δια­σώ­σει το λευ­κό για­κα­δά­κι γύ­ρω από το λαι­μό, του­λά­χι­στον μέ­σα στις δι­κές μου ατα­κτο­ποί­η­τες επι­θυ­μί­ες. Όταν έβλε­πα το γυ­μνό ολο­στρόγ­γυ­λο γό­να­το της να εξέ­χει από την πο­διά, άκου­γα το τρί­ξι­μο της ανυ­πο­μο­νη­σί­ας να προ­σπα­θεί βια­στι­κά αλ­λά άτσα­λα να βά­λει σε μια τά­ξη τις επι­θυ­μί­ες, ανα­κα­τεύ­ο­ντας τη γα­λή­νη της ηλι­κί­ας με την λα­γνεία των χρό­νων που κα­τρα­κυ­λώ­ντας έφτα­ναν.
Με ξύ­πνη­σε το άρω­μα από προ­ζύ­μι, η μά­να μου ζύ­μω­νε, ρού­φη­ξα τον αέ­ρα που 'μπαι­νε στο δω­μά­τιο. Έκλει­σα πά­λι τα μά­τια, αλ­λά πε­τά­χτη­κα μό­λις σκέ­φτη­κα τις τσι­που­λί­δες. Ήταν ευ­και­ρία πριν το ζυ­μω­μέ­νο ψω­μί φύ­γει για το φούρ­νο. Σε λί­γο η τσί­κνα ανα­κα­τευό­ταν με το φρε­σκο­ζυ­μω­μέ­να καρ­βέ­λια κι εγώ μ' ένα κομ­μά­τι τσι­που­λί­δα που 'μοια­ζε με σου­ραύ­λι στο στό­μα, χά­ζευα στην εξώ­πορ­τα το μου­σκε­μέ­νο δρό­μο. Η μου­ριά τί­να­ζε από πά­νω της, το νε­ρό που εί­χε μα­ζέ­ψει στα φύλ­λα όλο το βρά­δυ. Γύ­ρω απλω­νό­ταν ένα πη­χτό χρώ­μα γα­λα­ζό­πε­τρας και ανέ­συ­ρε από την κοί­τη του μυα­λού μου όλα τα βρο­χε­ρά χει­μω­νιά­τι­κα πρω­ι­νά. Σαν τη γά­τα που γλεί­φε­ται για να κα­θα­ρι­στεί και να ομορ­φύ­νει και το το­πίο ξε­πλέ­νε­ται και βά­φει τα χρώ­μα­τά του πιο έντο­να και ζω­ντα­νά, σκέ­φτη­κα και κα­τά­πια το τε­λευ­ταίο κομ­μά­τι της τσι­που­λί­δας μου.

―Τι σου έχω; με έβγα­λε από τον λή­θαρ­γο η μά­να μου.
―Τι ρώ­τη­σα μάλ­λον αδιά­φο­ρα κι εκεί­νη μου βά­ζει τον Ταρ­ζάν στη μού­ρη μου.
―Εί­δες εσύ ξε­χνάς αλ­λά η μά­να πο­τέ… εί­πε και χά­θη­κε στην κου­ζί­να.

Πή­ρα τον Ταρ­ζάν άλ­λη μια τσι­που­λί­δα και χώ­θη­κα σε μια πο­λυ­θρό­να κι άρ­χι­σα να φυλ­λο­με­τρώ το πε­ριο­δι­κό.



Ο Ταρζάν - ΒΛ 4 αριθμός 14


―Ακούς τις μη­χα­νές, εί­ναι οι στρα­τιώ­τες του Ντε­λα­νέζ εί­πε η κο­πέ­λα.
―Όλα χά­θη­καν, δεν θα μεί­νει ού­τε ένας Κου­ρούα, ψέλ­λι­σε ο βοη­θός της γυ­ναί­κας και έβα­λε τα κλά­μα­τα.
―Όχι, ο Ταρ­ζάν δεν γνω­ρί­ζει τον Ντε­λα­νέζ μα ξέ­ρει πως εί­ναι εχθρός και θα τον νι­κή­σει, προ­σπά­θη­σε να τον πα­ρη­γο­ρή­σει.
―Δεν μπο­ρείς να τον νι­κή­σεις μό­νος, έχει έναν ολό­κλη­ρο στρα­τό.
―Ο Ταρ­ζάν έχει πιο δυ­να­τό στρα­τό από τον Ντε­λα­νέζ, απα­ντά εκεί­νος και στρέ­φε­ται στους φί­λους του, Κέ­νι, Μπουά­να ελά­τε πη­γαί­νε­τε την γυ­ναί­κα και το παι­δί στην κα­λύ­βα μας.
―Εντά­ξει, απα­ντά ο Κέ­νι και απο­μα­κρύ­νε­ται, ο Ταρ­ζάν κά­τι λέ­ει στο αυ­τί του λιο­ντα­ριού και με­τά στρέ­φε­ται προς τη ζού­γκλα και βγά­ζει τη χα­ρα­κτη­ρι­στι­κή του κραυ­γή.



Ο Ταρζάν - ΒΛ 4 αριθμός 14

Ήξε­ρα την έκ­βα­ση της μά­χης αλ­λά ήθε­λα να μεί­νω για λί­γο στην αγω­νία και φύ­λα­ξα σε ένα συρ­τά­ρι το πε­ριο­δι­κό, εξ άλ­λου ήθε­λα να δω τι συμ­βαί­νει έξω.
Ήταν των Τριών Ιε­ραρ­χών και τα παι­διά άρ­χι­σαν να σκα­ρί­ζουν, σαν τα σα­λι­γκά­ρια. Πιο κά­τω μια πα­ρέα από τρία τέσ­σε­ρα παι­διά σκυ­φτά κά­τι έπαι­ζαν. Πή­ρα στα γρή­γο­ρα, άλ­λη μια τσι­που­λί­δα στο χέ­ρι και πλη­σί­α­σα, τα γυα­λέ­νια ήταν στη σει­ρά και το «μπαζ» εκτο­ξεύ­θη­κε από τη βο­λή του Νί­κου. Από τους παί­χτες γνώ­ρι­ζα μό­νο τον Νί­κο, το γιο του πε­ρι­πτε­ρά κι απ' ότι κα­τά­λα­βα τους κέρ­δι­ζε όλους. Στο σχο­λείο εί­χα δει πολ­λές φο­ρές να παί­ζουν, αλ­λά πο­τέ δεν εί­χα απο­κτή­σει δι­κά μου. Έβλε­πα το Νί­κο να τους τα μα­ζεύ­ει και σκε­φτό­μουν, τι να τα κά­νει, στο πε­ρί­πτε­ρο έχει όσα θέ­λει. Οι τσέ­πες του εί­χαν φου­σκώ­σει από τα γυα­λέ­νια και σε κά­θε του κί­νη­ση έβγαι­νε ο ήχος από το τρί­ξι­μο τους.

―Θα παί­ξω την γκαρ­γκά­να μου εί­πε ένας από τους παί­χτες και 'βα­λε ένα τε­ρά­στιο γυα­λέ­νι στη γραμ­μή. Με­τά από λί­γο κα­θό­ταν σ' ένα στε­γνό κομ­μά­τι του πε­ζο­δρο­μί­ου και κοί­τα­γε τους άλ­λους να παί­ζουν, προ­σπα­θώ­ντας να δια­κρί­νει ποια απ' όλα μέ­χρι πριν λί­γο ήταν δι­κά του. Σε λί­γο του έκα­ναν πα­ρέα και οι υπό­λοι­ποι.

Ο Νί­κος τους τα εί­χε μα­ζέ­ψει. Εί­χα από ώρα το χέ­ρι στη τσέ­πη κι έπαι­ζα το δί­φρα­γκο για το κου­λού­ρι της επό­με­νης. Το σκε­φτό­μουν αλ­λά δεν το απο­φά­σι­ζα.
Φύ­γα­με με το Νί­κο προς τα σπί­τια μας που ήταν κολ­λη­τά.

―Αφού δεν ξέ­ρουν τα μα­λα­κι­σμέ­να τι παί­ζουν, απά­ντη­σε πα­ρά ρώ­τη­σε, φτιά­χνο­ντας τα χο­ντρά του γυα­λιά και ρου­φώ­ντας την ολόι­σια μύ­τη του. Αμό­λη­σα το δί­φρα­γκο στην τσέ­πη και τρά­βη­ξα το χέ­ρι έξω από το πα­ντε­λό­νι.
―Για­τί, ρε, ού­τε εγώ ξέ­ρω αλ­λά θέ­λω να μά­θω να παί­ζω.
―Που­λάω εί­σαι; δυο το φρά­γκο.
―Ναι, αλ­λά δεν ξέ­ρω.
―Θα σε μά­θω πρώ­τα και με­τά θα παί­ξου­με, στ' αλη­θι­νά.
―Πό­σο τα που­λάς;
―Δύο το φρά­γκο.
―Πέ­ντε το δί­φρα­γκο, άμα θες.

Σκέ­φτη­κε λί­γο, ξα­να­έ­φτια­ξε τα γυα­λιά του κοι­τά­ζο­ντας προς τη μου­ριά.

―Εντά­ξει, εί­πε, σί­γου­ρος ότι σε λί­γο θα ήταν πά­λι δι­κά του.

Έβγα­λε τα γυα­λέ­νια του, ξε­διά­λε­ξε πέ­ντε και μου τα έδω­σε στο δε­ξί, με το αρι­στε­ρό του 'δι­να το σου­σα­μέ­νιο κου­λου­ρά­κι μου, αλ­λά οι τσι­που­λί­δες που εί­χα φά­ει, για την ώρα έκα­ναν τη δια­δι­κα­σία σχε­τι­κά ανώ­δυ­νη. Στην άλ­λη χού­φτα του εί­δα μια μπά­λα, μο­νό­χρω­μη, άσπρη.

―Πά­ρε αυ­τό και δώ­σ’ μου την άσπρη, του εί­πα αλ­λά­ζο­ντας τα γυα­λέ­νια.
―Τι λες, ρε, αυ­τή εί­ναι η κα­λή μου.
―Άμα θες, εί­πα, και τρά­βη­ξα το δί­φρα­γκο.
―Εντά­ξει, ρε, πάρ­τη εί­πε.

Η εκ­μά­θη­ση έγι­νε με συ­νο­πτι­κές δια­δι­κα­σί­ες και όταν αρ­χί­ζα­με να παί­ζου­με 'στ' αλη­θι­νά' ήξε­ρα πε­ρί­που τα ίδια με πριν, τί­πο­τα.

Παί­ζα­με δύο, δύο και ήδη εί­χα χά­σει τα μι­σά. Τέ­ντω­νε τα μα­κριά του χέ­ρια, τσί­τω­νε το πό­δι του και σχε­δόν έφτα­νε το γυα­λέ­νι που ση­μά­δευε. Ήμουν δυο, τρία χρό­νια μι­κρό­τε­ρος του, δεν ήξε­ρα κα­λά - κα­λά να μα­γκώ­νω με­τα­ξύ δεί­κτη και αντί­χει­ρα την άσπρη μου μπά­λα, έτσι μου εί­χε απο­μεί­νει στη χού­φτα μό­νη της.

―Θα στή­σω δύο για τη μπά­λα σου, εί­πε και ρού­φη­ξε τη μύ­τη του.
―Δεν την παί­ζω.
―Εντά­ξει θα στή­σω τρία. Αρ­νή­θη­κα με μια κί­νη­ση του κε­φα­λιού. Την έσφιγ­γα στη χού­φτα μου απο­φα­σι­σμέ­νος. Μου άρε­σε πο­λύ για να την θυ­σιά­σω, προς εκ­μά­θη­ση και μό­νο, χω­ρίς κα­μιά πι­θα­νό­τη­τα να κερ­δί­σω. Μό­λις το πή­ρε από­φα­ση πως δεν σκό­πευα να συ­νε­χί­σω, ρού­φη­ξε δυο φο­ρές απα­νω­τά τη μύ­τη του, έσια­ξε τα γυα­λιά του και μπή­κε στο διά­δρο­μο που οδη­γού­σε σε εσω­τε­ρι­κή αυ­λή και στο σπί­τι του.
Λευ­κή μπα­λί­τσα, από γυα­λί και χρώ­μα, σαν μά­τι ψα­ριού, σαν τρί­ψι­μο βα­σι­λι­κού, σαν Χρι­στου­γεν­νιά­τι­κη αση­μέ­νια μπά­λα γε­μά­τη εί­δω­λα και γυα­λά­δες.

Έμει­να στη μέ­ση του βρεγ­μέ­νου δρό­μου κρα­τώ­ντας την στη χού­φτα μου. Σκε­φτό­μουν ότι όταν ο και­ρός θα δώ­σει άλ­λο φως, θ' αλ­λά­ξει και σ' αυ­τήν το χρώ­μα θα 'χω χί­λιες μπά­λες, άπει­ρα γυα­λέ­νια , κυ­λώ­ντας αυ­τήν μο­νά­χα πα­ράλ­λη­λα στις γραμ­μές του χε­ριού μου.
Η πραγ­μα­τι­κό­τη­τα των άλ­λων πολ­λές φο­ρές δεν μ' άγ­γι­ζε, μπο­ρού­σα μέ­σα στη δι­κή μου να πιω απο­λαύ­σεις απνευ­στί, που κα­νείς δεν θα μπο­ρού­σε να χα­ρεί, κα­νείς δεν θα μπο­ρού­σε ν' ανα­ζη­τή­σει και να ζη­λέ­ψει. Ήταν μι­κρές, κρυ­φές απο­λαύ­σεις ανεί­πω­τες, πε­τα­μέ­νες στο σκου­πι­δο­τε­νε­κέ των επι­θυ­μιών. Μό­νο εγώ μπο­ρού­σα να τις ξε­δια­λέ­ξω, για­τί μό­νο εγώ τις εί­χα ανά­γκη, εγώ τις ανα­ζη­τού­σα. Γι­νό­μουν ρα­κο­συλ­λέ­κτης απο­λαύ­σε­ων και πο­νη­ρά χα­μο­γε­λού­σα ώρες - ώρες, με των άλ­λων την τρύ­πια κο­νί­στρα του ξε­δια­λέγ­μα­τος. Χα­μο­γε­λού­σα σα να πή­ρα ένα παι­χνί­δι, που κα­νείς δεν το 'θε­λε και το ανα­ζη­τού­σα από και­ρό. Χτέ­νι­ζα την πραγ­μα­τι­κό­τη­τα με τα δά­χτυ­λα στις ρί­ζες των μαλ­λιών της, εκεί­νη αδιά­φο­ρη με κλει­στά μά­τια, πε­τού­σε βό­τσα­λα κι άλ­λος άρ­πα­ζε χου­φτιές από άσπρα λι­θα­ρά­κια κι άλ­λος ξε­διά­λε­γε απ' αυ­τά που 'μει­ναν, ένα το πο­λύ δύο να πε­ρά­σει το υπό­λοι­πο της ημέ­ρας, μπο­ρεί και της ζω­ής.

Η πραγ­μα­τι­κό­τη­τα έχει μέ­σα της κομ­μά­τια ατό­φιου ονεί­ρου, οι ίνες που τα τρα­βούν εί­ναι αό­ρα­τες και θα τις βρει κα­νείς, εί­τε τυ­χαία εί­τε ψαύ­ο­ντας από δω κι από κει, όπως στο σκο­τά­δι τα δά­κτυ­λα ανα­ζη­τούν, το κά­σω­μα της πόρ­τας για να το απο­φύ­γουν και να τρυ­πώ­σουν στο κε­νό και την έξο­δο.
Η μου­ριά τό­ση ώρα άκου­γε τον ήχο που 'βγα­ζε το γυα­λέ­νι κα­θώς το 'στρι­βα μες τη χού­φτα κι πα­ρα­τη­ρού­σε τους ήχους από τις τε­λευ­ταί­ες στα­γό­νες πά­νω στους σκου­ρια­σμέ­νους ντε­νε­κέ­δες. Η γα­λα­ζό­πε­τρα που 'φεγ­γε γύ­ρω σκού­ρυ­νε, δυο τρεις στα­γό­νες έπε­σαν στο χέ­ρι μου, η μια κύ­λη­σε γύ­ρω από το άσπρο γυα­λέ­νι.
Οι φθαρ­τές στιγ­μές του ελά­χι­στου, γί­νο­νται όγκοι τε­ρά­στιοι, στ' αμπά­ρι της μνή­μης, οι με­γά­λες στιγ­μές των σπου­δαί­ων γε­γο­νό­των τρί­βο­νται από την ανα­πό­λη­ση και την εξι­στό­ρη­ση και μα­ζεύ­ουν σε βό­λους μι­κρούς, χω­ρίς μύ­θο, γί­νο­νται άψυ­χα κου­κλιά στη βι­τρί­να της ζω­ής. Κύ­λη­σε το με­ση­μέ­ρι και στράγ­γι­ζε ο ου­ρα­νός, το νε­ρό που 'χε απο­μεί­νει από τις προη­γού­με­νες μέ­ρες. Κα­θό­μουν στον ίδιο κα­να­πέ και ετοι­μα­ζό­μουν με τον Ταρ­ζάν και τον στρα­τό του να αντι­με­τω­πί­σω τον στρα­τό του Ντε­λα­νέζ.



Ο Ταρζάν - ΒΛ 4 αριθμός 14

―Οο­ο­α­αα…, σ’ όλα τα ζώα της ζού­γκλας έφτα­σε η κραυ­γή του Ταρ­ζάν που τα κα­λού­σε σε σύ­να­ξη, την άκου­σαν οι ελέ­φα­ντες, οι ρι­νό­κε­ροι, τα βου­βά­λια και με την προ­τρο­πή του Μπουά­να κα­τευ­θύ­νο­νταν προς τον Ταρ­ζάν.
―Μπρά­βο πιο γρή­γο­ρα ο Ταρ­ζάν, ο βα­σι­λιάς της ζού­γκλας μας κα­λεί.

Εν τω με­τα­ξύ πί­σω ο άν­θρω­πος της πρι­γκί­πισ­σας

―Οι στρα­τιώ­τες φτά­νουν, να κρυ­φτού­με, Ταρ­ζάν.
―Ο Ταρ­ζάν ού­τε φεύ­γει, ού­τε κρύ­βε­ται. Θα μεί­νει να νι­κή­σει τους στρα­τιώ­τες του Ντε­λα­νέζ. Εί­πε απο­φα­σι­στι­κά ο Ταρ­ζάν. Σε λί­γο φά­νη­κε ο στρα­τός και η πο­μπή των αρ­μά­των και των αυ­το­κι­νή­των. Ο Ταρ­ζάν ορ­θώ­νε­ται μπρο­στά τους και φω­νά­ζει.
―Αλτ, σας δια­τά­ζω να στα­θεί­τε.
―Ποιος εί­ναι αυ­τός ο άγριος, ανα­ρω­τιού­νται οι στρα­τιω­τι­κοί.
―Εί­μαι ο Ταρ­ζάν, ο βα­σι­λιάς της ζού­γκλας. Σας απα­γο­ρεύω να μπεί­τε στο βα­σί­λειο μου.
―Χα, χα, αυ­τός τρε­λά­θη­κε, φέ­ρε το όπλο σου στρα­τιώ­τη να τον διορ­θώ­σω, εί­πε ένα βαθ­μο­φό­ρος και συ­νέ­χι­σε, έχεις τρία λε­πτά να φύ­γεις ένα, δύο, τρία και τη στιγ­μή που πά­ει να πυ­ρο­βο­λή­σει, ένας βό­ας τον τυ­λί­γει και τον αφο­πλί­ζει.
―Οι φί­λοι μου άρ­χι­σαν τη μά­χη, οο­ο­α­αα, απά­νω τους, δί­νει το σύν­θη­μα ο Ταρ­ζάν και ο τρο­με­ρός στρα­τός του απο­τε­λού­με­νος απ’ όλα τα ζώα του δά­σους ορ­μά. Το φα­γη­τό ήταν έτοι­μο όμως και οι φω­νές τις μά­νας μου επί­μο­νες.

Νω­ρίς τ' από­γευ­μα κα­τέ­φθα­σαν στο σπί­τι οι δυο θεί­ες μου με τα παι­διά τους. Ο Γιώρ­γος της Σού­λας και ο Αντρέ­ας και ο Νί­κος της Νί­κης. Στα μαλ­λιά τους ήταν κολ­λη­μέ­νες οι τε­λευ­ταί­ες στα­γό­νες τις βρο­χής. Ο Γιώρ­γος έμε­νε δυο στε­νά πιο πά­νω από μας και ερ­χό­ταν συ­χνά από τό­τε που με­τα­κο­μί­σα­με. Αν και δύ­στρο­πος κά­ποιες φο­ρές, ήταν αυ­τός που μέ­ρα με την ημέ­ρα συ­μπα­θού­σα πε­ρισ­σό­τε­ρο από τα ξα­δέρ­φια και τα παι­διά της γει­το­νιάς. Συμ­με­τεί­χε με πά­θος στα παι­χνί­δια και πολ­λές φο­ρές υπε­ρέ­βαλ­λε εαυ­τόν για να πά­ρει τη θέ­ση του στην ομά­δα. Οι άλ­λοι δύο έμε­ναν μα­κριά και βλε­πό­μα­σταν αραιά και που, δυ­σκο­λευό­μα­σταν να βρού­με τρό­πους επα­φής και όταν κά­τι κα­τα­φέρ­να­με για ξε­κί­νη­μα, εξα­τμι­ζό­ταν μέ­χρι να ξα­να­συ­να­ντη­θού­με.

Η μά­να μου με τις αδερ­φές της μπή­καν στη κου­ζί­να, στρώ­θη­καν γύ­ρω από το τρα­πέ­ζι κι άρ­χι­σαν το κου­βε­ντο­λόι, εμείς βγή­κα­με στην αυ­λή. Η αδερ­φή μου γρή­γο­ρα βα­ρέ­θη­κε τα τό­ξα και τα βέ­λη και κλώ­ση­σε ανά­με­σά τους. Εμείς βγή­κα­με στον πί­σω δρό­μο και κα­τε­βαί­να­με κα­τά του Σώ­ρα. Ήταν ένα με­γά­λο χω­ρά­φι που ήξε­ρα μό­νο την αρ­χή του, δί­πλα από το χα­ντά­κι από όπου και μπαί­να­με. Πο­τέ δεν κα­τά­λα­βα τις δια­στά­σεις του, ακό­μα κι όταν εί­χα μά­θει κα­λά όλη τη γύ­ρω πε­ριο­χή. Έμοια­ζε να μην τε­λειώ­νει που­θε­νά. Ο σκο­πός που κά­θε φο­ρά ερ­χό­μα­σταν εδώ, ήταν να περ­πα­τή­σου­με όσο πιο βα­θιά γί­νε­ται στην ατέ­λειω­τη έκτα­ση που πνι­γό­ταν στη βλά­στη­ση και το μυ­στή­ριο. Έπαι­ζαν με τις αντο­χές μου οι δια­στά­σεις του. Σκε­φτό­μουν ότι μπο­ρεί κά­ποιες φο­ρές να 'χα πλη­σιά­σει στο τέ­λος του αλ­λά αυ­τό φρό­ντι­ζε την κα­τάλ­λη­λη στιγ­μή να με­γα­λώ­σει κι απο­γοη­τευ­μέ­νο να με ξα­πο­στεί­λει. Η προ­σπά­θεια να κα­τα­χω­νιά­σω το φό­βο μου ήταν με­γά­λη, κά­θε βή­μα πιο βα­θιά στο «δά­σος», με­τρού­σε όλα τα πα­ρα­μύ­θια και τις ιστο­ρί­ες με τέ­ρα­τα, μά­γισ­σες και ξω­τι­κά. Μέ­χρι και τον Ταρ­ζάν και τους φί­λους του θα μπο­ρού­σα να συ­να­ντή­σω μέ­σα σε αυ­τή τη «ζού­γκλα». Όμως αυ­τό που ένιω­θα ήταν ένας φό­βος γλυ­κός, μια ανη­συ­χία απα­ραί­τη­τη για να μην βα­ρε­θώ στα πρώ­τα μέ­τρα. Με συ­νό­δευε και φού­ντω­νε όσο βα­θύ­τε­ρα μπαί­να­με και μπλέ­κα­με στα ψη­λά χορ­τά­ρια και τα πυ­κνά δέν­δρα.
Ένιω­θα ασή­μα­ντος, μι­κρός όταν έμπαι­να σε τού­το το χω­ρά­φι. Οι πα­νύ­ψη­λες λεύ­κες φά­ντα­ζαν θε­ό­ρα­τες κι από χα­μη­λά φαί­νο­νταν οι κο­ρυ­φές τους να βε­λο­νί­ζουν τα σύν­νε­φα. Φύ­σα­γε, οι λεύ­κες έβγα­ζαν ήχους βιο­λιών και τα κλω­νά­ρια του όρ­θια στη­τά σεί­ο­νταν σαν δο­ξά­ρια κι έτρι­βαν τα ξε­ρά τους φύλ­λα και τη σιω­πή.
Πα­τού­σα­με το μπα­κί­ρι των φθι­νο­πω­ρι­νών φύλ­λων και ζω­ντά­νευαν πα­ντού ήχοι απο­κοι­μι­σμέ­νοι από το μο­νό­το­νο ρυθ­μό της βρο­χής. Τα πό­δια μας εί­χαν μου­σκέ­ψει μέ­χρι πά­νω από τους αστρα­γά­λους. Μπρο­στά πή­γαι­να με το Γιώρ­γο και πιο πί­σω ακο­λου­θού­σαν οι άλ­λοι. Εί­χα­με πε­ρά­σει τα προ­χει­ρο­φτιαγ­μέ­να τό­ξα στην πλά­τη και κρα­τού­σα­με στα χέ­ρια όπλα από ξύ­λα για εχθρούς πραγ­μα­τι­κούς και φα­ντα­στι­κούς.
Με κά­θε βή­μα ξε­κόκ­κι­ζα την ανη­συ­χία μου σαν τ' ώρι­μο κα­λα­μπό­κι. Αυ­τή η ίδια ανη­συ­χία ήταν που με 'στελ­νε πί­σω και μ' έσπρω­χνε μπρο­στά. Σαν τα φύλ­λα του κρεμ­μυ­διού τυ­λι­γό­μουν από στρώ­σεις φό­βου, πε­ριέρ­γειας, απο­ρί­ας και ανη­συ­χί­ας. Οι άλ­λοι δεν ήξε­ρα και πο­τέ δεν έμα­θα πώς ένιω­θαν. Δεν έκα­να κου­βέ­ντα γι τέ­τοια για­τί κα­τα­λά­βαι­να πως δεν ήθε­λε και πο­λύ να μας αρ­πά­ξει ο τρό­μος και να γυ­ρί­σου­με πί­σω χω­ρίς να ξα­να­πα­τή­σου­με εδώ μέ­σα.
Έμοια­ζε η πο­ρεία μας, με το πι­ρού­νι που κά­ποια με­ση­μέ­ρια ισορ­ρο­πού­σα στο χεί­λος του πιά­του και φύ­σα­γα να δω κα­τά που θα γεί­ρει. Ένα αε­ρά­κι ψυ­χρό έχτι­ζε κύ­μα­τα στα μαλ­λιά μας και πε­τρο­βο­λού­σε τα νε­ρά από τα φύλ­λα στα ρού­χα μας. Βα­δί­ζα­με για ώρα κι αν δεν υπήρ­χε το ση­μά­δι της νύ­χτας θα μου φαι­νό­ταν μέ­ρες ολό­κλη­ρες. Δεν εί­χα­με βγά­λει κου­βέ­ντα για να μην μας ακού­σουν, και ν' ακού­με εμείς. Η ησυ­χία μπλε­κό­ταν στα πό­δια μας και των δέν­δρων τις φυλ­λω­σιές, την κλω­τσού­σα­με κρα­τώ­ντας όμως την ανά­σα για να της δεί­ξου­με σε­βα­σμό. Οι ήχοι ζω­ντά­νευαν τον τό­πο γύ­ρω, τα ξαφ­νι­κά σπα­σί­μα­τα των ξε­ρών κλα­διών αγρί­ευαν τις μα­τιές, με κό­πο τις τυ­λί­γα­με με χα­μό­γε­λο. Όπου κι αν κοί­τα­ζα μό­νο λεύ­κες έβλε­πα, με­ρι­κά κα­χε­κτι­κά χα­μό­δε­ντρα, εδώ κι εκεί έμοια­ζαν με τους υπη­ρέ­τες μιας πο­λύ­βου­ης δε­ξί­ω­σης.
Το φως το έκλε­βαν από ψη­λά οι λεύ­κες κι αφού μα­σού­σαν τον καρ­πό, φτύ­να­νε τα φλού­δια τ' άχρη­στα στο χώ­μα και στ' αχα­μνά φύλ­λα των χα­μό­δε­ντρων.
Το φως της γα­λα­ζό­πε­τρας εδώ και ώρα εί­χε χω­νευ­τεί σι­γά σι­γά από το κοκ­κι­νω­πό σκού­ρο του δει­λι­νού, που φαι­νό­ταν σκα­λω­μέ­νο στις πιο ψη­λές των δέν­δρων κορ­φές σαν στιγ­μιαίο αντι­χαι­ρέ­τι­σμα.
Βα­δί­ζα­με γορ­γά μου­σκε­μέ­νοι από το νε­ρό που τί­να­ζαν τα δέν­δρα πά­νω μας και τον ιδρώ­τα που νιώ­θα­με να μας λού­ζει από τις καυ­τές μας ανά­σες πε­ρισ­σό­τε­ρο, πα­ρά από τους λυ­μέ­νους κό­μπους που 'τρε­χαν στο μέ­τω­πό μας ανα­κα­τε­μέ­νοι με τις στα­γό­νες της βρο­χής.
Έτσι που προ­χω­ρού­σα και πα­ρά­σερ­να και τους άλ­λους, ήταν σαν να με έχει στεί­λει σε κά­ποιο θέ­λη­μα η μά­να μου κι έπρε­πε να βρε­θώ σε ορι­σμέ­νο ση­μείο, συ­γκε­κρι­μέ­νη ώρα, δεν έψα­χνα, δεν λο­ξο­δρο­μού­σα, ού­τε καν μι­λού­σα. Με γορ­γό βή­μα διέ­σχι­ζα το χω­ρά­φι κι ακο­λου­θού­σαν και οι άλ­λοι σαν να μας πε­ρί­με­νε κά­ποιος και εί­χα­με κα­θυ­στε­ρή­σει. Ένας μα­λα­κός φό­βος ζω­ο­γό­νος έγνε­θε το μαλ­λί του προ­σέ­χο­ντας το χα­μό­γε­λό του να 'ναι γλυ­κό και μην φα­νούν τα μέ­σα δό­ντια του και μας τρο­μά­ξει.
Ξαφ­νιά­στη­κα, τ' άκου­σα σαν προ­σβο­λή και σαν βρι­σιά, τα λό­για του Νί­κου από πί­σω.

―Πού, πά­με, ρε, τό­σο μα­κριά;
―Για­τί, τι θες; εί­πα κο­φτά και στα­μά­τη­σα.
―Προ­χω­ρά­με τό­ση ώρα, σε λί­γο θα νυ­χτώ­σει, γι αυ­τό το λέω.

Ήμουν θυ­μω­μέ­νος, για­τί η φρά­ση του, μ' ενό­χλη­σε, ξε­σπί­τω­σε τη δαι­μο­νι­σμέ­νη επι­θυ­μία που μ' εί­χε κυ­ριεύ­σει να χω­θώ όσο πιο βα­θιά γί­νε­ται στο δα­σά­κι της τρω­τής μου ασφά­λειας. Γρή­γο­ρα συ­νήλ­θα και κα­τά­λα­βα ότι δεν εί­χε κι άδι­κο που ρω­τού­σε, αρ­κεί να λει­τουρ­γού­σε λί­γο το μυα­λό και θα ξε­πη­δού­σε μό­νη της η απο­ρία. Γι αυ­τό δεν μι­λού­σα τό­ση ώρα και περ­πα­τού­σα σαν υπνω­τι­σμέ­νος να μην ση­κώ­σω της λο­γι­κής τα νυ­σταγ­μέ­να βλέ­φα­ρα.
Μα­λά­κω­σα το ύφος για­τί έβλε­πα ότι αν αρ­νιό­ντου­σαν ν' ακο­λου­θή­σουν θα 'παιρ­νε τέ­λος άδο­ξο η 'εκ­στρα­τεί­α'. Μό­νος θα 'βλε­πα για τα κα­λά τα μέ­σα δό­ντια τα κο­φτε­ρά του φό­βου και ού­τε πέ­ντε βή­μα­τα δεν θα μπο­ρού­σα να συ­νε­χί­σω.

―Έλα, ρε, εί­πα, λί­γο πιο κά­τω θα πά­με και γυ­ρί­ζου­με.
―Ρε, η μά­να μας θα μας ψά­χνει, να φύ­γου­με.
―Εντά­ξει, ρε, δε σου εί­πα­με να κά­νου­με και δέ­κα ώρες εδώ πα­ρα­κά­τω θα πά­με, σε πέ­ντε λε­πτά γυ­ρί­ζου­με, εσύ, ρε Γιώρ­γο, τι λες; ρώ­τη­σα σί­γου­ρος ότι θα συμ­φω­νή­σει μα­ζί μου.
―Εντά­ξει, εί­πε αυ­τός και κα­τέ­βα­σε το βλέμ­μα.
―Εγώ κι ο Αντρέ­ας άμα κά­νου­με πε­ρισ­σό­τε­ρο από πέ­ντε λε­πτά θα γυ­ρί­σου­με πί­σω.

Γύ­ρι­σα αστρα­πιαία κι άρ­χι­σα να βα­δί­ζω γρή­γο­ρα. Ένιω­θα ότι κά­που έπρε­πε να φτά­σω, αλ­λά δεν το μπο­ρού­σα μό­νος.
Πε­ρά­σα­με ένα φρά­χτη από βά­τα που δεν έφρα­ζε χώ­ρο αλ­λά χρό­νο και βρε­θή­κα­με σ' ένα με­γά­λο άνοιγ­μα. Τα δέν­δρα αραί­ω­ναν για λί­γα μέ­τρα και φα­νέ­ρω­ναν μια φέ­τα γκρι­ζο­πρά­σι­νο ου­ρα­νό να στέ­κει με το πη­γού­νι στη­ριγ­μέ­νο στον αντί­χει­ρα και να μας κοι­τά. Δεν κα­τα­λά­βαι­να αν ο τό­πος εί­χε μαυ­ρί­σει από τη βρο­χή ή τη νύ­χτα που ‘ερ­χό­ταν δι­πό­δι κα­τά πά­νω μας. Βγή­κα­με από το ξέ­φω­το και μπή­κα­με σε πιο πυ­κνή βλά­στη­ση από τα πριν. Δεν θ' αρ­γού­σε ο Νί­κος να δια­μαρ­τυ­ρη­θεί, όταν μια αστρα­πή φώ­τι­σε το τό­πο με τα πυ­κνά δέν­δρα και μό­νον αυ­τόν. Τον έκα­με για μια στιγ­μή μέ­ρα, ζω­γρά­φι­σε τις σκιές των δέν­δρων, λα­μπύ­ρι­σαν τα φύλ­λα τους και γυά­λι­σαν οι κορ­μοί. Μεί­να­με ακί­νη­τοι και οι τέσ­σε­ρις ταυ­τό­χρο­να . Στο βά­θος του χω­ρα­φιού κου­νή­θη­κε μια φι­γού­ρα γέ­ρι­κη με γε­νειά­δα μα­κριά κι ανα­κα­τω­μέ­να μαλ­λιά. Μορ­φή έξω από το χρό­νο και προ­έ­κτα­ση, μέ­ρος, κομ­μά­τι του χώ­ρου. Ήταν ντυ­μέ­νος σαν τα πο­λύ πα­λιά χρό­νια, με μα­κρύ χι­τώ­νιο σε χρώ­μα χω­μά­τι­νο και τρύ­πες πα­ντού, με ρα­βδί ψη­λό­τε­ρο απ' αυ­τόν και γυ­μνά πό­δια. Σή­κω­σε τα χέ­ρια σαν σε προ­σευ­χή και τον άκου­σα χω­ρίς να βγά­ζει ήχο να με κα­λεί κο­ντά του μό­νο μου.

―Έλα μό­νος σου, εμείς φεύ­γου­με εί­πε ο Νί­κος και μου τρά­ντα­ξε τον ώμο και το μυα­λό. Γύ­ρι­σα και τον κοί­τα­ξα, πρέ­πει να 'χε αλ­λά­ξει η όψη μου για­τί με ρώ­τη­σε απο­ρη­μέ­νος.
―Τι έπα­θες, ρε;
―Τί­πο­τα πά­με εί­πα. Έρι­ξα μια μα­τιά κα­τά κει που εί­δα τον γέ­ρο, η αστρα­πή που χά­θη­κε έκα­νε τον τό­πο πιο σκο­τει­νό, από πριν. Δεν φαι­νό­ταν πα­ρά η πρώ­τη σει­ρά των δέν­δρων και κεί­νη αχνά. Ανα­ρί­γη­σα στη σκέ­ψη του γέ­ρου, πέ­ρα­σα τα χέ­ρια μου μπρο­στά από το πρό­σω­πο σαν να νι­βό­μουν. Γύ­ρι­σα, κοί­τα­ξα τους άλ­λους, εί­χαν ξε­κι­νή­σει για την επι­στρο­φή, δεν εί­χαν δει τί­πο­τα, βιά­στη­κα να τους ακο­λου­θή­σω.
Κρα­τού­σα την ει­κό­να σφι­χτά στο μυα­λό μου σαν να την εί­χα πα­ρα­τη­ρή­σει ώρα, σαν να την εί­χα δει και ξα­να­δεί πολ­λές φο­ρές. Εί­χε διαρ­κέ­σει όσο μι­σή ανά­σα, μια αστρα­πή, ένα τί­πο­τα και ήταν τό­σο κα­θα­ρή, τό­σο ζω­ντα­νή η ει­κό­να του... Κομ­μά­τι χρό­νου και χώ­ρου σαν γλυ­πτό σμι­λε­μέ­νο στο μυα­λό μου με αδρές γραμ­μές και φό­ντο που να το σπρώ­χνει στα κα­τά­βα­θα μου, τέ­τοια κα­θα­ρό­τη­τα δεν εί­χε απο­κτή­σει πο­τέ και δεν θ' απο­κτή­σει πο­τέ η ζωή, η ζωή μου.
Έτρε­μα στη σκέ­ψη αλ­λά το 'ξε­ρα με εί­χε κα­λέ­σει κι έπρε­πε να πάω, έπρε­πε να πάω να τον γνω­ρί­σω, έπρε­πε να πάω για να πα­τή­σω στο ξύ­λι­νο, όλο τρι­ξί­μα­τα πά­τω­μα της αυ­το­γνω­σί­ας μου, αλ­λά η σκέ­ψη και μό­νο με τρό­μα­ζε, φρού­μα­ζε μέ­σα μου η αδυ­να­μία μπρο­στά στο γαύ­γι­σμα του φό­βου, το 'ξε­ρα όμως έπρε­πε να πάω και να πάω μό­νος. Η ανά­γκη όμως δεν ακό­νι­σε όσο έπρε­πε την επι­θυ­μία κι αυ­τή λύ­γι­σε στο πρώ­το γε­ρό χτύ­πη­μα. Σκέ­βρω­σε δι­πλώ­θη­κε στα δυο κι έμει­νε ορ­φα­νή από λε­πί­δα.
Ο Νί­κος κι Αντρέ­ας κα­τέ­βαι­ναν σφαί­ρα ανά­με­σα στα δέ­ντρα, το κα­τη­φο­ρι­κό κομ­μά­τι του χω­ρα­φιού, ο Γιώρ­γος πιο πί­σω κρα­τού­σε μιαν επα­φή μα­ζί μου, κοι­τώ­ντας που και που πί­σω του κι εγώ έδι­να απο­λο­γία στο απο­γοη­τευ­μέ­νο κομ­μά­τι μου, με προ­χει­ρο­ψαγ­μέ­νες δι­καιο­λο­γί­ες για κεί­να που δεν έκα­να.
Το σκο­τά­δι γυα­λι­σμέ­νο σαν φρε­σκο­πλυ­μέ­νο μαύ­ρο γα­τί, κου­λου­ρια­ζό­ταν στις ρί­ζες των δέν­δρων, στις συ­στά­δες των μι­κρών θά­μνων, στους μπό­γους από βά­τα και στα πό­δια μας από τον αστρά­γα­λο και κά­τω

Οι άλ­λοι εί­χαν ξε­μα­κρύ­νει ακό­μα πε­ρισ­σό­τε­ρο κι ο Γιώρ­γος κοι­τού­σε όλο και πιο συ­χνά πί­σω του, με πα­ρα­κα­λού­σε με το βλέμ­μα, να βια­στώ. Λυ­πό­ταν να ξε­μεί­νω μό­νος και φο­βό­ταν να κα­θυ­στε­ρή­σει κι άλ­λο μα­ζί μου. Η ενο­χή εί­χε εξου­δε­τε­ρώ­σει το φό­βο μου, σαν πό­νος πά­νω στον πό­νο, σαν σκορ­πιός πά­νω στη δα­γκω­μα­τιά του.
Ο Γιώρ­γος με κοί­τα­ξε επί­μο­να πριν στρί­ψει πί­σω από μια με­γά­λη συ­στά­δα από χα­μό­κλα­δα, θαρ­ρώ κού­νη­σε και το χέ­ρι του. Έτρε­ξα ξο­πί­σω του και τον πρό­λα­βα πί­σω από τα χα­μό­κλα­δα. Ακού­μπη­σα το χέ­ρι μου στον ώμο του κι άκου­σα στα δά­χτυ­λα να βγαί­νει από το στή­θος του, ένας βα­θύς γλυ­κός ανα­στε­ναγ­μός. Οι άλ­λοι εί­χαν χα­θεί.

―Αυ­τοί ήταν οι δυο τους κι έφυ­γαν, έπρε­πε να σ' αφή­σω μό­νο σου, μα­λά­κα, εί­πε και γρή­γο­ρα κα­θά­ρι­σε κά­τι από το βλέμ­μα του.
―Κι εμείς εί­μα­στε οι δυο μας, ρε, και εί­μα­στε οι αρ­χη­γοί, κά­νου­με οπι­σθο­χώ­ρη­ση και πρέ­πει να μεί­νου­με τε­λευ­ταί­οι.

Με κοί­τα­ξε σαν να του έδω­σα μια κα­λή λύ­ση σε με­γά­λο πρό­βλη­μα, ασυ­ναί­σθη­τα τέ­ντω­σε το κυρ­τω­μέ­νο του κορ­μί και τα σφιγ­μέ­να χεί­λη του χα­λά­ρω­σαν λί­γο πριν το χα­μό­γε­λο.

―Εσύ εί­σαι αρ­χη­γός κι εγώ στρα­τη­γός, εντά­ξει; συ­νέ­χι­ζε τη κου­βέ­ντα που φαί­νε­ται τον τύ­λι­γε ζε­στά.
―Εντά­ξει, εί­πα και κα­τέ­βα­σα το χέ­ρι από τον ώμο του, μου φαι­νό­ταν πως δεν πή­γαι­νε με την συ­ζή­τη­ση.
―Ναι, όμως ο Νί­κος εί­ναι με­γα­λύ­τε­ρος από μέ­να; εί­πε με μια μι­κρή αγω­νία στη λα­κου­βί­τσα πά­νω από το σα­γό­νι.
―Στρα­τη­γοί δεν γί­νο­νται οι με­γα­λύ­τε­ροι, αλ­λά οι πιο γεν­ναί­οι κι όσοι αντέ­χουν στις δυ­σκο­λί­ες. Απά­ντη­σα με ύφος κο­φτό, δέ­κα αρ­χι­στρα­τή­γων μα­ζί. Έφυ­γε η αγω­νία από τη λα­κου­βί­τσα και τρύ­πω­σε η απο­ρία ανά­με­σα στα φρύ­δια.
―Και τι θα κά­νου­με τώ­ρα;
―Θα δεις, εί­πα χω­ρίς να 'χω σκε­φτεί τί­πο­τα. Έπαιρ­νε τα γα­λό­νια του ένα ένα, κά­θε φο­ρά που 'στρε­φε το βλέμ­μα κα­τά πά­νω μου, κρα­τώ­ντας το φό­βο του ανά­με­σα στη μα­σχά­λη. Εί­χα­με μεί­νει να πα­λεύ­ου­με με τα βλέμ­μα­τα. Να πα­ρα­κα­λά­με, να ευ­χό­μα­στε να νοια­ζό­μα­στε. Έφερ­νε το μή­νυ­μα ο βρεγ­μέ­νος αέ­ρας, ότι θα σπα­τα­λή­σου­με στιγ­μές, χα­μό­γε­λα, δά­κρυα, εγω­ι­σμούς και χά­δια, μα­ζί. Τε­μά­χι­σε ο αέ­ρας την έν­νοια και την κρέ­μα­σε ακρι­βο­δί­καια, μι­σή μι­σή κά­τω από τα μου­σκε­μέ­να τσου­λού­φια μας. Ήθε­λα να του πιά­σω τον ώμο, μπο­ρεί και τη χού­φτα, αλ­λά κα­τα­λά­βαι­να ότι δεν ταί­ρια­ζε στην πε­ρί­στα­ση. Έβα­λα τα χέ­ρια στις τσέ­πες. Στη δε­ξιά βρή­κα το ξε­χα­σμέ­νο γυα­λέ­νι και το πή­ρα ανά­με­σα στα δά­χτυ­λα. Μου φά­νη­κε πα­ρά­ξε­νο που βρέ­θη­κε στη τσέ­πη μου, νό­μι­ζα πως εί­χε πε­ρά­σει και­ρός από τό­τε. Το στρι­φο­γύ­ρι­ζα ανά­με­σα στα δά­χτυ­λα και βάλ­θη­κα να σκέ­φτο­μαι, με τι τρό­πο θα ξε­πε­ρά­σου­με τα τυ­πι­κά προ­σό­ντα του Νί­κου.



Ο Ταρζάν - ΒΛ 4 αριθμός 14




Στο ξέ­φω­το της ζού­γκλας η μά­χη κο­ρυ­φω­νό­ταν με τον Ταρ­ζάν και τους φί­λους του να δί­νουν γε­ρό μά­θη­μα στον σκλη­ρό στρα­τό του Ντε­λα­νέζ.
―Βο­ή­θεια, φώ­να­ζαν οι στρα­τιώ­τες του δι­κτά­το­ρα, πά­με να γλι­τώ­σου­με. Ο Ταρ­ζάν εί­δε ένα τανκ να έρ­χε­ται ενα­ντί­ον του. «Αυ­τό το πράγ­μα εί­ναι επι­κίν­δυ­νο και πρέ­πει να το στα­μα­τή­σω», σκέ­φτη­κε και με ένα πή­δη­μα βρέ­θη­κε στον πύρ­γο του θω­ρα­κι­σμέ­νου οχή­μα­τος. Ανοί­γει την κα­τα­πα­κτή και μπαί­νει μέ­σα στην «κοι­λιά» του τανκ, όπου υπάρ­χουν 4-5 άτο­μα χει­ρι­στές και πυ­ρο­βο­λη­τές. Μέ­σα στο όχη­μα ξε­σπά μά­χη σώ­μα με σώ­μα.

―Απά­νω του, λέ­ει ο επι­κε­φα­λής. Ο Ταρ­ζάν τους αρ­χί­ζει στα κλω­τσο­πα­τι­νί­δια και τις φά­πες. Κά­ποιος το σκά­ει και τρέ­χο­ντας φω­νά­ζει.
―Βο­ή­θεια, αυ­τός εί­ναι διά­βο­λος, χει­ρό­τε­ρος από λιο­ντά­ρι, ρι­νό­κε­ρο και βου­βά­λι μα­ζε­μέ­να.

Η μά­χη έγερ­νε πια υπέρ του Ταρ­ζάν και του «στρα­τού» του σε όλο το πε­δίο. Όσοι γλί­τω­ναν έφευ­γαν.

―Φύ­γε­τε να σω­θού­με.
―Ωχ τι ξύ­λο φά­γα­με οι άμοι­ροι.
―Πά­με όσο πιο μα­κριά γί­νε­ται. Έλε­γαν οι κα­τα­ντρο­πια­σμέ­νοι στρα­τιώ­τες του Ντε­λα­νέζ. Ο βοη­θός της πρι­γκί­πισ­σας πλη­σιά­ζο­ντας τον Ταρ­ζάν του εί­πε,
―Ταρ­ζάν νί­κη­σες. Μας έσω­σες και μα­ζί έσω­σες και όλους τους Κου­ρούα, πά­ντα θα σε ευ­γνω­μο­νού­με.
―Έλα να πά­με στην κα­λύ­βα που εί­ναι οι δι­κοί σου, του απά­ντη­σε ο Ταρ­ζάν και πε­τά­ει ένα ξύ­λο στον αφρι­κα­νό για να δει την ετοι­μό­τη­τά του αλ­λά και την δύ­να­μή του.




Αυ­τό ήταν που μου έδω­σε την ιδέα πως θα κά­νω τον Γιώρ­γο στρα­τη­γό.

―Δύο, με­τρού­σα και πέ­τα­γα ένα κού­τσου­ρο κα­τά πά­νω του. Ο Γιώρ­γος το έπια­νε και τον ξα­να­πε­τού­σε πί­σω. Αυ­τό έπρε­πε να γί­νει δέ­κα φο­ρές, τό­σες όσες εί­μα­στε σί­γου­ροι ότι θα τα κα­τα­φέ­ρει, για να γί­νει στρα­τη­γός.

Το σκο­τά­δι ήταν πη­χτό φώ­τι­ζε μό­νο η ξύ­λι­νη κο­λώ­να της ΔΕΗ. Οι άλ­λοι εί­χαν φύ­γει, με μια κα­τσά­δα πα­ρα­μά­σχα­λα. Η θεία μου τους πε­ρί­με­νε στο δρό­μο. Η μά­να του Γιώρ­γου έφυ­γε κι εκεί­νη και πα­ρήγ­γει­λε -να τσα­κι­στεί γρή­γο­ρα μό­λις έρ­θει και να πά­ει σπί­τι.
Εί­χα­με φτά­σει στην έκτη προ­σπά­θεια όταν βγή­κε η μά­να μου στην αυ­λή.

―Άντε, Γιώρ­γο μου, θα σε πε­ρι­μέ­νει η μαύ­ρη, έχει πά­ει αρ­γά.
―Τώ­ρα, ρε, θεία τε­λειώ­νου­με, απά­ντη­σε και ζο­ρί­στη­κε να ξα­να­στεί­λει το κού­τσου­ρο πί­σω.
―Εφτά­α­α­αα, μέ­τρη­σα με τρό­πο που να δεί­χνει ότι κο­ντεύ­ου­με.
―Οχτώ­ω­ωω!
―Εν­νιά­α­αα, η φι­γού­ρα του γέ­ρου ήξε­ρα ότι δεν θα μ' αφή­σει εύ­κο­λα, αλ­λά καρ­φώ­θη­κε στο μυα­λό μου την πιο άσχη­μη στιγ­μή. Δεν πρό­σε­ξα, πέ­τα­ξα άτσα­λα το κού­τσου­ρο και βρή­κε το Γιώρ­γο κα­τα­κέ­φα­λα. Έμει­να για μια στιγ­μή ακί­νη­τος να τον κοι­τά­ζω. Πε­ρί­με­να να σκού­ξει όλη η αυ­λή. Ο Γιώρ­γος έσκυ­ψε το κε­φά­λι ανά­με­σα στα χέ­ρια. Δεν μπό­ρε­σε να συ­γκρα­τή­σει ένα σι­γα­νό κλά­μα, που 'βγαι­νε από τα ρου­θού­νια του. Του σή­κω­σα μα­λα­κά το κε­φά­λι, από το δε­ξί μέ­ρος έτρε­χε αί­μα. Πα­νι­κο­βλή­θη­κα, τον πή­γαι­να προς την πόρ­τα και φώ­να­ζα τη μά­να μου μ' όλη μου τη δύ­να­μη.

Τον εί­χα­με ξα­πλω­μέ­νο στο κρε­βά­τι της κου­ζί­νας. Το κε­φά­λι του τύ­λι­γε ένα άσπρος επί­δε­σμος που εί­χε κοκ­κι­νί­σει στο δε­ξί μέ­ρος από το ιώ­διο και το αί­μα. Έμοια­ζε, μ' αυ­τή την κορ­δέ­λα γύ­ρω από το κε­φά­λι, με τους φο­βε­ρούς ιν­διά­νους που εί­χα δει στο σι­νε­μά. Του εί­χε πε­ρά­σει ο πό­νος και η τα­ρα­χή και ξα­να­με­τρού­σε τις βο­λές. Τις βγά­ζα­με δέ­κα όσες φο­ρές κι αν τις ξα­ναυ­πο­λο­γί­σα­με. Εί­χα σκύ­ψει κο­ντά του, στη­ριγ­μέ­νος στα γό­να­τα με τους αγκώ­νες στο κρε­βά­τι.

―Ο στρα­τη­γός πλη­γώ­θη­κε στη μά­χη, αλ­λά δεν εί­ναι τί­πο­τα σο­βα­ρό. Θα πά­ρει και πα­ρά­ση­μο αν­δρεί­ας για το θάρ­ρος του, tου ψι­θύ­ρι­ζα. Αυ­τός χα­μο­γέ­λα­σε κά­πως ζο­ρι­σμέ­να, ένιω­θε και μια μι­κρή χα­ρά που θα γι­νό­ταν στρα­τη­γός χω­ρίς χά­ρες, αλ­λά με την αξία του και με το πα­ρά­ση­μο κα­τα­κού­τε­λα.

Η μά­να του με­τά την πρώ­τη ανα­στά­τω­ση του έβα­λε τις φω­νές. Με­τά κα­θά­ρι­σε πα­τά­τες να του τη­γα­νί­σει , που του άρε­σαν, με­γά­λη εφεύ­ρε­ση οι τη­γα­νι­τές πα­τά­τες, για πά­σα νό­σο και κά­θε χτύ­πη­μα. Κα­λη­νύ­χτι­σα και έκλει­σα την τζα­μέ­νια πόρ­τα πί­σω μου, το κρύ­σταλ­λο έτρι­ζε μέ­χρι που έστρι­ψα. Όρ­μη­σε κα­τά πά­νω μου το τσου­χτε­ρό κρύο και η υγρα­σία της νύ­χτας. Ανά­με­σα στα σύν­νε­φα μπαι­νό­βγαι­νε ένα κόκ­κι­νο φεγ­γά­ρι, ολο­στρόγ­γυ­λο σαν πλη­γή και σαν πα­ρά­ση­μο. Όλα ήταν στρογ­γυ­λά η πλη­γή του Γιώρ­γου, το γυα­λέ­νι στη τσέ­πη μου, το φεγ­γά­ρι. Μό­νο η φι­γού­ρα του γέ­ρου έμε­νε αιχ­μη­ρή να μπαι­νο­βγαί­νει στο μυα­λό μου σα λο­στός ανοί­γο­ντας τρύ­πες βα­θιές, πλη­γές χω­ρίς αί­μα, που δεν για­τρεύ­ο­νταν μ' επι­δέ­σμους και πα­τά­τες τη­γα­νη­τές. Μπο­ρεί να 'ταν μια οπτα­σία, που γέν­νη­σε η αστρα­πή χο­ρεύ­ο­ντας με το φό­βο μου, μπο­ρεί αν προ­χω­ρού­σα κα­τά πά­νω του να δια­πί­στω­να πως πο­τέ δεν υπήρ­ξε γέ­ρος, έπρε­πε όμως να πάω και να πάω μό­νος μου. Θα 'ξε­ρα από­ψε πε­ρισ­σό­τε­ρα για το χω­ρά­φι, για το γέ­ρο, για τη νύ­χτα, για το φεγ­γά­ρι, για μέ­να. Έπρε­πε να πάω, το κά­λε­σμα ήταν κα­θα­ρό, όπως κα­θα­ρά θα γι­νό­ταν όλα, ακό­μα και να μην υπήρ­χε γέ­ρος. Με­γα­λύ­τε­ρη ση­μα­σία θα εί­χαν τα εκα­τό βή­μα­τα ανά­με­σα στα δέ­ντρα και το φό­βο μου, ανά­με­σα, στο λι­γο­στό φως και την αγω­νία μου, από αυ­τά που θ' αντί­κρι­ζα.
Αυ­τό το δεί­λια­σμα μου φαι­νό­ταν σαν χο­ντρή μάλ­λι­νη φα­νέ­λα που τη φό­ρε­σα κα­τά­σαρ­κα μια για πά­ντα.
Πέ­ρα­σα το κά­θε­το σο­κά­κι, μου 'στει­λε στο πρό­σω­πο, πα­γω­μέ­νο αέ­ρα σαν μια χε­ριά σπό­ρων ζευ­γο­λά­τη.
Ψα­χού­λευα στη τσέ­πη μου δι­καιο­λο­γί­ες για τα εκα­τό βή­μα­τα που δεν έκα­να και συ­να­ντού­σα μο­νά­χα το λευ­κό γυα­λέ­νι. Άφη­σα το μυα­λό μου να καλ­πά­ζει σαν που­λά­ρι αμο­λη­τό στο φεγ­γα­ρό­φω­το. Μου 'ρ­χό­ταν στο μυα­λό η μέ­ρα και χτέ­νι­ζα μια, μια τις στιγ­μές. Πλά­ται­νε ο χρό­νος ξαφ­νι­κά σε κά­τι που σκε­φτό­μουν και στέ­νευε άλ­λες σαν τρί­χα σε κά­τι άλ­λο που άδειο μου φαι­νό­ταν. Ο χρό­νος εί­ναι έρ­γο του σα­τα­νά, που παίρ­νει μορ­φές δι­κές του, ανε­ξέ­λεγ­κτες απ' το νου τ' αν­θρώ­που. Μό­νο ο τό­πος φτιά­χτη­κε από το θεό, στα­θε­ρός σαν πέ­τρα, αλ­λά­ζει αρ­γά βα­σα­νι­στι­κά έτσι που μοιά­ζει πά­ντα ίδιος, με αμό­λυ­ντες δια­στά­σεις κι ακί­νη­τος.

Μπή­κα στην αυ­λή σι­γά - σι­γά άρ­χι­σε να φω­τί­ζε­ται από το φως του φεγ­γα­ριού, που ξε­σκά­λω­νε πί­σω από ένα σύν­νε­φο. Το κοί­τα­ξα για λί­γο κα­τά­μα­τα, πέ­ρα­σε μ' αντί­θε­τη πο­ρεία ο Ψα­ράγ­γε­λος, κα­τα­με­σής του, σέρ­νο­ντας άρ­μα από μι­κρά αστέ­ρια και χά­θη­κε με­σ' το σύν­νε­φο. Σαν να ντρε­πό­ταν για μέ­να, απέ­φυ­γε το βλέμ­μα μου. Έκλει­σα την πόρ­τα πί­σω και στο 'να χέ­ρι έσφιγ­γα το γυα­λέ­νι και στ' άλ­λο το άρ­μα του Ψα­ράγ­γε­λου. Μα­ζί με το τρά­νταγ­μα της πόρ­τας, άκου­σα τη σκέ­ψη μου.

―Θα πάω, θα πάω οπωσ­δή­πο­τε, μπο­ρεί κι αύ­ριο, πρέ­πει να κά­νω αυ­τά τα εκα­τό βή­μα­τα, μπο­ρεί και να μην τον φα­ντά­στη­κα.



―Θα πάω στην πό­λη με τον Κέ­νι, εί­πε ο Ταρ­ζάν, θα πά­με στην Κου­ζά­μπα να δού­με τι γί­νε­ται εκεί.

Κα­βά­λη­σαν έναν ελέ­φα­ντα ο Ταρ­ζάν και ο Κέ­νι και σε λί­γη ωρί­τσα έφτα­σαν στην πό­λη.

―Πολ­λούς στρα­τιώ­τες βλέ­πω, ψι­θύ­ρι­σε ο Ταρ­ζάν στον Κέ­νι.
―Κοί­τα Ταρ­ζάν, εί­πε εκεί­νος κι έδει­ξε μια εφη­με­ρί­δα τοί­χου κι άρ­χι­σε να δια­βά­ζει «ο στρα­τη­γός Ντε­λα­νέζ, ο από­λυ­τος αρ­χη­γός του Ταγκ, δια­τά­ζει να σκο­τώ­νε­ται όποιος κι­νεί­ται ενα­ντί­ον του». Ο Ταρ­ζάν αρ­πά­ζει την ανα­κοί­νω­ση τη σκί­ζει λέ­γο­ντας.
―Μό­νο ο Θε­ός μπο­ρεί να δί­νει τη ζωή και τον θά­να­το. Ένας στρα­τιώ­της τον βλέ­πει και βλο­συ­ρά του φω­νά­ζει.
―Ε, τι κά­νεις εσύ, αυ­τή ήταν η δια­τα­γή του αρ­χη­γού μας.
―Ο Ταρ­ζάν δεν ξέ­ρει αρ­χη­γούς, απά­ντη­σε εκεί­νος.
―Θα σου σπά­σω το ξε­ρό σου το κε­φά­λι, εί­πε ο στρα­τιώ­της και σή­κω­σε το όπλο του ενα­ντί­ον του βα­σι­λιά της ζού­γκλας, εκεί­νος αρ­πά­ζει το όπλο και το σπά­ει σε δυο κομ­μά­τια, ρί­χνει και κά­μπο­σες ξε­γυ­ρι­σμέ­νες και οι στρα­τιώ­τες το έβα­λαν στα πό­δια, αλ­λά τα μά­τια μου έκλει­ναν, ήταν αρ­γά, ήταν και η κού­ρα­ση της ημέ­ρας…



Ο Ταρζάν - ΒΛ 4 αριθμός 14



Ξύ­πνη­σα με το πε­ριο­δι­κό κα­τά­μου­τρα.

Η μά­να μου άπλω­νε ασπρό­ρου­χα πο­τι­σμέ­να με λου­λά­κι, στους φρά­χτες της αυ­λής κι ο πρω­ι­νός ήλιος έσπερ­νε το λευ­κό φως πά­νω στ' πα­νω­σέ­ντο­να. Η αδελ­φή μου κι εγώ, κά­τω από τη ξε­ρα­μέ­νη κλη­μα­τα­ριά, που­λά­γα­με κι αγο­ρά­ζα­με πρα­μά­τειες μέ­σα σε χάρ­τι­να χω­νιά από εφη­με­ρί­δες.
Βγή­κε η κυ­ρα Λέ­νη και δεν εί­πε ού­τε κα­λη­μέ­ρα, ανα­στέ­να­ξε και φώ­να­ξε κα­τά τ' απλω­μέ­να ασπρό­ρου­χα.

―Κυ­ρά Δή­μη­τρα τ' άκου­σες; Η μά­να μου γύ­ρι­σε μ' ένα μα­ντα­λά­κι ανά­με­σα στα δό­ντια, βρή­καν ένα γέ­ρο στο χω­ρά­φι του Σώ­ρα πε­θα­μέ­νο με­σ' τη λά­σπη.

Το χω­νί που κρα­τού­σα στα χέ­ρια, άνοι­ξε και το χώ­μα χύ­θη­κε πά­νω μου. Τα πό­δια μου λύ­θη­καν και κά­θι­σα στο πε­ζού­λι. Τα εκα­τό βή­μα­τα έμει­ναν με τις πα­τού­σες κολ­λη­μέ­νες στην αστρα­πή, δεν θα γί­νο­νταν πο­τέ κι αν τα περ­πα­τού­σα δεν θα πή­γαι­ναν που­θε­νά. Ο Ψα­ράγ­γε­λος έκα­νε νύ­χτες πολ­λές να φα­νεί. Εί­ναι η συν­νε­φιά σκε­φτό­μουν, για να πα­ρη­γο­ριέ­μαι.
Μπή­κα στο σπί­τι πή­γα στην πο­λυ­θρό­να στο μπρο­στι­νό δω­μά­τιο και ανέ­συ­ρα τον Ταρ­ζάν που πε­ρί­με­νε, μα­ζί του σκέ­φτη­κα όλα εί­ναι πιο ασφα­λή, πιο σί­γου­ρα και οι ζού­γκλες και τ’ άγρια θη­ρία ακό­μα και οι μο­χθη­ροί στρα­τιώ­τες του απαί­σιου δι­κτά­το­ρα, εξ άλ­λου ο Ταρ­ζάν ήταν πά­ντα σε ετοι­μό­τη­τα να δώ­σει ένα χε­ρά­κι, αν τα πράγ­μα­τα στρά­βω­ναν ή να πε­τά­ξει και κά­να κορ­μό ή κά­να κού­τσου­ρο αν τα πράγ­μα­τα αγρί­ευαν πο­λύ.

 

αυτόν το μήνα οι εκδότες προτείνουν: