Μοτίβα του φροϊδικού ανοίκειου στο διήγημα του Poe «Η πτώση του οίκου των Άσερ»

Μοτίβα του φροϊδικού ανοίκειου στο διήγημα του Poe «Η πτώση του οίκου των Άσερ»

Ει­σα­γω­γή

Στο πα­ρόν άρ­θρο, γί­νε­ται μια προ­σπά­θεια εμ­βά­θυν­σης στο αι­σθη­τι­κό πε­δίο του ανοί­κειου, με απώ­τε­ρο σκο­πό να εντο­πι­στούν μο­τί­βα της φρο­ϋ­δι­κής εκ­δο­χής του στο δι­ή­γη­μα του Έντ­γκαρ Άλαν Πόε [Edgar Allan Poe] «Η Πτώ­ση του Οί­κου των Άσερ». Αρ­χι­κά, γί­νε­ται μια σύ­ντο­μη ανα­φο­ρά στην πρώ­τη γρα­πτή προ­σέγ­γι­ση της έν­νοιας του ανοί­κειου από τον ψυ­χί­α­τρο Ερνστ Γιεντς [Ernst Jentsch], από τον οποίο άντλη­σε υλι­κό ο Σί­γκ­μουντ Φρόιντ [Sigmund Freud] και συν­δια­λέ­χθη­κε με τις ιδέ­ες του. Έπει­τα, πα­ρου­σιά­ζο­νται διά­φο­ρες εκ­φάν­σεις του ανοί­κειου όπως αυ­τές ανα­λύ­ο­νται στο δο­κί­μιο του Φρόιντ «Το Ανοί­κειο» (Das Unheimliche). Σε αυ­τό το πλαί­σιο, εκτί­θε­ται συ­νο­πτι­κά ο στο­χα­σμός του πα­τέ­ρα της ψυ­χα­νά­λυ­σης για τη γλωσ­σι­κή και νοη­μα­τι­κή διά­στα­ση του όρου, εξε­τά­ζε­ται η σχέ­ση του ανοί­κειου με τον ψυ­χι­κό μη­χα­νι­σμό της απώ­θη­σης, τα παι­δι­κά συ­μπλέγ­μα­τα, αλ­λά και τις πε­ποι­θή­σεις των πρω­το­γό­νων. Επι­πλέ­ον, δί­νε­ται έμ­φα­ση στο ση­μαί­νου­σας ση­μα­σί­ας μο­τί­βο του σω­σία και στην αέ­ναη επι­στρο­φή του Ομοί­ου, σε συ­νάρ­τη­ση με τη θε­ω­ρία για τον ψυ­χα­να­γκα­σμό της επα­νά­λη­ψης και την ενόρ­μη­ση του θα­νά­του. Στα τε­λευ­ταία κε­φά­λαια, ανα­λύ­ε­ται η πλο­κή του δι­η­γή­μα­τος και προ­τεί­νο­νται κά­ποιες πι­θα­νές ερ­μη­νεί­ες του, με σκο­πό να ανα­δει­χθούν μο­τί­βα του ανοί­κειου και άλ­λες πτυ­χές της φρο­ϋ­δι­κής σκέ­ψης όπως αυ­τές αντα­να­κλώ­νται στο έρ­γο του Πόε.

Η έν­νοια του ανοί­κειου πριν από τον Φρόιντ – Η με­λέ­τη του Ερνστ Γιεντς

Ήδη από την αρ­χή του δο­κι­μί­ου με τί­τλο «Το Ανοί­κειο», ο Σί­γκ­μουντ Φρόιντ, δεί­χνει μια τά­ση διεύ­ρυν­σης του φά­σμα­τος των αι­σθη­τι­κών ανα­δι­φή­σε­ων πέ­ρα από το συμ­βα­τι­κό, προ­σπα­θώ­ντας να συ­νε­νώ­σει αι­σθη­τι­κή και ψυ­χα­νά­λυ­ση σε μία προ­σέγ­γι­ση η οποία υπερ­βαί­νει τό­σο τη μία όσο και την άλ­λη. Βέ­βαια, πριν ακό­μη ανα­πτύ­ξει τον στο­χα­σμό του, εντο­πί­ζει ένα διτ­τό πρό­βλη­μα: αφε­νός οι αι­σθη­τι­κές θε­ω­ρί­ες μοιά­ζουν να αδυ­να­τούν να απε­γκλω­βι­στούν από την έν­νοια του ωραί­ου και αφε­τέ­ρου οι θε­ω­ρί­ες αυ­τές ακό­μη και αν επε­κτα­θούν πε­ραι­τέ­ρω —έτσι ώστε να συ­μπε­ρι­λά­βουν όλες τις ιδιό­τη­τες του αι­σθά­νε­σθαι— οι ψυ­χα­να­λυ­τές λί­γο ασχο­λού­νται με αυ­τές. Όμως, κα­τά την άπο­ψή του, υπάρ­χει μία αι­σθη­τι­κή κα­τη­γο­ρία η οποία απαι­τεί λε­πτο­με­ρέ­στε­ρη διε­ρεύ­νη­ση· ο λό­γος γί­νε­ται για την πα­ρα­με­λη­μέ­νη, τό­σο από την αι­σθη­τι­κή όσο και από την ψυ­χα­να­λυ­τι­κή θε­ω­ρία, έν­νοια του ανοί­κειου (unheimlich).[1]
Πριν από τη με­λέ­τη του Φρόιντ δεν υπήρ­χε κά­ποια ανα­λυ­τι­κή έρευ­να σχε­τι­κά με την έν­νοια του ανοί­κειου. Η μό­νη ερ­γα­σία που προ­ϋ­πήρ­χε, ήταν αυ­τή του ψυ­χιά­τρου Ερνστ Γιεντς με τί­τλο «Σχε­τι­κά με την Ψυ­χο­λο­γία του Ανοί­κειου» (Zur Psychologie des Unheimlichen),[2] η οποία κα­τά τον Φρόιντ ήταν ου­σια­στι­κή ως προς το πε­ριε­χό­με­νό της, αλ­λά όχι τό­σο λε­πτο­με­ρής.[3] Ωστό­σο, ο πα­τέ­ρας της ψυ­χα­νά­λυ­σης οι­κειο­ποιεί­ται αρ­κε­τά το έρ­γο του Γιεντς, έτσι ώστε να ανα­πτύ­ξει τη δι­κή του θε­ω­ρία και εν τέ­λει να δια­φο­ρο­ποι­η­θεί από την ερ­μη­νεία του τε­λευ­ταί­ου. Οπό­τε, εί­ναι χρή­σι­μο σε αυ­τό το ση­μείο να γί­νει μια σύ­ντο­μη ανα­φο­ρά στις βα­σι­κές το­πο­θε­τή­σεις του Γιεντς, έτσι ώστε να επι­τευ­χθεί μια πλη­ρέ­στε­ρη πρό­σλη­ψη των θέ­σε­ων του Φρόιντ.
Στο σύ­ντο­μο κεί­με­νό του, ο Γιεντς, εξε­τά­ζει το ανοί­κειο αντλώ­ντας πα­ρα­δείγ­μα­τα από την κα­θη­με­ρι­νή ζωή, με απώ­τε­ρο σκο­πό να εντο­πί­σει τις ψυ­χο­λο­γι­κές συν­θή­κες που οδη­γούν στην ανά­δυ­ση του ανοί­κειου αι­σθή­μα­τος.[4] Κα­τά τον Γιεντς, το ανοί­κειο εδρά­ζε­ται στο και­νο­φα­νές, το άγνω­στο. Πιο συ­γκε­κρι­μέ­να, συν­δέ­ει το ανοί­κειο συ­ναί­σθη­μα με τις «ξέ­νες» (ή φαι­νο­με­νι­κά «ξέ­νες») για το υπο­κεί­με­νο κα­τα­στά­σεις, οι οποί­ες το ωθούν να νιώ­σει πως δεν βρί­σκε­ται αρ­κε­τά «στο σπί­τι» («at home»). Ολο­κλη­ρώ­νο­ντας την αρ­χι­κή σκέ­ψη του —η οποία απο­τε­λεί θε­μέ­λιο ανά­πτυ­ξης του συ­νο­λι­κού στο­χα­σμού του— ανα­φέ­ρει πως η λέ­ξη ανοί­κειο «υπο­δη­λώ­νει ότι η έλ­λει­ψη προ­σα­να­το­λι­σμού συν­δέ­ε­ται με την εντύ­πω­ση της ανοι­κειό­τη­τας (uncanniness) ενός πράγ­μα­τος ή μιας συν­θή­κης».[5] Κα­τά αυ­τόν τον τρό­πο, όσο πιο απο­προ­σα­να­το­λι­σμέ­νος αι­σθά­νε­ται κα­νείς, τό­σο πε­ρισ­σό­τε­ρο αυ­ξά­νε­ται το ανοί­κειο αί­σθη­μα.[6]
Συ­νε­χί­ζο­ντας, ο Γιεντς θε­ω­ρεί πως βα­σι­κή προ­ϋ­πό­θε­ση για την άνο­δο της ανοί­κειας αί­σθη­σης απο­τε­λεί η αβε­βαιό­τη­τα σε επί­πε­δο λο­γι­κής, η οποία δύ­να­ται να ενερ­γο­ποι­η­θεί εί­τε όταν έρ­χε­ται κα­νείς σε επα­φή με κά­τι νέο και άγνω­στο, εί­τε όταν κά­ποιος επα­νε­ξε­τά­ζει γνω­στά ζη­τή­μα­τα μέ­σα από μια μη τε­τριμ­μέ­νη οπτι­κή και κά­νει συ­σχε­τι­σμούς οι οποί­οι δεν αφο­μοιώ­νο­νται αρ­μο­νι­κά από την οι­κεία πρό­τε­ρη γνώ­ση (σαν να τα βλέ­πει για πρώ­τη φο­ρά).[7] Όμως, η πιο ση­μα­ντι­κή συν­θή­κη ψυ­χι­κής αβε­βαιό­τη­τας, προ­κύ­πτει από την αμ­φι­βο­λία σχε­τι­κά με το εάν υπάρ­χει ζωή σε ένα εκ πρώ­της όψε­ως ζω­ντα­νό πλά­σμα ή αντι­στρό­φως αν κά­τι φαι­νο­με­νι­κά άψυ­χο εί­ναι τε­λι­κά έμ­ψυ­χο.[8] Χα­ρα­κτη­ρι­στι­κά πα­ρα­δείγ­μα­τα απο­τε­λούν τα κέ­ρι­να ομοιώ­μα­τα, οι κουρ­δι­στές κού­κλες και τα μη­χα­νι­κά παι­χνί­δια.[9] Όλα τα πα­ρα­πά­νω, σχε­τί­ζο­νται με την ακού­σια ρο­πή του αν­θρώ­που να πι­στεύ­ει πως τα αντι­κεί­με­να που βρί­σκο­νται εκτός του ίδιου εί­ναι ζω­ντα­νά, κά­τι το οποίο εντο­πί­ζε­ται εντο­νό­τε­ρα στους πρω­τό­γο­νους πο­λι­τι­σμούς και στη συ­μπε­ρι­φο­ρά των παι­διών.[10]


Η γλωσ­σι­κή ιχνη­λά­τη­ση της έν­νοιας του ανοί­κειου


Στην έρευ­νά της σχε­τι­κά με τη πρό­σλη­ψη του φροϊ­δι­κού ανοί­κειου στα τέ­λη του 20ού αιώ­να, η Ανε­λίν Μά­σκι­λεϊν [Anneleen Masschelein], θε­ω­ρεί πως η σύλ­λη­ψη της ιδέ­ας για το «Das Unheimliche» έλ­κει τις ρί­ζες της από το προ­γε­νέ­στε­ρο έρ­γο του Φρόιντ Το­τέμ και Τα­μπού (Totem und Tabu). Η Μά­σκι­λεϊν ανα­φέ­ρει πως και τα δύο δο­κί­μια πε­ρι­στρέ­φο­νται γύ­ρω από τους άξο­νες της αμ­φι­ση­μί­ας, του ευ­νου­χι­σμού, της απώ­θη­σης, του ναρ­κισ­σι­σμού, του θα­νά­του και της τέ­χνης. Επι­πλέ­ον, επι­ση­μαί­νει πως και στα δύο κεί­με­να γί­νε­ται μια γλωσ­σο­λο­γι­κή ανά­λυ­ση έτσι ώστε να απο­κω­δι­κο­ποι­η­θεί το βα­θύ­τε­ρο πε­ριε­χό­με­νο των υπό έρευ­να εν­νοιών,[11] ενώ ακό­μη με­γα­λύ­τε­ρο εν­δια­φέ­ρον πα­ρου­σιά­ζει το γε­γο­νός πως μία από τις ετυ­μο­λο­γι­κές απο­λή­ξεις της πο­λυ­νη­σια­κής λέ­ξης τα­μπού ταυ­τί­ζε­ται με την έν­νοια του ανοί­κειου.[12]
Εί­ναι ση­μα­ντι­κό να επι­ση­μαν­θεί πως το ζή­τη­μα του αντι­θε­τι­κού νο­ή­μα­τος των λέ­ξε­ων εί­χε απα­σχο­λή­σει και πα­λαιό­τε­ρα τον Φρόιντ. Στη­ρι­ζό­με­νος στην ομό­τι­τλη με­λέ­τη του φι­λό­λο­γου Καρλ Άμπελ [Karl Abel], το 1910 δη­μο­σί­ευ­σε ένα σύ­ντο­μο άρ­θρο με τί­τλο «Σχε­τι­κά με το αντι­θε­τι­κό νό­η­μα των πρω­τό­γο­νων λέ­ξε­ων» (Über den Gegensinn der Urworte), όπου φαί­νε­ται να ασπά­ζε­ται πλή­ρως τις θέ­σεις του Γερ­μα­νού φι­λο­λό­γου. Με­τα­ξύ άλ­λων, ανα­φέ­ρει πως μια πλη­θώ­ρα πρω­τό­γο­νων λέ­ξε­ων έχουν διτ­τό νό­η­μα, ενώ πολ­λές φο­ρές το νό­η­μα αυ­τό έχει αντι­θε­τι­κό πε­ριε­χό­με­νο. Βά­σει αυ­τής της ερ­μη­νεί­ας, η κά­θε έν­νοια συν­δέ­ε­ται άρ­ρη­κτα με τη δια­με­τρι­κά αντί­θε­τή της, διό­τι γί­νε­ται κα­τα­νοη­τή και αντλεί την ύπαρ­ξη της μέ­σα από τον δια­χω­ρι­σμό της από αυ­τήν.[13]
Έχο­ντας λοι­πόν μια πρό­τε­ρη εμπει­ρία σε αυ­τού του εί­δους την έρευ­να, ξε­κι­νά­ει μια δια­δι­κα­σία εκτε­νούς ετυ­μο­λο­γι­κής ιχνη­λά­τη­σης όπου προ­σπα­θεί να υπερ­βεί την εξί­σω­ση και­νο­φα­νούς/ανοί­κειου που έκα­νε ο Γιεντς. Αφε­τη­ρία του συλ­λο­γι­σμού του Φρόιντ απο­τε­λεί η πε­ποί­θη­ση πως η έν­νοια του ανοί­κειου έχει μια ιδιαί­τε­ρη από­χρω­ση στη γερ­μα­νι­κή γλώσ­σα, η ο οποία δεν απο­δί­δε­ται επαρ­κώς σε άλ­λες γλώσ­σες.[14] Στα γερ­μα­νι­κά, ο φαι­νο­με­νι­κά αντί­θε­τος όρος, heimlich, ανα­φέ­ρε­ται σε αυ­τό που ανή­κει στον οί­κο, το οι­κείο, το άνε­το, το φι­λι­κό, το εξη­με­ρω­μέ­νο (όσον αφο­ρά τα ζώα), το γα­λή­νιο, το βο­λι­κό, αυ­τό που δη­μιουρ­γεί αι­σθή­μα­τα θαλ­πω­ρής.[15] Ωστό­σο, η λέ­ξη heimlich δεί­χνει να έχει και μια δεύ­τε­ρη σκο­τει­νό­τε­ρη ερ­μη­νεία, η οποία σχε­τί­ζε­ται με το κρυμ­μέ­νο, το μυ­στι­κό, αυ­τό που δεν μπο­ρεί να γνω­ρι­στεί, την κρυ­φή ενέρ­γεια, αυ­τό που γί­νε­ται με μυ­στι­κό­τη­τα, σε κά­ποιες πε­ρι­πτώ­σεις ακό­μη και το τρο­μα­κτι­κό.[16]

Εγ­γύ­τε­ρα σε τού­τη τη δεύ­τε­ρη ερ­μη­νεία του heimlich βρί­σκε­ται και το unheimlich, το οποίο ισο­δυ­να­μεί με το από­κο­σμο, το αλ­λό­κο­το, το τρο­μα­κτι­κό, το δυ­σοί­ω­νο, αυ­τό που προ­κα­λεί δυ­σφο­ρία και ανη­συ­χία ανα­με­μιγ­μέ­νη με φό­βο. Μεί­ζο­νος ση­μα­σί­ας για την έρευ­να του Φρόιντ, απο­τε­λεί ο ορι­σμός του Σέ­λινγκ για το ανοί­κειο, όπου «Unheimlich εί­ναι κά­θε τι που ανα­δύ­ε­ται στην επι­φά­νεια των πραγ­μά­των, ενώ όφει­λε να μεί­νει στην αφά­νεια, κρυ­φό».[17] Ο ορι­σμός αυ­τός —ο οποί­ος πα­ρα­πέ­μπει στη φι­λο­σο­φι­κή του θέ­ση για το ασυ­νεί­δη­το σκό­τος το οποίο απο­τε­λεί το οντο­λο­γι­κό θε­μέ­λιο της συ­νεί­δη­σης—[18] μοιά­ζει να απο­τε­λεί γέ­φυ­ρα για τη νοη­μα­τι­κή σύν­δε­ση των κα­τ’ επί­φα­ση αντι­θε­τι­κών εν­νοιών, ενώ πα­ράλ­λη­λα δια­νοί­γει τον δρό­μο προς νέ­ους συ­σχε­τι­σμούς οι οποί­οι φαί­νε­ται να κα­τα­λή­γουν στην ψυ­χα­να­λυ­τι­κή έν­νοια της απώ­θη­σης, όπως θα ανα­λυ­θεί πα­ρα­κά­τω.
Στο τε­λευ­ταίο μέ­ρος της γλωσ­σο­λο­γι­κής ανά­λυ­σης, ο Φρόιντ πα­ρα­πέ­μπει σε ένα λήμ­μα όπου το heimlich με­τα­μορ­φώ­νε­ται σε unheimlich και δί­νει ιδιαί­τε­ρη έμ­φα­ση στην υπο­ση­μεί­ω­σή του, η οποία το­νί­ζει πως η λέ­ξη heimlich δεν εί­ναι μο­νο­σή­μα­ντη κα­θώς εμπί­πτει σε δύο ενό­τη­τες ανα­πα­ρα­στά­σε­ων, σε αυ­τή του οι­κεί­ου και αυ­τή του εν κρυ­πτώ. Επι­πλέ­ον, υπο­γραμ­μί­ζει πως το επί­θε­το ανοί­κειος εί­ναι αντί­θε­το μό­νο ως προς την πρώ­τη νοη­μα­το­δό­τη­ση της λέ­ξης (του οι­κεί­ου) και όχι ως προς τη δεύ­τε­ρη (του εν κρυ­πτώ), άρα το ανοί­κειο δεν μπο­ρεί πα­ρά να εί­ναι κά­ποια ιδιαί­τε­ρη μορ­φή του οι­κεί­ου.[19] Έπει­τα, πα­ρα­θέ­τει ένα από­σπα­σμα από το έρ­γο του Φρί­ντριχ Σί­λερ [Friedrich Schiller] «Wallensteins Lager», όπου το unheimlich εί­ναι αυ­τό που κα­νείς δεν τέ­χει συ­νει­δη­το­ποι­ή­σει και ως επο­μέ­νως δεν το γνω­ρί­ζει, δη­λα­δή εί­ναι ασυ­νεί­δη­το.[20] Ως απο­τέ­λε­σμα των πα­ρα­πά­νω, ανα­δει­κνύ­ε­ται η αμ­φι­ση­μία της λέ­ξης heimlich, η οποία δύ­να­ται να διευ­ρυν­θεί σε τέ­τοιον βαθ­μό ώστε να ταυ­τι­στεί με την αντί­θε­τή της, ενώ πα­ράλ­λη­λα το­νί­ζε­ται η ασυ­νεί­δη­τη φύ­ση της.[21]


Η σχέ­ση απώ­θη­σης και ανοί­κειου, τα παι­δι­κά συ­μπλέγ­μα­τα

Στην ψυ­χα­να­λυ­τι­κή θε­ω­ρία η απώ­θη­ση απο­τε­λεί μια δρα­στη­ριό­τη­τα του Εγώ, η οποία προ­στα­τεύ­ει τη συ­νεί­δη­ση από την ανε­πι­θύ­μη­τη πα­ρόρ­μη­ση του id (γνω­στό και ως «Εκεί­νο») ή κά­θε πα­ρά­γω­γό της όπως εί­ναι οι συ­γκι­νή­σεις, οι ανα­μνή­σεις οι επι­θυ­μί­ες και οι φα­ντα­σιώ­σεις.[22] Αυ­τό επι­τυγ­χά­νε­ται όταν απω­θού­νται προς το ασυ­νεί­δη­το ή αντι­στοί­χως δια­τη­ρού­νται σε αυ­τό, ανα­πα­ρα­στά­σεις οι οποί­ες συν­δέ­ο­νται με τις ενορ­μή­σεις. Ο αμυ­ντι­κός μη­χα­νι­σμός της απώ­θη­σης ενερ­γο­ποιεί­ται όταν η ικα­νο­ποί­η­ση της ενόρ­μη­σης, η οποία κα­νο­νι­κά θα έφερ­νε ηδο­νή στο υπο­κεί­με­νο, τεί­νει να προ­κα­λέ­σει δυ­σα­ρέ­σκεια στις υπό­λοι­πες ψυ­χι­κές απαι­τή­σεις[23] Ο Τσαρλς Μπρέ­νερ [Charles Brenner], πρώ­ην πρό­ε­δρος της ψυ­χα­να­λυ­τι­κής εται­ρί­ας της Νέ­ας Υόρ­κης, επι­ση­μαί­νει πως «μια απω­θη­μέ­νη ανά­μνη­ση εί­ναι λη­σμο­νη­μέ­νη από το άτο­μο το οποίο έλα­βε χώ­ρα η απώ­θη­ση»,[24] κά­τι το οποίο φέρ­νει αρ­κε­τά στον νου τη δεύ­τε­ρη, μύ­χια ερ­μη­νεία του heimlich.
Βά­σει της ψυ­χα­να­λυ­τι­κής θε­ω­ρί­ας, η απώ­θη­ση απαι­τεί μια ακα­τά­παυ­στη σπα­τά­λη δυ­νά­με­ων έτσι ώστε οι απω­θη­μέ­νες ανα­πα­ρα­στά­σεις να πα­ρα­μεί­νουν στο ασυ­νεί­δη­το και αντι­στοί­χως το απω­θη­μέ­νο ασκεί μια μό­νι­μη πί­ε­ση προς τη συ­νεί­δη­ση επι­διώ­κο­ντας να ανα­δυ­θεί σε αυ­τήν.[25] Ανα­λυ­τι­κό­τε­ρα, κα­τά τον Φρόιντ, αν ισχύ­ει η θε­με­λιώ­δης πα­ρα­δο­χή της ψυ­χα­νά­λυ­σης πως κά­θε συ­ναί­σθη­μα το οποίο πη­γά­ζει από μια ψυ­χι­κή διέ­γερ­ση η απώ­θη­ση το με­τα­πλά­θει σε άγ­χος, τό­τε πρέ­πει να γί­νει απο­δε­κτό ότι αυ­τό το αγ­χο­γό­νο στοι­χείο εί­ναι κά­τι απω­θη­μέ­νο το οποίο έρ­χε­ται στην επι­φά­νεια. Αυ­τής της συ­νο­μο­τα­ξί­ας αγ­χο­γό­νο στοι­χείο πρέ­πει να εί­ναι και το ανοί­κειο. Επι­πρό­σθε­τα, αν εί­ναι τού­τη η μυ­στι­κή φύ­ση του ανοί­κειου, γί­νε­ται αντι­λη­πτό για ποιον λό­γο η γλωσ­σι­κή χρή­ση επι­τρέ­πει τη ση­μα­σιο­λο­γι­κή με­τα­πή­δη­ση από το οι­κείο (heimlich) στο αντί­θε­τό του, το ανοί­κειο (unheimlich). Τού­το συμ­βαί­νει διό­τι αυ­τό το οποίο ονο­μά­ζε­ται ανοί­κειο δεν εί­ναι κά­τι πα­ντε­λώς ξέ­νο· αντι­θέ­τως, εί­ναι κά­τι που στο πα­ρελ­θόν ήταν οι­κείο[26] (vertraut) στην ψυ­χι­κή ζωή του υπο­κει­μέ­νου αλ­λά η απώ­θη­ση το απο­ξέ­νω­σε από αυ­τήν, με­τα­τρέ­πο­ντάς το σε ανοί­κειο. Ο συλ­λο­γι­σμός αυ­τός διαυ­γά­ζε­ται πλή­ρως και από την το­πο­θέ­τη­ση του Σέλ­λινγκ η οποία επι­ση­μαί­νει πως το ανοί­κειο εί­ναι κά­τι που όφει­λε να πα­ρα­μεί­νει στο σκο­τά­δι, αλ­λά ξε­πρό­βαλ­λε στο φως.[27]
Με­γά­λο μέ­ρος της ανά­λυ­σης του Φρόιντ αφιε­ρώ­νε­ται στη νου­βέ­λα Ο Άν­θρω­πος της Άμ­μου (Der Sandmann) του Ε.Τ.Α. Χόφ­μαν [Hoffmann] – τον οποίο ο Γιεντς θε­ω­ρού­σε μετρ του ανοί­κειου στη λο­γο­τε­χνία.[28] Μέ­σα από την ερ­μη­νεία του δι­η­γή­μα­τος και κα­τά την προ­σπά­θειά του, να ανα­τρέ­ψει την επι­χει­ρη­μα­το­λο­γία του Γιεντς, ο πα­τέ­ρας της ψυ­χα­νά­λυ­σης θε­ω­ρεί πως το ανοί­κειο αί­σθη­μα που προ­κα­λεί το συ­γκε­κρι­μέ­νο έρ­γο δε σχε­τί­ζε­ται με την αμ­φι­βο­λία σε επί­πε­δο λο­γι­κής, αλ­λά ού­τε με την αμ­φι­βο­λία πως ένα εκ πρώ­της όψε­ως έμ­ψυ­χο ον εί­ναι εν τέ­λει άψυ­χο.[29] Αντι­θέ­τως, μέ­σα από μια εκτε­νή ανά­λυ­ση, η οποία δεν μπο­ρεί να ανα­πτυ­χθεί εδώ, το ανοί­κειο αί­σθη­μα απο­τε­λεί απο­κύ­η­μα του «άγ­χους του ευ­νου­χι­σμού»[30] – το οποίο ανα­πτύσ­σε­ται κα­τά τη διάρ­κεια του «φαλ­λι­κού στα­δί­ου» (τριών έως πέ­ντε ετών) ψυ­χο­σε­ξουα­λι­κής ανά­πτυ­ξης, σε συ­νάρ­τη­ση με το οι­δι­πό­δειο σύ­μπλεγ­μα.[31] Με αυ­τόν τον τρό­πο, ο Φρόιντ ει­σα­γά­γει την επιρ­ροή που συ­νε­χί­ζουν να ασκούν τα παι­δι­κά συ­μπλέγ­μα­τα στην ενή­λι­κη ζωή του υπο­κει­μέ­νου, απο­τε­λώ­ντας μια βα­σι­κή πη­γή ανοί­κειου.


Ο σω­σί­ας και η αέ­ναη επα­να­φο­ρά του Ομοί­ου

Στο πλαί­σιο της σύν­δε­σης του ανοί­κειου με τον παι­δι­κό ψυ­χι­κό πα­ρά­γο­ντα, ο Φρόιντ εστιά­ζει στο μο­τί­βο του σω­σία (doppelgänger), το οποίο ανα­μει­γνύ­ει τα παι­δι­κά συ­μπλέγ­μα­τα με τις πε­ποι­θή­σεις των πρω­τό­γο­νων.[32] Για να εμπλου­τί­σει την ερ­μη­νεία του, κά­νει μνεία στη με­λέ­τη του Ότο Ρανκ [Otto Rank] «Ο Σω­σί­ας» (Der Doppelgänger), διό­τι εκεί ο Αυ­στρια­κός ψυ­χα­να­λυ­τής διε­ρευ­νά το πώς σχε­τί­ζε­ται ο σω­σί­ας με το εί­δω­λο του κα­θρέ­φτη και της σκιάς, με τον φό­βο του θα­νά­του, τις θε­ω­ρί­ες πε­ρί ψυ­χής και με το πνεύ­μα-προ­στά­τη, δί­νο­ντας πα­ράλ­λη­λα μια ιστο­ρι­κή διά­στα­ση του φαι­νο­μέ­νου. Κα­τά τον Φρόιντ, ο σω­σί­ας αρ­χι­κά απο­τε­λού­σε ένα εχέγ­γυο επι­βί­ω­σης του Εγώ, μια «άμυ­να απέ­να­ντι στην εκ­μη­δέ­νι­ση».[33] Στο ίδιο πνεύ­μα, ο Ρανκ, με­λε­τώ­ντας τις δο­ξα­σί­ες των αρ­χαί­ων Ελ­λή­νων και Αι­γυ­πτί­ων, οδη­γεί­ται στο συ­μπέ­ρα­σμα πως αυ­τό που ονο­μά­ζουν ψυ­χή, δεν εί­ναι τί­πο­τε άλ­λο από ένας λε­πτο­με­ρής ανα­δι­πλα­σια­σμός της ει­κό­νας του σώ­μα­τος. Ως πα­ρά­δειγ­μα, ανα­φέ­ρει τους αρ­χαί­ους Αι­γυ­πτί­ους οι οποί­οι μου­μιο­ποιού­σαν τους νε­κρούς τους έτσι ώστε η δια­τη­ρη­μέ­νη ει­κό­να του νε­κρού (ο ακρι­βής ανα­δι­πλα­σια­σμός αυ­τού — ο σω­σί­ας) να απο­τε­λεί μια απτή διά­ψευ­ση του ανα­πό­φευ­κτου τέ­λους, μιας και μέ­σω αυ­τής δια­φυ­λασ­σό­ταν η αθα­να­σία της ψυ­χής και η αέ­ναη ύπαρ­ξη.[34]
Βέ­βαια, κα­τά τη δια­δι­κα­σία της πο­λι­τι­στι­κής εξέ­λι­ξης και έπει­τα από την υπερ­νί­κη­ση του πρω­το­γε­νούς ναρ­κισ­σι­σμού —όπου το παι­δί/πρω­τό­γο­νος επεν­δύ­ει όλη τη δια­θέ­σι­μη libido στον εαυ­τό του—[35] οι δο­ξα­σί­ες αυ­τές λη­σμο­νή­θη­καν και μά­λι­στα απέ­κτη­σαν αντί­θε­το πε­ριε­χό­με­νο, με απο­τέ­λε­σμα να ταυ­τί­ζο­νται με το δυ­σοί­ω­νο και το δαι­μο­νι­κό. Έτσι, με την πά­ρο­δο του χρό­νου, ο σω­σί­ας έπα­ψε να σχε­τί­ζε­ται με την υπέρ­βα­ση του θα­νά­του και την αιώ­νια ζωή και με­τα­τρά­πη­κε, κα­τά τον Φρόιντ, σε έναν «ανοί­κειο προ­άγ­γε­λο του θα­νά­του»[36], κά­τι το οποίο επι­βε­βαιώ­νει και ο Ότο Ρανκ.[37] Αυ­τό συμ­βαί­νει διό­τι πα­ρά το γε­γο­νός ότι έγι­νε μια υπέρ­βα­ση των πρω­τό­γο­νων πε­ποι­θή­σε­ων, η ιδέα του θα­νά­του συ­νε­χί­ζει να υφί­στα­ται στην αν­θρώ­πι­νη ψυ­χή (στη σφαί­ρα του ασυ­νεί­δη­του), ενώ πα­ράλ­λη­λα το πρω­τό­γο­νο άγ­χος για τους νε­κρούς πα­ρα­μο­νεύ­ει και εί­ναι έτοι­μο να εκ­δη­λω­θεί με την πρώ­τη ευ­και­ρία.[38] Βά­σει των πα­ρα­πά­νω, η ανοί­κεια αί­σθη­ση η οποία δη­μιουρ­γεί­ται από το μο­τί­βο του σω­σία βιώ­νε­ται με τον φό­βο για την επά­νο­δο των νε­κρών, τον κα­το­πτρι­κό ανα­δι­πλα­σια­σμό, την από­λυ­τη ομοιό­τη­τα δύο προ­σώ­πων, την ταύ­τι­ση με ένα άλ­λο πρό­σω­πο το οποίο δη­μιουρ­γεί σύγ­χυ­ση όσον αφο­ρά το Εγώ, την με­τα­βί­βα­ση ψυ­χι­κών διερ­γα­σιών από το ένα άτο­μο στο άλ­λο (αυ­τό που ο Φρόιντ ονο­μά­ζει τη­λε­πά­θεια) και την ατέρ­μο­νη επα­να­φο­ρά του Ομοί­ου.[39]
Όσον αφο­ρά τη χω­ρο­χρο­νι­κή διά­στα­ση του ανοί­κειου, ο Φρόιντ, τη συ­σχε­τί­ζει με την πα­ρά­με­τρο της επα­να­λη­πτι­κό­τη­τας. Σε αυ­τό το πλαί­σιο πα­ρα­θέ­τει μια προ­σω­πι­κή εμπει­ρία από ένα τα­ξί­δι του στην Ιτα­λία, όπου χά­θη­κε σε μια κα­κό­φη­μη γει­το­νιά και πα­ρά τις όποιες από­πει­ρές του να προ­σα­να­το­λι­στεί γυρ­νού­σε άθε­λά του ξα­νά και ξα­νά στο ίδιο ση­μείο, με απο­τέ­λε­σμα να τον κα­τα­λά­βει ένα έντο­νο ανοί­κειο συ­ναί­σθη­μα.[40] Τού­τος ο συν­δυα­σμός έλ­λει­ψης προ­σα­να­το­λι­σμού, αμη­χα­νί­ας (διό­τι η γει­το­νιά ήταν γε­μά­τη οί­κους ανο­χής) και επα­να­φο­ράς του Ομοί­ου, έδρα­σαν κα­τα­λυ­τι­κά στην ανά­δυ­ση του ανοί­κειου αι­σθή­μα­τος, οδη­γώ­ντας τον στο συ­μπέ­ρα­σμα πως η ακού­σια επα­νά­λη­ψη με­τα­τρέ­πει εύ­κο­λα κά­τι φαι­νο­με­νι­κά ακίν­δυ­νο σε ανοί­κειο, διό­τι του δί­νει τη διά­στα­ση του ανα­πό­δρα­στου, του μοι­ραί­ου. Αντί­στοι­χα χω­ρι­κά πλαί­σια διέ­γερ­σης του ανοί­κειου αι­σθή­μα­τος εί­ναι οι άγνω­στοι σκο­τει­νοί χώ­ροι, τα ομι­χλώ­δη το­πία και τα πυ­κνά δά­ση.[41]
Για τον Φρόιντ, η επά­νο­δος του Ομοί­ου έχει άμε­ση συ­νά­φεια με τον ψυ­χα­να­γκα­σμό της επα­νά­λη­ψης, ο οποί­ος με τη σει­ρά του συν­δέ­ε­ται με τη θε­ω­ρία της ενόρ­μη­σης του θα­νά­του, όπως αυ­τή ανα­πτύ­χθη­κε στο έρ­γο του Πέ­ρα από την αρ­χή της ευ­χα­ρί­στη­σης (Jenseits des Lustprinzips). Κά­πως συ­νο­πτι­κά, και πι­θα­νώς απλου­στευ­τι­κά, ο Φρόιντ αντι­λή­φθη­κε —εντός αρ­κε­τά δια­φο­ρο­ποι­η­μέ­νων συν­θη­κών— κά­ποια φαι­νό­με­να κα­τα­να­γκα­στι­κής επα­νά­λη­ψης τα οποία με­τά δυ­σκο­λί­ας σχε­τί­ζο­νται με την ανα­ζή­τη­ση κά­ποιας ικα­νο­ποί­η­σης της λί­μπι­ντο· σε αυ­τά τα φαι­νό­με­να, εντό­πι­σε κά­τι το δαι­μο­νι­κό, μια ακα­τα­νί­κη­τη δύ­να­μη η οποία υπερ­βαί­νει την αρ­χή της ευ­χα­ρί­στη­σης.[42] Μέ­σα από εκτε­νείς ανα­λύ­σεις, κα­τα­λή­γει στη θε­ω­ρία ύπαρ­ξης μιας ενόρ­μη­σης η οποία αντι­τί­θε­ται στην ενόρ­μη­ση της ζω­ής και απο­σκο­πεί στην επα­να­φο­ρά της πρω­ταρ­χι­κής άβιας κα­τά­στα­σης – πρό­κει­ται για την ενόρ­μη­ση του θα­νά­του.[43] Στο Πέ­ρα από την αρ­χή της ευ­χα­ρί­στη­σης ανα­φέ­ρει χα­ρα­κτη­ρι­στι­κά πως «σκο­πός κά­θε ζω­ής εί­ναι ο θά­να­τος, και αντί­στρο­φα: το άβιο υπήρ­ξε πριν από το έμ­βιο».[44] Αυ­τή η πο­ρεία από το έμ­βιο στο άβιο και από το άβιο στο έμ­βιο, δεν μπο­ρεί πα­ρά να φέ­ρει στον νου τη θε­ω­ρία της αιώ­νιας επι­στρο­φής του Νί­τσε,[45] αλ­λά και την κυ­κλι­κή αντί­λη­ψη του χρό­νου που διέ­πει την ελ­λη­νο­ρω­μαϊ­κή σκέ­ψη,[46] ανα­δει­κνύ­ο­ντας τη βα­θειά φι­λο­σο­φι­κή διά­στα­ση του εν λό­γω ζη­τή­μα­τος, αλ­λά και την εσω­τε­ρι­κή επι­κοι­νω­νία φι­λο­σο­φί­ας και ψυ­χα­νά­λυ­σης.


«Η πτώ­ση του Οί­κου των Άσερ»: Πλο­κή και ιστο­ρι­κά στοι­χεία

Το δι­ή­γη­μα «Η Πτώ­ση του Οί­κου των Άσερ» (The Fall of the House of Usher) πρω­το­δη­μο­σιεύ­θη­κε στο πε­ριο­δι­κό Burtons Gentlemans Magazine το 1839, πριν συ­μπε­ρι­λη­φθεί στην κλα­σι­κή αν­θο­λο­γία Tales of the Grotesque and Arabesque, έναν χρό­νο αρ­γό­τε­ρα. Πρό­κει­ται για μια από τις πιο δη­μο­φι­λείς ιστο­ρί­ες του Πόε η οποία απο­τέ­λε­σε πη­γή έμπνευ­σης για πλη­θώ­ρα δη­μιουρ­γών. Το έρ­γο πε­ρι­στρέ­φε­ται γύ­ρω από την κε­ντρι­κή ιδέα της προ­γο­νι­κής κα­τά­ρας, ενώ φαί­νε­ται να σχε­τί­ζε­ται και με την εμ­μο­νι­κή προ­σκόλ­λη­ση στον θά­να­το, που κα­τέ­λα­βε τον Πόε, όταν η νε­α­ρή γυ­ναί­κα του Βιρ­τζί­νια Κλεμ Πόε [Virginia Clemm Poe], άρ­χι­σε να πα­ρου­σιά­ζει τα πρώ­τα ση­μά­δια σο­βα­ρής ασθέ­νειας.[47] Πέ­ρα από τα διά­φο­ρα μο­τί­βα που πα­ρα­πέ­μπουν στην ψυ­χα­να­λυ­τι­κή έν­νοια του ανοί­κειου, η ιστο­ρία προ­σφέ­ρει ένα κλα­σι­κό πα­ρά­δειγ­μα κλει­στο­φο­βι­κής ατμό­σφαι­ρας, εξω­τι­σμού και σκο­τει­νής διά­θε­σης, ενώ συ­μπυ­κνώ­νει τα πε­ρισ­σό­τε­ρα στοι­χεία του γοτ­θι­κού τρό­μου του 18ου αιώ­να.[48] Με­ρι­κοί ιστο­ρι­κοί της λο­γο­τε­χνί­ας συ­σχέ­τι­σαν την οξύ­τη­τα του ακου­στι­κού νεύ­ρου και τις οπτι­κές πα­ραι­σθή­σεις του Ρό­ντε­ρικ Άσερ με τη χρή­ση οπί­ου, δί­νο­ντας προ­βά­δι­σμα στη θε­ω­ρία πως το δι­ή­γη­μα απο­τε­λεί ένα αυ­το­βιο­γρα­φι­κό πορ­τρέ­το του Πόε. Μια εναλ­λα­κτι­κή ανά­λυ­ση πε­ρι­γρά­φει τον χα­ρα­κτή­ρα του Άσερ ως την επι­το­μή του ρο­μα­ντι­κού υπο­κει­μέ­νου, το οποίο υπερ­βαί­νει τα όρια της λο­γι­κής και αφή­νε­ται στη νο­ση­ρή εξε­ρεύ­νη­ση της πα­ρα­φρο­σύ­νης.[49]
Όσον αφο­ρά την πλο­κή, ένας νε­α­ρός άν­δρας κα­λεί­ται μυ­στη­ριω­δώς σε μια αρ­χαία οι­κία η οποία βα­στά ένα πο­λύ κα­λά κρυμ­μέ­νο μυ­στι­κό, δια­πο­τι­σμέ­νο από τις δυ­νά­μεις της ζω­ής και του θα­νά­του. Το αρ­χο­ντι­κό των Άσερ, το οποίο δεί­χνει να βρί­σκε­ται σε από­λυ­τη ενό­τη­τα με το από­κο­σμο πε­ρι­βάλ­λον που το πλαι­σιώ­νει, στα­δια­κά απο­συ­ντί­θε­ται, όπως και οι ιδιο­κτή­τες του. Με την πρώ­τη ακό­μη μα­τιά, το αρ­χο­ντι­κό με­τα­φέ­ρει μία ανοί­κεια–απο­πνι­κτι­κή αί­σθη­ση· οι τοί­χοι εί­ναι σε θλι­βε­ρή κα­τά­στα­ση, τα πα­ρά­θυ­ρα θυ­μί­ζουν κε­νά μά­τια, ενώ μια σχε­δόν αό­ρα­τη ρωγ­μή δια­περ­νά όλη την πρό­σο­ψη του κτι­ρί­ου φτά­νο­ντας μέ­χρι τα θε­μέ­λια.[50] Κα­τά την επί­σκε­ψή του, ο αφη­γη­τής εμπλέ­κε­ται σε μια σει­ρά πα­ρά­ξε­νων ίσως και υπερ­φυ­σι­κών (ανά­λο­γα με την ερ­μη­νεία) γε­γο­νό­των, για τα οποία δεν μπο­ρεί να προ­σφέ­ρει επαρ­κή επι­στη­μο­νι­κή εξή­γη­ση.
Όλα ξε­κι­νούν όταν ο αφη­γη­τής λαμ­βά­νει ένα χει­ρό­γρα­φο από τον Ρό­ντε­ρικ Άσερ το οποίο ανα­φέ­ρει πως πρέ­πει να τον επι­σκε­φτεί επει­γό­ντως διό­τι αντι­με­τω­πί­ζει μια σο­βα­ρή ασθέ­νεια, μια «δια­νοη­τι­κή δια­τα­ρα­χή που τον κα­τα­δυ­νά­στευε»[51] και αυ­τός εί­ναι ο μό­νος φί­λος που του έχει απο­μεί­νει. Κα­τά την επί­σκε­ψή του, ο αφη­γη­τής βρί­σκει τον Άσερ σε άθλια κα­τά­στα­ση, μια σκιά του εαυ­τού του – προ­κα­λώ­ντας φρί­κη και δέ­ος στον ίδιο. Ο Άσερ φαί­νε­ται να υπο­φέ­ρει από ένα «ορ­γα­νι­κό οι­κο­γε­νεια­κό κα­κό»[52], μια νευ­ρι­κή πά­θη­ση, η οποία εκ­δη­λώ­νε­ται με μια νο­ση­ρή οξύ­τη­τα των αι­σθή­σε­ων. Ο οι­κο­δε­σπό­της ζει σε μια συ­νε­χή κα­τά­στα­ση νευ­ρι­κό­τη­τας και φό­βου, ενώ υπό την πί­ε­ση του αφη­γη­τή πα­ρα­δέ­χε­ται πως η θλι­βε­ρή του κα­τά­στα­ση οφεί­λε­ται στη σο­βα­ρή και μα­κρά ασθέ­νεια της αδελ­φής του, Μά­ντλιν Άσερ, η οποία απο­τε­λεί τη μό­νη εν ζωή συγ­γε­νή του.[53] Ο αφη­γη­τής και ο Άσερ περ­νούν πολ­λές μο­να­χι­κές ώρες μα­ζί, ανά­με­σα σε «σπά­νια και πε­ρί­ερ­γα» βι­βλία, εκ των οποί­ων κά­ποια κα­τα­πιά­νο­νται με τη μα­ντεία και άλ­λα από­κρυ­φα θέ­μα­τα.[54]
Κα­θώς ο αφη­γη­τής μι­λά με τον Ρό­ντε­ρικ, η Μά­ντλιν δια­σχί­ζει αρ­γά το πιο απο­μα­κρυ­σμέ­νο ση­μείο της αί­θου­σας δί­χως να πα­ρα­τη­ρή­σει τον αφη­γη­τή. Η ασθέ­νεια που αντι­με­τώ­πι­ζε εί­χε προ­κα­λέ­σει αμη­χα­νία στους για­τρούς διό­τι δεν μπο­ρού­σαν να δώ­σουν σα­φή διά­γνω­ση· τα συμ­πτώ­μα­τα ήταν «αμε­τά­βλη­τη απά­θεια, στα­δια­κός μα­ρα­σμός και συ­χνές, αν και πα­ρο­δι­κές, κρί­σεις κα­τα­λη­πτι­κού, εν μέ­ρει, χα­ρα­κτή­ρα».[55] Μέ­χρι τό­τε φαί­νε­ται να υπο­μέ­νει με σθέ­νος την αρ­ρώ­στια της, ωστό­σο, από το βρά­δυ της άφι­ξης τού αφη­γη­τή και έπει­τα, υπέ­κυ­ψε στην «εξου­θε­νω­τι­κή δύ­να­μη του κα­τα­στρο­φέα»[56] και δεν ση­κώ­νε­ται ξα­νά από το κρε­βά­τι της, μέ­χρι που μία νύ­χτα ο Ρό­ντε­ρικ ανα­κοι­νώ­νει πως «η λαί­δη Μά­ντλιν δεν ζού­σε πια».[57]
Με­τά τον θά­να­το της Μά­ντλιν, ο Ρό­ντε­ρικ ζη­τά από τον επι­στή­θιο φί­λο του να τον βοη­θή­σει να πραγ­μα­το­ποι­ή­σουν έναν προ­σω­ρι­νό εντα­φια­σμό σε μία από τις υπό­γειες κρύ­πτες του εσω­τε­ρι­κού πε­ρί­βο­λου του κτη­ρί­ου και αυ­τός δέ­χε­ται δι­στα­κτι­κά.[58] Αρ­γό­τε­ρα, ενώ μαί­νε­ται μια βί­αιη κα­ται­γί­δα έξω, ο αφη­γη­τής δια­βά­ζει δυ­να­τά στον Άσερ μία με­σαιω­νι­κή ιστο­ρία ιπ­πο­σύ­νης, ενώ φαί­νε­ται κά­ποιες από τις πε­ρι­γρα­φές να αντι­στοι­χούν στους θο­ρύ­βους που ακού­γο­νται στο ίδιο το σπί­τι, δη­μιουρ­γώ­ντας έντο­νο άγ­χος στον αφη­γη­τή.[59] Στο τέ­λος της ιστο­ρί­ας, ο αφη­γη­τής σκύ­βει επά­νω από τον απο­σβο­λω­μέ­νο Ρό­ντε­ρικ Άσερ και ακού­ει να ψελ­λί­ζει με τρε­μά­με­νη φω­νή «Τη βά­λα­με στον τά­φο ζω­ντα­νή!».[60] Ο από­λυ­τος τρό­μος δεν αρ­γεί να έρ­θει, η λαί­δη Μά­ντλιν εμ­φα­νί­ζε­ται μπρο­στά στον αφη­γη­τή και τον αδελ­φό της σα­βα­νω­μέ­νη με «αί­μα στη λευ­κή της πε­ρι­βο­λή» και «εν­δεί­ξεις άγριας πά­λης σε κά­θε εκα­το­στό του απο­σκε­λε­τω­μέ­νου της κορ­μιού».[61] Πέ­φτει με φό­ρα επά­νω στον αδελ­φό της «και με τους βί­αιους και τε­λειω­τι­κούς σπα­σμούς του θα­νά­του τον πα­ρέ­συ­ρε μα­ζί της στο πά­τω­μα – πτώ­μα και αυ­τόν, θύ­μα της φρί­κης που εί­χε προ­μα­ντέ­ψει».[62] Κα­θώς τα δύο αδέλ­φια κεί­το­νται νε­κρά στο έδα­φος, το σπί­τι αρ­χί­ζει να κα­ταρ­ρέ­ει και ο αφη­γη­τής τρέ­χει πα­νι­κό­βλη­τος για να σώ­σει τη ζωή του. Μό­λις κα­τα­φέρ­νει να δρα­πε­τεύ­σει κοι­τά­ζει με τρό­μο πί­σω του και βλέ­πει πως η αμυ­δρή ρωγ­μή που εί­χε πα­ρα­τη­ρή­σει αρ­χί­ζει να πλα­ταί­νει και η αρ­χέ­γο­νη οι­κία των Άσερ να βυ­θί­ζε­ται μέ­σα στην λί­μνη που την πε­ριέ­βα­λε.[63]


Μο­τί­βα του φροϊ­δι­κού ανοί­κειου στο δι­ή­γη­μα

Στην προ­σπά­θειά τους να εξη­γή­σουν το πώς συ­νε­χί­ζει η «φόρ­μου­λα» που χρη­σι­μο­ποι­ή­θη­κε στην «Πτώ­ση του Οί­κου των Άσερ» να στοι­χειώ­νει τον σύγ­χρο­νο ανα­γνώ­στη, οι Ντέ­νις Πέ­ρι [Dennis Perry] και Καρλ Σέ­ντερ­χολμ [Carl Sederholm], θε­ω­ρούν απα­ραί­τη­τη την ανα­φο­ρά στα τρία θε­με­λιώ­δη στοι­χεία τα οποία δια­πλά­θουν τη δο­μή του συ­γκε­κρι­μέ­νου έρ­γου: το φα­σμα­τι­κό (spectral), το φα­ντα­στι­κό (fantastic) και το ανοί­κειο (uncanny). Tα χα­ρα­κτη­ρι­στι­κά αυ­τά δια­πλέ­κο­νται και έχουν ως κοι­νό ση­μείο ανα­φο­ράς την αμ­φι­ση­μία που κυ­ριαρ­χεί στην καρ­διά του δι­η­γή­μα­τος. Κα­θ' όλη τη διάρ­κεια της πλο­κής πα­ρα­τη­ρεί­ται μια μό­νι­μη αμ­φι­τα­λά­ντευ­ση με­τα­ξύ ζω­ής και θα­νά­του, πραγ­μα­τι­κού και υπερ­φυ­σι­κού, εαυ­τού και άλ­λου.[64]
Η πε­ρί­πλο­κη φύ­ση του κει­μέ­νου οδή­γη­σε τους με­λε­τη­τές να δια­φω­νή­σουν για το ακρι­βές νό­η­μά του. Ενώ κά­ποιοι προ­τι­μούν να ερ­μη­νεύ­ουν την ιστο­ρία ως μια κοι­νή αφή­γη­ση με θέ­μα το υπερ­φυ­σι­κό, άλ­λοι δια­βλέ­πουν στα γε­γο­νό­τα και τους χα­ρα­κτή­ρες τις λει­τουρ­γί­ες της αν­θρώ­πι­νης ψυ­χής στα πρό­θυ­ρα της πα­ρα­φρο­σύ­νης, με τη Μά­ντλιν και τον Ρό­ντε­ρικ να αντι­προ­σω­πεύ­ουν το ασυ­νεί­δη­το και το συ­νει­δη­τό κομ­μά­τι αυ­τής. Όταν το συ­νει­δη­τό (Ρό­ντε­ρικ) προ­σπα­θεί να αρ­νη­θεί την ύπαρ­ξη του ασυ­νεί­δη­του (Μά­ντλιν), το αν­θρώ­πι­νο μυα­λό (το σπί­τι που πε­ρι­λαμ­βά­νει και τις δύο πτυ­χές) οδεύ­ει προς την κα­τα­στρο­φή.[65]
Το ανοί­κειο, όπως ει­πώ­θη­κε πα­ρα­πά­νω, εί­ναι άρ­ρη­κτα συν­δε­δε­μέ­νο με την ιδέα του κα­λά κρυμ­μέ­νου μυ­στι­κού, με τον ψυ­χο­λο­γι­κό μη­χα­νι­σμό της απώ­θη­σης και τα παι­δι­κά συ­μπλέγ­μα­τα. Σε όλες τις σε­λί­δες του δι­η­γή­μα­τος, κυ­ριαρ­χεί η αί­σθη­ση πως στον οί­κο των Άσερ ελ­λο­χεύ­ουν κρυμ­μέ­να μυ­στι­κά τα οποία πα­σχί­ζουν να μεί­νουν στην αφά­νεια.[66] Χα­ρα­κτη­ρι­στι­κά πα­ρα­δείγ­μα­τα απο­τε­λούν, η πο­λύ «στε­νή» σχέ­ση με­τα­ξύ των δύο αδελ­φιών, τα κλη­ρο­νο­μι­κά προ­βλή­μα­τα υγεί­ας, ο ηθι­κός εκ­φυ­λι­σμός και η προ­γο­νι­κή κα­τά­ρα που μα­στί­ζει τον αρ­χαίο οί­κο των Άσερ, τα οποία πα­ρα­πέ­μπουν εμ­μέ­σως στις αι­μο­μι­κτι­κές σχέ­σεις των δύο αδελ­φιών, αλ­λά και των προ­γό­νων τους.[67] Αυ­τή η κα­τά­ρα φαί­νε­ται να λύ­νε­ται μό­νο με την «επί­θε­ση» της Μά­ντλιν στον Ρό­ντε­ρικ, η οποία θέ­τει ένα τέ­λος στην κρυ­φή, απο­κλί­νου­σα συ­μπε­ρι­φο­ρά των Άσερ.[68] Απο­κο­ρύ­φω­μα αυ­τής της αλ­λη­λου­χί­ας γε­γο­νό­των απο­τε­λεί η πτώ­ση του ίδιου του κτί­σμα­τος, η οποία πα­ρα­σέρ­νει στη λή­θη όλο το χρο­νι­κό της αι­μο­μι­ξί­ας και της πα­ρακ­μής.[69]
Ακο­λου­θώ­ντας την ψυ­χα­να­λυ­τι­κή γραμ­μή σκέ­ψης, μια πι­θα­νή ερ­μη­νεία θα μπο­ρού­σε να εί­ναι η εξής: όταν η συ­νεί­δη­ση —μέ­σω του ψυ­χι­κού μη­χα­νι­σμού της απώ­θη­σης— απω­θεί τις ανα­πα­ρα­στά­σεις που συν­δέ­ο­νται με τις ενορ­μή­σεις στο ασυ­νεί­δη­το (όταν δη­λα­δή ο Ρό­ντε­ρικ εντα­φιά­ζει την αδελ­φή του λό­γω της αι­μο­μι­κτι­κής ενο­χής που κα­τα­κυ­ριεύ­ει το Υπε­ρε­γώ του), αλ­λά η απώ­θη­ση εί­ναι απο­τυ­χη­μέ­νη (θά­βε­ται ζω­ντα­νή), το ασυ­νεί­δη­το στρέ­φε­ται ενα­ντί­ον του Εγώ με επι­θε­τι­κό­τε­ρες τά­σεις (η Μά­ντλιν επι­στρέ­φει γε­μά­τη μέ­νος από το μνή­μα με σκο­πό να θα­να­τώ­σει τον αδελ­φό της)· ως προ­έ­κτα­ση αυ­τού, αν η συ­νεί­δη­ση απο­δει­χθεί ανί­κα­νη να αντι­κρού­σει τη βά­ναυ­ση επί­θε­ση του ασυ­νεί­δη­του, ο νους κα­ταρ­ρέ­ει (ο οί­κος βυ­θί­ζε­ται στα βλο­συ­ρά νε­ρά της πα­ρα­φρο­σύ­νης). Επι­πρό­σθε­τα, οι υπαι­νιγ­μοί για τις αι­μο­μι­κτι­κές σχέ­σεις των Άσερ δεν μπο­ρούν πα­ρά να επι­τεί­νουν το ανοί­κειο αί­σθη­μα, διό­τι πα­ρα­πέ­μπουν στα παι­δι­κά συ­μπλέγ­μα­τα και πιο συ­γκε­κρι­μέ­να στις αι­μο­μι­κτι­κές τά­σεις της πε­ριό­δου του οι­δι­πό­δειου συ­μπλέγ­μα­τος,[70] οι οποί­ες ανα­μο­χλεύ­ο­νται μέ­σα από τις πε­ρι­γρα­φές του Πόε. Πα­ρό­λα αυ­τά, το ανοί­κειο άγ­χος που δη­μιουρ­γεί­ται υπό την απει­λή της φα­νέ­ρω­σής τους, φαί­νε­ται να απα­λεί­φε­ται ταυ­τό­χρο­να με τη βύ­θι­ση του οί­κου των Άσερ στα λι­μνά­ζο­ντα νε­ρά.
Στο εν λό­γω δι­ή­γη­μα, ο Πόε, χρη­σι­μο­ποιεί πο­λυ­ε­πί­πε­δους συμ­βο­λι­σμούς για να εκ­φρά­σει την απο­σύν­θε­ση της οι­κο­γέ­νειας Άσερ, με απο­τέ­λε­σμα να απο­κλεί­ο­νται οι μο­νο­σή­μα­ντες ερ­μη­νεί­ες. Ακό­μη και από τον τί­τλο της ιστο­ρί­ας κα­τα­λα­βαί­νει κα­νείς τη ση­μαί­νου­σα αξία της λέ­ξης οί­κος (house) και τους πολ­λα­πλούς συμ­βο­λι­σμούς που αυ­τή φέ­ρει. Στο δεύ­τε­ρο κε­φά­λαιο πα­ρου­σιά­στη­κε ανα­λυ­τι­κά η γλωσ­σι­κή ερ­μη­νεία της λέ­ξης unheimlich και ανα­δεί­χθη­κε η νοη­μα­τι­κή και ετυ­μο­λο­γι­κή συγ­γέ­νειά της με τη λέ­ξη heimlich, η οποία με τη σει­ρά της συν­δέ­ε­ται με τις έν­νοιες της ασφά­λειας, της θαλ­πω­ρής, της γα­λή­νης και όλων των θε­τι­κών στοι­χεί­ων που σχε­τί­ζο­νται με τον οί­κο (heim). Υπό αυ­τό το πρί­σμα γί­νε­ται ξε­κά­θα­ρο, πως υφί­στα­ται μια apriori χω­ρι­κή διά­στα­ση της έν­νοιας. Σε αυ­τό το πλαί­σιο, ο οί­κος των Άσερ (πέ­ρα από τον συ­σχε­τι­σμό με τον νου που έγι­νε πα­ρα­πά­νω) απο­τε­λεί μία συμ­βο­λι­κή ανα­πα­ρά­στα­ση των ιδιο­κτη­τών του· ο οί­κος και οι Άσερ έχουν έναν βίο πα­ράλ­λη­λο, έναν βίο στα­δια­κής απο­διάρ­θρω­σης, πνευ­μα­τι­κής και υλι­κής πα­ρακ­μής. Η βιο­λο­γι­κή, νοη­τι­κή και ηθι­κή κα­τά­πτω­ση συ­νυ­πάρ­χει με τους μου­χλια­σμέ­νους τοί­χους, τις ξε­θω­ρια­σμέ­νες τα­πε­τσα­ρί­ες και τις σκο­τει­νές κρύ­πτες. Το αρ­χο­ντι­κό των Άσερ εί­ναι ένα υπο­κεί­με­νο που πά­σχει και ενερ­γεί, κα­τέ­χο­ντας έναν ισά­ξιο ρό­λο με τους υπό­λοι­πους χα­ρα­κτή­ρες του δι­η­γή­μα­τος. Το κτή­ριο απο­κτά αν­θρω­πο­μορ­φι­κά χα­ρα­κτη­ρι­στι­κά (τα πα­ρά­θυ­ρα του μοιά­ζουν με κε­νά μά­τια κλπ.) και γί­νε­ται η από­κο­σμη αρέ­να όπου λαμ­βά­νουν χώ­ρα όλα τα πα­ρά­ξε­να συμ­βά­ντα της ιστο­ρί­ας – εί­ναι η υλι­κή απο­τύ­πω­ση του πνευ­μα­τι­κού εκ­φυ­λι­σμού των Άσερ. Ο οί­κος ακο­λου­θεί την κα­θο­δι­κή πο­ρεία των ιδιο­κτη­τών του μέ­χρι τέ­λους, έτσι όταν πε­θαί­νουν αυ­τοί κα­τα­στρέ­φε­ται και ο ίδιος.[71]
Όπως χα­ρα­κτη­ρι­στι­κά ανα­φέ­ρει ο Φρόιντ στο πρώ­το μέ­ρος της ανά­λυ­σής του «το ανοί­κειο (unheimlich), εί­ναι μια μορ­φή του τρο­μα­κτι­κού, η οποία ανά­γε­ται σε κά­τι πα­λαιό­θεν γνω­στό και οι­κείο (heimlich)»·[72] και συ­μπλη­ρώ­νει πως δυ­νη­τι­κά το οι­κείο μπο­ρεί να εξε­λι­χθεί σε κά­τι πραγ­μα­τι­κά ανοί­κειο, φρι­κώ­δες και τρο­μα­κτι­κό. Μέ­σα από την αφή­γη­ση ανα­δει­κνύ­ε­ται ακα­τά­παυ­στα αυ­τή η με­τά­βα­ση από το οι­κείο στο ανοί­κειο και το φρι­κώ­δες. Όλα εί­ναι γνώ­ρι­μα και οι­κεία, αλ­λά η απο­ξέ­νω­ση τα με­τέ­τρε­ψε σε ανοί­κεια, τρο­μα­κτι­κά. Ένα χα­ρα­κτη­ρι­στι­κό πα­ρά­δειγ­μα απο­τε­λούν οι αντι­δρά­σεις του αφη­γη­τή ο οποί­ος φαί­νε­ται δέ­σμιος της πνι­γη­ρής ατμό­σφαι­ρας με την οποία ήρ­θε αντι­μέ­τω­πος από την πρώ­τη στιγ­μή που έφτα­σε στην οι­κία των Άσερ. Η ψυ­χο­σω­μα­τι­κή κα­τά­στα­ση του Ρό­ντε­ρικ και της αδελ­φής του,[73] τα σκο­τει­νά μυ­στι­κά, οι αι­μο­μι­κτι­κές ενο­χές, οι δει­σι­δαι­μο­νί­ες, το φλερτ με το μα­κά­βριο και το υπερ­φυ­σι­κό και ταυ­τό­χρο­να η αδυ­να­μία επαρ­κούς λο­γι­κής εξή­γη­σης, φέρ­νουν στην επι­φά­νεια κα­τά­λοι­πα ανι­μι­στι­κής ψυ­χι­κής δρα­στη­ριό­τη­τας και λη­σμο­νη­μέ­να παι­δι­κά συ­μπλέγ­μα­τα πυ­ρο­δο­τώ­ντας το αί­σθη­μα του ανοί­κειου στον αφη­γη­τή. Όλα τα πα­ρα­πά­νω απο­κτούν μια χω­ρι­κή προ­έ­κτα­ση στο μυα­λό του αφη­γη­τή· ο χώ­ρος που άλ­λο­τε του ήταν τό­σο οι­κεί­ος, με τα όσα πα­ρά­ξε­να συμ­βαί­νουν, φαί­νε­ται να του προ­κα­λεί ένα ανοί­κειο αί­σθη­μα: «ενώ τα αντι­κεί­με­να γύ­ρω μου […] δεν ήταν πα­ρά πράγ­μα­τα, ή έμοια­ζαν με πράγ­μα­τα που εί­χα συ­νη­θί­σει από τα παι­δι­κά μου χρό­νια, ενώ δε δί­στα­ζα να ανα­γνω­ρί­σω πό­σο οι­κεία μου ήταν όλα, ακό­μα απο­ρού­σα με το πό­σο ανοί­κειες μου φαί­νο­νταν οι φα­ντα­σιώ­σεις που ανα­δεύ­ο­νταν μέ­σα μου από αυ­τές τις γνώ­ρι­μες ει­κό­νες».[74] Το αρ­χο­ντι­κό τον Άσερ έπα­ψε να εί­ναι ο οι­κεί­ος χώ­ρος στον οποίο πέ­ρα­σε ευ­χά­ρι­στες παι­δι­κές στιγ­μές και έχει με­τα­τρα­πεί σε μία ανοί­κεια κό­λα­ση.
Ένα μο­τί­βο το οποίο επα­να­λαμ­βά­νε­ται συ­χνά στο δι­ή­γη­μα, πα­ρέ­χο­ντας ισχυ­ρές δό­σεις ανοί­κειας αί­σθη­σης, εί­ναι αυ­τό του σω­σία (doppelgänger). Όπως ανα­λύ­θη­κε στο αντί­στοι­χο κε­φά­λαιο, η αί­σθη­ση η οποία δη­μιουρ­γεί­ται από το μο­τί­βο του σω­σία βιώ­νε­ται με­τα­ξύ άλ­λων, με τον κα­το­πτρι­κό ανα­δι­πλα­σια­σμό, την επα­να­φο­ρά του ομοί­ου, την ομοιό­τη­τα δύο προ­σώ­πων και τη με­τα­βί­βα­ση ψυ­χι­κών διερ­γα­σιών από το ένα άτο­μο στο άλ­λο (αυ­τό που ο Φρόιντ ονο­μά­ζει τη­λε­πά­θεια).[75] Ας ελέγ­ξου­με αυ­τές τις πε­ρι­πτώ­σεις μία προς μία αρ­χί­ζο­ντας από την τε­λευ­ταία. Κα­θώς ο Ρό­ντε­ρικ πε­ρι­γρά­φει τη δυ­σά­ρε­στη κα­τά­στα­ση της Μά­ντλιν στον αφη­γη­τή, ο τε­λευ­ταί­ος πα­ρα­τη­ρεί την Μά­ντλιν να περ­πα­τά­ει στο πιο από­μα­κρο ση­μείο της αί­θου­σας, ενώ η αντί­δρα­σή του μοιά­ζει σε με­γά­λο βαθ­μό ανε­ξή­γη­τη: «την κοί­τα­ξα με από­λυ­τη έκ­πλη­ξη από την οποία δεν έλει­πε κά­ποιος φό­βος – και όμως μου ήταν αδύ­να­το να δι­καιο­λο­γή­σω ένα τέ­τοιο αί­σθη­μα».[76] Σε αυ­τό το από­σπα­σμα πα­ρα­τη­ρεί­ται μια ολί­σθη­ση με­τα­ξύ εαυ­τού και άλ­λου, γνω­στού και αγνώ­στου. Απ’ ό,τι φαί­νε­ται ο αφη­γη­τής πρό­βα­λε τη δι­κή του ανη­συ­χία για μια πι­θα­νή ψυ­χο­λο­γι­κή και σω­μα­τι­κή απο­διάρ­θρω­ση, στην Μά­ντλιν και έπει­τα η μορ­φή αυ­τής επέ­στρε­ψε στον ίδιο ως κά­τι γνώ­ρι­μο και άγνω­στο ταυ­τό­χρο­να, δη­μιουρ­γώ­ντας του μια ανοί­κεια αί­σθη­ση. Έπει­τα, όσον αφο­ρά την αί­σθη­ση του ανοί­κειου η οποία δη­μιουρ­γεί­ται από την έντο­νη ομοιό­τη­τα δύο προ­σώ­πων, υπάρ­χουν συ­χνές ανα­φο­ρές στα κοι­νά εμ­φα­νι­σια­κά και ψυ­χι­κά χα­ρα­κτη­ρι­στι­κά των δύο αδελ­φιών, ενώ κά­ποια στιγ­μή ο Ρό­ντε­ρικ απο­κα­λύ­πτει πως αυ­τοί οι ισχυ­ροί δε­σμοί προ­κύ­πτουν από το γε­γο­νός πως εί­ναι δί­δυ­μα αδέλ­φια.[77] Στη συ­νέ­χεια, ένα χα­ρα­κτη­ρι­στι­κό πα­ρά­δειγ­μα αντι­κα­το­πτρι­κού ανα­δι­πλα­σια­σμού απο­τε­λεί η ανοί­κεια αί­σθη­ση που δη­μιουρ­γεί­ται στον αφη­γη­τή από τον αντι­κα­το­πτρι­σμό του οί­κου των Άσερ στη λί­μνη που τον πε­ρι­βάλ­λει.[78] Ση­μα­ντι­κή εί­ναι και η συμ­βο­λή των σκο­τει­νών χώ­ρων, οι οποί­οι δε­σπό­ζουν στο συ­γκε­κρι­μέ­νο έρ­γο και κα­τά τον Φρόιντ συν­δέ­ο­νται με την αέ­ναη επα­να­φο­ρά του Ομοί­ου, δη­μιουρ­γώ­ντας την αί­σθη­ση του ανα­πό­δρα­στου.[79]
Μία επι­πλέ­ον ισχυ­ρή πη­γή ανοί­κειου —η οποία όμως εί­ναι αρ­κε­τά προ­σμε­μειγ­μέ­νη με τον τρό­μο— εί­ναι η ιδέα του θα­νά­του, η οποία δια­πο­τί­ζει κά­θε πτυ­χή του δι­η­γή­μα­τος. Από την πρώ­τη μέ­χρι την τε­λευ­ταία σε­λί­δα υπάρ­χει μια πέν­θι­μη ατμό­σφαι­ρα: το ετοι­μόρ­ρο­πο αρ­χο­ντι­κό, οι σω­μα­τι­κά και ψυ­χι­κά άρ­ρω­στοι ιδιο­κτή­τες του και η ετοι­μο­θά­να­τη φύ­ση που πλαι­σιώ­νει τον οί­κο των Άσερ δί­νουν μια μα­κά­βρια προ­ο­πτι­κή. Πα­ρ’ όλα αυ­τά, το ανοί­κειο αί­σθη­μα πα­ρου­σιά­ζε­ται με την πιο απο­κρου­στι­κή μορ­φή του με την πρό­ω­ρη τα­φή της Μά­ντλιν, ενώ με­ταλ­λάσ­σε­ται σε από­λυ­το τρό­μο με την επι­στρο­φή της από τον τά­φο. Όπως ορ­θά επι­ση­μαί­νει ο Φρόιντ, «Με­ρι­κοί άν­θρω­ποι θε­ω­ρούν ως κο­ρύ­φω­ση του ανοί­κειου την ιδέα της τα­φής λό­γω νε­κρο­φά­νειας»[80] και «οι άν­θρω­ποι θε­ω­ρούν κα­τε­ξο­χήν ανοί­κειο ό,τι σχε­τί­ζε­ται με τον θά­να­το, με πτώ­μα­τα και την επά­νο­δο των θα­νό­ντων».[81] Τέ­λος, δί­χως αμ­φι­βο­λία, το ανοί­κειο αί­σθη­μα ισχυ­ρο­ποιεί­ται όταν αφη­γη­τής και ανα­γνώ­στης αδυ­να­τούν να εντά­ξουν τα γε­γο­νό­τα που συμ­βαί­νουν στον οί­κο των Άσερ στη σφαί­ρα του πραγ­μα­τι­κού ή του υπερ­φυ­σι­κού.


Επί­λο­γος

Με τη με­λέ­τη του για το ανοί­κειο, ο Φρόιντ κα­τά­φε­ρε να διευ­ρύ­νει ση­μα­ντι­κά τους στο­χα­σμούς γύ­ρω από ζη­τή­μα­τα που αφο­ρούν την αι­σθη­τι­κή θε­ω­ρία. Η ψυ­χα­να­λυ­τι­κή μα­τιά, με το βά­θος που τη χα­ρα­κτη­ρί­ζει, δεν θα μπο­ρού­σε να απο­κρύ­ψει μια πτυ­χή του αι­σθά­νε­σθαι όπως εί­ναι το ανοί­κειο, διό­τι απα­ντά σε μία πλη­θώ­ρα καλ­λι­τε­χνι­κών έρ­γων και απο­δί­δει με με­γά­λη ακρί­βεια το βί­ω­μα του τε­λευ­ταί­ου αιώ­να. Πα­ρ’ όλα αυ­τά, όποιος ασχο­λεί­ται με τη συ­γκε­κρι­μέ­νη έν­νοια έρ­χε­ται αντι­μέ­τω­πος με μία σει­ρά δυ­σκο­λιών, όπως εί­ναι ο δαι­δα­λώ­δης-εν­διά­με­σος χα­ρα­κτή­ρας της, η ανέ­φι­κτη οριο­θέ­τη­σή της, οι έντο­νες δια­κυ­μάν­σεις όσον αφο­ρά τις συν­θή­κες ανά­δυ­σης του ανοί­κειου αι­σθή­μα­τος και ο κα­θο­ρι­στι­κής ση­μα­σί­ας υπο­κει­με­νι­κός ψυ­χο­λο­γι­κός πα­ρά­γο­ντας. Ωστό­σο, με την έρευ­νά του, ο Φρόιντ, ανέ­δει­ξε κρυ­φές πτυ­χές του ανοί­κειου όπως εί­ναι η σχέ­ση του με τα παι­δι­κά συ­μπλέγ­μα­τα, η σύν­δε­σή του με τα υπο­λείμ­μα­τα πρω­τό­γο­νου ψυ­χι­σμού και με πε­ποι­θή­σεις που φαι­νο­με­νι­κά έχουν ξε­πε­ρα­στεί, αλ­λά και με τη δυ­σκο­λία δια­χεί­ρι­σης της ιδέ­ας του θα­νά­του.
Οι φροϊ­δι­κές θε­ω­ρί­ες εί­ναι ένα πο­λύ ση­μα­ντι­κό ερ­γα­λείο για την προ­σέγ­γι­ση του πο­λύ­πλευ­ρου έρ­γου του Έντ­γκαρ Άλ­λαν Πόε. Θα μπο­ρού­σε να ει­πω­θεί, πως υπάρ­χουν δύο τρό­ποι για να δια­βά­σει κα­νείς τα κεί­με­να του Πόε: ο ένας εί­ναι ο επι­φα­νεια­κός, όπου δεν πα­ρα­τη­ρεί­ται τί­πο­τα άλ­λο πέ­ρα από με­ρι­κές φθη­νές ιστο­ρί­ες φρί­κης και τρό­μου κα­τά το πρό­τυ­πο των penny dreadfuls· ο άλ­λος εί­ναι ο εμ­βρι­θής, όπου ανα­γνω­ρί­ζο­νται οι πο­λυ­ε­πί­πε­δες αφη­γή­σεις του, δί­νε­ται έμ­φα­ση στις ψυ­χο­λο­γι­κές προ­ε­κτά­σεις των χα­ρα­κτή­ρων, στους κα­λά κρυμ­μέ­νους συμ­βο­λι­σμούς, στη μα­θη­μα­τι­κή-ανα­λυ­τι­κή δο­μή της σκέ­ψης του και στη διο­ρα­τι­κή μα­τιά του. Τα πε­ρισ­σό­τε­ρα έρ­γα του Πόε εί­ναι ψυ­χο­γρα­φή­μα­τα: οι τραυ­μα­τι­κές εμπει­ρί­ες, οι μα­ταιω­μέ­νες επι­θυ­μί­ες, τα ανεκ­πλή­ρω­τα όνει­ρα, το κυ­νή­γι του από­λυ­του σε συ­νάρ­τη­ση με τα σκο­τει­νά πά­θη και τις εμ­μο­νές, αντα­να­κλούν την ψυ­χο­σύν­θε­ση του συγ­γρα­φέα και κα­θη­λώ­νουν τον ανα­γνώ­στη. Στην «Πτώ­ση του Οί­κου των Άσερ», υπάρ­χουν πολ­λά στοι­χεία στα οποία αξί­ζει να στα­θεί κα­νείς και το ανοί­κειο εί­ναι μό­νο ένα από αυ­τά. Ωστό­σο, υπό το πρί­σμα του δο­κι­μί­ου του Φρόιντ, φω­τί­ζο­νται αρ­κε­τές πτυ­χές της ιστο­ρί­ας και ανα­δει­κνύ­ο­νται —στο μέ­τρο του εφι­κτού— κά­ποια θε­με­λιώ­δη ζη­τή­μα­τα που θί­γει, επι­βε­βαιώ­νο­ντας όλους αυ­τούς που πι­στεύ­ουν στη μο­να­δι­κό­τη­τα που χα­ρα­κτη­ρί­ζει το έρ­γο του Πόε, το οποίο έχει εμπνεύ­σει όσο κα­νέ­να άλ­λο καλ­λι­τέ­χνες, στο­χα­στές και με­λε­τη­τές της αν­θρώ­πι­νης ψυ­χής.

 

 

αυτόν το μήνα οι εκδότες προτείνουν: