Μαρμελάδα με τέσσερα φρούτα

Μαρμελάδα με τέσσερα φρούτα

 

Κο­ρό­μη­λα

Αγα­πη­τή Agatha,
δεν μπο­ρείς να φα­ντα­στείς τη χα­ρά μου που βρί­σκο­μαι στη Βυ­ζί­τσα, στο βου­νό των Κε­νταύ­ρων. Ο ξε­νώ­νας μας εί­ναι μια όα­ση κι όλα θα ’ταν υπέ­ρο­χα αν δε συ­γκα­τοι­κού­σα μ’ ένα τσούρ­μο από πε­ρί­ερ­γους πα­ρα­θε­ρι­στές.
Μια εκνευ­ρι­στι­κή οι­κο­γέ­νεια Γάλ­λων από το Πα­ρί­σι -ευ­τυ­χώς χω­ρίς τον μπα­μπά- δε μας αφή­νει σε ησυ­χία. Η γυ­ναί­κα συ­νε­χώς γκρι­νιά­ζει, μ’ εκεί­νη την απαί­σια προ­φο­ρά της, ότι τα μπριός έχουν υπερ­βο­λι­κό βού­τυ­ρο, τα κρουα­σάν εί­ναι μό­νο au chocolat, τα φα­γη­τά πι­κά­ντι­κα και λι­πα­ρά. Και να πεις ότι εί­ναι πα­χιά; Κά­θε άλ­λο. Κι όλο μι­λά­ει, μι­λά­ει και ζου­ζου­νί­ζει σαν τη μέ­λισ­σα, ζα­λί­ζο­ντάς μας απ’ το πρωί, χω­ρίς να κά­νει ού­τε μια πα­ρα­τή­ρη­ση στα τρία τε­ρα­τά­κια της, που μας τρε­λαί­νουν όλους με τη φα­σα­ρία και τις ζα­βο­λιές τους, κυ­ρί­ως, τους δυο νε­α­ρούς Σκαν­δι­να­βούς.
Πα­νύ­ψη­λοι, αγαλ­μα­τέ­νιοι, αλ­λά τό­σο ψυ­χροί. Βέ­βαια, δεν μπο­ρώ να τους ψυ­χο­λο­γή­σω σε βά­θος, δυο κα­λη­μέ­ρες έχου­με ανταλ­λά­ξει μό­νο παίρ­νο­ντας το πρω­ι­νό μας. Απο­σύ­ρο­νται στο μαρ­μά­ρι­νο τρα­πε­ζά­κι κά­τω από την κο­ρο­μη­λιά και συ­ζη­τούν ψι­θυ­ρι­στά μό­νοι τους. Ψι­θυ­ρι­στά; Τι θέ­λουν να κρύ­ψουν; Εί­ναι άξιο απο­ρί­ας, αφού κα­νείς μας δε μι­λά σκαν­δι­να­βι­κά. Γύ­ρω στις δώ­δε­κα εξα­φα­νί­ζο­νται, μάλ­λον στο δά­σος ή στην πα­ρα­λία του Αγιάν­νη, για­τί σή­με­ρα που τους εί­δα εί­χαν πά­ρει χρώ­μα. Με προ­σκά­λε­σαν μά­λι­στα σε σκαν­δι­να­βι­κό δεί­πνο. Να ’ναι άρα­γε ζευ­γά­ρι; Θα πλευ­ρί­σω την ξε­νο­δό­χο να μου απο­κα­λύ­ψει αν μοι­ρά­ζο­νται το ίδιο κρε­βά­τι κι αν η κα­θα­ρί­στρια εί­δε τί­πο­τα πε­ρί­ερ­γο στα σκου­πί­δια τους. Η ιδιό­τη­τά μου δε μ’ εγκα­τα­λεί­πει απ’ ό,τι βλέ­πεις. Προ­σπα­θώ να μα­ζέ­ψω από πα­ντού στοι­χεία για το νέο μου αστυ­νο­μι­κό μυ­θι­στό­ρη­μα. Οι πη­γές μου μού απο­κά­λυ­ψαν ότι το φε­τι­νό Νό­μπελ, με­τά από την περ­σι­νή πα­τα­γώ­δη απο­τυ­χία της Σου­η­δι­κής Ακα­δη­μί­ας, θα δο­θεί σε συγ­γρα­φέα μυ­στη­ρί­ου. Γι’ αυ­τό πρέ­πει να σ’ αφή­σω τώ­ρα και να επι­στρέ­ψω πά­ραυ­τα στο νέο μου έρ­γο: Ο θά­να­τος θα ’ρ­θει και θα ’χει τα μά­τια σου.

Πολ­λά φι­λιά στον Hercule.
Δι­κός σου
Manuel Vlázquez Montalbán

Υ.Γ. Ευ­τυ­χώς, μου φτιά­χνει κά­πως τη διά­θε­ση μια φι­νε­τσά­τη Ρω­σί­δα καλ­λο­νή, με λευ­κό δέρ­μα, μά­τια lapis lazuli, πε­ρή­φα­νη σαν άτι της στέ­πας. Πό­σο ρο­μα­ντι­κός γί­νο­μαι ώρες-ώρες. Εί­ναι τό­σο καλ­λιερ­γη­μέ­νη και με τρε­λαί­νει ο τρό­πος που μι­λά ισπα­νι­κά με τη ρώ­σι­κη προ­φο­ρά της. Δε χορ­ταί­νω να την ακούω και να την βλέ­πω. Περ­νά­με το από­γευ­μα μα­ζί. Συ­χνά μέ­χρι πο­λύ αρ­γά το βρά­δυ.


__
_______




Ακτι­νί­δια

Αγα­πη­τή Patricia,
νομί­ζω ότι ο Φρε­ντε­ρίκ με μι­σεί, αφού με εξό­ρι­σε με τα παι­διά σ’ αυ­τήν την απα­ρά­δε­κτη παν­σιόν στη μέ­ση του που­θε­νά. Περ­νώ απαί­σια, απαί­σια, απαί­σια και εκνευ­ρι­στι­κά βα­ρε­τά. Δεν υπάρ­χει ού­τε ένα αξιο­πρε­πές μπι­στρό, μια στοι­χειώ­δης μπρα­σε­ρί, ένα γκουρ­μέ ρε­στο­ράν. Τί­πο­τα. Μό­νο ένα μι­κρό μπα­κα­λι­κά­κι. Από κει προ­χθές το πρωί αγό­ρα­σα ένα κου­τί Régilait σε σκό­νη με χα­μη­λά λι­πα­ρά, που άρ­χι­σε ν’ αφρί­ζει όταν έρι­ξα βρα­στό νε­ρό στην κού­πα. Κό­ντε­ψα να λι­πο­θυ­μή­σω από τις ανα­θυ­μιά­σεις. Σκέ­το δη­λη­τή­ριο. Πώς να δια­βά­σω τις οδη­γί­ες γραμ­μέ­νες σε μιαν ακα­τα­νό­η­τη γλώσ­σα; Πού να φα­ντα­στώ ότι δεν ήταν γά­λα, αλ­λά σκό­νη πλυ­σί­μα­τος για τα ρού­χα; Τι να την κά­νω τώ­ρα; Τι ρού­χα να πλύ­νω που εί­μαι δυο μέ­ρες με το ίδιο φό­ρε­μα; Δε μου κά­νει τί­πο­τα. Έχω πά­ρει τρία ολό­κλη­ρα κι­λά μ’ αυ­τό το άχρη­στο φαΐ -και να φα­ντα­στείς χω­ρίς να τρώω το αι­σχρό πρω­ι­νό. Έψα­ξα να βρω μπου­τίκ, αλ­λά οι χω­ρι­κοί που ρώ­τη­σα με κοι­τού­σαν σαν τρε­λή, λες κι έψα­χνα πα­γά­κια στην έρη­μο Σα­χά­ρα.
Μα και οι ένοι­κοι της παν­σιόν εί­ναι αφό­ρη­τα πλη­κτι­κοί. Ένας ευ­τρα­φής κύ­ριος, λα­τι­νι­κής κα­τα­γω­γής, περ­νά ολό­κλη­ρη τη μέ­ρα του κα­θι­σμέ­νος στη φερ­φορ­ζέ πο­λυ­θρό­να κά­τω από την ακτι­νι­διά. Όταν δεν τρώ­ει γρά­φει κι όταν δε γρά­φει τρώ­ει. Το ση­μειω­μα­τά­ριό του εί­ναι εξί­σου πα­χου­λό μ’ αυ­τόν.
Δυο βό­ρειοι νε­α­ροί εί­ναι υπερ­βο­λι­κά πο­λι­κοί για τα γού­στα μου. Αν και ο ψη­λό­τε­ρος εκ των δύο με ρώ­τη­σε σε ποια αντι­ρυ­τι­δι­κή οφεί­λε­ται το αλα­βά­στρι­νο νε­α­νι­κό δέρ­μα μου. Συ­γκρα­τη­μέ­νο φλερτ θα το χα­ρα­κτή­ρι­ζα. Ο δεύ­τε­ρος δε μου φά­νη­κε και πο­λύ φα­να­τι­κός άν­δρας. Του αρέ­σει να μα­γει­ρεύ­ει. Μας κά­λε­σε σε σκαν­δι­να­βι­κό δεί­πνο τη βρα­διά της ανα­χώ­ρη­σής τους.
Τα παι­διά τσι­ρί­ζουν διαρ­κώς. Τι να κά­νουν κι αυ­τά χω­ρίς τά­μπλετ; Σπα­νί­ως υπάρ­χει ίντερ­νετ ή σύν­δε­ση κι­νη­τής τη­λε­φω­νί­ας. Γι’ αυ­τό κα­τα­φεύ­γω στην αλ­λη­λο­γρα­φία. Ήθε­λα να μι­λή­σω με κά­ποιον. Με όσα συμ­βαί­νουν, θα έσκα­γα αν έμε­να σιω­πη­λή.

Φι­λιά
Zaza Frédéric Mounier

Υ.Γ. Μα ξέ­χα­σα το πιο ση­μα­ντι­κό. Να σου πω για τη νέα μου φί­λη. Μια κά­πως άχα­ρη, άχρω­μη, βα­ρε­τή, συ­νε­σταλ­μέ­νη, αλ­λά πο­λύ ευ­γε­νι­κή Ρω­σί­δα. Την βλέ­πω να με πα­ρα­τη­ρεί όλο λα­τρεία —  φι­λι­κή πά­ντα. Έχει βρει σε μέ­να ένα ιδα­νι­κό πρό­τυ­πο, μιαν αδελ­φή ψυ­χή. Συ­χνά πη­γαί­νου­με μα­κρι­νούς πε­ρι­πά­τους στο δά­σος ανοί­γο­ντας την καρ­διά μας η μία στην άλ­λη. Τε­λι­κά, δεν εί­ναι τό­σο απαί­σια στη Βυ­ζί­τσα. Mais non. Pas du tout.



__
_______


Σα­μπού­κο

Αγα­πη­τή Yelena,
η παν­σιόν με τη φι­λι­κή Ελ­λη­νί­δα ιδιο­κτή­τρια εί­ναι το μό­νο ευ­χά­ρι­στο σ’ αυ­τό το τα­ξί­δι. Όλα τ’ άλ­λα εί­ναι ανυ­πό­φο­ρα — ή του­λά­χι­στον, όλα ήταν ανυ­πό­φο­ρα στην αρ­χή. Δεν απο­λάμ­βα­να, δεν έβλε­πα τί­πο­τα γύ­ρω μου. Ήμουν προ­ση­λω­μέ­νη στον στό­χο μου, στη Ζα­ζά. Ήθε­λα να την πνί­ξω με τα χέ­ρια μου κά­θε φο­ρά που την συ­να­ντού­σα στην αυ­λή. Μια μέ­ρα στην κου­ζί­να άρ­πα­ξα το πρώ­το μα­χαί­ρι που βρή­κα στον πά­γκο και πε­ρί­με­να να σκύ­ψει στο ψυ­γείο για να την μα­χαι­ρώ­σω πι­σώ­πλα­τα, αλ­λά τε­λευ­ταία στιγ­μή το με­τά­νιω­σα. Το μα­χαί­ρι δεν έκο­βε ού­τε ψω­μί. Τσά­μπα θα ’μπαι­να στη φυ­λα­κή. Η Σά­ντα Μα­τρό­να με έσω­σε.
Με­τά απο­φά­σι­σα να την πα­ρα­σύ­ρω στο δα­σά­κι, αλ­λά όλο βρί­σκα­με μπρο­στά ή πί­σω μας τους δυο Σκαν­δι­να­βούς —πά­ντα σκυμ­μέ­νους— ή την Ει­ρή­νη, που μά­ζευε σα­μπού­κο για τη μαρ­με­λά­δα του πρω­ι­νού. Στο τέ­λος, όμως πα­ραι­τή­θη­κα. Δεν αξί­ζει τον κό­πο. Εί­ναι ανό­η­τη και γκρι­νιά­ρα. Εί­μαι σί­γου­ρη ότι δε ση­μαί­νει τί­πο­τα για τον Φρε­ντε­ρίκ. Στο τέ­λος θα την πα­ρα­τή­σει μό­νος του. Άσε που αν την κα­θα­ρί­σω, θα πρέ­πει με­τά να ζή­σω με τα ανυ­πό­φο­ρα, φα­σα­ριό­ζι­κα παι­διά του. Ήδη αμ­φι­βάλ­λω για τον άντρα που ερω­τεύ­τη­κα. Το πά­θος μου φυλ­λορ­ρο­εί.
Εξάλ­λου, έχω αρ­χί­σει να νιώ­θω κά­τι για τον Μα­νου­έλ, έναν κα­τα­πλη­κτι­κό Ίβη­ρα συγ­γρα­φέα. Δε χορ­ταί­νω την πα­ρέα και το βι­τριο­λι­κό χιού­μορ του. Περ­νά­με μα­ζί πολ­λά απο­γεύ­μα­τα. Συ­χνά μας παίρ­νουν με­σά­νυ­χτα. Θέ­λει να μά­θει τα πά­ντα για μέ­να, την ιστο­ρία μου, τη χώ­ρα μου. Κρέ­με­ται απ’ τα χεί­λη μου. Ση­μειώ­νει κά­θε τι που λέω. Εί­μαι σί­γου­ρη ότι στο επό­με­νο βι­βλίο του η πρω­τα­γω­νί­στρια θα εί­ναι Ρω­σί­δα. Θα γί­νω ηρω­ί­δα. Μια δεύ­τε­ρη Άν­να Κα­ρέ­νι­να. 

Δι­κή σου
Oksanna Karenina
, ου­πς, Goumiliova

Υ.Γ. Ήδη ονει­ρεύ­ο­μαι την κοι­νή μας ζωή στις πα­ρα­λί­ες της Ίμπι­ζα.



__
_______


Amanita muscaria

Αγα­πη­τέ Jojo Nesbø,
όλα βαί­νουν κα­λώς. Έχου­με μα­ζέ­ψει αρ­κε­τά. Χτες βρά­δυ, με πρό­φα­ση το σκαν­δι­να­βι­κό δεί­πνο, κλει­δω­θή­κα­με στην κου­ζί­να και γε­μί­σα­με δώ­δε­κα βά­ζα μαρ­με­λά­δα, ενώ βά­λα­με βρα­σμέ­νο πολ­τό στην αντι­ρυ­τι­δι­κή της Ζα­ζάς. Δεν ήμα­σταν βέ­βαιοι ότι θα δο­κι­μά­σει τα φα­γη­τά μας. Εί­ναι σε αυ­στη­ρή δί­αι­τα. Με την κρέ­μα θα έχου­με σί­γου­ρα απο­τε­λέ­σμα­τα. Τα παι­διά τρε­λαί­νο­νται για σορ­μπέ με γεύ­ση μάν­γκο. Εκεί θα βά­λου­με το μίγ­μα. Με την Ει­ρή­νη, την ξε­νο­δό­χο, δε θα υπάρ­ξει κα­νέ­να πρό­βλη­μα. Μας εί­πε ότι τρε­λαί­νε­ται για μα­νι­τά­ρια. Η μό­νη που λυ­πό­μα­στε εί­ναι η Οκ­σάν­να, αλ­λά τι να κά­νου­με; Πα­ρά­πλευ­ρη απώ­λεια.
Ο πρώ­τος που θα τα κα­κα­ρώ­σει εί­ναι ο Κα­τα­λα­νός. Εί­ναι τό­σο λαί­μαρ­γος που πρέ­πει να τον θε­ω­ρείς ήδη ξε­γραμ­μέ­νο. Ο θά­να­τος θα ’ρ­θει και θα ’χει τα μά­τια σου. Θα εί­σαι αδιαμ­φι­σβή­τη­τα ο κο­ρυ­φαί­ος αστυ­νο­μι­κός συγ­γρα­φέ­ας πα­γκο­σμί­ως. Το Νό­μπελ το έχεις ήδη στη βι­βλιο­θή­κη σου.

Οι πι­στοί σου ανα­γνώ­στες
Per Nyquist
& Lars Bang Bang Olufsen


Υ.Γ. Πε­ρι­μέ­νου­με την από­δει­ξη κα­τά­θε­σης του συμ­φω­νη­θέ­ντος πο­σού στην BNP Paribas Bogota και το δεί­πνο θα σερ­βι­ρι­στεί πά­ραυ­τα. Κω­δι­κός: Amanita muscaria. Όπως το δη­λη­τη­ριώ­δες μα­νι­τά­ρι χω­ρίς ίχνη. Εν­δη­μι­κό του βου­νού των Κε­νταύ­ρων. Μ’ αυ­τό εξο­λό­θρευ­σε τον Ηρα­κλή η Δι­ηά­νει­ρα. Επι­τυ­χία εξα­σφα­λι­σμέ­νη.



Ση­μεί­ω­ση:
Ο θά­να­τος θα ’ρ­θει και θα ’χει τα μά­τια σου. Ποι­η­τι­κή συλ­λο­γή του Cesare Pavese.

 

 

αυτόν το μήνα οι εκδότες προτείνουν: