Ντελίβερι στη μικρή πισίνα

Edward Burne-Jones: «Το ξεγελασμα του Μέρλιν από την Κυρά της Λίμνης Νιμούη». Λάδι σε καμβά (1872–1877).  Lady Lever Art Gallery, Λίβερπουλ
Edward Burne-Jones: «Το ξεγελασμα του Μέρλιν από την Κυρά της Λίμνης Νιμούη». Λάδι σε καμβά (1872–1877). Lady Lever Art Gallery, Λίβερπουλ

 

Ήδη μπρο­στά στην εί­σο­δο του ξε­νο­δο­χεί­ου «Princess Hekate Resort & Spa», στον Πλα­τα­μώ­να Πιε­ρί­ας, συ­νω­στί­ζο­νται πά­νω από πε­νή­ντα κε­φά­λια. Ο υπεύ­θυ­νος των εκ­δη­λώ­σε­ων και maitre d` hotel του ξε­νο­δο­χεί­ου, Σπύ­ρος Δρα­γά­τσης, σα­ρά­ντα χρό­νια στο επάγ­γελ­μα, με τρία εμ­φράγ­μα­τα και δυο δια­ζύ­για στο ενερ­γη­τι­κό του, ενώ έχει βά­λει απ' το πρωί, να στρώ­σουν σε όλη τη γα­μή­λια αί­θου­σα, τρα­πε­ζο­κα­θί­σμα­τα για δια­κό­σια πε­νή­ντα άτο­μα, κα­τα­λα­βαί­νει πλέ­ον, λό­γω εμπει­ρί­ας, ότι θα έρ­θουν του­λά­χι­στον τε­τρα­κό­σια. Προ­μη­νύ­ε­ται σφα­γή.
Υπό άλ­λες συν­θή­κες, με τέ­τοια προ­γνω­στι­κά, θα του εί­χαν κο­πεί τα ήπα­τα. Θα έμπαι­νε αμέ­σως, αυ­τός ο ίδιος μέ­σα στη σά­λα και θα ξε­κι­νού­σε να ενώ­νει τρα­πέ­ζια, τρα­βώ­ντας τα, έξαλ­λος, με άγ­χος, πέ­ρα-δώ­θε, μό­νος του. Να τα σέρ­νει και να τα ευ­θυ­γραμ­μί­ζει νευ­ρι­κά, επί­μο­να, αυ­το­σχε­διά­ζο­ντας επί τό­που, σχε­δόν να ιχνη­λα­τεί, πιά­νο­ντας εδώ κι εκεί οσμές στον αέ­ρα, για το τι ακρι­βώς πρέ­πει να γί­νει, ανά πά­σα στιγ­μή και πώς. Ενώ την ίδια στιγ­μή, να συ­ντο­νί­ζει αδιά­κο­πα γύ­ρω, ένα τάγ­μα μά­χι­μων, θε­ρια­κω­μέ­νων σερ­βι­τό­ρων, που με κά­θε του πρό­σταγ­μα κε­ραυ­νο­βο­λί­ζο­νται ατά­κτως – όλοι τους να ξε­σκι­στούν, μέ­χρι τε­λευ­ταί­ας ρα­νί­δος.
Για­τί εί­ναι αυ­τός, ο μετρ Σπύ­ρος Δρα­γά­τσης, ο τε­λευ­ταί­ος των ιπ­πο­τών της εστί­α­σης, που έχει πε­ρά­σει τα κα­λύ­τε­ρα του χρό­νια μέ­σα στα ξε­νο­δο­χεία, ήδη από τις αρ­χές του '80, δου­λεύ­ο­ντας εντα­τι­κά, κά­τω από βάρ­βα­ρες συν­θή­κες, κο­ντα­ρο­μα­χώ­ντας με πε­λά­τες και προϊ­στα­μέ­νους, ανε­μό­μυ­λους και κτή­νη ολό­κλη­ρα, έχο­ντας μο­νί­μως λα­σπω­μέ­νη απ' τον ιδρώ­τα κάλ­τσα, πά­ντα όμως κά­τω απ' το συ­νε­χές πρό­σταγ­μα μιας σκο­τει­νής ανά­γκης μέ­σα του, μιας δι­κιάς του, ακού­ρα­στης, μυ­στη­ριώ­δους και πα­ρά­δο­ξης φω­νής, που δεν τον άφη­σε ξε­κρέ­μα­στο πο­τέ.
Αλ­λά σή­με­ρα, αντί να ανα­λά­βει δρά­ση, τους έχει πα­ρα­τή­σει όλους σύ­ξυ­λους, σερ­βι­τό­ρους και υφι­στα­μέ­νους και δια­σχί­ζο­ντας τώ­ρα, μό­νος του, τον υπη­ρε­σια­κό διά­δρο­μο, μπαί­νει, ει­σβάλ­λει κα­ταϊ­δρω­μέ­νος στην κου­ζί­να, ενώ ακού­ει πά­λι μέ­σα του, ολο­κά­θα­ρα, τη φω­νή αυ­τή, να του υπεν­θυ­μί­ζει ότι:
Ο φί­λος και συμ­μα­θη­τής του, ο Γιάν­νης Δρώ­σος, αυ­τός που γλί­τω­σε από χτύ­πη­μα τορ­πί­λης, το '90 στον πό­λε­μο του Κόλ­που, πέ­θα­νε.
Ο Δη­μή­τρης Μου­ζί­κης, με τον οποίο τα­ξί­δε­ψαν απ' την Κά­λυ­μνο μέ­χρι την Κω, μέ­σα σε μια πα­λιό­βαρ­κα, στου­πί, κι ένα κου­πί, πέ­θα­νε.
Ο παι­δι­κός του φί­λος, ο Κω­στά­κης ο Μπλέ­ηκ, που τον κυ­νη­γού­σε η μά­να του με το χορ­το­δρέ­πα­νο, για­τί σκό­τω­νε ένα σω­ρό σπουρ­γί­τια με την πλα­κω­τή στο χιό­νι, κι αυ­τός, πέ­θα­νε.
Και τον πιά­νει, αίφ­νης, μια ανε­ξή­γη­τη νευ­ρι­κό­τη­τα – πα­ρα­με­ρί­ζει μά­γει­ρες και πα­ρα­μά­γει­ρες και φτά­νει στη λάν­τζα, όπου εί­χε βά­λει απ' το με­ση­μέ­ρι, δυο αγ­γα­ρειο­μά­χους να του κρύ­ψουν έναν με­γά­λο, ορ­θο­γώ­νιο δί­σκο σερ­βι­ρί­σμα­τος, τη λε­γό­με­νη πα­ρα­μά­να. Τη βρί­σκει, επι­τη­ρεί πά­νω της, στα γρή­γο­ρα, τον στρω­μέ­νο γαλ­λι­κό σε­μέ («napperon») με τα δυο ζευ­γά­ρια μα­χαι­ρο­πί­ρου­να κι ύστε­ρα πη­γαί­νει και την ακου­μπά­ει πά­νω στο πά­σο, στον ανο­ξεί­δω­το πά­γκο δη­λα­δή, που χρη­σι­μο­ποιούν οι μά­γει­ρες για να μοι­ρά­ζουν τα πιά­τα της εκ­δή­λω­σης.

«Γρή­γο­ρα!» λέ­ει σ' έναν μά­γει­ρα μπρο­στά του. «Ετοί­μα­σε μου δυο κυ­ρί­ως πιά­τα, πε­ρι­ποι­η­μέ­να – τα ζή­τη­σε το ζεύ­γος!»

Έπει­τα, τρέ­χο­ντας σχε­δόν, φεύ­γει και πη­γαί­νει στο γρα­φείο του. Βγά­ζει και παίρ­νει μέ­σα απ` τα ντου­λά­πια μια φιά­λη «Κτή­μα Κα­ρό­ζα» (Merlot 60%, Ξι­νό­μαυ­ρο 40%), μα­ζί με δυο κρυ­στάλ­λι­να, κο­λω­νά­τα πο­τή­ρια, τύ­που Βουρ­γουν­δί­ας κι επι­στρέ­φει πά­λι στην κου­ζί­να. Το­πο­θε­τεί τα πιά­τα που εί­χε ετοι­μά­σει στο με­τα­ξύ ο μά­γει­ρας, πά­νω στην επι­φά­νεια του δί­σκου, ενώ ανά­με­σα τους, ξα­πλω­τά, σφη­νώ­νει τα πο­τή­ρια και τη φιά­λη του κρα­σιού. Κα­τό­πιν, κά­νει να ση­κώ­σει το δί­σκο, αλ­λά ξαφ­νι­κά, βλέ­πει τον γε­νι­κό σεφ του ξε­νο­δο­χεί­ου κι επί δε­κα­τέσ­σε­ρα χρό­νια φί­λο του, τον Κο­σμά Γκαϊ­τα­τζή, να πλη­σιά­ζει ανα­στα­τω­μέ­νος προς το μέ­ρος του.

« Ρε Σπύ­ρο, πού εί­σαι;» λέ­ει μό­λις φτά­νει δί­πλα του. «Έξω γί­νε­ται χα­μός, δεν υπάρ­χουν τρα­πέ­ζια – θα φά­με ξύ­λο στο τέ­λος!»

Και βλέ­πο­ντας το δί­σκο με τα πιά­τα: «Κι αυ­τά πού τα πας; Δεν έχεις γκαρ­σό­νι να στεί­λεις;»

Ο Σπύ­ρος αμί­λη­τος, χω­ρίς να τον κοι­τά­ξει, πιά­νει την πα­ρα­μά­να και τη ση­κώ­νει, την ανε­βά­ζει όλη και τη στε­ρε­ώ­νει κα­λά, προ­σε­κτι­κά, πά­νω στον ώμο του. «Αφού το ξέ­ρεις, Κο­σμά… » του λέ­ει με­τά. «Όσο θέ­λεις πή­δα, αλ­λά πή­δα μό­νος σου… »
Και κρα­τώ­ντας το δί­σκο με τα δά­χτυ­λα, στον αέ­ρα, βγαί­νει και φτά­νει στη γα­μή­λια αί­θου­σα. Γύ­ρω του επι­κρα­τεί παν­ζουρ­λι­σμός, το αδια­χώ­ρη­το – κα­τα­φτά­νουν σε μπου­λού­κια συ­νε­χώς νέ­οι κα­λε­σμέ­νοι, ενώ άλ­λοι που ήρ­θα­νε πιο πριν, χει­ρο­νο­μούν και ξε­φω­νί­ζουν, όρ­θιοι, πά­νω απ` τα τρα­πέ­ζια. Ο Σπύ­ρος, με το ένα χέ­ρι του προ­ταγ­μέ­νο μπρο­στά σαν τσε­κου­ρο­μά­χαι­ρο, ξε­κι­νά­ει τό­τε και μπαί­νει ολό­σαρ­κος, σε μια κα­τά­στα­ση κε­ραυ­νο­βό­λας προ­ώ­θη­σης: Βου­τά­ει μες στο αν­θρω­πο­μά­ζω­μα κι αρ­χί­ζει να θε­ρί­ζει, να σπρώ­χνει και να πα­ρα­με­ρί­ζει αλύ­πη­τα, παπ­πού­δες και γυ­ναι­κό­παι­δα, να τους σα­ρώ­νει και να τους τσα­λα­πα­τά­ει όλους με πε­ρι­φρό­νη­ση και μέ­νος, να μην βλέ­πει μπρο­στά του τί­πο­τα, ανοί­γο­ντας συ­νε­χώς δρό­μο μέ­σα στα χα­ρα­κώ­μα­τα των τρα­πε­ζιών, σαν φο­νι­κός πο­λέ­μαρ­χος πά­νω σε χορ­το­κο­πτι­κό τρα­κτέρ.
Ενώ οι σερ­βι­τό­ροι, εδώ κι εκεί, τον κοι­τά­ζουν εμ­βρό­ντη­τοι κι απο­ρούν, για­τί το φα­γη­τό δεν έχει ξε­κι­νή­σει ακό­μα να σερ­βί­ρε­ται –κι ού­τε πρό­κει­ται, απ' ό, τι φαί­νε­ται– αλ­λά πε­ρισ­σό­τε­ρο, επει­δή βλέ­που­νε τον προϊ­στά­με­νο τους, να κου­βα­λά­ει μέ­σα στο χα­μό, ολό­κλη­ρη πα­ρα­μά­να μό­νος του, ανταρ­τι­κά. Νο­μί­ζουν ότι πα­λά­βω­σε. Κά­ποιοι κα­τα­φέρ­νουν και τον πλη­σιά­ζουν, θέ­λουν να τον συ­νε­τί­σουν, αλ­λά εκεί­νος τους κά­νει πέ­ρα κι αντί να στρί­ψει προς τα κε­νά κα­θί­σμα­τα του νυ­φι­κού τρα­πε­ζιού, φτά­νει και περ­νά­ει προ­σε­κτι­κά μέ­σα από κά­τι ανοιγ­μέ­νες τζα­μα­ρί­ες, βγαί­νο­ντας όλος, ολό­κλη­ρος, κα­τευ­θεί­αν έξω στον κή­πο.
Συ­νε­χί­ζει και προ­χω­ρά­ει, ακά­θε­κτος, μέ­σα στο σκό­τος της νύ­χτας, σκύ­βο­ντας με προ­σο­χή κά­τω από φοι­νι­κό­φυλ­λα και πε­ρι­κο­κλα­δω­τές κα­μά­ρες, ανε­βο­κα­τε­βαί­νει τους κόρ­φους του γκα­ζόν, στρί­βει κα­τα­δρο­μι­κά, δια­σχί­ζει τα στε­νο­σό­κα­κα των bungalows – έχει συ­νε­χώς την πα­ρά­ξε­νη αί­σθη­ση ότι κου­βα­λά τους πε­θα­μέ­νους φί­λους του. Ώσπου κά­ποια στιγ­μή, δια­κρί­νει στα δε­ξιά του, ένα αχνό, φω­σφο­ρί­ζων σέ­λας – εί­ναι η δεύ­τε­ρη πι­σί­να του ξε­νο­δο­χεί­ου, η λε­γό­με­νη «μι­κρή», που την εί­χαν φτιά­ξει φέ­τος μό­λις, τον χει­μώ­να κι έφτα­νε τα πε­νή­ντα μέ­τρα μή­κος, με το βα­θύ­τε­ρο ση­μείο της να αγ­γί­ζει τα τρία. Πλη­σιά­ζει, ακου­μπά­ει την πα­ρα­μά­να πά­νω σε μια ξα­πλώ­στρα και κο­ντο­στέ­κε­ται ασθμαί­νο­ντας.
Σε λί­γο, μέ­σα απ' τους θά­μνους πί­σω του, ακού­γε­ται ένα σούρ­σι­μο σαν από βια­στι­κά βή­μα­τα. Ο Σπύ­ρος γυρ­νά­ει – μια σκο­τει­νή φι­γού­ρα, μια γυ­ναι­κεία μορ­φή, αλα­φρο­πα­τά­ει προς το μέ­ρος του, με το πρό­σω­πο της να γα­λα­νί­ζει αλ­λό­κο­τα απ` το φέγ­γος της πι­σί­νας. Σαν όρα­μα και τέ­κνο του αέ­ρα, μυ­στη­ριώ­δης και ονει­ρι­κή, ένα θαύ­μα που το εί­χε κρυ­φό, δι­κό του, ο Σπύ­ρος – ήταν αυ­τή, όπως μι­σο­πί­στευε από μέ­σα του∙ η μυ­στι­κή, πα­ρά­δο­ξη φω­νή του, εν­σαρ­κω­μέ­νη πλέ­ον σε κα­νο­νι­κό άν­θρω­πο, σε μια ολό­δρο­ση, σφι­χτό­κορ­μη κο­πέ­λα, εί­κο­σι-εί­κο­σι­πέ­ντε χρο­νών. 
Με το που φτά­νει δί­πλα του, της πιά­νει δει­λά το χέ­ρι και της χα­μο­γε­λά­ει. Βα­θια­να­σαί­νει – νιώ­θει το μέ­σα του να δια­λύ­ε­ται σαν πα­ρα­βρα­σμέ­νο θρά­ψα­λο. Την παίρ­νει και κά­θο­νται σε μια ξα­πλώ­στρα, δί­πλα σ` αυ­τή με την πα­ρα­μά­να, βγά­ζει το φελ­λό απ` τη φιά­λη του κρα­σιού με το ει­δι­κό κλει­δί «τιρ­μπου­σόν», που εί­χε φέ­ρει μα­ζί του και γε­μί­ζο­ντας τα πο­τή­ρια τους, τη ρω­τά­ει στα εγ­γλέ­ζι­κα:

«Δεν μου εί­πες, αλή­θεια – πώς σε λέ­νε;»

Αυ­τή τό­τε, πί­νο­ντας μια γου­λιά απ' το πο­τή­ρι της, τον κοι­τά­ζει μ' ένα μά­τι που αστρά­φτει σαν φεγ­γο­συρ­μή. «Νό­μι­ζα πώς το ήξε­ρες… », του λέ­ει, «Νί­μουε… Το όνο­μά μου εί­ναι Νί­μουε».

Ο Σπύ­ρος πά­ει να μι­λή­σει, αλ­λά ξαφ­νι­κά ακού­γο­νται φω­νές που αντι­λα­λούν με θό­ρυ­βο, κλι­μα­κω­τά στα γύ­ρω κτί­ρια. Κι εν­στι­κτω­δώς, σκέ­φτε­ται πά­λι τις κα­ταγ­γε­λί­ες και τα αυ­τό­φω­ρα για τον ήχο. Ύστε­ρα όμως, κα­τα­λα­βαί­νει– τον ψά­χνουν οι συ­νά­δελ­φοί του, ανα­γνω­ρί­ζει μά­λι­στα και τη φω­νή του Κο­σμά.

«Πρέ­πει να φύ­γεις», λέ­ει στην κο­πέ­λα και τι­νά­ζε­ται όρ­θιος.

Εκεί­νη ση­κώ­νε­ται, πέ­φτει βουρ­κώ­νο­ντας πά­νω του. «Όχι… » του λέ­ει. «Εσύ… εσύ πρέ­πει να φύ­γεις».

Ο Σπύ­ρος αίφ­νης, νιώ­θει βα­ρύς κι ασή­κω­τος σαν μο­λυ­βέ­νια λάρ­να­κα. Ανα­τρι­χιά­ζει. Μ` ένα γνέ­ψι­μο του κε­φα­λιού του, την σπρώ­χνει απα­λά και πι­σω­πα­τά­ει, πλη­σιά­ζει και στέ­κε­ται στην άκρη της πι­σί­νας. Γυρ­νά­ει, κοι­τά­ζει για κλά­σμα­τα την κο­πέ­λα κι ύστε­ρα με μια δρα­σκε­λιά, πέ­φτει και βου­τά­ει μες στα βα­θυ­σμά­ρα­γδα νε­ρά. Κα­τε­βαί­νει και βυ­θί­ζε­ται, καρ­φώ­νε­ται με­γα­λο­πρε­πώς κά­τω, στον πά­το. Και μέ­νει εκεί, άκαμ­πτος, αγέ­ρω­χος, κα­θι­σμέ­νος με τα πό­δια πλεγ­μέ­να στη στά­ση του Βού­δα. Βιώ­νο­ντας μια πρω­τό­γνω­ρη, βα­θιά και γα­λή­νια σιω­πή. Τον από­λυ­το ησυ­χα­σμό. Να μην ακού­ει επι­τέ­λους, τί­πο­τα – κιχ. Ενώ επα­γρυ­πνεί κι ονει­ρεύ­ε­ται του αιώ­να τ` απαύ­γα­σμα: Να πά­ρει ξα­νά, τη με­γά­λη, ξύ­λι­νη πα­ρα­μά­να του, που θα την έχουν γα­ζώ­σει πια, τα κόκ­κι­να βέ­λη.

 

 

αυτόν το μήνα οι εκδότες προτείνουν: