Ο Σεραφίνο και το τσουλούφι

_____
Χ  Α  Ρ  Τ  Ι  Ν  Ο  Ι    Η  Ρ  Ω  Ε  Σ
_____

Ο Σεραφίνο και το τσουλούφι

Ο χει­μώ­νας εί­χε βά­λει το λευ­κό του που­κά­μι­σο και τα­ξί­δευε για τα μέ­ρη της άνοι­ξης. Τις προη­γού­με­νες εβδο­μά­δες έβρε­χε αστα­μά­τη­τα.

–Έχει ξε­χά­σει να στα­μα­τή­σει, δια­μαρ­τυ­ρό­ταν ψι­θυ­ρι­στά η μά­να μου. Όμως δυο τρεις μέ­ρες τώ­ρα έχει βγει αυ­τός ο ψυ­χο­πο­νιά­ρης ολό­λευ­κος ήλιος και βγά­ζει όλη τη γει­το­νιά στις βε­ρά­ντες και στις αυ­λές. Ήμουν στην αυ­λή του σπι­τιού και φυλ­λο­με­τρού­σα τον ολο­καί­νουρ­γιο Σε­ρα­φί­νο μου. Αυ­τά ήταν τα απα­ραί­τη­τα προ­κα­ταρ­τι­κά πριν ορ­μή­σω στα κα­ρε­δά­κια του και τον κα­τα­σπα­ρά­ξω σαν φρε­σκο­ψη­μέ­νο κο­τό­που­λο. Όσο και να τον γυ­ρό­φερ­να όμως δεν κρα­τή­θη­κα…

Ο Σε­ρα­φί­νο Μα­θη­τευό­με­νος Κλέ­φτης.

Σπρωγ­μέ­νος από την πεί­να του ο Σε­ρα­φί­νο έχει φτά­σει σ’ έναν κή­πο με πολ­λά φρού­τα κι ελ­πί­ζει ότι έτσι θα χορ­τά­σει την πε­ρί­φη­μη κι ανι­κα­νο­ποί­η­τη όρε­ξη του…
―Το ξέ­ρω πως αυ­τό δεν εί­ναι σω­στό, αλ­λά τι να κά­νω, αφού πει­νώ σαν λύ­κος και δεν έχω λε­φτά…
―Υπέ­ρο­χό μου αχλά­δι. Εί­σαι για μέ­να πιο νό­στι­μο κι από σου­βλι­στό κο­τό­που­λο, πιο εύ­γευ­στο κι από αρ­νά­κι ψη­τό, πιο ζου­με­ρό κι από … έχει κι­νη­θεί να κό­ψει το λα­χτα­ρι­στό αχλά­δι ο Σε­ρα­φί­νο όταν ακού­γε­ται ένα σπρα­α­αμ πα­ρα­τε­τα­μέ­νο από σκά­για, το οποίο συ­νο­δεύ­ε­ται από τη φρά­ση.
―Θα σε μά­θω εγώ να κλέ­βεις τα ξέ­να αχλά­δια…
―Βο­ή­θεια­αα ουρ­λιά­ζει ο Σε­ρα­φί­νο τρέ­χο­ντας κρα­τώ­ντας τον κώ­λο του, ρί­χνει και έναν πή­δου­λο και χά­νε­ται πί­σω από μια συ­στά­δα θά­μνων, αφή­νο­ντας εντυ­πω­σια­σμέ­νο τον διώ­κτη του και αφε­ντι­κό των κή­πων.
― Μω­ρέ μπρά­βο πή­δη­μα. Ού­τε ζαρ­κά­δι…

Ήμουν ωραία ακου­μπι­σμέ­νος με την πλά­τη στο ασπρι­σμέ­νο τοι­χα­λά­κι της αυ­λής. Ρου­φού­σα τις χει­μω­νιά­τι­κες ακτί­νες του με­ση­με­ρια­νού ήλιου και τα ξε­καρ­δι­στι­κά επει­σό­δια του Σε­ρα­φί­νο, το και­νούρ­γιο τεύ­χος «Ο Μα­θη­τευό­με­νος Κλέ­φτης» εί­χε όλες τις προ­ϋ­πο­θέ­σεις για να πε­ρά­σω ωραία, μπα­γα­μπο­ντιές, κο­τό­που­λα, αγω­νία, ανα­τρο­πές και κόλ­πα. Έτσι όπως εί­χα γεί­ρει στην αγκα­λιά του ήλιου, με ένα μό­νι­μο χα­μό­γε­λο από τα μι­κρά αλ­λά ατε­λεί­ω­τα βά­σα­να του μό­νι­μα πει­να­σμέ­νου και κα­τα­τρεγ­μέ­νου μου φι­λα­ρά­κου, έπια­σα ασυ­ναί­σθη­τα το τσου­λού­φι μου και ανα­ση­κώ­θη­κα, σαν να με κτύ­πη­σε ρεύ­μα. Θυ­μή­θη­κα το κα­θή­κον που εί­χα ανα­λά­βει.
Κά­θε τρεις και λί­γο ο πα­τέ­ρας με πή­γαι­νε στο κου­ρέα. Ήταν οι οδη­γί­ες από το σχο­λείο αυ­στη­ρές, ήταν και οι από­ψεις του πα­τέ­ρα για το μή­κος των μαλ­λιών, «μου­στά­κι και μαλ­λί ίδιο μή­κος» που κά­θε ένα, ενά­μι­σι μή­να βρι­σκό­μουν στο έλε­ος του κυρ-Μή­τσου και ο άτι­μος δεν εί­χε στα­λιά έλε­ος. Μέ­χρι να αι­σθαν­θώ κα­λά από το προη­γού­με­νο κού­ρε­μα ερ­χό­ταν το επό­με­νο. Το πρώ­το ση­μά­δι ότι θ' ακο­λου­θού­σε κου­ρά εντός των ημε­ρών ήταν η φρά­ση του πα­τέ­ρα.

―Σαν τρα­γί έχεις γί­νει. Πο­τέ δεν κα­τά­λα­βα ακρι­βώς τι εν­νο­ού­σε και ού­τε ήθε­λα να μά­θω για­τί ήξε­ρα, με­τά από αυ­τή τη φρά­ση ήταν ζή­τη­μα δύο το πο­λύ τριών ημε­ρών για ν' ακού­σω το τρα­γου­δά­κι της αδελ­φής μου,

Κου­ρε­μπά­τσα φα­φα­νιά
που σε κα­του­ράν τ' αρ­νιά...

Το τρα­γου­δού­σε χο­ρο­πη­δώ­ντας και κτυ­πώ­ντας τη γρο­θιά του δε­ξί της χε­ριού στην αρι­στε­ρή πα­λά­μη. Τα με­γά­λα μου αδέρ­φια γυ­ρί­ζα­νε στο σπί­τι και σαν να εί­χαν συ­νεν­νοη­θεί μου πέ­τα­γαν τη φρά­ση καρ­μπόν.

―Πώς σε κου­ρέ­ψα­νε έτσι ρε; Σα γί­δι έγι­νες.

Τις πρώ­τες μια δυο μέ­ρες, μέ­χρι να ξε­χά­σω ότι φρε­σκο­κου­ρεύ­τη­κα ασυ­ναί­σθη­τα πα­σπά­τευα τη μι­κρή φού­ντα πά­νω από το μέ­τω­πο, με την ελ­πί­δα ότι μια κί­νη­ση «φυ­σιο­λο­γι­κή» έκρυ­βε τη μι­κρή κα­τα­στρο­φή μου. Το ασυ­ναί­σθη­το του πράγ­μα­τος με­τα­μορ­φω­νό­ταν σε συ­νει­δη­τή επι­λο­γή κα­λά σχε­δια­σμέ­νη αν τύ­χαι­νε και συ­να­ντού­σα κά­που την όμορ­φη 35ά­ρα του τού­βλι­νου σπι­τιού.

Ο Σεραφίνο και το τσουλούφι

Πριν κά­να τριά­ρι μέ­ρες ο πα­τέ­ρας μου εί­πε πά­λι τα πε­ρί τρά­γου και ετοι­μα­ζό­μουν για τον κυρ-Μή­τσο. Όμως κά­ποιες έκτα­κτες δου­λειές έστει­λαν τον πα­τέ­ρα στο χω­ριό και μέ­να για λί­γο στην ησυ­χία μου. Για λί­γο όμως, για­τί και η μά­να μου όχι τό­σο επι­τα­κτι­κά, αλ­λά επί­μο­να μου έλε­γε να πάω από τον κυρ-Μή­τσο.
Μέ­χρι και η δα­σκά­λα κά­τι μου ανέ­φε­ρε. Σε συν­δυα­σμό με την επι­στρο­φή του πα­τέ­ρα από το χω­ριό σε κά­να δυο μέ­ρες, απο­φά­σι­σα να επι­σκε­φθώ τον κυρ-Μή­τσο, ελ­πί­ζο­ντας ότι θα κου­ρευ­τώ όπως ήθε­λα εγώ αυ­τή τη φο­ρά κι όχι όπως δεν θα έλε­γε, αλ­λά θα εν­νο­ού­σε ο πα­τέ­ρας μου ξε­φυλ­λί­ζο­ντας την Ημέ­ρα και την Πε­λο­πόν­νη­σο πε­ρι­μέ­νο­ντας από πί­σω μου.
Το εί­χα απο­φα­σί­σει πια ότι θα τη κά­νω την απευ­κταία επί­σκε­ψη, αλ­λά με λί­γο Σε­ρα­φί­νο ακό­μα η δου­λειά θα γι­νό­ταν λι­γό­τε­ρο επώ­δυ­νη, εί­χα να τε­λειώ­σω και κά­τι μι­κρο­γρα­ψί­μα­τα οπό­τε άνοι­ξα το τεύ­χος που εί­χα δί­πλα μου.

Ενώ ο Σε­ρα­φί­νο προ­σπα­θού­σε να ηρε­μή­σει από την τρο­μά­ρα που εί­χε πά­ρει και να φρο­ντί­σει από τα σκά­για τα οπί­σθιά του ρί­χνο­ντας νε­ρά από τη βρύ­ση του πάρ­κου, εμ­φα­νί­ζε­ται ένας φί­λος του μι­κρο­α­πα­τε­ώ­νας και πει­να­σμέ­νος κι αυ­τός.
―Γεια σου Σε­ρα­φί­νο, τι κά­νεις εδώ, δρο­σί­ζε­σαι;
―Χμ από μια άπο­ψη ναι, δρο­σί­ζο­μαι από ανά­γκη.
Ση­κώ­νε­ται όμως και δεί­χνο­ντάς του τα οπί­σθια του λέ­ει.
―Κοί­τα τι έπα­θα για να λα­χτα­ρί­σω ένα αχλά­δι.
―Απί­στευ­το, απα­ντά εκεί­νος.
―Από τη βια­σύ­νη μου να κό­ψω το λα­χτα­ρι­στό αχλά­δι, δεν πρό­σε­ξα τον οπλι­σμέ­νο κη­που­ρό που πα­ρα­φύ­λα­γε…
―Ε, λοι­πόν Σε­ρα­φί­νο εί­σαι ανό­η­τος, του απα­ντά ο φί­λος του και συ­νε­χί­ζει, εσύ παι­δί μου δεν ξέ­ρεις να ζή­σεις. Πας και κιν­δυ­νεύ­εις για ένα αχλά­δι, τη στιγ­μή που υπάρ­χουν άλ­λοι του­λά­χι­στον 100 τρό­ποι για να χορ­τά­σεις ακίν­δυ­να και τζά­μπα την όρε­ξή σου.
―Αλή­θεια; Ρω­τά­ει ο πει­να­σμέ­νος φί­λος μας.
―Θα σου δα­νεί­σω το πο­λύ­τι­μο βι­βλίο μου να το δια­βά­σεις με προ­σο­χή και να το φυ­λάς σαν θη­σαυ­ρό. Του δί­νει το βι­βλίο που στο εξώ­φυλ­λο γρά­φει Ο οδη­γός του τέ­λειου κλέ­φτη
. Ενώ απο­μα­κρύ­νε­ται ο φί­λος του Σε­ρα­φί­νο του λέ­ει.
―Από τό­τε που το διά­βα­σα ζω άνε­τα, χω­ρίς να ερ­γά­ζο­μαι κα­θό­λου.
―Απί­στευ­το, κα­τα­πλη­κτι­κό, θαυ­μά­σιο, ψι­θυ­ρί­ζει ο Σε­ρα­φί­νο, ανοί­γο­ντας τον οδη­γό.

Το χει­μω­νιά­τι­κο πρω­ι­νό θερ­μαι­νό­ταν από τις αδύ­να­μες αχτί­νες. Ο Δη­μη­τρά­κης εί­χε τρα­βή­ξει τις κουρ­τί­νες κι έπαι­ζε, χου­χου­λί­ζο­ντας το τζά­μι και κά­νο­ντας σχέ­δια με το δεί­χτη. Ο ήλιος ζέ­σται­νε το τε­ρά­στιο κε­φά­λι του, που ήταν μό­νι­μα κου­ρε­μέ­νο, πε­ρισ­σό­τε­ρο κι από το δι­κό μου με­τά την κά­θε επι­στρο­φή μου από του κυρ-Μή­τσου. Η Νί­κη γύ­ρι­ζε στο σπί­τι με μια σο­κο­λά­τα μι­σο­φα­γω­μέ­νη στα χέ­ρια, θα 'χε πά­ει στο «πε­ρί­στε­ρο», σκέ­φτη­κα. Εγώ στο μέ­σα δω­μά­τιο προς το δρο­μά­κι, προ­σπα­θού­σα να τε­λειώ­σω το γρά­ψι­μο να πάω για ''κου­ρέ­ψι­μο­'', όπως έλε­γε η αδελ­φή μου. Χά­ζευα όμως και ψα­χού­λευα έξω από το πα­ρά­θυ­ρο κομ­μά­τια ζω­ής που αγκί­στρω­νε ο χει­μω­νιά­τι­κος αέ­ρας στα περ­βά­ζια, στα λού­κια και τα κα­λώ­δια κι έμε­να με το μο­λύ­βι στο χέ­ρι να γρά­φω στο κε­νό ένα - ένα αυ­τά που δεν ήξε­ρα, ότι θέ­λω. Ρου­φού­σα το τί­πο­τα ώρες - ώρες με απελ­πι­σμέ­νη ευ­χα­ρί­στη­ση και ευ­φραι­νό­ταν το κά­θε μου κύτ­τα­ρο με αυ­τή την από­λυ­τη ανυ­παρ­ξία. Όταν δεν υπέ­φε­ρα και δεν απελ­πι­ζό­μουν με λυ­μέ­νους τους αρ­μούς μου από κά­ποια μου­ντή ελ­πί­δα.
Μ΄ έβγα­λε από το λή­θαρ­γο ο κρό­τος του Δη­μη­τρά­κη, που κά­πως γλί­στρη­σε και κόλ­λη­σε το μού­τρο του στο τζά­μι, κιν­δυ­νεύ­ο­ντας να το σπά­σει. Έμπη­ξε τα κλά­μα­τα, σε λί­γο εμ­φα­νί­στη­κε η κυ­ρά-Γε­ωρ­γία, τον συμ­μά­ζε­ψε, του σκού­πι­σε το πρό­σω­πο και χά­θη­καν στο δω­μά­τιο.
Βια­στι­κά άρ­χι­σα να σκα­λί­ζω στο τε­τρά­διο κά­τι γράμ­μα­τα, απελ­πι­στι­κά άνι­σα και λι­γό­τε­ρο από κά­θε φο­ρά στρογ­γυ­λά. Με­τά από κά­μπο­ση ώρα έφτια­ξα και το τε­λευ­ταίο ιδιαί­τε­ρα πε­ρι­ποι­η­μέ­νο, έβα­λα μο­λύ­βια και τε­τρά­δια στην τσά­ντα και πα­ρου­σιά­στη­κα στη μά­να μου. Η μά­να μου ξε­χώ­ρι­ζε κά­τι φα­κές στο με­σια­νό τρα­πέ­ζι με το κε­φά­λι στη­ριγ­μέ­νο στο αρι­στε­ρό χέ­ρι και μα­ζί τα­ξί­δευε στις σκέ­ψεις της, ποιος ξέ­ρει πού. Πε­τά­χτη­κε όταν της μί­λη­σα, και πή­ρε κα­νο­νι­κά τη θέ­ση της μπρος το τρα­πέ­ζι.

―Μα­αα, λε­φτά για τον κου­ρέα.
―Ε ε, τρά­βα συ και θα τα κα­νο­νί­σει ο πα­τέ­ρας σου με τον κυρ-Μή­τσο, απο­κρί­θη­κε αλα­φια­σμέ­νη.

Βγή­κα και ο πα­γω­μέ­νος αέ­ρας μ’ άρ­πα­ξε από τα μού­τρα, έβα­λα τα χέ­ρια στις τσέ­πες και έφυ­γα για τον τσι­με­ντό­δρο­μο.
Βρή­κα τον κυρ-Μή­τσο να ρου­φά­ει τον πρω­ι­νιά­τι­κο ήλιο, και τον κα­φέ του, τα­μπου­ρω­μέ­νος πί­σω από τη τζα­μα­ρία, που κρά­τα­γε τον πα­γω­μέ­νο αέ­ρα κι άφη­νε τον ήλιο να τον τυ­λί­γει με μι­σό­κλει­στα μά­τια.

―Κυρ-Μή­τσο ήρ­θα μό­νος μου για­τί ο πα­τέ­ρας λεί­πει στο χω­ριό.

Αυ­τό δεν ξέ­ρω πώς το με­τέ­φρα­σε ο κου­ρέ­ας πά­ντως ξε­κί­νη­σε τη δια­δι­κα­σία, χω­ρίς να ξα­να­μι­λή­σου­με μέ­χρι το κρί­σι­μο ση­μείο.
Μου πέ­ρα­σε την άσπρη πε­τσέ­τα από το λαι­μό, διόρ­θω­σε το ρα­διό­φω­νο που ξερ­νού­σε κά­τι πα­ρά­σι­τα και πή­ρε την ψι­λή στα χέ­ρια, τη δο­κί­μα­σε μια δυο ανά­με­σα στη χού­φτα του, ανοι­γο­κλεί­νο­ντας τις λα­βές της κι τέ­λος ένιω­σα το πα­γω­μέ­νο μέ­ταλ­λο στο σβέρ­κο μου.
Ο κυρ-Μή­τσος πο­τέ δεν ρω­τού­σε πώς να σε κου­ρέ­ψει και κα­λά με εμέ­να, τα πράγ­μα­τα ήταν σα­φή, αλ­λά ού­τε τον πα­τέ­ρα μου εί­χε ρω­τή­σει πο­τέ, ού­τε κα­νέ­ναν άλ­λον και εί­χε τύ­χει πολ­λές φο­ρές να πε­ρι­μέ­νω τη σει­ρά μου. Το κα­τά­στη­μα εί­χε δύο εί­δη κου­ρέ­μα­τος με τη ψι­λή και το αντρι­κό και το δεύ­τε­ρο εί­δος κα­μιά πα­ραλ­λα­γή. Πά­ντως εί­χα προ­σέ­ξει ότι στο πε­λα­το­λό­γιό του ήταν ή πο­λύ μι­κροί ή πο­λύ με­γά­λοι, οι με­σαί­ες ηλι­κί­ες έλει­παν.
Η μη­χα­νή όρ­γω­νε το κε­φά­λι μου, με το ρυθ­μι­κό ανοι­γό­κλει­μα των χε­ριών του κου­ρέα. Η πρώ­τη γραμ­μή τρα­βή­χτη­κε από το σβέρ­κο κι έφτα­νε μέ­χρι πά­νω στη μέ­ση του κε­φα­λιού. Τα μαλ­λιά μου έπε­φταν δε­ξιά κι αρι­στε­ρά και μα­ζί τους ένιω­θα να πέ­φτει κά­θε ίχνος αν­δρι­σμού κι αξιο­πρέ­πειας, πέ­ραν της προ­σω­ρι­νό­τη­τας του πράγ­μα­τος, δεν θα εί­χε και πο­λύ πε­ρισ­σό­τε­ρες ψυ­χο­λο­γι­κές επι­πτώ­σεις αν μου έκο­βε τ’ αυ­τιά.

Θα που­λή­σω το ρο­λόι
για να πά­ρω κο­μπο­λόι...

Μού­γκρι­ζε το ρα­διό­φω­νο ανά­με­σα στα πα­ρά­σι­τα κι πα­ρα­ξε­νευό­μουν με την επι­θυ­μία του τρα­γου­δι­στή, και δεν κα­τα­λά­βαι­να για­τί έπρε­πε να τρα­γου­δά­ει κά­τι που τό­σο εύ­κο­λα μπο­ρού­σε να κά­νει. Εγώ πά­ντως το 'χα απο­φα­σί­σει, αν πο­τέ απο­κτού­σα ρο­λόι, δεν θα το έδι­να για όλα τα κο­μπο­λό­για του κό­σμου.
Του κυρ-Μή­τσου έδει­χνε 11 εδώ και ώρα και δεν ήξε­ρα αν πρέ­πει να το εμπι­στεύ­ο­μαι.
Τ' αυ­τιά μου εί­χαν γί­νει κα­τα­κόκ­κι­να από την προ­σπά­θεια του κου­ρέα ν' απο­ψι­λώ­σει την πε­ριο­χή. Κά­ποιες φο­ρές νό­μι­ζα ότι μου τα τρα­βού­σε, για­τί έβρι­σκε κά­ποια ικα­νο­ποί­η­ση κι όχι για­τί ήταν ανα­γκαίο για τη συ­νέ­χι­ση της ερ­γα­σί­ας του.
Από το κα­θρέ­φτη έβλε­πα πε­ρισ­σό­τε­ρο τις εκ­φρά­σεις του κου­ρέα, πα­ρά το θλι­βε­ρό θέ­α­μα της γλο­μπα­ρί­ας που σχη­μα­τι­ζό­ταν στο κε­φά­λι μου. Ο κυρ-Μή­τσος δά­γκω­νε το κά­τω χεί­λος, γούρ­λω­νε τα μά­τια και τέ­ντω­νε όλα τα χα­ρα­κτη­ρι­στι­κά του, σά­μπως να σή­κω­νε κά­ποιο τε­ρά­στιο βά­ρος.
Το κε­φά­λι μου εί­χε χά­σει κά­θε του τρί­χα κι έμε­νε λείο να γυα­λί­ζει στο πρω­ι­νό φως. Το κρί­σι­μο ση­μείο της δια­δι­κα­σί­ας εί­χε φτά­σει, έμε­νε το τε­λευ­ταίο κομ­μά­τι της και το πιο ση­μα­ντι­κό, το τσου­λού­φι.
Έτσι κι αλ­λιώς στην υπό­λοι­πη δια­δι­κα­σία δεν εί­χα λό­γο, όταν πα­ρί­στα­το ο πα­τέ­ρας ού­τε στο τσου­λού­φι εί­χα, αλ­λά τώ­ρα μό­λις ο κυρ-Μή­τσος άφη­σε την ψι­λή και πή­ρε το ψα­λί­δι, με­τα­τό­πι­σα λί­γο το κορ­μί μου μη με πά­ρει κα­μιά αδέ­σπο­τη και δει­λά αλ­λά απο­φα­σι­στι­κά εί­πα στο κυρ-Μή­τσο κοι­τώ­ντας τον από τον κα­θρέ­φτη.

―Το τσου­λού­φι θα το κό­ψου­με λί­γο, εντά­ξει;
―Πό­σο λί­γο δη­λα­δή; ρώ­τη­σε ο κου­ρέ­ας παίρ­νο­ντας την έκ­φρα­ση που δή­λω­νε απο­ρία μπο­ρεί και προ­σβο­λή.
―Ίσα, ίσα. απά­ντη­σα με το δί­καιο του πε­λά­τη. Ο κου­ρέ­ας έβα­λε το ψα­λί­δι στην άκρη της τού­φας και με ρώ­τη­σε ελ­πί­ζο­ντας να του αρ­νη­θώ.
―Τό­σο δη­λα­δή; Koύ­νη­σα το κε­φά­λι όσο μου επέ­τρε­πε το ψα­λί­δι, επι­κυ­ρώ­νο­ντας τη θέ­ση.
―Δεν θα ναι κα­λό, εγώ θα τ' ακού­σω από το πα­τέ­ρα σου. Δεν απά­ντη­σα τον κοί­τα­ζα μέ­σα από τον κα­θρέ­φτη, φαί­νε­ται αρ­κε­τά απο­φα­σι­στι­κά, για­τί τρά­βη­ξε την πρώ­τη ψα­λι­διά.

Περ­πα­τού­σα στο τσι­με­ντό­δρο­μο, ψη­λα­φώ­ντας τη φού­ντα πά­νω από το μέ­τω­πο. Έβρι­σκα με το χέ­ρι ικα­νο­ποι­η­τι­κό το μή­κος, αν και ρί­χνο­ντας μια μα­τιά στο κα­θρέ­φτη βγαί­νο­ντας από το κου­ρείο το κε­φά­λι μου έμοια­ζε λί­γο πα­ρά­ται­ρο. Θα πλη­σί­α­ζε με­ση­μέ­ρι ο ήλιος εί­χε ζε­στά­νει. Η κυ­ρα-Φω­φώ γύ­ρι­ζε με τις φραν­τζό­λες της από το φούρ­νο, συ­να­ντη­θή­κα­με στο σταυ­ρο­δρό­μι του τσι­με­ντό­δρο­μου και της Β Κ 3 εί­πα­με κα­λη­μέ­ρα και στα­μά­τη­σε να μα­σου­λά­ει κοι­τώ­ντας το κε­φά­λι μου. Δεν ήξε­ρα αν έπρε­πε να το πά­ρω αυ­τό για κα­λό ή για κα­κό. Άνοι­ξα την πόρ­τα και μπή­κα, η αδερ­φή μου άρ­χι­σε το τρα­γού­δι, κου­ρε­μπά­τσα φα­φα­νιά..., όσο πλη­σί­α­ζα στα­μα­τού­σε το χο­ρο­πή­δη­μα και το τρα­γού­δι έσβη­νε, πλη­σί­α­σε με κα­λο­κοί­τα­ξε,

―Ρε, πως έγι­νες έτσι, μπρο­στά δεν σε κού­ρε­ψε;
―Δεν εί­ναι κα­λά; ρώ­τη­σα δει­λά, βά­ζο­ντας το χέ­ρι στη φού­ντα.
―Τι κα­λά ρε, ξέ­ρεις πώς εί­σαι; και έβα­λε τα γέ­λια και τα χέ­ρια στο στό­μα.
―Άι μω­ρή βλαμ­μέ­νη, εί­πα και βγή­κα στην αυ­λή. Χά­ζευα τη σκιά μου στο μο­νό­του­βλο τοί­χο και προ­σπα­θού­σα να φα­ντα­στώ τις λε­πτο­μέ­ρειες του κε­φα­λιού που δεν φαι­νό­ντου­σαν. Η λύ­ση σε όλα τα προ­βλή­μα­τα όμως εί­ναι ο φί­λος μου Σε­ρα­φί­νο, τον έβγα­λα από την κρύ­πτη του και στρώ­θη­κα κα­τα­λια­κού. Θυ­μή­θη­κα εκεί που εί­χα μεί­νει στο πρώ­το μά­θη­μα κλο­πής της πορ­το­κα­λά­δας.

Ο Σεραφίνο και το τσουλούφι



Ο Σε­ρα­φί­νο εξο­πλί­ζε­ται μ’ ένα μα­κρύ σι­δε­ρέ­νιο σω­λή­να…
―Έτοι­μο και το ερ­γα­λείο για την πρα­κτι­κή εφαρ­μο­γή…
Ο Σε­ρα­φί­νο πλη­σιά­ζει στα τρα­πε­ζά­κια ενός ζα­χα­ρο­πλα­στεί­ου
―Γκαρ­σόν, φω­νά­ζει ένας πε­λά­της, μια πα­γω­μέ­νη πορ­το­κα­λά­δα.
―Να ο κα­τάλ­λη­λος άν­θρω­πος, σκέ­φτε­ται ο Σε­ρα­φί­νο και πε­ρι­μέ­νει.
―Ορί­στε, η πορ­το­κα­λά­δα σας, κύ­ριε, λέ­ει το γκαρ­σό­νι και σερ­βί­ρει την πορ­το­κα­λά­δα, στον πε­λά­τη που εί­ναι απορ­ρο­φη­μέ­νος στην ανά­γνω­ση της εφη­με­ρί­δας του. Στα γρή­γο­ρα ο Σε­ρα­φί­νο βγά­ζει το μα­κρύ σω­λή­να του κι όπως ήταν πί­σω από τη συ­στά­δα των θά­μνων, ρού­φη­ξε με μιας όλη την πορ­το­κα­λά­δα του πε­λά­τη, με τη γου­ρου­νί­σια μου­σού­δα. Όταν κά­πο­τε ο πε­λά­της απο­φά­σι­σε να δια­κό­ψει την ανά­γνω­ση για να πιει λί­γη πορ­το­κα­λά­δα, βρί­σκει το πο­τή­ρι του άδειο κι αρ­χί­ζει να δια­μαρ­τύ­ρε­ται.
―Μα αυ­τό εί­ναι άδειο. Τι κα­μώ­μα­τα εί­ναι αυ­τά; Έλα εδώ γκαρ­σόν, ώστε θέ­λε­τε να με κο­ροϊ­δέ­ψε­τε, αυ­τό εί­ναι άδειο του λέ­ει και του δεί­χνει το πο­τή­ρι.
―Τι εί­πα­τε άδειο; απο­ρεί ο σερ­βι­τό­ρος. Αλ­λά δεν τον πί­στε­ψε και συ­νέ­χι­σε, αλ­λού αυ­τά τα κόλ­πα πα­λιο­τρα­κα­δό­ρε, να τι κά­νω εγώ σε κά­τι τύ­πους σαν εσέ­να, του λέ­ει, βου­τά­ει τον απο­ρη­μέ­νο πε­λά­τη και τον πε­τά­ει κλο­τση­δόν έξω από το μα­γα­ζί.

Ξε­καρ­δί­στη­κα με το πε­ρι­στα­τι­κό, εγώ ού­τως ή άλ­λως ήμουν με τον Σε­ρα­φί­νο, οι απα­τε­ω­νιές του και οι κλε­ψιές του με έβρι­σκα από­λυ­τα σύμ­φω­νο.
Κά­ποια μουρ­μου­ρη­τά διέ­κο­ψαν την ανά­γνω­ση, προ­σπά­θη­σα να ξε­κα­θα­ρί­σω ποιος μι­λού­σε επί μα­ταίω, δεν έβγα­ζα άκρη και πιά­στη­κα από τον τοί­χο να ρί­ξω μια μα­τιά στο οι­κό­πε­δο. Εί­χαν πα­ρα­τα­χτεί με τις κα­ρέ­κλες του, η θεια μου η Σο­φιά που έπλε­κε, η μά­να μου, η κυ­ρά Φω­φώ που κα­θά­ρι­ζε ένα πορ­το­κά­λι, η Νί­κη που κά­τι έφτια­χνε με με­ρι­κές πέ­τρες και πα­ρα­δί­πλα η 35ά­ρα πα­ρέα με μια φί­λη της στην ηλι­κί­ας της αλ­λά λι­γό­τε­ρο όμορ­φη απ' αυ­τή, με κά­τι σαν κέ­ντη­μα στα χέ­ρια. Η καρ­διά μου φτε­ρού­γι­σε. Νό­μι­ζα πως θα μπο­ρού­σα να κά­θο­μαι χρό­νια κρε­μα­σμέ­νος στον τοί­χο, να την βλέ­πω. Φο­ρού­σε μια ρό­μπα με μι­κρά λου­λου­δά­κια, εί­χε βά­λει το 'να πό­δι πά­νω στ' άλ­λο, με σκυμ­μέ­νο το κε­φά­λι στο κέ­ντη­μα, έλε­γε κά­τι στη δι­πλα­νή της και τρα­ντα­ζό­ταν από το γέ­λιο της, που μό­λις ακου­γό­ταν με­ρι­κές φο­ρές. Μου άρε­σε που την εί­χα μπρο­στά στα μά­τια μου για πολ­λή ώρα και δεν κιν­δύ­νευα να την χά­σω, όπως όταν περ­νού­σε από το δρο­μά­κι που ίσα που προ­λά­βαι­να να αρ­πά­ξω μια ει­κό­να της για να την σκέ­φτο­μαι την υπό­λοι­πη μέ­ρα. Με­τά από κά­μπο­ση ώρα μου ξε­χεί­λι­ζε η επι­θυ­μία να πάω κο­ντά της. Οι προ­ϋ­πο­θέ­σεις ήταν ιδα­νι­κές με τη μά­να και τη Νί­κη ανά­με­σα στην πα­ρέα. Το μό­νο πρό­βλη­μα ήταν η γλο­μπα­ρία στο κε­φά­λι μου, αλ­λά κι αυ­τό με το γεν­ναίο τσου­λού­φι να κρέ­με­ται στο μέ­τω­πο, άφη­νε κά­ποια κομ­μά­τια αυ­το­πε­ποί­θη­σης. Άφη­σα το μα­ντρό­τοι­χο και προ­σε­χτι­κά να μη με πά­ρει χα­μπά­ρι η αδερ­φή μου βγή­κα.
Έστρι­ψα στη γω­νιά του σπι­τιού, η 35ά­ρα έλει­πε. Πλη­σί­α­ζα απο­γοη­τευ­μέ­νος, αλ­λά ανα­θάρ­ρη­σα όταν εί­δα την κα­ρέ­κλα της και το κέ­ντη­μα της στη θέ­ση τους.
Με το που κα­τά­λα­βαν την πα­ρου­σία μου, με κοί­τα­ξαν όλοι κά­πως πε­ρί­ερ­γα αν και έξυ­να το κε­φά­λι. Η μά­να μου μάλ­λον δια­κρι­τι­κά με ρώ­τη­σε,

―Για­τί στα 'κο­ψε έτσι παι­δά­κι μου;
―Ξέ­ρω 'γω, ρε μα­μά, άσε με εί­πα σαν να με απα­σχο­λού­σε μ’ ένα θέ­μα που δεν με αφο­ρού­σε.

Η Νί­κη μου 'ρι­ξε μια μα­τιά και συ­νέ­χι­σε το παι­χνί­δι της.
Οι αχτί­νες του ήλιου ζε­στές, σου 'κλει­ναν τα μά­τια από το θά­μπος και τη νύ­στα. Η 35ά­ρα γύ­ρι­σε με δυο χού­φτες μα­ντα­ρί­νια, που τα μοί­ρα­σε. Αν και λα­χτα­ρού­σα, όχι το μα­ντα­ρί­νι αλ­λά την επα­φή με το χέ­ρι της, εί­πα όχι ευ­χα­ρι­στώ και πρέ­πει να κοκ­κί­νι­σα μέ­χρι το τσου­λού­φι. Πά­ντως με κοί­τα­ζε αρ­κε­τή ώρα, απ΄ ότι ένιω­θα για­τί δεν άντε­χα ού­τε για μια στιγ­μή να ση­κώ­σω το κε­φά­λι και πο­λύ πε­ρισ­σό­τε­ρο να την κοι­τά­ξω στα μά­τια. Πή­γε να κα­θί­σει κο­ντά στη φί­λη της κι έβλε­πα μέ­σα από τη σφι­χτο­δε­μέ­νη της ρό­μπα, να σχη­μα­τί­ζο­νται τα πό­δια της, η μέ­ση της, η πλά­τη της κι ένιω­θα μέ­χρι τη σκιά μου να τρέ­μει. Κά­θι­σε και τα λευ­κά δό­ντια της φά­νη­καν κα­θώς έσπα­ζαν ανά­με­σά τους μια φέ­τα μα­ντα­ρί­νι.
Εί­χε βά­λει το κέ­ντη­μά της στα δι­πλω­μέ­να πό­δια της και στή­ρι­ξε τους αγκώ­νες της πά­νω τους. Οι γά­μπες της ξε­πρό­βαλ­λαν από το άνοιγ­μα της ρό­μπας σαν άσπρα φί­δια που αγκά­λια­ζαν τον Λα­κό­ο­ντα της ψυ­χής μου. Εί­χε μι­σό­κλει­στα τα μά­τια και το πρό­σω­πο στραμ­μέ­νο στον ήλιο, και­γό­ταν στο φως. Σκέ­φτη­κα να την αγ­γί­ξω και κι­νή­θη­κα δε­ξιά μου, πέ­ρα­σα μπρο­στά από τον ήλιο και εί­δα τη σκιά μου να πέ­φτει πά­νω της, ένιω­σα σαν να την αγκά­λια­ζα ολό­γυ­μνη. Κα­τευ­θύν­θη­κα προς τη Νί­κη για να μην προ­δώ­σω τη σκέ­ψη και να την δω από άλ­λο ση­μείο, δεν χόρ­ται­να να τη βλέ­πω.

―Σού­λη, πά­με να φας, να φύ­γεις για το σχο­λείο, εί­πε η μά­να μου και με πλά­κω­σε η ντρο­πή, της το εί­χα πει χί­λιες φο­ρές να μη με λέ­ει έτσι μπρο­στά σε κό­σμο. Και βρή­κε τώ­ρα εδώ μπρο­στά της. Κοί­τα­ξα στο μέ­ρος της αλ­λά μάλ­λον δεν το εί­χε προ­σέ­ξει, ήταν σκυμ­μέ­νη στο κέ­ντη­μα της. Η μά­να μου κί­νη­σε για το σπί­τι, απλώ­νο­ντας μου το χέ­ρι. Πέ­ρα­σα από μπρο­στά της με τη σκιά μου πά­λι να την χαϊ­δεύ­ει, όπως ήταν σκυμ­μέ­νη εί­δα το χώ­ρι­σμα στο στή­θος και φύ­λα­ξα την ει­κό­να να τη ρου­φάω την υπό­λοι­πη μέ­ρα μου.
Ξύ­νο­ντας το κε­φά­λι πά­ντα, πή­γα προς την μά­να μου προ­σπέ­ρα­σα το απλω­μέ­νο χέ­ρι της και προ­χώ­ρη­σα για το σπί­τι.
Στην εί­σο­δο ήθε­λα να της τα πω ένα χε­ρά­κι.

―Δεν σου 'χω πει να μην με λες έτσι; γα­μώ το στα­νιό μου.
―Για­τί, αντρά­κο μου, τι σε πει­ρά­ζει; Όταν μου μί­λα­γε έτσι κι άρ­χι­ζε τα χαϊ­δο­λο­γή­μα­τα, με έπια­νε απελ­πι­σία, κα­τα­λά­βαι­να ότι δεν συμ­με­ρι­ζό­ταν αυ­τά που της έλε­γα και με απο­τέ­λειω­νε η αδυ­να­μία μου να την κά­νω να με πά­ρει στα σο­βα­ρά, πα­ραι­τή­θη­κα για να μην αφή­σω τις ει­κό­νες μου, να εξα­τμι­στούν. Πή­γα στο δω­μά­τιο να ετοι­μα­στώ, ξά­πλω­σα στο κρε­βά­τι και κάρ­φω­σα τα μά­τια στο τα­βά­νι.

Ξε­φούρ­νι­σα τον Σε­ρα­φί­νο μου, μό­νο αυ­τός με κα­τα­λα­βαί­νει σκέ­φτη­κα και συ­νέ­χι­σα από εκεί που εί­χα μεί­νει.

Το γκαρ­σό­νι πλη­σιά­ζει έναν πε­λά­τη με φά­τσα μπουλ­ντόκ και αφή­νει ένα πο­τή­ρι στο τρα­πέ­ζι του λέ­γο­ντάς του.
―Ορί­στε το με­ταλ­λι­κό νε­ρό που ζη­τή­σα­τε κύ­ριε.
―Ευ­χα­ρι­στώ, απα­ντά ο πε­λά­της. Μέ­σα σε συν­νε­φά­κι δια­βά­ζου­με και τη σκέ­ψη που κά­νει, αυ­τό το φάρ­μα­κο εί­ναι τρο­με­ρά πι­κρό, αλ­λά πρέ­πει να το πιώ για το κα­λό του συ­κω­τιού μου. Ο Σε­ρα­φί­νο εντό­πι­σε το υπο­ψή­φιο θύ­μα του και σκέ­φτη­κε. Να κι άλ­λο κο­τό­που­λο για μά­δη­μα και κα­θώς ο πε­λά­της απευ­θύν­θη­κε προς τον σερ­βι­τό­ρο ―Γκαρ­σόν, ένα κου­τα­λά­κι σε πα­ρα­κα­λώ, ο Σε­ρα­φί­νο με το μα­κρύ κα­λα­μά­κι του ρού­φη­ξε το με­ταλ­λι­κό νε­ρό του, αλ­λά μό­λις το κα­τά­πιε κα­τά­λα­βε ότι κά­τι πε­ρί­ερ­γο εί­χε μέ­σα το πο­τή­ρι άρ­χι­σε να βή­χει και να φτύ­νει λέ­γο­ντας.
―Φτου, φτου, να πά­ρει η ορ­γή, αυ­τό εί­ναι δη­λη­τή­ριο… Ο σερ­βι­τό­ρος και οι πε­λά­τες κα­τά­λα­βαν τι συ­νέ­βαι­νε βλέ­πο­ντας τον Σε­ρα­φί­νο να προ­σπα­θεί να απο­μα­κρυν­θεί.
―Έλα δω πα­λιο­κλέ­φτη, του ορ­μά ο ένας πε­λά­της.
―Πά­ρε για την πορ­το­κα­λά­δα που μου ήπιες.
―Πά­ρε και για το με­ταλ­λι­κό νε­ρό.
―Να κι αυ­τή για το δω­ρε­άν σερ­βί­ρι­σμα…

Σε λί­γο βλέ­που­με τον τα­λαί­πω­ρο τον φί­λο μας να κα­τευ­θύ­νε­ται προς το γνω­στό πα­γκά­κι και ο κό­σμος γύ­ρω του να πε­ρι­στρέ­φε­ται από το βρο­μό­ξυ­λο που εί­χε φά­ει μο­νο­λο­γώ­ντας.

―Ο «οδη­γός του τέ­λειου κλέ­φτη» δεν μας τα λέ­ει και πο­λύ κα­λά, θα τον σκί­σω, ψι­θύ­ρι­σε και πή­ρε το βι­βλίο στα χέ­ρια του. Μου άρε­σε όταν ο Σε­ρα­φί­νο τα κα­τά­φερ­νε στις μπα­γα­μπο­ντιές αλ­λά περ­νού­σα κα­λά και όταν δεν τα κα­τά­φερ­νε, αλ­λά δεν εί­χα κα­λή διά­θε­ση και η απο­τυ­χία του Σε­ρα­φί­νο με έκα­νε ακό­μα πιο χά­λια. Άφη­σα δί­πλα το πε­ριο­δι­κό και βάλ­θη­κα να τα­ξι­δεύω στις ει­κό­νες της όμορ­φης γει­τό­νισ­σας.
Στο σο­βά η υγρα­σία εί­χε απλώ­σει μπα­λώ­μα­τα, σαν σύν­νε­φα, τό­σα πολ­λά που μπο­ρού­σε ό,τι μου ερ­χό­ταν στο μυα­λό να το συ­νται­ριά­ξω. Μό­λις κό­ντευα να σχε­διά­σω τη μορ­φή της γυ­ναί­κας, άκου­σα τη μά­να μου.

―Σού­λη, έλα να φας πή­γε 2 η ώρα.

Έφυ­γα για το σχο­λείο νη­στι­κός, έτσι κι αλ­λιώς δεν πεί­να­γα και πα­ρί­στα­να τον μου­τρω­μέ­νο.
Με το χέ­ρι στο τσου­λού­φι άκου­σα να μας ανα­κοι­νώ­νε­ται, ότι θα πά­με εκ­δρο­μή. Η χα­ρά που 'παιρ­να από κά­τι τέ­τοια έφτα­σε στα ου­ρά­νια τώ­ρα με την ελ­πί­δα, ότι θα γυ­ρί­σω γρή­γο­ρα στο σπί­τι και θα την βρω με το κέ­ντη­μα στην ίδια θέ­ση. Η εκ­δρο­μή δεν ήταν τί­πο­τ’ άλ­λο πα­ρά η ελευ­θε­ρία να παί­ζου­με σ΄ ένα χω­ρά­φι δια­κό­σια μέ­τρα από το σχο­λείο. Δεν πο­λυ­συμ­με­τεί­χα στα παι­χνί­δια πε­ρι­μέ­νο­ντας πως και πως ν' ακού­σω το σφύ­ριγ­μα της σύ­να­ξης. Δεν κα­τα­λά­βαι­να για­τί και οι συμ­μα­θη­τές με πεί­ρα­ζαν για το κού­ρε­μά μου ενώ κι αυ­τοί πά­νω κά­τω έτσι ήταν κου­ρε­μέ­νοι. Εγώ του­λά­χι­στον εί­χα με­γα­λύ­τε­ρο τσου­λού­φι. Το σφύ­ριγ­μα αντή­χη­σε στο χω­ρά­φι και το μυα­λό μου.
Τρέ­χο­ντας γύ­ρι­ζα στο σπί­τι, ο ήλιος εί­χε γεί­ρει, αλ­λά ήταν ακό­μα ψη­λά. Προ­σπέ­ρα­σα την πόρ­τα του σπι­τιού μου και βγή­κα στη γω­νιά του οι­κό­πε­δου. Η κυ­ρά -Φω­φώ με την πλά­τη γυ­ρι­σμέ­νη, εί­χε κά­νει ένα βου­να­λά­κι από πορ­το­κα­λό­φλου­δες στα πό­δια της, η θεια μου η Σο­φιά εί­χε μα­κρύ­νει το πλε­κτό που έφτια­χνε μέ­χρι τα γό­να­τα, αλ­λά αυ­τή, η φί­λη, και η κα­ρέ­κλα της έλει­παν. Γύ­ρι­ζα σπί­τι με το κε­φά­λι κα­τε­βα­σμέ­νο, ού­τε καν την εκ­δρο­μή δεν ευ­χα­ρι­στή­θη­κα.
Στο σπί­τι, ακού­γο­νταν φω­νές και γέ­λια. Άφη­σα τη τσά­ντα μου και μπή­κα στο δω­μά­τιο. Ο Απο­στό­λης κα­θό­ταν στο κρε­βά­τι, στη­ριγ­μέ­νος στον τοί­χο με τις φω­το­γρα­φί­ες, στο άλ­λο κρε­βά­τι απέ­να­ντι του, ένας φί­λος του που πά­ντα αντι­πα­θού­σα, με πε­τα­χτά δό­ντια, μό­νι­μο κο­ροϊ­δευ­τι­κό γέ­λιο και το όνο­μα Ηρα­κλής.
Δί­πλα στο φί­λο κα­θό­ταν μια νέα κο­πέ­λα εί­κο­σι πε­ρί­που χρο­νών, με έντο­να βαμ­μέ­να τα χεί­λη και κοκ­κι­νά­δι στα μά­γου­λα, φο­ρού­σε μπό­τες που πε­ρισ­σό­τε­ρα κά­λυ­πταν από το φό­ρε­μα και χα­μο­γε­λού­σε μό­νι­μα με τη γλώσ­σα να θέ­λει να βγει, ανά­με­σα στα δό­ντια.
Μό­λις με εί­δαν, στρά­φη­καν στο μέ­ρος μου, ο Απο­στό­λης ανα­ση­κώ­θη­κε από τον τοί­χο.

―Ορέ, πως έγι­νες έτσι, σα γί­δι σε κου­ρέ­ψα­νε. Έλα δω, έλα δω. Πή­γα κο­ντά του.
―Εδώ για­τί δε σε κού­ρε­ψε εί­πε και έπια­σε το τσου­λού­φι μου.
―Για­τί δεν εί­ναι ‘ντα­ξει, ρώ­τη­σα, με το κε­φά­λι σκυμ­μέ­νο.
―Πο­λύ ωραία εί­ναι, εί­πε η κο­πέ­λα, σή­κω­σα το κε­φά­λι.
―Τι του λες, ρε Ζωή, κι εσύ, εί­ναι ωραία αυ­τή η τού­φα.
―Την άφη­σε για να κουρ­νιά­ζουν οι ψεί­ρες, εί­πε ο Ηρα­κλής και τρα­ντά­χτη­κε στα γέ­λια.
―Για­τί, μω­ρέ, μια, χα­ρά εί­ναι, μό­νο θέ­λει λί­γο κό­ψι­μο εδώ εί­πε αυ­τή κι έπια­σε το τσου­λού­φι μου.
―Άστε το παι­δί κά­τω, ρε, έτσι θέ­λει, έτσι κου­ρεύ­τη­κε, κου­μά­ντο στο κε­φά­λι σας, εί­πε ο Ηρα­κλής, αλ­λά ήξε­ρα ότι δεν το 'λε­γε για κα­λό και συ­νέ­χι­σε, θα βγά­λεις τη τσου­τσού­να έξω να πά­ρεις τά­λι­ρο.

Το συ­νή­θι­ζε κά­θε φο­ρά σχε­δόν που 'ρ­χό­ταν στο σπί­τι να μου κά­νει αυ­τή την πρό­τα­ση κι όταν εί­χε χρό­νο και υπο­μο­νή αυ­τός και τί­πο­τα κα­λύ­τε­ρο εγώ, αυ­τός γε­λού­σε κι εγώ έπαιρ­να το τά­λι­ρο. Σή­με­ρα όμως όλα τα άλ­λα­ζε η πα­ρου­σία της Ζω­ής. Με σκυμ­μέ­νο το κε­φά­λι την έβλε­πα που χα­μο­γε­λού­σε κι έπαι­ζε τη γλώσ­σα ανά­με­σα στα χεί­λη. Το φό­ρε­μά της ανα­ση­κω­μέ­νο άφη­νε τα μπού­τια της ξέ­χει­λα να παί­ζουν με το μυα­λό μου και τα βυ­ζιά της με­γά­λα βά­ραι­ναν το κορ­μί της και το δι­κό μου. Το κοκ­κι­νά­δι στα μά­γου­λα αφύ­σι­κα πο­λύ, χρω­μά­τι­ζαν κά­θε μι­κρή σκέ­ψη μου.

―Τι θα γί­νει, ρε, θα τη βγά­λεις; φώ­να­ξε ο Ηρα­κλής, ανα­σή­κω­σα τα φρύ­δια αρ­νού­με­νος και με τα μά­τια έδει­χνα τη Ζωή. Ήθε­λα να επι­μεί­νει, αυ­τός θε­ώ­ρη­σε ότι έπρε­πε ν' ανε­βά­σει την προ­σφο­ρά και εί­πε,
―Επει­δή εί­ναι η Ζωή μπρο­στά δε­κά­ρι­κο.
―Μά­γκα, δε­κα­ρι­κά­κι πάρ­του το, σι­γο­ντά­ρι­σε ο Απο­στό­λης.

Το μά­γκα του Απο­στό­λη, τί­να­ξε την μι­ζέ­ρια, που με βά­ραι­νε τό­ση ώρα την έκα­νε ορ­μή και θρά­σος που συ­νή­θως δεν εί­χα, ση­κώ­θη­κα απο­φα­σι­σμέ­νος.
Οι δυο άρ­χι­σαν τα γέ­λια και τις προ­τρο­πές, η Ζωή κοί­τα­ζε πό­τε τον ένα, πό­τε τον άλ­λο και χα­μο­γε­λού­σε. Δεν ντρε­πό­μουν πια να την κοι­τά­ζω στα μά­τια, αλ­λά αυ­τή κοί­τα­ζε αλ­λού και ψα­χού­λευα με το βλέμ­μα κά­θε γυ­μνό ση­μείο του κορ­μιού της τα­ξί­δευα πά­νω του μέ­σα του και το μυα­λό μου έπαι­ζε παι­χνί­δια που δεν τα 'ξε­ρε, παι­χνί­δια που ού­τε καν νοια­ζό­ταν ακό­μα να γνω­ρί­σει. Εί­χα τυ­λι­χτεί στο κοκ­κι­νά­δι της και έπια­να τις άκρες του, τις έδε­να πά­νω μου, να μην μπο­ρώ να βγω. Ένιω­θα να 'χω κοκ­κι­νί­σει, από το θρά­σος και την ορ­μή. Όχι μό­νο δεν ντρε­πό­μουν, αλ­λά εί­χα γο­να­τί­σει από την επι­θυ­μία να τη χαϊ­δέ­ψω με το βλέμ­μα μου και να χαϊ­δευ­τώ από το δι­κό της. Ο σα­μα­τάς που δη­μιουρ­γού­σαν οι άλ­λοι ήταν πέ­ρα από τις αι­σθή­σεις μου, μου­τζού­ρα δί­πλα στο κοκ­κι­νά­δι της, αρά­χνη ανά­με­σα στις επι­θυ­μί­ες μου. Σή­με­ρα τ' άλ­λα­ζε όλα η πα­ρου­σία της Ζω­ής. Στην αρ­χή τα μού­δια­ζε, τα έκα­νε να τραυ­λί­ζουν και τώ­ρα τα απο­θρά­συ­νε. Τα προ­κλη­τι­κά ρού­χα, άφη­ναν τα γυ­μνά κομ­μά­τια του κορ­μιού της να με­θούν το μυα­λό μου και να το τα­ξι­δεύ­ουν σε δαι­δά­λους που δεν εί­χα πο­τέ μπει. Σπρώ­χτη­κε η σκα­λω­μέ­νη επι­θυ­μία και κα­τρα­κύ­λη­σε ανε­ξέ­λεγ­κτη, σε βά­ρα­θρο που δεν εί­χε υπο­ψια­στεί πως υπάρ­χει.
Έμει­να με το δε­κά­ρι­κο στο χέ­ρι και σκυμ­μέ­νο το κε­φά­λι. Βγή­κα από το δω­μά­τιο, τρι­γύ­ρι­σα για λί­γο στο υπό­λοι­πο άδειο σπί­τι, έρι­χνα το δε­κά­ρι­κο από τη μια χού­φτα στην άλ­λη μα­ντεύ­ο­ντας τις όψεις του. Βγή­κα στην αυ­λή, εί­χε αρ­χί­σει να σου­ρου­πώ­νει, η ασβε­στω­μέ­νη αυ­λή εί­χε πά­ρει στο λευ­κό της μια στα­λιά κόκ­κι­νο, τό­σο που ήταν αρ­κε­τό να εί­ναι αλ­λαγ­μέ­νη και μα­ζί να μέ­νει η ίδια.
Ο Σε­ρα­φί­νο ήταν το φάρ­μα­κο για όλα τα δει­νά μου. Βρή­κα το ση­μείο που ο Σε­ρα­φί­νο ετοι­μα­ζό­ταν να σκί­σει τον οδη­γό του κλέ­φτη. Μα τον πρό­λα­βε ο φί­λος του και του εί­πε ότι στά­θη­κε άτυ­χος και κα­λό εί­ναι να κά­νει άλ­λη μια προ­σπά­θεια με το δεύ­τε­ρο μά­θη­μα. Ο φί­λος του Σε­ρα­φί­νο απο­μα­κρύν­θη­κε και έμει­νε ο πει­να­σμέ­νος ήρω­ας μας να με­λε­τά το δεύ­τε­ρο μά­θη­μα με τί­τλο «Πώς να κλέ­ψε­τε, χω­ρίς κό­πο ένα ωραίο φα­γη­τό».

―Κα­τα­πλη­κτι­κό, θαυ­μά­σιο, ανα­φώ­νη­σε ο Σε­ρα­φί­νο, αυ­τό εί­ναι το μά­θη­μά μου. Λοι­πόν, συ­μπέ­ρα­νε πρέ­πει πρώ­τα να προ­μη­θευ­τώ ένα κα­λά­μι ψα­ρέ­μα­τος.
Στην επό­με­νη βι­νιέ­τα βλέ­που­με τον Σε­ρα­φί­νο με ένα κα­λά­μι ψα­ρέ­μα­τος να πλη­σιά­ζει ένα σπί­τι.
―Αυ­τή τη φο­ρά θα έχω επι­τυ­χία. Στην αυ­λή του σπι­τιού δυο κύ­ριοι με­γά­λης ηλι­κί­ας ετοι­μά­ζο­νται να φά­νε. Ο ένας λέ­ει στον υπη­ρέ­τη.
―Σερ­βί­ρι­σε μας Ευ­λά­βιε.
―Μά­λι­στα, κύ­ριε κό­μη, απα­ντά εκεί­νος, ορί­στε το ψη­τό.
―Ψη­τό εί­πες; Σκέ­φτη­κε ο Σε­ρα­φί­νο, μα αυ­τό εί­ναι η αδυ­να­μία μου, ένα μό­νο ρί­ξι­μο και θα γί­νει δι­κό μου, λέ­ει, και ρί­χνει το αγκί­στρι του. Τα κα­τά­φε­ρε ο Σε­ρα­φί­νο πή­ρε το ψη­τό και το μα­σού­λη­σε στο πι και φι.
―Ωραία πή­γε το δεύ­τε­ρο μά­θη­μα εί­πε, νό­στι­μο το ψη­τό, αλ­λά κα­λό εί­ναι να τσι­μπή­σου­με και κά­τι άλ­λο. Κα­θώς ρί­χνει το αγκί­στρι του ο Σε­ρα­φί­νο νιώ­θει ότι κά­τι με­γά­λο έχει πιά­σει και χαί­ρε­ται.
―Μου φαί­νε­ται ότι έπια­σα κά­τι κα­λό, εί­πε και τρα­βά με δύ­να­μη, αλ­λά εί­χε αγκι­στρώ­σει το μπουλ­ντόγκ του σπι­τιού, το οποίο εξα­γριω­μέ­νο τον πή­ρε στο κυ­νή­γι. Λί­γη ώρα αρ­γό­τε­ρα στο γνω­στό πα­γκά­κι βλέ­που­με τον τα­λαί­πω­ρο Σε­ρα­φί­νο με μπα­τα­ρι­σμέ­νο το πό­δι, σπα­σμέ­νο το αρι­στε­ρό χέ­ρι και το πρό­σω­πα γε­μά­το τσι­ρό­τα να ετοι­μά­ζε­ται να σκί­σει τον πε­ρι­βό­η­το οδη­γό.
―Όχι μη Σε­ρα­φί­νο, τον προ­λα­βαί­νει ο φί­λος του, που του δά­νει­σε τον οδη­γό. Τον πλη­σιά­ζει ο φί­λος κι αυ­τός πο­λυ­τραυ­μα­τί­ας και στα κα­κά του χά­λια.
―Μα και συ τα χά­λια σου έχεις, τό­τε για­τί δεν με αφή­νεις να σκί­σω αυ­τόν τον κα­τα­ρα­μέ­νο οδη­γό; Ρω­τά όλο απο­ρία ο Σε­ρα­φί­νο.
―Απλού­στα­τα, για­τί θέ­λω να τον σκί­σω εγώ ο ίδιος, απα­ντά ο φί­λος του Σε­ρα­φί­νο. Παίρ­νει το βι­βλίο και το κά­νει κομ­μά­τια. Κά­τω δε­ξιά όπως στον κι­νη­μα­το­γρά­φο φά­νη­κε η λέ­ξη ΤΕ­ΛΟΣ. Έμει­να κά­πως με­τέ­ω­ρος, εί­χα τα δι­κά μου, εί­χα τις ονει­ρώ­ξεις μου, εί­χα και τις απο­τυ­χί­ες του Σε­ρα­φί­νο…

Άκου­σα την πόρ­τα να κλεί­νει. Οι φω­νές και τα γέ­λια απο­μα­κρύν­θη­καν. Μπή­κα πά­λι στο δω­μά­τιο εί­χε μεί­νει το έντο­νο άρω­μα του θρά­σους, της γύ­μνιας και του πρό­στυ­χου ν’ αλεί­βει τους τοί­χους και ν' ανα­κα­τώ­νε­ται με τον αέ­ρα. Ξά­πλω­σα στο κρε­βά­τι με τα χέ­ρια πί­σω από το κε­φά­λι και το δε­κά­ρι­κο στη κοι­λιά, ν’ ανε­βο­κα­τε­βαί­νει με την ανά­σα μου. Φύ­ση­ξε κι ένα αε­ρά­κι φρέ­σκο, πα­γω­μέ­νο σκορ­πί­στη­κε στο δω­μά­τιο, το δε­κά­ρι­κο κα­τέ­βη­κε χα­μη­λά στη προ­σπά­θεια να ρου­φή­ξω όσο πε­ρισ­σό­τε­ρο οξυ­γό­νο μπο­ρού­σα. Μα­ζί με τον αέ­ρα ρού­φη­ξα την ει­κό­να της όμορ­φης 35ά­ρας, που ήρ­θε να κα­θα­ρί­σει τη ψυ­χή μου από το λί­πος και τη γλί­τσα του χυ­δαί­ου. Ένιω­σα να ξα­λα­φρώ­νω, να με­ρώ­νω. Δεν μπο­ρού­σα να βγά­λω άκρη, δεν μπο­ρού­σα να ξε­χω­ρί­σω για­τί τα πό­δια μέ­σα από τη ρό­μπα της μιας, έτρι­βαν το μυα­λό μου τρυ­φε­ρά και τα πό­δια της άλ­λης πά­νω από τις μπό­τες της, ακό­μα πιο γυ­μνά, το τρυ­πού­σαν. Έμε­νε ακί­νη­το κι ανή­μπο­ρο το μυα­λό μου να ξε­κα­θα­ρί­σει, για­τί όταν σκε­φτό­ταν το χα­μό­γε­λο της Ζω­ής, που έπαι­ζε με τη γλώσ­σα ανά­με­σα στα δό­ντια, σβαρ­νι­ζό­ταν το στο­μά­χι μου και όταν σκε­φτό­ταν το χα­μό­γε­λο της 35ά­ρας αγκα­λια­ζό­ταν με το απέ­ρα­ντο και τη γα­λή­νη. Έμε­νε ακί­νη­το το μυα­λό, με την ελ­πί­δα που μ' έτρε­φε, για όλα τα πράγ­μα­τα που δεν μπο­ρού­σα να ξε­κο­κα­λί­σω. Με τα χρό­νια σκε­φτό­μουν θα τα μά­θω, όπως τα ξέ­ρουν όλοι οι με­γά­λοι κι έτρε­ξαν τα χρό­νια και το δε­κά­ρι­κο ανε­βο­κα­τε­βαί­νει με την ανά­σα μου χω­ρίς να 'χω κα­τα­λά­βει πε­ρισ­σό­τε­ρα.
Ο κυρ-Μή­τσος ξε­φύλ­λι­ζε τον Κή­ρυ­κα, μό­λις κά­θι­σα στην κα­ρέ­κλα εί­δα στον κα­θρέ­φτη ένα μι­κρό χα­μό­γε­λο ει­ρω­νεί­ας και ικα­νο­ποί­η­σης στο πρό­σω­πο του. Του εί­πα ότι ο πα­τέ­ρας μου ήθε­λε να κό­ψει το τσου­λού­φι λί­γο ακό­μα. Θυ­μό­μουν ακρι­βώς που εί­χε βά­λει το χέ­ρι η Ζωή και του το έδει­ξα. Στο κα­θρέ­φτη με­τά την πρώ­τη ψα­λι­διά εί­δα το τσου­λού­φι στο γνώ­ρι­μο μή­κος του, κά­θε φο­ρά που 'φευ­γα από το κου­ρείο. Δεν με ένοια­ξε, γύ­ρι­ζα στο σπί­τι χω­ρίς ού­τε μια φο­ρά να βά­λω το χέ­ρι στο τσου­λού­φι, την ψυ­χή μου την ένιω­θα πιο «κου­ρε­μπά­τσα» από το κε­φά­λι μου.

 

αυτόν το μήνα οι εκδότες προτείνουν: