Σαν τον Άτλαντα

Σαν τον Άτλαντα

Στο φως των πα­ρα­μυ­θιών μέ­σα στο σκο­τά­δι

― Μπα­μπά πες μου ξα­νά το πα­ρα­μύ­θι με τον Άτλα­ντα.

― Να… οι άν­θρω­ποι πί­στευαν πως κρα­τού­σε όλο τον ου­ρα­νό στα χέ­ρια…

Κα­θώς κοι­μό­ταν ένιω­σε ένα ισχυ­ρό βου­η­τό, έναν τρο­μα­κτι­κό θό­ρυ­βο. Σαν η χάρ­τι­νη φι­γού­ρα του Κύ­κλω­πα να τρύ­πη­σε το όνει­ρο, να τον άρ­πα­ξε με ένα πε­λώ­ριο χέ­ρι, και να τον τα­ρα­κού­νη­σε. Λι­πο­θύ­μη­σε.

Κα­τέ­βη­κε βα­θύ­τε­ρα απ΄ τον ύπνο, σε αυ­τό το απλό­χω­ρο, λευ­κό πε­δίο όπου οι αι­σθή­σεις κου­βε­ντιά­ζουν χα­μη­λό­φω­να με την Τύ­χη και τον Χρό­νο.

Με­τά από αρ­κε­τές ώρες, ξύ­πνη­σε, με μια πα­ρά­ξε­νη πνι­γη­ρή αί­σθη­ση, άνοι­ξε τα μά­τια σα­στι­σμέ­νος, βρι­σκό­ταν στο κρε­βά­τι και ήταν σκο­τει­νά. Ένιω­σε τα πό­δια στρι­μωγ­μέ­να, παρ΄όλα αυ­τά μπο­ρού­σαν να κι­νη­θούν. Τρο­μαγ­μέ­νος και έκ­πλη­κτος σή­κω­σε τα χέ­ρια, ψη­λά, τα τέ­ντω­σε, σχη­μά­τι­σε ένα ημι­κύ­κλιο σαν τον τυ­φλό που θέ­λει να κα­τα­λά­βει τις κο­ντι­νές απο­στά­σεις από το σώ­μα. Τα χέ­ρια κι­νού­νταν ελεύ­θε­ρα. Το πρό­σω­πο λε­ρω­μέ­νο, σκο­νι­σμέ­νο και μια βα­ριά πού­δρι­νη σκό­νη να έχει ει­σχω­ρή­σει πα­ντού, στα αφτιά, στα μά­τια, βα­θιά στο στό­μα, να έχει κα­θί­σει πά­νω στα βλέ­φα­ρα. Πή­γε να φω­νά­ξει μπα­μπά αλ­λά κό­μποι σκό­νης τον έπνι­ξαν, έβγα­λε βρα­χνούς ήχους και ξε­ρό­βη­ξε με στε­γνό λαι­μό.

Ψα­χού­λευ­σε με τα χέ­ρια το σώ­μα. Φο­ρού­σε πι­τζά­μες. Στην πά­νω τσέ­πη μια κα­ρα­μέ­λα βου­τύ­ρου, θυ­μή­θη­κε πως την τσά­κω­σε στα κρυ­φά, πριν πά­ει για ύπνο. Τε­ντώ­θη­κε δί­πλα και άγ­γι­ξε το κι­νη­τό, πρό­σφα­το δώ­ρο με χί­λια πα­ρα­κά­λια και άπει­ρες υπο­σχέ­σεις να ανε­βά­σει τους βαθ­μούς στο σχο­λείο και έτσι τους έπει­σε. Τι ανα­κού­φι­ση να το κρα­τά στα χέ­ρια. Δεν έσπα­σε. Το ψα­χού­λε­ψε και άνοι­ξε το φα­κό. Ένα χλω­μό, γα­λα­ζό­λευ­κο φως απλώ­θη­κε στο χώ­ρο μια λε­πτή δια­φα­νή λάμ­ψη. Ξαφ­νιά­ζε­ται. Το παι­δι­κό δω­μά­τιο εί­ναι αυ­τό, αλ­λά αλ­λιώς, αλ­λό­κο­το, συ­μπιε­σμέ­νο, σκο­νι­σμέ­νο, ναι εί­ναι το παι­δι­κό δω­μά­τιο αλ­λά μοιά­ζει με σπιρ­τό­κου­το, πο­τέ δε μπο­ρού­σε να φα­ντα­στεί ότι το δω­μά­τιο μπο­ρεί να με­τα­τρα­πεί σε μι­κρό, τσι­με­ντέ­νιο σπιρ­τό­κου­το και αυ­τός να χω­ρά­ει μέ­σα, το κρεβ­βά­τι μοιά­ζει με με­γά­λο συρ­τά­ρι και όλο το δω­μά­τιο σαν σπιρ­τό­κου­το. Με φω­τει­νούς μι­κρούς κύ­κλους το πε­ριερ­γά­ζε­ται. Πε­σμέ­νοι τοί­χοι, άλ­λοι ρα­γι­σμέ­νοι με ξε­φλου­δι­σμέ­νες φέ­τες μπο­γιάς, εδώ και εκεί σπα­σμέ­να τού­βλα, σκιές γύ­ρω κου­λου­ρια­σμέ­νες σαν σα­λι­γκά­ρια, ανε­βο­κα­τε­βαί­νει ο φα­κός και μα­ζί και η σπυ­ρω­τή σκό­νη που γυα­λί­ζει θα­μπά το δια­λυ­μέ­νο κο­μο­δί­νο, τα βι­βλία και τα παι­χνί­δια που τον κοι­τά­ζουν ανα­πο­δο­γυ­ρι­σμέ­να, το ίδιο και το δια­λυ­μέ­νο κά­στρο playmobil, στε­να­χω­ριέ­ται, φω­τί­ζει ψη­λά και βλέ­πει μια κυρ­τή κο­λό­να να στη­ρί­ζει το γα­λά­ζιο τα­βά­νι που κρέ­με­ται πά­νω από το κε­φά­λι.

―Μπα­μπά πες μου ξα­νά το πα­ρα­μύ­θι με τον Άτλα­ντα.

Κλεί­νει το φα­κό. Φο­βά­ται. Θέ­λει να κλά­ψει. Σφίγ­γε­ται. Πε­ρι­μέ­νει με κλει­στά τα μά­τια. Ακί­νη­τος. Ξα­πλω­μέ­νος, ανα­σαί­νει γου­λιές γου­λιές αέ­ρα. Ακού­ει κο­φτή την ανά­σα. Στο σκο­τά­δι, στο τσι­με­ντέ­νιο σκο­τά­δι, η ψύ­χρα και ο φό­βος μπι­μπι­κιά­ζουν το σώ­μα, ανα­ση­κώ­νουν σε μι­κρές, σκλη­ρές κο­ρυ­φές το δέρ­μα. Αι­σθά­νε­ται τρέ­μου­λο, κα­του­ριέ­ται, τα υγρά κυ­λούν ασυ­γκρά­τη­τα, χνω­τί­ζουν ζε­στά τα πό­δια, πρό­σκαι­ρα ηρε­μεί, αλ­λά και ντρέ­πε­ται, η μα­μά θα τον μά­λω­νε.

Πού εί­ναι η μα­μά;

Μπα­μπά πες μου ξα­νά το πα­ρα­μύ­θι με τον Άτλα­ντα...
―Ο Άτλα­ντας λοι­πόν ση­κώ­νει στους ώμους τον Ου­ρα­νό.

Κά­τι ακού­ει βα­θιά, σαν πνι­χτές φω­νές, σαν αγκο­μα­χη­τά, με τη μι­κρή πα­λά­μη αφή­νει αδύ­να­μους γδού­πους στον τοί­χο. Ο λαι­μός κα­τα­πί­νει ξε­ρούς κό­μπους σκό­νης ανά­μει­κτα με πνιγ­μέ­να δά­κρυα, μα ο Άτλα­ντας δε θα έκλαι­γε…

Ακού­ει ένα αδύ­να­μο κλά­μα μω­ρού.
Ακού­ει τη λέ­ξη βο­ή­θεια αχνά, ξέ­πνοα.

Μα­μά;
Μπα­μπά;

Ένα πρά­σι­νο τε­ρα­τά­κι, έτσι το λέ­ει ο μπα­μπάς, γρα­τζου­νά­ει την κοι­λιά. Εί­ναι αυ­τό της πεί­νας. Τη σκα­λί­ζει με κο­φτε­ρά νύ­χια για­τί πει­νά­ει. Πει­νά­ει πο­λύ. Στο κε­φά­λι αι­σθά­νε­ται μια μαύ­ρη σβού­ρα που στρο­βι­λί­ζει ζα­λι­σμέ­νη, τον λι­γώ­νει, τον απο­δυ­να­μώ­νει, ανοι­γο­κλεί­νει αρ­γά τα μά­τια, κοι­τά­ζει το τα­βά­νι να κρέ­με­ται, αι­σθά­νε­ται κου­ρα­σμέ­νος. Δι­ψά­ει. Ανά­σες γύ­ψι­νης σκό­νης στέ­κο­νται στην αφυ­δα­τω­μέ­νη γλώσ­σα. Εί­ναι στε­γνές και στυ­φές. Αη­διά­ζει. Θυ­μά­ται την κα­ρα­μέ­λα, την ξε­τυ­λί­γει από το πε­ρι­τύ­λιγ­μα, τη γλεί­φει αρ­γά με γλυ­κιά ανα­κού­φι­ση. Δι­ψά­ει. Ανοί­γει την οθό­νη του κι­νη­τού. Αρ­χί­ζει να μι­λά αδύ­να­μα, ακού­ει τη φω­νή του σχε­δόν συλ­λα­βι­στά να λέ­ει «εί­μαι ο Batu και θέ­λω να δεί­τε πώς εί­ναι εδώ μέ­σα», προ­λα­βαί­νει και στέλ­νει το μή­νυ­μα στην ομα­δι­κή των συμ­μα­θη­τών, σε λί­γο η μπα­τα­ρία σβή­νει. Αρ­χί­ζει και χα­μο­γε­λά ανα­θαρ­ρη­μέ­νος στην ιδέα αυ­τού που πρό­κει­ται να συμ­βεί. Σί­γου­ρα θα κά­νει φι­γού­ρα. Οι συμ­μα­θη­τές τον συ­μπα­θούν αλ­λά πά­ντα εί­ναι πο­λύ συ­γκρα­τη­μέ­νος, πο­λύ συ­νε­σταλ­μέ­νος, πο­λύ δι­στα­κτι­κός. Να μη φο­βά­σαι, του λέ­ει ο μπα­μπάς. Σί­γου­ρα θα τον θαυ­μά­σουν για αυ­τό το βί­ντεο. Ση­κώ­νει τα χέ­ρια ψη­λά σαν να θέ­λει να αγ­γί­ξει με τα μι­κρά φου­σκω­τά ακρο­δά­χτυ­λα το γερ­μέ­νο τα­βά­νι.

Κλεί­νει τα μά­τια.

Μπα­μπά πες μου ξα­νά το πα­ρα­μύ­θι.

Ανά­με­σα στα μά­τια που τσού­ζουν και στα σκο­νι­σμέ­να βλέ­φα­ρα έρ­χο­νται ει­κό­νες. Μα­γι­κές ει­κό­νες. Με τη φω­νή του μπα­μπά. Παίρ­νει θάρ­ρος. Ση­κώ­νε­ται όρ­θιος απο­φα­σι­στι­κά. Συ­γκε­ντρώ­νε­ται. Λυ­γί­ζει ελα­φρά το πί­σω πό­δι. Μα­ζεύ­ει όσο πιο πολ­λή δύ­να­μη μπο­ρεί και με μια ρω­μα­λέα κί­νη­ση, με μια βρο­ντε­ρή ανά­σα, με ηχη­ρό μου­γκρη­τό, με δυο γυ­μνά σφρι­γη­λά μπρά­τσα, με σφιγ­μέ­να χεί­λη από την έντα­ση, υψώ­νει με συ­γκλο­νι­στι­κή ισορ­ρο­πία, στα­θε­ρά, στέ­ρεα όλο το πε­λώ­ριο τσι­με­ντέ­νιο τα­βά­νι. Εκτι­νάσ­σε­ται ο θρί­αμ­βος, το θάρ­ρος μέ­σα του. Κρα­τά με ανοι­χτά τα χέ­ρια πά­νω στους ώμους όλο το γα­λά­ζιο τα­βά­νι του παι­δι­κού δω­μα­τί­ου, τον πλα­τύ θό­λο του Ου­ρα­νού, σαν τον Άτλα­ντα.

Κου­βα­λά με δύ­να­μη τον Ου­ρα­νό με τη φω­τει­νή νύ­χτα που αστρά­φτει, το σκο­τά­δι γύ­ρω αστρά­φτει και τα αστέ­ρια στά­ζουν δρο­σε­ρή λάμ­ψη στο μέ­τω­πο, στά­ζουν υγρό φως στα μά­τια, ξε­δι­ψούν τη γλώσ­σα.

Κοι­μά­ται και ξυ­πνά και ανα­ρω­τιέ­ται πό­ση ώρα έχει πε­ρά­σει μέ­σα στο σπιρ­τό­κου­το.

Μπα­μπά πες μου το πά­λι.

Ακού­ει, ένα δυ­να­τό τρά­νταγ­μα. Σκό­νη ανα­ση­κώ­νε­ται, μα­κρι­νές φω­νές ακού­γο­νται. Το πρό­σω­πο συ­σπά­ται, ο λυγ­μός πι­σω­γυ­ρί­ζει, όμως αυ­τός κρα­τά το γα­λά­ζιο τα­βά­νι, κρα­τά τον τσι­με­ντέ­νιο θό­λο του Ου­ρα­νού στους ώμους, πρέ­πει να αντέ­ξει. Αντέ­χει.

Ακού­ει θό­ρυ­βο, τον ακού­ει, τον ακού­ει στα σί­γου­ρα.

―Batu; Βatu;
―Ναι.
―Μη φο­βά­σαι.
―Batu εί­μα­στε κο­ντά.
―Ναι.
―Σε λί­γο φτά­νου­με.
―Batu θα σε βγά­λου­με.
―Βatu εί­σαι γεν­ναί­ος. Εί­σαι δυ­να­τός
―Μπρά­βο, έστει­λες μή­νυ­μα με το κι­νη­τό.
―Βatu, λί­γο ακό­μα.

Απα­νω­τά σκα­ψί­μα­τα, μέ­ταλ­λα που κό­βο­νται και τσι­ρί­ζουν, μη­χα­νές ουρ­λιά­ζουν, τον πλη­σιά­ζουν. Κα­τα­λα­βαί­νει την τσι­με­ντέ­νια πέ­τρα πί­σω να με­τα­κι­νεί­ται. Κά­ποιος τον αγ­γί­ζει, τον πιά­νει σφι­κτά από το μπρά­τσο, με δύ­να­μη και στα­θε­ρά και αρ­γά, πο­λύ αρ­γά τον τρα­βά, τον σέρ­νει, τον ση­κώ­νει, ακού­ει ζω­η­ρές φω­νές, πολ­λά χέ­ρια με εν­θου­σια­σμό τον αγ­γί­ζουν, με μά­τια μι­σό­κλει­στα, ξαφ­νια­σμέ­να από το φως, μυ­ρί­ζει την αγκα­λιά του μπα­μπά που τον τρα­ντά­ζει, νιώ­θει στο κε­φά­λι να τρέ­μει το χά­δι της μα­μάς.

Χα­ρά, χα­ρά τον πλημ­μυ­ρί­ζει, ανοί­γει τα εξου­θε­νω­μέ­να μά­τια.

Μπα­μπά!

Μπα­μπά τα κα­τά­φε­ρα... Εί­μαι Άτλα­ντας.



 

αυτόν το μήνα οι εκδότες προτείνουν: