Θέτις και Αηδών: κριτικές σημειώσεις

Θέτις και Αηδών: κριτικές σημειώσεις

 

——————

Φοί­βη Γιαν­νί­ση, «Θέ­τις και Αη­δών, Χι­μαι­ρι­κό ποί­η­μα», Κα­στα­νιώ­της 2021

——————

Θέτις και Αη­δών: εμπει­ρία πο­λυ­πρι­σμα­τι­κή. Έντυ­πη performance με διά­δρα­ση γλώσ­σας και ει­κό­νων. Οι τε­λευ­ταί­ες ως ιδε­ο­γρα­φι­κό σύ­στη­μα – «όρα­ση αντί για ακοή. / ει­κό­να αντί για γλώσ­σα.» (σ. 103). Και, τε­λι­κά, μέ­σα από αυ­τή τη συ­νε­χή συ­νο­μι­λία, ολό­κλη­ρο το βι­βλίο ως νέα γλώσ­σα – η σύν­θε­τη, υβρι­δι­κή, υπέ­ρο­χα εγκυ­μο­νού­σα γλώσ­σα της (αρ­χί-τέ­κτο­νος) Φοί­βης Γιαν­νί­ση.
Εγκυ­μο­σύ­νη και ο τό­πος του βι­βλί­ου, ή μάλ­λον η μη­τρό­τη­τα, κα­θώς η δη­μιουρ­γός φαί­νε­ται να πραγ­μα­τεύ­ε­ται τη σχέ­ση της μα­ζί της, στις διά­φο­ρες δια­στά­σεις της ή στις σχε­τι­κές με αυ­τή έν­νοιες– ανα­τρο­φή, αγά­πη, έρω­τα και απο­χω­ρι­σμό, αλ­λά μα­ζί βία/βια­σμό και εξου­σία ως κά­ποιες από τις φω­νές αντί­στι­ξης.
Όμως, μπο­ρεί η μη­τρό­τη­τα να εί­ναι ο-ένας-με­γά­λος-τό­πος-του-βι­βλί­ου, ωστό­σο η γε­ω­γρα­φία του πο­λυ­διά­στα­τη. Ας πού­με:

Διά­στα­ση 1η: το Τραύ­μα - Με­λε­δώ­νη.

Το βι­βλίο μπο­ρεί να δια­βα­στεί ως ανα­φο­ρά στο τραύ­μα. Το τραύ­μα ως σοκ και κρί­ση που κα­νείς βιώ­νει επα­να­λαμ­βα­νό­με­να. Εν­δε­χό­με­να, η πρά­ξη της γέν­νας ως τραύ­μα, κα­θώς μη­τέ­ρα και παι­δί «απο­χω­ρί­ζο­νται», κα­θώς «εί­σαι ανα­γκα­σμέ­νη να το βγά­λεις έξω.» (σ. 16), και το ίδιο να βγει «στο φω­τει­νό. / και στο σκλη­ρό.» (σ. 19). Αρ­γό­τε­ρα πρέ­πει «να το αφή­σεις να φύ­γει.» (σ. 82), «Εσύ εί­σαι πί­σω / με ή χω­ρίς μα­ντί­λι.» (σ.92), ή, ακό­μα, «εάν εί­σαι η Θέ­τις θα το κλά­ψεις» (σ. 82). Το τραύ­μα και στις «με­λε­δώ­νες»˙ τις μέ­ρι­μνες, τις σκο­τού­ρες, τις έγνοιες (χα­ρα­κτη­ρι­στι­κά, όλες αυ­τές οι έν­νοιες ως γέ­νους θη­λυ­κού). Με­λε­δώ­νες, λοι­πόν, για τα παι­διά αλ­λά πριν από αυ­τά για τον έρω­τα, ως πρώ­το μέ­ρος της εξί­σω­σης - «για τις έγνοιες των παι­διών / που απ΄ τον έρω­τα προ­έρ­χο­νται;» (σ. 72). Αλ­λά και η πο­ρεία προς το τέ­λος, η γνώ­ση της πο­ρεί­ας προς το τέ­λος, ίσως ως τραύ­μα, με το αγκά­λια­σμα των ερα­στών να φέρ­νει το παι­δί που από την ώρα που υπάρ­χει «αρ­χί­ζει την πο­ρεία του / προς τον θά­να­το» (σ. 81). Οι με­λε­δώ­νες, τε­λι­κά, ως μοί­ρα της γυ­ναί­κας αφού «Κα­μία γυ­ναί­κα δεν έχει ύπνο. από τις με­λε­δώ­νες. / ακό­μα και η Σαπ­φώ ακό­μα και η άγρυ­πνη Μα­ρί­να.» (σ. 116). Κο­ρύ­φω­ση ο βια­σμός, η παι­δο­κτο­νία. Η ου­λή που κομ­μα­τιά­ζει το σώ­μα και το αλ­λά­ζει για πά­ντα. Η ου­λή που «έχει μέ­σα κρυ­φτεί / σαν φυ­λα­χτό.» (σ. 108).


Διά­στα­ση 2η: Με­τα­μόρ­φω­ση & Ρευ­στό­τη­τα

Κα­ταρ­χάς η με­τα­μόρ­φω­ση της γλώσ­σας, με τις λέ­ξεις των ποι­η­μά­των να μορ­φώ­νο­νται, με­τα­μορ­φώ­νο­νται, κο­ρυ­φώ­νο­νται συ­νε­χώς – «Θέ­τις / αυ­τή που τί­θε­ται / ίσως /πά­ντα αυ­τή που θέ­τει / … αυ­τή / που αρ­νή­θη­κε να τε­θεί» (σ. 35), «Άκου: Πλά­τρες / και λά­τρες και πλά­τες και Πλά­στρες» (σ.58). Συ­ναρ­πα­στι­κοί λε­κτι­κοί συ­νειρ­μοί, υπέ­ρο­χες πα­ρη­χή­σεις και επα­να­λή­ψεις. Τα­ξί­δι στη γλώσ­σα με συ­ζή­τη­ση και ανά­λυ­ση των λέ­ξε­ων, σε μό­νι­μη κί­νη­ση ανά­με­σα στη φι­λο­λο­γι­κή και την ποι­η­τι­κή σφαί­ρα – «στα­λαγ­μός εί­ναι ο πό­νος / για­τί στά­ζει και ρέ­ει» (σ. 63), «θα με απα­σχο­λή­σει τώ­ρα η λέ­ξη ‘αμή­χα­νο­ς’. / Πρό­κει­ται πε­ρί επι­θέ­του. / ‘Αμή­χα­νος/η/ο’ στα αρ­χαία ελ­λη­νι­κά / … / εκεί που εί­σαι ανί­σχυ­ρος / να τα βγά­λεις πέ­ρα» (σ. 80). Με­τα­μόρ­φω­ση, όμως, και μέ­σα από μία ιδιό­τυ­πη γλωσ­σι­κή αριθ­μη­τι­κή – «αη­δό­νιον / α/ι/δ/ο/ι/ο/ν / ίδιος ήχος μεί­ον ένα ν» (σ. 73). Γλωσ­σι­κή με­τα­μόρ­φω­ση και ρευ­στό­τη­τα που, μα­ζί, δεί­χνει προς (και άρι­στα συ­νο­δεύ­ει) το αφή­γη­μα της μη­τρό­τη­τας. Η γυ­ναί­κα που ενώ­νε­ται με το σύ­ντρο­φο, που φέρ­νει την εγκυ­μο­σύ­νη, που φέρ­νει τη γέν­να, που φέρ­νει τη το παι­δί, ώσπου το τε­λευ­ταίο να φύ­γει και η γυ­ναί­κα-μη­τέ­ρα να το αφή­σει - «από τα αυ­γά στη νύμ­φη / από τη νύμ­φη στον ενή­λι­κα / βγαί­νει στο φως / βγά­ζει φτε­ρά / και να τος: πε­τά!» (σ. 27). Η μη­τρό­τη­τα, θα μπο­ρού­σε να πει κα­νείς, ως αέ­ναα ρευ­στή ταυ­τό­τη­τα.

Διά­στα­ση 3η: η Μη­τρό­τη­τα ως αχαρ­το­γρά­φη­τος χάρ­της

Ως τέ­χνη που «δεν κα­τέ­χε­ται. / σύ­στη­μα trial and error. / μέ­χρι να μά­θεις. / αλ­λά πο­τέ δε μα­θαί­νεις.» (σ. 82). Ως, πι­θα­νά, ανε­παρ­κής – «η Θέ­τις έθε­σε τον κό­σμο. / … / αλ­λά τον γιο της / δεν κα­τά­φε­ρε να προ­στα­τεύ­σει.» (σ. 84). Ως δυ­νη­τι­κά κα­τα­στρο­φι­κή – «[Σκό­τω­σα το παι­δί μου ση­μαί­νει:] / 1.σκό­τω­σα το παι­δί μου / 2.σκό­τω­σα την ψυ­χή του παι­διού μου. / 3.σκό­τω­σα τη ζωή του παι­διού μου. / δη­λα­δή: τη χα­ρά στη ζωή του παι­διού μου.» (σ. 101). Ποι­η­τι­κός στο­χα­σμός που σε ένα βαθ­μό πα­ρα­πέ­μπει στον Larkin – “They fuck you up, your mum and dad. / They may not mean to, but they do.” (This be the verse). Μα­ζί, όμως, και τό­σο συ­γκι­νη­τι­κά, η μη­τρό­τη­τα ως μνή­μη. Μνή­μη που δεν έχει τό­σο να κά­νει με την εν­θύ­μη­ση, τη νοη­τι­κή ανά­κλη­ση στιγ­μών, αλ­λά με το σώ­μα. Εδώ ο μη­τρι­κός ρό­λος έχει σω­μα­το­ποι­η­θεί και, ως δεύ­τε­ρη πια φύ­ση, γί­νε­ται μνή­μη σω­μα­τι­κή – «κι υπάρ­χει η άλ­λη (μνή­μη) της διάρ­κειας / της πλεύ­σης στη φρο­ντί­δα / μνή­μη στο σώ­μα κι όχι στο μυα­λό / την κέρ­δι­σαν οι μά­νες» (σ. 89). 

Διά­στα­ση 4η: το Παι­δί (μο­νά­δα) ως από­λυ­το δυ­νη­τι­κό

Το παι­δί ως νέα αρ­χή. Ως το «πρω­ταρ­χι­κό άτο­μο» της Με­γά­λης Έκρη­ξης, το ση­μείο μη­δέν που μπο­ρεί να οδη­γή­σει σε ένα νέο σύ­μπαν, να φτιά­ξει ένα νέο (δι­κό του, και όχι μό­νο) κό­σμο – «όταν κου­βα­λάς ένα παι­δί στην κοι­λιά / κου­βα­λάς ολό­κλη­ρο τον κό­σμο» (σ. 15). Το απει­ρο-ελά­χι­στο που εμπε­ριέ­χει το άπει­ρο, η δη­μιουρ­γι­κή αριθ­μη­τι­κή της νέ­ας ζω­ής αλ­λά και της μη­τρό­τη­τας – «οι άπει­ρες δυ­να­τό­τη­τες / μέ­σα στο ένα. / ένα παι­δί / ολό­κλη­ρος κό­σμος / μέ­σα σε ένα σώ­μα ολό­κλη­ρο κό­σμο. / ένα τρια­ντά­φυλ­λο στην τρια­ντα­φυλ­λιά.» (σ. 22). Δυ­νη­τι­κό τε­ρά­στιας ισχύ­ος, τό­σο σε προ­σω­πι­κό συ­ναι­σθη­μα­τι­κό επί­πε­δο (ως μέ­ρος της μη­τρι­κής συ­ναι­σθη­μα­τι­κής εμπει­ρί­ας) όσο και συλ­λο­γι­κό εξε­λι­κτι­κό-αν­θρω­πο­λο­γι­κό, κα­θώς ως κοι­νω­νί­ες επεν­δύ­ου­με (και ελ­πί­ζου­με) στις νέ­ες (κι επό­με­νες) γε­νιές.

Μία ακό­μα διά­στα­ση, ίσως κα­τα­λυ­τι­κή, αφού μπο­ρεί να δια­πε­ρά­σει θε­τι­κά όλες τις πα­ρα­πά­νω: η Αγά­πη. Αγά­πη (και ευ­γνω­μο­σύ­νη) για αυ­τόν που μας με­γά­λω­σε, για τη μά­να – «[κι η μά­να μου ακό­μα] / μου δί­νει θάρ­ρος για τη ζωή . / ένα κο­ρί­τσι γε­μά­το κου­ρά­γιο / ένα ογδο­ντά­χρο­νο παι­δί.» (σ. 82). Αγά­πη, με τους τό­σους τρό­πους, για το παι­δί – «όταν τα παι­διά με­γά­λα πια / έρ­χο­νται σπί­τι να με δουν / τους μα­γει­ρεύω» (σ. 45). Αγά­πη ως ο συν­δε­τι­κός ιστός του βι­βλί­ου, κα­θώς η μυ­θο­ποι­η­τι­κή δύ­να­μη της δη­μιουρ­γού στή­νει ένα κό­σμο κα­τα­πλη­κτι­κό, κα­τα­λή­γο­ντας πως «τη λή­θη τη λή­θη τη για­τρειά / ποιος θα μπο­ρέ­σει / να την ανα­στή­σει; / λέω: / μό­νον ο έρω­τας και η αγά­πη.» (σ. 113).

Μό­νο αγά­πη, λοι­πόν, για το εξαι­ρε­τι­κό νέο βι­βλίο της Φοί­βης Γιαν­νί­ση και την ευ­χή να συ­νε­χί­σει δυ­να­τά το τα­ξί­δι του εντός και εκτός Ελ­λά­δας.

 

ΑΛΛΑ ΚΕΙΜΕΝΑ ΤΟΥ ΣΥΓΓΡΑΦΕΑ
 

αυτόν το μήνα οι εκδότες προτείνουν: