Ρέκβιεμ για τις χαμένες στιγμές

Ο Πετερ Χάντκε και ο Δ.Τ. Άναλις στο καφέ Brazilian, Αθήνα 30.3.2000 (φωτ. Αντιγόνη Βλαβιανού)
Ο Πετερ Χάντκε και ο Δ.Τ. Άναλις στο καφέ Brazilian, Αθήνα 30.3.2000 (φωτ. Αντιγόνη Βλαβιανού)
Ο Peter Handke μεταφράζει την αλληλογραφία Άναλι – Άδωνι

Δύο φί­λοι, δύο ποι­η­τές ανταλ­λάσ­σουν επι­στο­λές το κα­λο­καί­ρι του 1998 –από τον Ιού­νιο έως τα τέ­λη Αυ­γού­στου. Ένα τε­λευ­ταίο γράμ­μα ακο­λου­θεί στις αρ­χές του Σε­πτέμ­βρη. Εί­ναι αβέ­βαιο πό­τε οι επι­στο­λές αυ­τές φτά­νουν στον πα­ρα­λή­πτη τους, κά­ποιες πα­ρα­μέ­νουν για και­ρό ανε­πί­δο­τες, ωστό­σο η απά­ντη­ση φεύ­γει πά­ντα στην ώρα της από τον εκά­στο­τε απο­στο­λέα. Και οι δύο επι­στο­λο­γρά­φοι προ­έρ­χο­νται από τον πο­λι­τι­σμι­κό χώ­ρο της Με­σο­γεί­ου, και οι δύο ζουν στη Γαλ­λία και γρά­φουν στα γαλ­λι­κά.

Ο ένας εί­ναι ο με­γα­λύ­τε­ρος εν ζωή Σύ­ρος ποι­η­τής, o Άδω­νις, ανα­νε­ω­τής της αρα­βι­κής ποί­η­σης, ένας επα­να­στά­της του λό­γου· άσκη­σε, σύμ­φω­να με τον Guardian, «σει­σμι­κή επιρ­ροή» στην αρα­βι­κή ποί­η­ση, αντί­στοι­χη με αυ­τήν που άσκη­σε ο Τ. S. Eliot στην αγ­γλι­κή.[1] Υιο­θε­τεί στα 17 του το ψευ­δώ­νυ­μο Άδω­νις, πί­σω από το οποίο κρύ­βει στο εξής την αλη­θι­νή του ταυ­τό­τη­τα που τρο­μά­ζει τους εκ­δό­τες, οι οποί­οι αρ­νού­νται πει­σμα­τι­κά να εκ­δώ­σουν κεί­με­νά του. Πί­σω από τo μυ­θι­κό, το αρ­χαιο­ελ­λη­νι­κό του προ­σω­πείο, όμως, το­νί­ζει την οι­κου­με­νι­κό­τη­τα της ποι­η­τι­κής δη­μιουρ­γί­ας και ανα­γκά­ζει εκ­δό­τες και ανα­γνω­στι­κό κοι­νό να εστιά­σουν στο τα­λέ­ντο του.

Άδω­νις-Άνα­λις, Αθή­να 2994 (φωτ. Σ. Στά­βε­ρης)

Πο­λέ­μιος του ισλα­μι­σμού και του φο­ντα­με­ντα­λι­σμού, πο­λέ­μιος των κα­θε­στώ­των του Μπεν Άλι και του Άσαντ, αρ­νεί­ται να κά­νει αντι­πο­λί­τευ­ση, για­τί τη θε­ω­ρεί κα­θε­στώς avant la lettre –όχι για­τί δεν έχει άπο­ψη ή για­τί επι­θυ­μεί να μεί­νει ου­δέ­τε­ρος, αλ­λά– για­τί πι­στεύ­ει ακρά­δα­ντα ότι η ιδε­ο­λο­γία εί­ναι ξέ­νη προς στην τέ­χνη.[2]

Ο Εdward Said τον απο­κά­λε­σε τον «πιο τολ­μη­ρό, τον πιο προ­κλη­τι­κό σύγ­χρο­νο Άρα­βα ποι­η­τή», ση­μειώ­νει ο Adam Shatz, που δια­κρί­νει στην πει­ρα­μα­τι­κή γρα­φή τού Άδω­νι το πά­ντρε­μα των ποι­η­τι­κών φορ­μών του μο­ντερ­νι­σμού με τη μυ­στι­κι­στι­κή ει­κο­νο­ποι­ία της κλα­σι­κής αρα­βι­κής ποί­η­σης.[3] Ο Άδω­νις εμπνέ­ε­ται από το σύ­νο­λο τον προ-αρα­βι­κών πο­λι­τι­σμών, που κά­πο­τε συ­να­ντή­θη­καν στον τό­πο του, και γρά­φει για να συ­γκρο­τή­σει τον εαυ­τό του, για­τί πι­στεύ­ει ότι η «ταυ­τό­τη­τα εί­ναι κά­τι το ρευ­στό, συ­γκρο­τεί­ται μό­νον μέ­σα από τη δη­μιουρ­γία ενός έρ­γου». Στη διερ­γα­σία αυ­τή, το «άλ­λο»/το «αλ­λό­τριο» ίσως να εί­ναι ση­μα­ντι­κό­τε­ρο από το «ίδιον»: «Αν τα­ξι­δεύω για να φτά­σω στον εαυ­τό μου», ση­μειώ­νει, «πρέ­πει να πε­ρά­σω από τον άλ­λο.»[4]

Ο έτε­ρος επι­στο­λο­γρά­φος εί­ναι ο Έλ­λη­νας Δη­μή­τρης Τ. Άνα­λις, δι­πλω­μά­της, κα­θη­γη­τής γε­ω­στρα­τη­γι­κής, ει­δι­κός σε θέ­μα­τα δι­καιω­μά­των των μειο­νο­τή­των, κρι­τι­κός, δο­κι­μιο­γρά­φος, με­τα­φρα­στής, μα πά­νω απ’ όλα ποι­η­τής. Ως Έλ­λη­νας που διά­γει το με­γα­λύ­τε­ρο μέ­ρος της ζω­ής του στο Πα­ρί­σι εί­ναι «δι­πλά εξό­ρι­στος», σύμ­φω­να με τον Ulrich Schmidt. Αφε­νός, για­τί, γρά­φο­ντας στα γαλ­λι­κά, δου­λεύ­ει με υλι­κό ξέ­νο προς τον γλωσ­σι­κό του ορί­ζο­ντα, αφε­τέ­ρου για­τί, ως από­γο­νος-επί­γο­νος του αρ­χαιό­τε­ρου ευ­ρω­παϊ­κού πο­λι­τι­σμού, κου­βα­λά­ει διαι­σθη­τι­κά μέ­σα του τη γνώ­ση ότι «το τρα­γι­κό αί­ρει την εμπει­ρία του πα­ρά­λο­γου».[5]

Αυ­τή η δι­πλή του ξε­νό­τη­τα εκ­φρά­ζε­ται στην ποί­η­σή του, αλ­λά και στην αλ­λη­λο­γρα­φία του με τον Άδω­νι, διό­τι στον λό­γο του υπάρ­χει κα­θα­ρή «ανυ­πό­κρι­τη και στοι­χειώ­δης»[6] η δύ­να­μη της γλώσ­σας. Η κα­θα­ρό­τη­τα αυ­τή («πε­φω­τι­σμέ­νη διαύ­γεια»[7] την χα­ρα­κτη­ρί­ζει ο Handke) συ­νι­στά το ιδιαί­τε­ρο ποι­η­τι­κό ηχό­χρω­μα, που δια­μορ­φώ­νε­ται ακρι­βώς λό­γω της από­στα­σης του Άνα­λι από την πρώ­τη, τη μη­τρι­κή του γλώσ­σα. Σ’ αυ­τό το κε­νό υπάρ­χει χώ­ρος να εκ­φρα­στεί η απώ­λεια· «χα­μέ­νο ποι­η­τή» ονο­μά­ζει ο Handke τον Άνα­λι, «ποι­η­τή μιας συ­νε­χώς αυ­ξα­νό­με­νης απώ­λειας» - όχι μό­νον προ­σω­πι­κής. Πεν­θεί για όλα όσα χά­θη­καν αλ­λά και για όσα υπάρ­χουν και δεν μπο­ρούν να ει­πω­θούν. Για­τί η ποί­η­σή του, σύμ­φω­να με τον Handke, «δεν μι­λά πο­τέ γι’ αυ­τά που ο ποι­η­τής γνω­ρί­ζει, ακό­μη κι αν από την τε­ρά­στια γνώ­ση του αφή­νει μό­νον τις ει­κό­νες και τα συ­ναι­σθή­μα­τα, τε­ρά­στια κι’ αυ­τά, αλ­λά με δια­φο­ρε­τι­κό τρό­πο, να δια­φα­νούν και να δρουν στους στί­χους των ποι­η­μά­των του».[8]

Η ιδέα για την αλ­λη­λο­γρα­φία αυ­τή γεν­νή­θη­κε μια νύ­χτα που οι τρεις τους, Άνα­λις, Άδω­νις και Handke, εί­χαν συ­να­ντη­θεί για δεί­πνο σε ένα λι­βα­νέ­ζι­κο εστια­τό­ριο στο 15ο δια­μέ­ρι­σμα του Πα­ρι­σιού. «Ηθι­κός αυ­τουρ­γός» ο ίδιος ο Handke, που εκεί­νο το βρά­δυ, ακού­γο­ντας τους πα­ράλ­λη­λους μο­νό­λο­γους των δύο ποι­η­τών, δια­πί­στω­σε πως, αν και τα λό­για τους δεν «εφά­πτο­νταν» και δεν «τέ­μνο­νταν» που­θε­νά, εντέ­λει οι παύ­σεις, ο ρυθ­μός και η αρ­μο­νία τους τα με­τέ­τρε­πε σε συ­νο­μι­λία δύο οι­κεί­ων. «Αυ­τό που συν­δέ­ει αμ­φό­τε­ρους τους ποι­η­τές [...] εί­ναι μια αί­σθη­ση επεί­γο­ντος, μια απε­γνω­σμέ­νη άμυ­να [...] που επι­μέ­νει στους τό­πους και στις επο­χές κα­τα­γω­γής, μια εμ­μο­νή στην ιδιαι­τε­ρό­τη­τα του εαυ­τού τους, στις χώ­ρες και τον πο­λι­τι­σμό της Ανα­το­λής.»[9] Έτσι, κα­θώς τε­λεί­ω­νε το δεί­πνο, γεν­νή­θη­κε αβί­α­στα στον ακρο­α­τή η ιδέα που τριά­μι­σι χρό­νια αρ­γό­τε­ρα έλα­βε έντυ­πη μορ­φή: «Δώ­στε σ’ αυ­τά που λέ­τε την πρό­σθε­τη διά­στα­ση της συγ­γρα­φής κι εγώ θα τα με­τα­φρά­σω.»[10]

Ενά­ντια στην επο­χή τους που έχει απα­ντή­σεις για όλα, όπως υπο­νο­εί ο Άνα­λις, αλ­λά κα­μία ερώ­τη­ση, οι δύο ποι­η­τές θέ­τουν στις επι­στο­λές τους ερω­τή­μα­τα, που όμως δεν μπο­ρούν ή δεν επι­θυ­μούν να απα­ντή­σουν διε­ξο­δι­κά, για­τί πώς αλ­λιώς θα δια­φα­νούν η απώ­λεια και το κε­νό, για να λάμ­ψει το μυ­στή­ριο των πραγ­μά­των; Έτσι και οι δύο κι­νού­νται στο ασα­φές πε­δίο των υπο­δη­λώ­σε­ων. Eξάλ­λου, «υπάρ­χουν πράγ­μα­τα που δεν μπο­ρείς να εξη­γή­σεις», εξη­γεί ο Άδω­νις. «Ο κό­σμος δεν φτιά­χτη­κε για να τον κα­τα­νο­ή­σoυ­με, αλ­λά για να ανα­στο­χα­ζό­μα­στε και να τον αμ­φι­σβη­τού­με.»[11]


Γερ­μα­νι­κή και γαλ­λι­κή έκ­δο­ση της αλ­λη­λο­γρα­φί­ας

Το φως, ο τό­πος και ο χρό­νος, η σιω­πή και το άφα­το, το κε­νό, η φι­λία, ο έρω­τας, ο θά­να­τος, η ποί­η­ση εί­ναι τα θέ­μα­τα που επα­νέρ­χο­νται στις επι­στο­λές τους, χω­ρίς φτια­σί­δια, μό­νο με το «κα­θα­ρό από­σταγ­μα των ημε­ρών, που περ­νά κα­νείς γρά­φο­ντας».[12] Και οι δύο ποι­η­τές γρά­φουν, σχε­δόν ταυ­τό­χρο­να, κά­πο­τε πα­ράλ­λη­λα, σε πλοία, αε­ρο­πλά­να, πό­λεις, χω­ριά, πά­ντα κά­που ανά­με­σα το Κα­σα­μπίν, στην Αθή­να, το Πα­ρί­σι, το Πα­λέρ­μο, την Πά­ρο ή την Αμορ­γό. Εί­ναι η «αρ­γή κί­νη­ση», η «βρα­δύ­τη­τα» της επι­στο­λής, που τους γοη­τεύ­ει. Οι δύο άντρες θέ­λουν να κερ­δί­σουν τον χρό­νο και τον χώ­ρο που ανοί­γει ανά­με­σα στους συ­νο­μι­λη­τές η γρα­φή, η αί­σθη­ση ή η «χει­ρο­νο­μία» της επι­στο­λο­γρα­φί­ας: «Γυ­ρί­ζω με­θαύ­ριο στο Πα­ρί­σι» –γρά­φει ο Άδω­νις– «Θα εί­σαι εκεί; Θα φτά­σω δί­χως άλ­λο, πριν από αυ­τό το γράμ­μα, κι έτσι, θα το αφή­σω πί­σω μου να πά­ρει το δι­κό του δρό­μο.»[13] Για τους δύο ποι­η­τές, η επι­στο­λή έχει αξία, ακό­μα κι αν μέ­νει ανε­πί­δο­τη. Και οι δύο υπο­τάσ­σο­νται στον «χρό­νο της λέ­ξης», στον ρυθ­μό της γρα­φής: «Απορ­ρο­φη­μέ­νοι από τις λέ­ξεις ση­μαί­νει ότι υπο­βάλ­λου­με το χρό­νο στο ρυθ­μό τους.»[14] Στη δια­δι­κα­σία αυ­τή, ο χώ­ρος εί­ναι αρω­γός. «Εδώ οι τό­ποι εί­ναι σα λευ­κή κόλ­λα χαρ­τί, δεν επι­βάλ­λο­νται, σε αφή­νουν να ανα­πνεύ­σεις. Αυ­τό εί­ναι το με­γα­λείο τους: εί­ναι πα­ρό­ντες δί­χως να σε συν­θλί­βουν.»[15] Ο τό­πος όμως δεν εί­ναι πο­τέ τυ­χαί­ος: Το φό­ντο της γρα­φής και της σκέ­ψης τους πα­ρα­μέ­νει η Με­σό­γειος, «η λε­πτο­με­ρώς εξε­ρευ­νη­μέ­νη εν­δο­χώ­ρα της ψυ­χής» τους. «Δεν μπο­ρώ να φα­ντα­στώ παι­δι­κή ηλι­κία μα­κριά από τις ακτές της, νε­ό­τη­τα, χω­ρίς τον ερω­τι­σμό του βλέμ­μα­τος και τη μυ­ρω­διά που τη χα­ρα­κτη­ρί­ζουν, θά­να­το, χω­ρίς την αξιο­πρέ­πεια που προ­σφέ­ρει το σπα­θί του ήλιου απέ­να­ντι στον χρό­νο»,[16] ση­μειώ­νει ο Άνα­λις.

Οι πα­ρυ­φές της ση­με­ρι­νής Ευ­ρώ­πης, τα πα­ρά­λια της Με­σο­γεί­ου, ο τό­πος κα­τα­γω­γής τους εί­ναι ο τό­πος που τους επι­τρέ­πει την εναρ­μό­νι­ση με έναν άλ­λο χρό­νο ου­σιω­δώς δια­φο­ρε­τι­κό από αυ­τόν που υπα­γο­ρεύ­ει ο δυ­τι­κός τρό­πος ζω­ής, πα­ρα­τη­ρεί ο Σπύ­ρος Μο­σκό­βου, προ­σθέ­το­ντας ότι και οι δύο ποι­η­τές αντι­πα­ρα­θέ­τουν σ’ αυ­τόν μιαν άλ­λη «αντί­λη­ψη για τη χρο­νι­κό­τη­τα, μια αντί­λη­ψη δια­μορ­φω­μέ­νη κά­τω από ένα δια­φο­ρε­τι­κό φως» και υπό την επή­ρεια και «υπο­βο­λή πα­λιών πο­λι­τι­σμών», μια αντί­λη­ψη που ενα­ντιώ­νε­ται στη λο­γι­κή της ορ­γα­νω­μέ­νης κοι­νω­νί­ας που με­τρά τον χρό­νο ανά­λο­γα με την απτή αξιο­ποί­η­σή του.[17]

«Ο χρό­νος, αυ­τή η ψύ­χω­ση του αιώ­να, κα­θρε­φτί­ζε­ται στις επι­φά­νειες της κα­θη­με­ρι­νό­τη­τας. [...] Οι Αμε­ρι­κα­νοί [...] επι­νό­η­σαν τη φρά­ση Time is money. Για μας που προ­ερ­χό­μα­στε από τις ακτές της Με­σο­γεί­ου, ο χρό­νος ήταν, και πα­ρα­μέ­νει, η αιω­νιό­τη­τα και η στιγ­μή. Tί εί­ναι το σή­με­ρα; Εί­χα­με το προ­νό­μιο των λα­ών που κι­νού­νται αρ­γά· το πα­ρελ­θόν μάς εί­χε μά­θει ότι το να μην πη­γαί­νεις γρή­γο­ρα ση­μαί­νει να παίρ­νεις την ίδια κα­τεύ­θυν­ση με τον χρό­νο. Σή­με­ρα, ο χρό­νος εί­ναι μια από τις τε­λευ­ταί­ες ευ­και­ρί­ες που μας έχουν απο­μεί­νει, αλ­λά έχου­με ξε­μά­θει τη χρή­ση του»,[18] ση­μειώ­νει ο Άνα­λις.

Πα­ρό­τι η Με­σό­γειος, ως χώ­ρος των παι­δι­κών τους χρό­νων, λει­τουρ­γεί κα­θο­ρι­στι­κά για τη καλ­λι­τε­χνι­κή τους πο­ρεία, οι δύο άντρες αι­σθά­νο­νται (εν μέ­ρει του­λά­χι­στον) εξό­ρι­στοι ή ανέ­στιοι: «Κα­τά βά­θος βρι­σκό­μα­στε σε ανα­ζή­τη­ση ενός τό­που που να εί­ναι για μας αλη­θι­νή κα­τοι­κία – οι πό­λεις εί­ναι στά­σεις, δια­λείμ­μα­τα. Δεν ζού­με ού­τε στη Βη­ρυ­τό, ού­τε στην Αθή­να, ού­τε στο Πα­ρί­σι. Εί­μα­στε νοι­κά­ρη­δες της πε­ρι­πλά­νη­σής μας»,[19] επι­ση­μαί­νει ο Άνα­λις.

Η από­φα­σή τους να αφε­θούν στην πε­ρι­πλά­νη­ση εί­ναι αυ­τή που τους επι­τρέ­πει εντέ­λει να βρουν τον εαυ­τό τους μέ­σα από τη γρα­φή. Πα­τρί­δα τους η γλώσ­σα. «Προ­σπα­θώ να θυ­μά­μαι», εξη­γεί ο Άνα­λις, «ότι η εθνι­κό­τη­τα όσων γρά­φουν ποί­η­ση, για να μπο­ρέ­σει η γλώσ­σα να συ­νε­χί­σει να υπάρ­χει, εί­ναι η χώ­ρα της πε­ρι­πλά­νη­σης».[20]

Αν μία βε­βαιό­τη­τα ανα­δύ­ε­ται ξε­κά­θα­ρα από αυ­τές τις επι­στο­λές, εί­ναι ετού­τη: ότι πα­τρί­δα, ο φυ­σι­κός, ο οι­κεί­ος χώ­ρος των δύο αν­δρών εί­ναι η γλώσ­σα. Η βε­βαιό­τη­τα αυ­τή δεν κα­τευ­νά­ζει ωστό­σο τον πό­νο που προ­κα­λεί η γνώ­ση της απώ­λειας. Οι δύο ποι­η­τές γρά­φουν για να αιχ­μα­λω­τί­σουν τη μνή­μη, τις χα­μέ­νες στιγ­μές, τα κομ­μά­τια που λεί­πουν, για να συ­γκρο­τή­σουν την υπό­στα­σή τους και να γνω­ρί­σουν τον άλ­λο. Μνή­μη «εί­ναι ένα κομ­μά­τι της ζω­ής μας [...] και χω­ρίς αυ­τό εί­ναι αδύ­να­τον να συν­δέ­σου­με τα στοι­χεία τα οποία μας συν­θέ­τουν, να βρού­με τα κομ­μά­τια που λεί­πουν από το κεί­με­νο το οποίο μας πε­ρι­γρά­φει»,[21] ση­μειώ­νει ο Άνα­λις και αλ­λού προ­σθέ­τει, απευ­θυ­νό­με­νος στον Άδω­νι: «Να σου γρά­φω ση­μαί­νει για μέ­να ότι σε γνω­ρί­ζω κα­λύ­τε­ρα.»[22]

Οι δύο φί­λοι αντι­λαμ­βά­νο­νται την ύπαρ­ξή τους ως από­σταγ­μα της «αλ­χη­μεί­ας χώ­ρου-χρό­νου»[23], ενώ «τα κομ­μά­τια που λεί­πουν εί­ναι τα λι­γό­τε­ρο φω­τι­σμέ­να κομ­μά­τια της ψυ­χής τους», αυ­τά που δια­φεύ­γουν την προ­σο­χή τους και τη συ­νει­δη­τή γνώ­ση του εαυ­τού.[24]

Η αλ­λη­λο­γρα­φία αυ­τή δεν εί­ναι τί­πο­τε άλ­λο πα­ρά η έκ­φρα­ση του πέν­θους, ένα ρέκ­βιεμ για τα χα­μέ­να κομ­μά­τια και τις χα­μέ­νες στιγ­μές, η τε­λε­τή του πέν­θους για την απώ­λεια, για τη φθαρ­τό­τη­τα, για την πα­ρο­δι­κό­τη­τα της στιγ­μής.

Πα­ρό­τι το συ­γκε­κρι­μέ­νο λο­γο­τε­χνι­κό εί­δος εί­ναι ταυ­τι­σμέ­νο με την πρό­ζα, η γρα­φή στις επι­στο­λές αυ­τές πα­ρα­μέ­νει εξό­χως ποι­η­τι­κή. Αν σε κά­ποια ση­μεία, μά­λι­στα, προ­σθέ­τα­με δια­σκε­λι­σμό, θα εί­χα­με μπρο­στά μας κα­θα­ρή, ατό­φια ποί­η­ση, όπως ορ­θά πα­ρα­τη­ρεί ο Stefan Weidner. Η με­τά­φρα­ση του Handke όχι μό­νον δεν απε­μπο­λεί την ποι­η­τι­κό­τη­τα των κει­μέ­νων, αλ­λά την ενι­σχύ­ει, ενώ ταυ­τό­χρο­να πα­ρα­μέ­νει πι­στός στο πνεύ­μα και στον λό­γο τον ποι­η­τών.[25] Στο με­τά­φρα­σμα βλέ­που­με να απο­κρυ­σταλ­λώ­νε­ται σε λέ­ξεις η αγά­πη του για τα Βαλ­κά­νια, κα­θώς και η φι­λία και η εκτί­μη­σή του για τους δύο φί­λους.

Στο ει­σα­γω­γι­κό ση­μεί­ω­μα, που δυ­στυ­χώς δεν υπάρ­χει στην ελ­λη­νι­κή με­τά­φρα­ση, ο Ηandke εξη­γεί τι εί­ναι αυ­τό που τον ώθη­σε να με­τα­φρά­σει τις επι­στο­λές αυ­τές. Τι εί­ναι αυ­τό που τoν πα­ρα­κί­νη­σε μέ­σα από τη με­τά­φρα­ση να συ­νο­μι­λή­σει με τους δύο ποι­η­τές. Ση­μειώ­νει λοι­πόν: «Η φι­λία εί­ναι ένας μα­γνή­της που έλ­κει τα άχρη­στα κομ­μά­τια των λέ­ξε­ων. Αυ­τή την ιδιαι­τε­ρό­τη­τα βρί­σκει κα­νείς στην αλ­λη­λο­γρα­φία με­τα­ξύ φί­λων. Η με­τα­ξύ τους εκτί­μη­ση και εμπι­στο­σύ­νη τους δί­νει τη δυ­να­τό­τη­τα με πο­λύ απλές εκ­φρά­σεις να δι­η­γη­θούν την άλ­λη όψη των εμπει­ριών, που με τη μορ­φή του κα­θη­με­ρι­νού αιχ­μα­λω­τί­ζουν την ου­σία. […] Πα­τρί­δα τους εί­ναι η ποί­η­ση. Και μέ­νουν στην επι­κρά­τειά της για να δι­δα­χθούν την εκ­φο­ρά των λέ­ξε­ων, στην κα­θα­ρό­τη­τά τους.»[26] Ο Ηandke ακού­ει και δια­με­σο­λα­βεί, εί­ναι δια­κρι­τι­κά πα­ρών στο διά­λο­γο των δύο ποι­η­τών. Και γι’ αυ­τό τον ευ­χα­ρι­στού­με.


ΣΧΕΤΙΚΑ ΚΕΙΜΕΝΑ
 

αυτόν το μήνα οι εκδότες προτείνουν: