De la musique avant toute chose

Ο Νιζίνσκι (1890-1950) το 1907
Ο Νιζίνσκι (1890-1950) το 1907

Εντύ­πω­ση με­γά­λη μού εί­χε κά­νει το σχό­λιο στον Ωραίο λο­χα­γό του Μέ­νη Κου­μα­ντα­ρέα, που έκα­νε τη διά­κρι­ση ανά­με­σα στον ανά­λα­φρο Μό­τσαρτ και στον βα­ρύ Τσαϊ­κόφ­σκι. Χρειά­στη­καν πολ­λά χρό­νια και πολ­λά ντο­κι­μα­ντέρ στο κα­νά­λι της Βου­λής για να κα­τα­λά­βω για­τί ήταν «βα­ρύς» ο Τσαϊ­κόφ­σκι. Και κα­τά­λα­βα, βέ­βαια, πως μό­λις πά­ει να χα­ρεί κά­τι στη ζωή του, πα­ρου­σιά­ζε­ται μπρο­στά του ο κα­κός μά­γος και ο μαύ­ρος κύ­κνος. Κι εδώ μπο­ρού­με να θυ­μη­θού­με εκεί­νο που εί­ναι ήδη ει­πω­μέ­νο και γνω­στό. Ο Όμη­ρος δεν μας δί­νει τη δυ­σο­σμία των πτω­μά­των στη μά­χη, πα­ρά μό­νο τη λάμ­ψη και την ομορ­φιά των νε­κρών πα­λι­κα­ριών. Έτσι και ο Τσαϊ­κόφ­σκι δεν μας δί­νει την τρα­γι­κή ζωή του, πα­ρά μια αρι­στουρ­γη­μα­τι­κή καλ­λι­τε­χνι­κή πα­ραλ­λα­γή της ψυ­χι­κής πλη­γής, τυ­λιγ­μέ­νη στις γά­ζες από τα τού­λια που φο­ρούν οι μπα­λα­ρί­νες ή με­τα­πλα­σμέ­νη στους βα­ρείς τό­νους της Πα­θη­τι­κής του. Και ο Μό­τσαρτ; Ο Αϊν­στάιν, που έπαι­ζε βιο­λί σε κουαρ­τέ­το εγ­χόρ­δων, έλε­γε ότι η μου­σι­κή του Μό­τσαρτ ήταν τό­σο κα­θα­ρή και όμορ­φη, και τη θε­ω­ρού­σε αντα­νά­κλα­ση της εσω­τε­ρι­κής ομορ­φιάς του σύ­μπα­ντος! Εδώ θα έβα­ζα την πι­νε­λιά του Οδυσ­σέα Ελύ­τη, με εκεί­νο το μι­κρό αρι­στουρ­γη­μα­τά­κι, Mozart: Romance, από το κον­τσέρ­το για πιά­νο αρ. 20, KV 466: «Το κε­φά­λι μου ακου­μπά­ει στον Πό­λο… / Με το πλάι κοι­μού­μαι κοι­μού­μαι / Κι ακούω τις μη­χα­νές της γης που τα­ξι­δεύ­ει», γραμ­μέ­νο στα 1960.
«Η μου­σι­κή και το πυ­ρο­βο­λι­κό εί­ναι οι πιο ακρι­βο­πλη­ρω­μέ­νοι θό­ρυ­βοι», εί­πε ο Αλέ­ξης Παν­σέ­λη­νος ότι έλε­γε ο πα­τέ­ρας ότι εί­χε πει ο Τολ­στόι. Ωραία η δια­δο­χι­κή αφή­γη­ση και η ακο­λου­θία των χρό­νων, με τη σκυ­τά­λη από τον έναν στον άλ­λον, που φτά­νει ως εμέ­να, κι εγώ το λέω σε σας. Εί­ναι πο­λύ με­γά­λη ιστο­ρία πώς ο Τολ­στόι απέρ­ρι­ψε συ­νο­λι­κά, προς το τέ­λος της ζω­ής του, ακό­μα και τον Μπε­τό­βεν, θε­ω­ρώ­ντας ότι ένα ζευ­γά­ρι μπό­τες εί­ναι ση­μα­ντι­κό­τε­ρες από τα άπα­ντα του Σαίξ­πηρ, ας πα­ρα­δε­χτού­με ότι δί­κιο έχει υπό ορι­σμέ­νας συν­θή­κας… Αλ­λά πα­ρα­κάμ­πτω τον σκό­πε­λο και ανα­τρέ­χω στο σχο­λι­κό μου βι­βλίο της Ιστο­ρί­ας, για να πω πως εκεί πρω­το­διά­βα­σα για τον Μπε­τό­βεν και τον Μό­τσαρτ που άκου­γα στο Τρί­το! Τα­ρα­κού­νη­μα γε­ρό· έκ­πλη­ξη! Δη­λα­δή αυ­τοί που άκου­γα στο ρα­διό­φω­νο ήταν και στο βι­βλίο μου μέ­σα; Η ανα­φο­ρά τους στο σχο­λι­κό βι­βλίο τούς κα­τα­κύ­ρω­νε ακό­μα πε­ρισ­σό­τε­ρο και τους έκα­νε πιο ση­μα­ντι­κούς στα μά­τια μου και στη συ­νεί­δη­σή μου. Αν και εί­χα αρ­χί­σει να ακούω από τα δε­κα­τρία μου το Τρί­το Πρό­γραμ­μα, με­τά την επι­σή­μαν­ση της πα­ρου­σί­ας των με­γά­λων μου­σουρ­γών στο σχο­λι­κό βι­βλίο, έγι­να φα­να­τι­κό­τε­ρη. Αρ­γό­τε­ρα, όταν διά­βα­σα Σε­φέ­ρη και Ελύ­τη, και άλ­λους βέ­βαια, και εί­δα ποιους κλα­σι­κούς άκου­γαν, πή­γαι­να στη Λέ­σχη του Δί­σκου, στη Στοά της Όπε­ρας, και αγό­ρα­ζα τα έρ­γα που εκεί­νοι άκου­γαν. Μά­λι­στα ο Σε­φέ­ρης έχει την εξής πα­ρα­τή­ρη­ση που με κέ­ντρι­σε αμέ­σως: «Η ποί­η­ση του Αι­σχύ­λου, η μου­σι­κή του Μπαχ ή το 15ο Κουαρ­τέ­το, κι αν ακό­μα θρυμ­μα­τι­στεί η γης, θα μεί­νουν στον αιώ­να» (Δο­κι­μές Α΄, σ. 123). Με­τά από αυ­τό πή­γα στη δι­σκο­θή­κη μου να βρω τον Μπαχ (1685-1750), που τό­τε δεν τον εί­χα και σε πρώ­τη προ­τί­μη­ση. Τέ­τοιο έρ­γο δεν εί­χα. Τα χρό­νια πέ­ρα­σαν και το ξέ­χα­σα, μέ­χρι που ξα­νά­πε­σα πά­νω στον Σε­φέ­ρη και αφού πια εί­χα ίντερ­νετ… έψα­ξα, αλ­λά και πά­λι δεν το βρή­κα. Τό­τε απευ­θύν­θη­κα στη φί­λη μου την Χρι­στί­να Πα­ντε­λί­δου που παί­ζει όμποε και κορ αν­γκλέ στην Κρα­τι­κή Ορ­χή­στρα, στο Μέ­γα­ρο. Μα, μου λέ­ει, το 15ο εί­ναι αριθ­μός μέ­ρους, όχι κον­τσέρ­του. Τα κον­τσέρ­τα εί­ναι έξι. Six Concerts à plusieurs instruments (Έξι κον­τσέρ­τα για πολ­λά όρ­γα­να). Τo πρώ­το έχει τέσ­σε­ρα μέ­ρη. Τα υπό­λοι­πα έχουν από τρία μέ­ρη. Άρα ο Σε­φέ­ρης μι­λά­ει για το 2ο μέ­ρος του 5ου κον­τσέρ­του, το affettuoso. Μου τα χά­ρι­σε. Κι εγώ τα άκου­σα πά­λι και πά­λι, και από­λαυ­σα τη γοη­τεία του με­γά­λου Κά­ντο­ρα. Ο Μό­τσαρτ (1756-1791) τον απο­κα­λού­σε «πα­τέ­ρα της αρ­μο­νί­ας». Βέ­βαια ο πο­λύς κό­σμος τον ξέ­ρει από την κα­τα­πλη­κτι­κή Το­κά­τα και Φού­γκα σε ρε μι­νό­ρε. Από τα Βρα­δεμ­βούρ­για, πά­ντως, εμέ­να μου αρέ­σει το 4ο πιο πο­λύ, αλ­λά δεν έχει ση­μα­σία. Ση­μα­σία έχει πως αυ­τά τα κον­τσέρ­τα ο Σε­φέ­ρης τα το­πο­θε­τεί πλάι στην Ορέ­στεια!
Υπήρ­χαν, για να πω τη μαύ­ρη αλή­θεια, πολ­λές πε­ρι­πτώ­σεις που δεν μπο­ρού­σα να εξη­γή­σω ορι­σμέ­να σχό­λια, όπως, π.χ., για­τί του άρε­σε ο Στρα­βίν­σκι και δεν του άρε­σε ο Στρά­ους που τον απο­κα­λού­σε «δό­χτο­ρα». Άρ­γη­σα, αλ­λά το έμα­θα. Όταν ρώ­τη­σαν τον Στρα­βίν­σκι τι επάγ­γελ­μα εί­χε, εκεί­νος απά­ντη­σε «εφευ­ρέ­της μου­σι­κής», κα­θώς γρά­φει η μου­σι­κο­κρι­τι­κός φί­λη μου Μα­ρία Κο­το­πού­λη (βλ. ηλε­κτρο­νι­κό πε­ριο­δι­κό Διά­στι­χο, Στρα­βίν­σκι, Στρά­ους), και το απέ­δει­ξε με την Ιε­ρο­τε­λε­στία της άνοι­ξης. Εφευ­ρέ­της εί­ναι αυ­τός που εφευ­ρί­σκει νέ­ους τρό­πους, δρό­μους και προ­χω­ρεί πέ­ρα από τα γνω­στά και κε­κτη­μέ­να. Γι’ αυ­τόν τον «εφευ­ρέ­τη» ο Σε­φέ­ρης έκα­νε δια­λέ­ξεις στην Αμε­ρι­κή.
Δια­βά­ζο­ντας τα γρα­πτά του Σε­φέ­ρη, ακού­γο­ντας τη μου­σι­κή του Στρα­βίν­σκι, βλέ­πο­ντας την Ιε­ρο­τε­λε­στία της άνοι­ξης με τα μπα­λέ­τα του Μω­ρίς Μπε­ζάρ, κα­τά­λα­βα τι εν­νο­εί ο Σε­φέ­ρης όταν δη­λώ­νει την αγά­πη του στην πιο «ίσια έκ­φρα­ση». Πο­λύ αρ­γό­τε­ρα εί­δα και την ται­νία Κο­κό και Ιγκόρ, που αφο­ρά την ερω­τι­κή ιστο­ρία του Στρα­βίν­σκι με τη με­γά­λη κυ­ρία της μό­δας, Κο­κό Σα­νέλ. Εκεί­νη η βί­αιη έναρ­ξη από το μπα­λέ­το έδι­νε ιδιαί­τε­ρα δρα­μα­τι­κό τό­νο. Ο Στρα­βίν­σκι με αυ­τό το έρ­γο φέρ­νει στο προ­σκή­νιο μνή­μες από την πα­γα­νι­στι­κή Ρω­σία. Στη μορ­φή όμως χρη­σι­μο­ποί­η­σε και­νούρ­γιες φόρ­μες και εκ­φρα­στι­κά μέ­σα που εί­χαν εγκα­τα­λει­φθεί τον 19ο αιώ­να. Ο ρυθ­μός του εί­ναι γε­μά­τος ποι­κί­λες προ­σεγ­γί­σεις, ενώ η αρ­μο­νία έχει δευ­τε­ρεύ­ου­σα ση­μα­σία, κά­τι που ξε­νί­ζει ένα συμ­βα­τι­κό αυ­τί. Κι αυ­τή ήταν η αι­τία για την απόρ­ρι­ψη του έρ­γου από το κοι­νό. Φιά­σκο η πα­ρά­στα­ση και σκάν­δα­λο. Τα ει­ρω­νι­κά γέ­λια, οι απο­δο­κι­μα­σί­ες και οι δια­μαρ­τυ­ρί­ες δη­μιούρ­γη­σαν σά­λο, τό­σο που δια­κό­πη­κε η πα­ρά­στα­ση. Και με­τά άρ­χι­σαν οι αλ­λη­λο­κα­τη­γο­ρί­ες.
Ο Νι­ζίν­σκι κα­τη­γο­ρού­σε τον Στρα­βίν­σκι για τη δυ­σκο­λία των χο­ρευ­τών να χο­ρέ­ψουν τη μου­σι­κή του, ο Στρα­βίν­σκι κα­τη­γο­ρού­σε τον Νι­ζίν­σκι για την ανα­πο­τε­λε­σμα­τι­κή και «εξε­ζη­τη­μέ­νη» χο­ρο­γρα­φία του, και ο Ντια­γκί­λεφ έκλαι­γε τα λε­φτά του. Ωστό­σο, οι σύγ­χρο­νοι του Στρα­βίν­σκι ανα­γνώ­ρι­σαν στην Ιε­ρο­τε­λε­στία και ιδιαί­τε­ρα στον τε­λι­κό «Θυ­σια­στή­ριο χο­ρό» την πρω­τό­γο­νη δύ­να­μη του ρυθ­μού, μια μου­σι­κή που εκ­φρά­ζει την επί­γεια χα­ρά και τον ου­ρά­νιο θρί­αμ­βο, όπως τα αντι­λαμ­βά­νε­ται ένας Σλά­βος. Αυ­τά στα 1913. Για­τί αρ­γό­τε­ρα ο Στρα­βίν­σκι την ξα­να­δού­λε­ψε την Ιε­ρο­τε­λε­στία και σή­με­ρα πια οι πά­ντες θαυ­μά­ζουν και κα­τα­χει­ρο­κρο­τούν με εν­θου­σια­σμό. Χρειά­στη­καν 100 χρό­νια για να εξοι­κειω­θούν τα προ­σλη­πτι­κά μέ­σα του μέ­σου ακρο­α­τή.
Ο Σε­φέ­ρης έχει γρά­ψει ένα ωραίο ποί­η­μα, με τον τί­τλο «Νι­ζίν­σκι», για να απο­δώ­σει ποι­η­τι­κά το θαύ­μα που επι­τε­λεί χο­ρευ­τι­κά ο μέ­γας χο­ρευ­τής, ο άν­θρω­πος o οποί­ος έλε­γε: “I am a man of motion not immobility”. Η φρά­ση αυ­τή βρί­σκε­ται στο ημε­ρο­λό­γιο του Νι­ζίν­σκι, το οποίο βρέ­θη­κε στα χέ­ρια του Lawrence Durrell, ο οποί­ος ση­μειώ­νει πλάι στη ση­μεί­ω­ση του Νι­ζίν­σκι: “I want to stand still and dance inside”. Ο Ντά­ρελ δα­νεί­ζει το ημε­ρο­λό­γιο στον Χέν­ρι Μί­λερ Miller, ο οποί­ος με τη σει­ρά του ση­μειώ­νει: “The man who wrote this letter was no madman! He was nearer to being a god!” Στη συ­νέ­χεια ο Miller δά­νει­σε το ημε­ρο­λό­γιο στον Σε­φέ­ρη, και ο Σε­φέ­ρης με­τα­φέ­ρει τα πα­ρα­πά­νω στις Μέ­ρες Γ΄ (σ. 153).

De la musique avant toute chose

Το ποί­η­μα για τον Νι­ζίν­σκι μοιά­ζει με ποι­η­τι­κή προ­σω­πο­γρα­φία του με­γά­λου χο­ρευ­τή, βγαλ­μέ­νη όμως από τα υλι­κά των μπα­λέ­των του. Για­τί αυ­τά όλα που κά­νει μέ­σα στο ποί­η­μα δεν εί­ναι άλ­λο από την πε­ρι­γρα­φή μπα­λέ­του που, προ­φα­νώς, ο Σε­φέ­ρης εί­δε όταν ήταν στο Λον­δί­νο, και έχω την εντύ­πω­ση ότι πρό­κει­ται για το Που­λί της φω­τιάς (Loiseau du feu): «Πα­ρου­σιά­στη­κε κα­θώς κοί­τα­ζα στο τζά­κι μου τ’ αναμ­μέ­να κάρ­βου­να… τρά­βη­ξε ένα σπίρ­το, έβα­λε φω­τιά… χά­θη­κε πί­σω από μια πε­λώ­ρια φλό­γα… ένα πορ­φυ­ρό κυ­πα­ρίσ­σι». Ο Στρα­βίν­σκι εί­χε συ­νερ­γα­στεί με τον Νι­ζίν­σκι στην Ιε­ρο­τε­λε­στία της άνοι­ξης, όπως ήδη εί­πα, κα­θώς και στο Απο­με­σή­με­ρο ενός φαύ­νου, αλ­λά δεν εί­μαι σί­γου­ρη ότι χό­ρε­ψε και το Που­λί της φω­τιάς. Το μπα­λέ­το, ωστό­σο, πα­ρου­σιά­στη­κε στο Πα­ρί­σι το 1910, και η πε­ρι­γρα­φή σε αυ­τό πα­ρα­πέ­μπει. Στο μέ­σον του ποι­ή­μα­τός του ο Σε­φέ­ρης βλέ­πει τον Νι­ζίν­σκι να πιά­νε­ται από το σύρ­μα της λά­μπας, να κι­νεί­ται, να αφή­νε­ται και «να γρά­φει τον αριθ­μό 8». Του Σε­φέ­ρη τού άρε­σε να πα­ρα­κο­λου­θεί τις δε­κο­χτού­ρες που έγρα­φαν οχτά­ρια, αν δεν με απα­τά η μνή­μη θεά, που εσχά­τως άρ­χι­σε να με μι­σεί. Στο κέ­ντρο του ποι­ή­μα­τος του πέ­φτει η προ­σω­πί­δα και ακού­γε­ται «κι ένας κα­τα­κλυ­σμιαί­ος ήχος, σαν να εί­χαν σω­ρια­στεί μια στοί­βα τά­σια σε νε­κρώ­σι­μο εμ­βα­τή­ριο». Στους τε­λευ­ταί­ους στί­χους τον βλέ­πει «να βυ­θί­ζε­ται σε μια πρά­σι­νη πα­γό­δα που εί­ναι ζω­γρα­φι­σμέ­νη πά­νω στο χα­λί του»! Ο θό­ρυ­βος με τα τά­σια, τα κρου­στά μιας μπά­ντας, ας πού­με, του εί­ναι ενο­χλη­τι­κός και ως ενο­χλη­τι­κό μάς τον δί­νει και στο ποί­η­μα «Λε­ω­φό­ρος Συγ­γρού, Β΄», σαν «σι­δε­ρέ­νια και μπρού­τζι­νη μπό­ρα», από τα «τα­μπούρ­λα και λα­λού­με­να, πέ­τα­λα αλό­γων και κραυ­γές» στην πε­ρι­γρα­φή της υπο­δο­χής του βα­σι­λιά Γε­ωρ­γί­ου Β΄ το 1935, όταν ο βα­σι­λιάς επέ­στρε­φε στην Αθή­να από το Φά­λη­ρο, μέ­σα σε εν­θου­σιώ­δη υπο­δο­χή, δια­σχί­ζο­ντας τη Λε­ω­φό­ρο Συγ­γρού, με­τά το δη­μο­ψή­φι­σμα που επα­νέ­φε­ρε τη Βα­σι­λεία. Όσο για το βύ­θι­σμα του Νι­ζίν­σκι στο χα­λί, αυ­τό πι­στεύω ότι εντάσ­σε­ται στη γε­νι­κό­τε­ρη αντί­λη­ψη του Σε­φέ­ρη, μο­τί­βο επα­νερ­χό­με­νο στην ποί­η­σή του, με πο­λι­τι­κά και κοι­νω­νι­κά συ­μπα­ρα­δη­λού­με­να.
Και το αε­ρι­κό Νι­ζίν­σκι αστρά­φτει. Κι ο Mα­λαρ­μέ για την ανα­λο­γία: “Et j’ ai cru voir la fée au chapeau de clarte”, επει­δή και διά του ασχέ­του ανα­κα­λύ­πτε­ται σχέ­ση, επει­δή η fée συγ­γε­νεύ­ει με την feu, επει­δή μια τέ­τοια έχω κι εγώ στο κε­φά­λι και επει­δή, επι­κου­ρεί­ως, «ἡδονὴν ἀρχὴν καὶ τέ­λος λέ­γο­μεν εἶναι τοῦ μα­κα­ρί­ως ζῆν».

ΑΛΛΑ ΚΕΙΜΕΝΑ ΤΟΥ ΣΥΓΓΡΑΦΕΑ
 

αυτόν το μήνα οι εκδότες προτείνουν: