Καταπακτή
Σου γράφω, τα νύχια στιλπνά χαράζουν κύκλους στο δέρμα, ισοσκελή τρίγωνα. Οι γωνίες σου εξακολουθούν να είναι αιχμηρές, η ταυτότητα σου αναγνωρίσιμη. Λευκό φως σαν γάλα ρέει ανάμεσά μας. Διαρρήκτες, που ήσυχα την νύχτα σε μια άλλη ζωή εισχωρούν. Στην αιχμηρή οδοντοστοιχία σου εκτελώ την γλώσσα, οι λέξεις αιωρούνται με αυταπάρνηση πάνω από το φρέσκο χορτάρι. Αδέσποτα σκυλιά σε μυρίζουν το χάραμα.
Στην καταπακτή, εκεί σε κρατώ κλειδωμένο, των ψευδαισθήσεων. Το πρόσωπό σου κάποτε μοιάζει με λευκό σύμπαν παγωμένο. Και τότε σκέφτομαι, ότι η μουσική πάντα αποτεφρώνει με τον καλύτερο τρόπο. Μια μικρή ρυτίδα στην άκρη του ματιού, νεόκοπη στο φως του ήλιου.
Στο κόκκινο μυρίζω ανάφλεξη, θα με βρεις ―όπως τις άγριες φράουλες― κάτω από την νύχτα με χέρια απλωμένα.
Ικεσία σε άγνωστο βωμό.
Κιμονό
Τελευταία είχε υιοθετήσει ένα περίεργο τρόπο βαδίσματος, μικρά βήματα λες και φορούσε κιμονό που της έσφιγγε τα γόνατα. Ανεβοκατέβαινε ―στο υπερυψωμένο― μέσα στο σαλόνι με την πλάτη γυρισμένη, ξυπόλητη, υποκλίνονταν μερικές φορές μπροστά στο άδειο τοίχο.
Τη νύχτα, νόμιζε ότι άκουγε τον ήχο από τα φύλλα μιας σημύδας, να μαστιγώνει τον αέρα μέσα στο δωμάτιο. Φορούσε ένα μακρύ λευκό φόρεμα, με δαντέλα στο στήθος, βούρτσιζε τα μαλλιά της εκατό φορές και κοιτούσε τον καθρέπτη μέχρι το πρωί. Από το ανοιχτό παράθυρο του μπάνιου έμπαινε μυρωδιά από καμένο ξύλο, κάποιες φορές και λίγο λευκό χιόνι. Το πρωί το έκλεινε και μάζευε τις στάχτες. Της τηλεφωνούσε την καθορισμένη ώρα, άλλαζε την φωνή του κάθε φορά για να της κάνει έκπληξη, κυρίως την ένταση της. Είχε μια προτίμηση στους χαμηλούς τόνους, όπως το θρόισμα των φύλλων.
Ένα πρωί κοίταξε έξω από το παράθυρο. Κάτι μαύρα πουλιά, την κοιτούσαν παραταγμένα κατά μήκος στην κουπαστής της σκάλας, χτύπησε το τηλέφωνο αλλά δεν το άκουσε.
Όταν κοιτάχτηκε το βράδυ στον καθρέπτη κατάλαβε ότι αυτός ήταν «ο εκκωφαντικός θόρυβος της σιωπής».
Σοφίτα
Η σάρκα φωτίζονταν αχνά από το ημίφως. Η σοφίτα μύριζε τριαντάφυλλο και υγρασία. Ένιωθε ευάλωτος όταν τον κοίταζε. Φώλιαζε μια ασάλευτη προσδοκία στο βλέμμα της. Κάτι αιχμηρό, όπως η κορυφή του παγόβουνου. Ίσιωσε την σπονδυλική στήλη, ο μεταλλικός κορσές βυθίστηκε στην σάρκα αργά και βασανιστικά, του χαμογέλασε με ηδυπάθεια. Τα μάγουλα της κοκκίνισαν όπως οι τρούλοι στα ενδότερα του δειλινού.
Μέτρησε την απόσταση ανάμεσα τους και τοποθέτησε το σκοτεινό τρίγωνο της υποταγής ανάμεσα στα φρύδια της. Έγειρε με χάρη το κεφάλι στο πλάι, σταύρωσε τα χέρια της, για να το υποδεχτεί έτσι όπως κύλισε από το στήθος στην αγκαλιά. Έπιανε να χαράζει, σηκώθηκε και πλησίασε τον φρεσκοβαμμένο τοίχο πίσω τους.
«Αρκεί μια γρήγορη πινελιά και η εσωστρέφεια γίνεται κραυγή», σκέφτηκε και άδειασε το τασάκι.
Σπίθα από τσεκούρι, εκείνη η λάμψη του πράσινου στο βάθος τους.