Το αλάτι & άλλα ποιήματα



O José Emilio Pacheco (1939-2014), ποι­η­τής, μυ­θι­στο­ριο­γρά­φος, δο­κι­μιο­γρά­φος και με­τα­φρα­στής, υπήρ­ξε ένας από τους ση­μα­ντι­κό­τε­ρους συγ­γρα­φείς της με­ξι­κα­νι­κής λο­γο­τε­χνί­ας του 20ού αιώ­να. Σπού­δα­σε στο Εθνι­κό Αυ­τό­νο­μο Πα­νε­πι­στή­μιο του Με­ξι­κού, όπου ξε­κί­νη­σε τη λο­γο­τε­χνι­κή του δρα­στη­ριό­τη­τα σε φοι­τη­τι­κά πε­ριο­δι­κά. Συμ­με­τεί­χε στο έν­θε­το Ramas Nuevas του πε­ριο­δι­κού Estaciones και ήταν αρ­χι­συ­ντά­κτης του έν­θε­του México en la Cultura. Δί­δα­ξε σε πα­νε­πι­στή­μια του Με­ξι­κού, των Ηνω­μέ­νων Πο­λι­τειών, του Κα­να­δά και της Αγ­γλί­ας. Εξέ­δω­σε πο­λυά­ριθ­μες ποι­η­τι­κές συλ­λο­γές: Los elementos de la noche (1963), No me preguntes cómo pasa el tiempo (1969), Irás y no volverás (1973), Los trabajos del mar (1984), Ciudad de la memoria (1989), La arena errante (1999), Siglo pasado (2000), Como la lluvia (2009). Από το αφη­γη­μα­τι­κό του έρ­γο ξε­χω­ρί­ζουν τα δι­η­γή­μα­τα El viento distante (1963), El principio del placer (1972), La sombra de la Medusa y otros cuentos marginales (1990), κα­θώς και τα μυ­θι­στο­ρή­μα­τα Morirás lejos (1967) και Las batallas del desierto (1981). Ερ­γά­στη­κε επί­σης ως εκ­δό­της και με­τα­φρα­στής. Ήταν μέ­λος του El Colegio Nacional του Με­ξι­κού από το 1986 και δια­κε­κρι­μέ­νος κα­θη­γη­τής στο Τμή­μα Ισπα­νι­κών στο Πα­νε­πι­στή­μιο του Maryland. Τι­μή­θη­κε με πολ­λά λο­γο­τε­χνι­κά βρα­βεία, όπως το Magda Donato (1967), το Xavier Villaurrutia (1973), το Premio Nacional de Periodismo (1990), το Premio Nacional de Ciencias y Artes (1992) και το Premio Reina Sofía de Poesía Iberoamericana (2009), ενώ το 2009 κέρ­δι­σε το Βρα­βείο Θερ­βά­ντες.


Το αλάτι & άλλα ποιήματα


Το αλά­τι

Αν θέ­λεις να με­λε­τήσεις την ου­σία του, τη λει­τουρ­γία του,
τη χρη­σι­μό­τη­τά του σ’ αυ­τόν τον κό­σμο,
πρέ­πει να το δεις μέ­σα στο σύ­νο­λο. Το αλά­τι
δεν εί­ναι τα άτο­μα που το συν­θέ­τουν
του­να­ντί­ον εί­ναι η φυ­λή ενω­μέ­νη. Χω­ρίς αυ­τήν,
κά­θε μέ­ρος του θα ήταν σαν ένα θραύ­σμα του τί­πο­τα,
δια­λυ­μέ­νο μέ­σα σε μια μαύ­ρη τρύ­πα ασύλ­λη­πτη.

Το αλά­τι έρ­χε­ται από τη θά­λασ­σα. Ο πε­τρω­μέ­νος
αφρός της.
Εί­ναι θά­λασ­σα ψη­μέ­νη στον ήλιο.

Και τε­λι­κά πα­ρα­δο­μέ­νη,
απο­γυ­μνω­μέ­νη πλέ­ον από τη με­γα­λειώ­δη της δύ­να­μη του νε­ρού,
πε­θαί­νει στην ακτή και γί­νε­ται πέ­τρα στην αμ­μου­διά.

Το αλά­τι εί­ναι η έρη­μος όπου κά­πο­τε υπήρ­χε θά­λασ­σα.Νε­ρό και γη
συμ­φι­λιω­μέ­να,
το υλι­κό του κα­νε­νός:
χά­ρη σ’ αυ­τό, ο κό­σμος ξέ­ρει τη γεύ­ση τού να εί­σαι ζω­ντα­νός.



Το χτα­πό­δι

Σκο­τει­νός θε­ός των βυ­θών,
φτέ­ρη, μύ­κης, υά­κιν­θος,
ανά­με­σα σε πέ­τρες που κα­νείς δεν έχει δει,
εκεί στην άβυσ­σο,
όπου την αυ­γή, ενά­ντια στη φλό­γα του ήλιου,
πέ­φτει η νύ­χτα στο βυ­θό της θά­λασ­σας και το χτα­πό­δι ρου­φά­ει
με τις βε­ντού­ζες των πλο­κα­μιών του το σκού­ρο της με­λά­νι.

Τι ομορ­φιά νυ­χτε­ρι­νή το θάμ­βος του όταν πλέ­ει
μες στο αλ­μυ­ρό ημί­φως των μη­τρι­κών υδά­των
τό­σο κρυ­στάλ­λι­νων και γλυ­κών για εκεί­νο.
Αλ­λά στην ακτή που πλημ­μυ­ρί­ζει από πλα­στι­κά σκου­πί­δια
αυ­τό το σαρ­κώ­δες κό­σμη­μα πα­χύρ­ρευ­στου ιλίγ­γου
μοιά­ζει με τέ­ρας. Και φο­νεύ­ουν –με ρό­πα­λα–
τον ανυ­πε­ρά­σπι­στο ναυα­γό, πα­γι­δευ­μέ­νο.

Κά­ποιος έρι­ξε ένα κα­μά­κι και το χτα­πό­δι ανα­πνέ­ει θά­να­το
μέ­σα απ’ την πλη­γή του, μία δεύ­τε­ρη ασφυ­ξία.
Απ’ τα χεί­λη του δεν τρέ­χει αί­μα: η νύ­χτα ανα­βλύ­ζει,
θρη­νεί η θά­λασ­σα και η γη σι­γο­σβή­νει
όσο το χτα­πό­δι αρ­γο­πε­θαί­νει.



Το βλέμ­μα του άλ­λου

Το ψά­ρι στο ενυ­δρείο
βου­βά πα­ρα­τη­ρεί
τον χώ­ρο που με την πτή­ση του με­τρά­ει.

Για το νε­ρό το μό­νο που γνω­ρί­ζει:
«αυ­τό εί­ναι ο κό­σμος».
Σχε­τι­κά με εμάς, το ζώ­νουν τα αι­νίγ­μα­τα.

«Ποιοι να ’ναι αυ­τοί; Πα­ρά­ξε­νοι φυ­λα­κι­σμέ­νοι
της Γης και του αέ­ρα.
Αν έρ­χο­νταν εδώ θα ασφυ­κτιού­σαν.

Τους λυ­πά­μαι. Δύ­σμοι­ρα ζώα
που αιώ­νια κλω­θο­γυ­ρί­ζουν στο κε­νό.

Ζουν για να τους βλέ­πουν.
Εί­ναι δό­λω­μα
σ’ ένα πα­νί­σχυ­ρο, ανε­ξή­γη­το αγκί­στρι.

Κά­ποια μέ­ρα
θα τους δω άψυ­χους, ανά­σκε­λα,
να επι­πλέ­ουν στην κορ­φή του Μη­δε­νός τους».


Στους Έλ­λη­νες ποι­η­τές


Ναι, Κα­βά­φη:
Όπου κι αν πάω, πά­ντα στην πό­λη αυ­τή θα φθά­νω.
Ναι, Σε­φέ­ρη:
Όπου και να τα­ξι­δέ­ψω, το Με­ξι­κό θα με πλη­γώ­νει.


Δώ­ρο του Ηρα­κλεί­του

Αλ­λά το νε­ρό στα τζά­μια απλώ­νε­ται
σαν βρύο:
δεν γνω­ρί­ζει ότι όλη η ύπαρ­ξη αλ­λά­ζει
μό­λις από το όνει­ρο ξε­μα­κρύ­νεις.

Και η ανά­παυ­ση της φω­τιάς ση­μαί­νει να παίρ­νει μορ­φή
με την πλή­ρη δύ­να­μή του με­τα­σχη­μα­τι­σμού της.
Φω­τιά του αέ­ρα και μο­να­ξιά της φω­τιάς
που ανα­φλέ­γει τον αέ­ρα, από φω­τιά κι αυ­τός φτιαγ­μέ­νος.
Φω­τιά εί­ναι ο κό­σμος που σβή­νει και ανα­φλέ­γε­ται
για να διαρ­κέ­σει (πά­ντα ήταν) αιώ­νια.

Τα σκορ­πι­σμέ­να πράγ­μα­τα σή­με­ρα ενώ­νο­νται
και ό,τι πιο οι­κείο νιώ­θου­με ευ­θύς απο­μα­κρύ­νε­ται:
εί­μαι και δεν εί­μαι εκεί­νος που σε πε­ρί­με­νε
στο έρη­μο πάρ­κο ένα πρωί
δί­πλα στο ανε­πα­νά­λη­πτο πο­τά­μι όπου έπε­φτε
(κά­τι που πο­τέ δεν θα συμ­βεί για δεύ­τε­ρη φο­ρά)
θρυμ­μα­τι­σμέ­νο το φως του Οκτω­βρί­ου μες στο άλ­σος.

Και ήταν η μυ­ρω­διά της θά­λασ­σας: ένα πε­ρι­στέ­ρι
σαν αλά­τι­νο τό­ξο πή­ρε φω­τιά στον αέ­ρα.
Δεν ήσουν εκεί, δεν θα εί­σαι,
αλ­λά κύ­μα­τα από αφρούς μα­κρι­νούς συ­να­ντή­θη­καν
με τις πρά­ξεις και τα λό­για μου
(μο­να­δι­κά, που δεν ανή­καν πο­τέ σ’ εμέ­να, ού­τε μου ήταν ξέ­να)
η θά­λασ­σα που για τα ψά­ρια εί­ναι νε­ρό κα­θά­ριο
δεν θα ξε­δι­ψά­σει πο­τέ τη δί­ψα των αν­θρώ­πων.

 

αυτόν το μήνα οι εκδότες προτείνουν: