Βιογραφία ενός χεριού

Σχέδιο του Έσερ
Σχέδιο του Έσερ

Κωνσταντίνος Νικολάου, «Βιογραφία ενός χεριού», Περισπωμένη 2022



Πολύ πρω­τό­τυ­πο, εν­δια­φέ­ρον και πλη­ρο­φο­ρη­τι­κό ήτοι η πλη­ρο­φο­ρία δί­νε­ται έτσι ώστε να τα­ρά­ζει τα νε­ρά, να δη­μιουρ­γεί εντύ­πω­ση, να κά­νει σά­λο. Και ο σά­λος γεν­νιέ­ται με το βι­βλίο Βιο­γρα­φία ενός χε­ριού του ποι­η­τή Κων­στα­ντί­νου Νι­κο­λά­ου, που εί­χε την ιδέα να στα­θεί μπρο­στά σε κά­θε με­γά­λο έρ­γο και δη­μιουρ­γό και να φέ­ρει τα πά­νω κά­τω και τα μέ­σα έξω. Από την πα­ρα­τή­ρη­ση προ­κύ­πτει πως ο Νι­κο­λά­ου δεν εί­ναι απλώς ποι­η­τής, αλ­λά εί­ναι και ιστο­ρι­κός με­λε­τη­τής και κρι­τι­κός τέ­χνης και θαυ­μα­στής και ρε­α­λι­στής και Σκε­πτό­με­νος. Η μα­τιά του όμως εί­ναι λο­ξή. Προ­σπερ­νά­ει αυ­τό που βλέ­που­με όλοι και σκέ­φτε­ται την πραγ­μα­τι­κό­τη­τα που προη­γή­θη­κε του καλ­λι­τε­χνι­κού απο­τε­λέ­σμα­τος. Δεν εί­ναι λοι­πόν ένας θαυ­μα­στής που κα­τα­πί­νει αμά­ση­το το θέ­α­μα, το έρ­γο τέ­χνης, αλ­λά αι­ρε­τι­κός που σκα­λί­ζει την επι­φά­νεια για να μας δεί­ξει το απο­κά­τω…

Ως εκ τού­του, κα­θό­λου δεν κιν­δυ­νεύ­ει να πά­θει αυ­τό που έπα­θε ο Στα­ντάλ όταν επι­σκέ­φτη­κε το 1817 τη Φλω­ρε­ντία και ει­δι­κά τη Σά­ντα Κρό­τσε και ένιω­σε τα­χυ­παλ­μία από τη συ­γκί­νη­ση μπρο­στά στους τά­φους των επι­φα­νών Μι­χα­ήλ Αγ­γέ­λου, Μα­κια­βέ­λι και Γα­λι­λέ­ου. Την εμπει­ρία του αυ­τή ανα­φέ­ρει στο βι­βλίο του με τον τί­τλο Νά­πο­λη και Φλω­ρε­ντία. Ένα τα­ξί­δι από το Μι­λά­νο στο Ρέ­τζιο. Οι επι­στή­μο­νες ονό­μα­σαν την πε­ρί­πτω­ση «σύν­δρο­μο Στα­ντάλ» / Stendhal Syndrome. Για κά­ποιον άλ­λον πρό­σφα­τα, εί­παν ότι έπα­θε καρ­δια­κή προ­σβο­λή μπρο­στά στη Γέν­νη­ση της Αφρο­δί­της του Μπο­τι­τσέ­λι, στη Γκα­λε­ρί Ου­φί­τσι. Τη σκυ­τά­λη στην έρευ­να παίρ­νουν οι ψυ­χα­να­λυ­τές οι οποί­οι απο­δί­δουν το σύν­δρο­μο στην ενερ­γο­ποί­η­ση συ­ναι­σθη­μα­τι­κών πε­ριο­χών του εγκε­φά­λου. Κά­τι ανά­λο­γο έπα­θε ο Φρόιντ όταν εί­δε από κο­ντά την Ακρό­πο­λη.

Εδώ βε­βαί­ως θα πρέ­πει να διευ­κρι­νί­σου­με ότι εί­ναι άλ­λος ο Στα­ντάλ, άλ­λος ο Φρόιντ, άλ­λος ο Νι­κο­λά­ου και άλ­λος ο του­ρί­στας. Αφή­νο­ντας τους ευαί­σθη­τους και τους αναί­σθη­τους στην άκρη, ασχο­λού­μα­στε με τον Σκε­πτό­με­νο. Δεν εί­ναι τυ­χαίο ότι τον έβα­λε πρώ­το στη συλ­λο­γή του ο Νι­κο­λά­ου. Επο­μέ­νως μι­λά­με για τη με­γα­λο­φυία εκεί­νου που το χέ­ρι του στα­μά­τη­σε τη ρό­δα του χρό­νου να γυ­ρί­ζει. Στα­μά­τη­σε και την καρ­διά και την ανά­σα εκεί­νου που βλέ­πει. Ο Ρε­μπό μι­λού­σε για το χέ­ρι La main à plume vaut la main à charrue- Quel siècle à mains!… (Mauvais Sang) δη­λα­δή «το χέ­ρι με πέ­να αξί­ζει όσο ένα χέ­ρι με αλέ­τρι. Τι αιώ­νας χε­ριών» («Κα­κό αί­μα», με­τά­φρα­ση του Ν. Σπά­νια).

Το βι­βλίο χω­ρί­ζε­ται σε τέσ­σε­ρις ενό­τη­τες. Στην πρώ­τη τα πρό­σω­πα από την Ανα­γέν­νη­ση και ύστε­ρα, στη δεύ­τε­ρη η αρ­χαιό­τη­τα με τα δι­κά της, στην τρί­τη τα δι­κά μας και στην τέ­ταρ­τη επί­σης.

Ο Νι­κο­λά­ου δεν κιν­δυ­νεύ­ει από overdose, αντί­θε­τα, μι­σο­κλεί­νο­ντας τα μά­τια και κοι­τά­ζο­ντας κα­λά τον άν­δρα που σκέ­πτε­ται, τον Σκε­πτό­με­νο ή Δια­νο­ού­με­νο ή Στο­χα­στή του Ρο­ντέν ή Mr Cogito του Herbert, μας δεί­χνει τι δεν σκε­φτό­μα­στε εμείς, «Το μαρ­τύ­ριο του Στο­χα­στή». Τι στά­ση εί­ναι αυ­τή, πώς κά­θε­ται έτσι πά­νω στην πέ­τρα∙ «θα συμ­φω­νή­σε­τε πως ο Ρο­ντέν/ μου έδω­σε μια άβο­λη στά­ση/ …Εί­μαι μπρού­τζι­νος, γυ­μνός, /…όλοι μου οι μύ­ες εί­ναι σφιγ­μέ­νοι/ Ο δε­ξιός αγκώ­νας εί­ναι πα­ρα­δό­ξως / ακου­μπι­σμέ­νος στον αρι­στε­ρό μη­ρό / ενώ τα δά­χτυ­λα του δε­ξιού χε­ριού/ στη­ρί­ζουν το κε­φά­λι μου/ συ­μπιέ­ζο­ντας το στό­μα… εί­ναι πρα­κτι­κά αδύ­να­τον/ να κά­νω οποια­δή­πο­τε σκέ­ψη./ Η ει­ρω­νεία εί­ναι / πως πα­ρι­στά­νω τον σκε­πτό­με­νο».

Μ! αυ­τά λέ­ει το μο­ντέ­λο, για το οποίο κα­θό­λου δεν νοιά­ζε­ται ο Ρο­ντέν, ο οποί­ος κά­νει Τέ­χνη και θέ­λει να δεί­ξει με τη στά­ση που επέ­λε­ξε ίσως τη «ρη­το­ρι­κή των μυώ­νων», όπως έλε­γε η Μα­ρί­να Λα­μπρά­κη-Πλά­κα (θυ­μη­θεί­τε πως στρε­βλώ­νει το μο­ντέ­λο ο Μπαλ­ζάκ στο Άγνω­στο Αρι­στούρ­γη­μα ή ο Μι­σέλ Πι­κο­λί την Ωραία Κα­βγα­τζού στην ται­νία του Ζακ Ρι­βέτ). Τον ονό­μα­σε Σκε­πτό­με­νο όχι για­τί το μο­ντέ­λο σκέ­πτε­ται τα βά­σα­νά του, που τα σκέ­πτε­ται και το ποί­η­μα αυ­τό μας λέ­ει, αλ­λά για­τί σκέ­πτε­ται ο ίδιος να τον βά­λει στην Πύ­λη της Κό­λα­σης του Δά­ντη κι όποιος πε­ρά­σει αυ­τή την πόρ­τα κα­μιά ελ­πί­δα δεν έχει.

Ο Νι­κο­λά­ου μας μι­λά­ει μέ­σα από τα έρ­γα της τέ­χνης για κά­τι άλ­λο πέ­ρα από την τέ­χνη. Μας δεί­χνει τι πολ­λά θα εί­χε να σκε­φτεί ένας γλύ­πτης μπρο­στά στο γλυ­πτό που θα ήθε­λε να τα­ρά­ζει λί­γο σαν τον όφι στον Πα­ρά­δει­σο την απο­χαύ­νω­ση των μη ει­δό­των… Θέ­λει να κά­νει τον μπρού­τζο του να φι­λο­σο­φή­σει … «Η επιρ­ροή του Μι­κε­λάν­τζε­λο εί­ναι αι­σθη­τή», τα βά­σα­να του μο­ντέ­λου πε­ρα­στι­κά, ο Σκε­πτό­με­νος όμως δια­σχί­ζει τους αιώ­νες.

Στο δεύ­τε­ρο ποί­η­μα, όλα στρα­βά κι ανά­πο­δα για τον πε­ρί­φη­μο Θερ­βά­ντες, πο­λέ­μη­σε στη Ναυ­μα­χία της Ναυ­πά­κτου, έχα­σε το αρι­στε­ρό του χέ­ρι, που­λή­θη­κε σκλά­βος, επα­νήλ­θε… εί­χε όμως το δε­ξί για να γρά­ψει τον Δον Κι­χώ­τη….

Τι από­μει­νε από τον Να­πο­λέ­ο­ντα; Ένα μι­κρό κου­τά­κι με κά­τι από τα υπό­λοι­πά του. Μ’ αυ­τό το κά­τι κα­τέ­κτη­σε γυ­ναί­κες βα­σί­λισ­σες και αυ­το­κρα­το­ρί­ες. Θε­ω­ρού­σε ασυγ­χώ­ρη­το να τον αιφ­νι­διά­σει ο αντί­πα­λος. Να που τον αιφ­νι­δί­α­σε η μοί­ρα «και αυ­τό εί­ναι όντως ασυγ­χώ­ρη­το».

Ο Βερ­μίρ εί­ναι μια άλ­λη πε­ρί­πτω­ση απο­τυ­χη­μέ­νης κα­τά­λη­ξης του βί­ου, όμως στο Κο­ρί­τσι με το μαρ­γα­ρι­τα­ρέ­νιο σκου­λα­ρί­κι –η κό­ρη του ή η υπη­ρέ­τρια; τι μας νοιά­ζει –«το σκου­λα­ρί­κι κρέ­με­ται / στο σω­στό αυ­τί».

Εν­δια­φέ­ρου­σα η πε­ρί­πτω­ση του μα­νιο­κα­τα­θλι­πτι­κού Αλέ­ξαν­δρου και η σχέ­ση με τη μά­να του. Βρή­κε μια νε­ό­τε­ρη ο Φί­λιπ­πος; Θα δει τι θα πά­θει!

Κι εί­ναι πα­ντού ο θά­να­τος πα­ρών. Μά­ταιες όλες οι προ­φυ­λά­ξεις, Αν γλι­τώ­σεις από τον καρ­κί­νο, θα βρε­θεί άλ­λο μο­νο­πά­τι∙ «Κά­θε φο­ρά… νέα αί­τια προ­κύ­πτουν. / Η φθο­ρά θριαμ­βεύ­ει/Το τέ­λος εί­ναι ένα» («Nascentes Mopimur»).

Το τε­λευ­ταίο ποί­η­μα έχει για θέ­μα του και πά­λι την Κό­λα­ση του Δά­ντη. Το σχή­μα του εί­ναι κώ­νος. Κώ­νος ο ανε­μο­δεί­κτης (όσα παίρ­νει ο άνε­μος), κώ­νος το χω­νά­κι του μι­κρού παι­διού (όσο γλεί­φει λι­γο­στεύ­ει), κώ­νος η Κό­λα­ση, όπως τη ζω­γρά­φι­σε ο Μπο­τι­τσέ­λι, κώ­νος το κα­πέ­λο τις Από­κριες (πε­ρα­στι­κές και αυ­τές), κώ­νος «τα γράμ­μα­τα στη «βά­ση/ της/ κ /λεψ/ ύδρας». «Ύδρας», εί­ναι η λέ­ξη στα­γό­να, τε­λευ­ταία στην τρύ­πα του χω­νιού∙ νε­ρό ή τέ­ρας; Ωστό­σο, αν δού­με το χω­νί σαν πο­τή­ρι ανοι­χτό σα­μπά­νιας, μας απο­μέ­νει να πιού­με ή να απο­βλη­θού­με στο χά­ος από τη μι­κρή τρύ­πα του κώ­νου - χω­νιού.

Η συλ­λο­γή τε­λειώ­νει με τη απο­φα­σι­στι­κή φρά­ση-κί­νη­ση του Καί­σα­ρα Alea iacta est, όπερ εστίν με­θερ­μη­νευό­με­νον, πά­με και γαία πυ­ρί μει­χθή­τω. Αν υπο­λο­γί­σου­με πως χα­ρές, πλού­τη, ομορ­φιά, νιά­τα, δό­ξες, άμα χα­θεί το σαρ­κίο, πά­ντα ταύ­τα εξη­φά­νι­σται… Κα­λύ­τε­ρα ας μην το σκε­φτό­μα­στε εμείς. Το ξέ­ρει ο για­τρός, ο Χρό­νος και ο Σκε­πτό­με­νος …

ΑΛΛΑ ΚΕΙΜΕΝΑ ΤΟΥ ΣΥΓΓΡΑΦΕΑ
 

αυτόν το μήνα οι εκδότες προτείνουν: