Ο «Θωμάς ο Σκοτεινός» με τα μάτια του Ζορζ Περέκ

Ο «Θωμάς ο Σκοτεινός» με τα μάτια του Ζορζ Περέκ



Ο Θω­μάς ο Σκο­τει­νός (Thomas lObscure) – όλα τα πα­ρα­θέ­μα­τα από τη με­τά­φρα­ση του Δη­μή­τρη Δη­μη­τριά­δη της «ορι­στι­κής», κα­τά τα δύο τρί­τα συ­ντο­μευ­μέ­νης εκ­δο­χής του έρ­γου που εκ­δό­θη­κε από τον Gallimard το 1950 σε σύ­γκρι­ση με αυ­τή του 1941, στα ελ­λη­νι­κά στη Σμί­λη το 2004 – απο­φα­σί­ζει να μπει στη θά­λασ­σα όταν τον αγ­γί­ζει η άκρη του κύ­μα­τος. Η θά­λασ­σα εί­ναι ήσυ­χη, δεν τον κου­ρά­ζει, έχει κα­τα­χνιά, ένα σύν­νε­φο έχει κα­τε­βεί πά­νω της και του κρύ­βει την ακτή, συ­να­ντά­ει δί­νες, κο­λυ­μπά­ει «σαν να λεί­πει το νε­ρό». Ξαφ­νι­κά η θά­λασ­σα υψώ­νε­ται από τον άνε­μο και απο­χα­λι­νώ­νε­ται, η τρι­κυ­μία συ­γκλο­νί­ζει τον ου­ρα­νό αλ­λά, πα­ρα­δό­ξως, «υπάρ­χει μια σιω­πή και μια γα­λή­νη που επι­τρέ­πουν τη σκέ­ψη ότι τα πά­ντα έχουν ήδη κα­τα­στρα­φεί». Το νε­ρό πε­ρι­στρέ­φε­ται με στρο­βί­λους – «εί­ναι πραγ­μα­τι­κά νε­ρό;», ανα­ρω­τιέ­ται. Κρα­τά­ει στο στό­μα του το νε­ρό που τα κύ­μα­τα τού πε­τούν στο κε­φά­λι, που του φαί­νε­ται χλια­ρά γλυ­κό. Συ­νε­χί­ζει να κο­λυ­μπά­ει μέ­σα σ΄ έναν ρεμ­βα­σμό ότι γί­νε­ται ένα με τη θά­λασ­σα. Κυ­λώ­ντας από το ένα πλευ­ρό στο άλ­λο, αι­σθά­νε­ται ότι το νε­ρό «τού δί­νει ένα σώ­μα για να κο­λυ­μπά­ει». Ανα­ρω­τιέ­ται, να πα­λέ­ψει να μην πα­ρα­συρ­θεί από το κύ­μα ή να κα­τα­πο­ντι­στεί και «να πνι­γεί μέ­σα στον εαυ­τό του»; Τέ­λος, εγκα­τα­λεί­πει τον πει­ρα­σμό να βυ­θι­στεί «σε μια απροσ­διό­ρι­στη κι ωστό­σο απέ­ρα­ντα συ­γκε­κρι­μέ­νη πε­ριο­χή, όπου ήταν ήδη χα­ραγ­μέ­νο το απο­τύ­πω­μά του» και βγαί­νει στην ακτή με μια εντύ­πω­ση βόμ­βου στα αυ­τιά και κα­ψί­μα­τος στα μά­τια, χω­ρίς κό­πο και με την κού­ρα­σή του να έχει εξα­φα­νι­στεί. Από την ακτή βλέ­πει έναν κο­λυμ­βη­τή μι­σο­χα­μέ­νο στο βά­θος του ορί­ζο­ντα, τον οποίο όμως αι­σθά­νε­ται ότι δια­κρί­νει πο­λύ κα­λά. 

Με­τά το κο­λύ­μπι γυ­ρί­ζει την πλά­τη στη θά­λασ­σα, μπαί­νει σ’ ένα μι­κρό σκο­τει­νό δά­σος και ξα­πλώ­νει κλεί­νο­ντας τα μά­τια. Αυ­τό που τον ανη­συ­χεί εί­ναι «πως ήταν ξα­πλω­μέ­νος στα χόρ­τα, μο­λο­νό­τι αυ­τή η στά­ση του ήταν απα­γο­ρευ­μέ­νη». Πα­ρό­λο που δεν φαί­νε­ται σχε­δόν τί­πο­τα και ο ίδιος έχει τα μά­τια κλει­στά, «δεν φαί­νε­ται να έχει πα­ραι­τη­θεί από το να βλέ­πει με­σ’ στο σκο­τά­δι». Όταν ανα­ση­κώ­νε­ται κι αρ­χί­ζει να περ­πα­τά­ει, εί­ναι σαν «να μην εί­ναι οι κνή­μες του αλ­λά η επι­θυ­μία του να μην περ­πα­τή­σει που τον κά­νουν να προ­χω­ρεί». Έχει την αί­σθη­ση ενός εί­δους στε­νού υπο­γεί­ου, όπου και να απλώ­σει τα χέ­ρια του προ­σκρού­ει σ’ ένα τοί­χω­μα στε­ρεό όσο κι ένας χτι­στός τοί­χος. Η νύ­χτα εί­ναι πο­λύ πιο σκο­τει­νή και επα­χθής από όσο μπο­ρού­σε να πε­ρι­μέ­νει. Δεν υπάρ­χει κα­μία ελ­πί­δα να δια­σχί­σει το σκο­τά­δι, προ­σεγ­γί­ζει όμως την πραγ­μα­τι­κό­τη­τά του με μια σχέ­ση που η οι­κειό­τη­τά της τον συ­ναρ­πά­ζει. Η απου­σία όρα­σης με­τα­τρέ­πε­ται στο κο­ρυ­φαίο ση­μείο του βλέμ­μα­τός του. Μέ­σα από το κε­νό αυ­τό, το βλέμ­μα και το αντι­κεί­με­νο του βλέμ­μα­τός του συγ­χω­νεύ­ο­νται: βλέ­πει ως αντι­κεί­με­νο αυ­τό που τον κά­νει να μη βλέ­πει. «Από αυ­τό απέρ­ρευ­σαν για τον Θω­μά και­νούρ­γιες έγνοιες. Η μο­να­ξιά του δεν του φαι­νό­ταν πια τό­σο πλή­ρης». Κά­τι πραγ­μα­τι­κό έχει προ­σκρού­σει επά­νω του και προ­σπα­θεί να γλι­στρή­σει μέ­σα του. Αυ­τό εί­ναι ολό­τε­λα ενο­χλη­τι­κό, αφού δεν πρό­κει­ται για ένα μι­κρό αντι­κεί­με­νο αλ­λά για δέ­ντρα ολό­κλη­ρα, για ολό­κλη­ρο «το παλ­λό­με­νο ακό­μη και σφύ­ζον δά­σος». Του φαί­νε­ται ότι κύ­μα­τα κα­τα­κλύ­ζουν το εί­δος αβύσ­σου που ο ίδιος εί­ναι. Τον κυ­ριεύ­ει μια αγω­νία θα­νά­του, ένας φό­βος που «δεν δια­φέ­ρει σε τί­πο­τα από το πτώ­μα του».

    Ξα­να­γυ­ρί­ζο­ντας στο ξε­νο­δο­χείο για να δει­πνή­σει αι­σθά­νε­ται χα­ρά με την επι­στρο­φή του, προ­τι­μά­ει όμως να υιο­θε­τή­σει μια πιο επι­φυ­λα­κτι­κή στά­ση και προ­χω­ρεί για να δει πώς θα δε­χτούν την επι­στρο­φή του οι άλ­λοι. Πα­ρα­βλέ­πο­ντας τα νεύ­μα­τά τους να κα­θί­σει μα­ζί τους κά­θε­ται μό­νος του, δια­πι­στώ­νο­ντας ότι «δεν του συ­μπε­ρι­φέ­ρο­νταν με απρο­κά­λυ­πτη εχθρό­τη­τα». Πα­ρα­τη­ρεί τη δι­πλα­νή του κο­πέ­λα και εντυ­πω­σιά­ζε­ται: ένα ψη­λό, ξαν­θό κο­ρί­τσι της οποί­ας η ομορ­φιά δεί­χνει να αφυ­πνί­ζε­ται όσο την κοι­τά­ζει. Εκεί­νη ενώ αρ­χι­κά δεί­χνει να κο­λα­κεύ­ε­ται, «στέ­κε­ται με ένα εί­δος ακαμ­ψί­ας, με μια παι­δα­ριώ­δη βού­λη­ση να μεί­νει στην άκρη», κι απέ­να­ντι στο επί­μο­νο, κα­τα­πρό­σω­πο βλέμ­μα του και στην από­φα­σή του να χτυ­πή­σει δυ­να­τά το τρα­πέ­ζι, αφού δεν συμ­βαί­νει τί­πο­τα άλ­λο, εκεί­νη ση­κώ­νε­ται, τα­κτο­ποιεί τα μαλ­λιά της και ετοι­μά­ζε­ται να φύ­γει. Στον προ­θά­λα­μο του ξε­νο­δο­χεί­ου το νε­α­ρό κο­ρί­τσι στρέ­φε­ται και τον φω­νά­ζει απ’ έξω με φω­νή απο­φα­σι­στι­κή, υπερ­βο­λι­κά δυ­να­τή, η οποία αντη­χεί με τρό­πο επι­βλη­τι­κό. Αρ­γό­τε­ρα, ο Θω­μάς θα ρι­γή­σει μέ­σα σ’ αυ­τό το άγνω­στο σώ­μα την ώρα που η Άν­να (αυ­τό εί­ναι τ’ όνο­μά της) «νιώ­θει να ει­σέρ­χε­ται μέ­σα της ένα οδυ­νη­ρό πνεύ­μα, μια πέν­θι­μη νε­ό­τη­τα την οποία αυ­τή ήταν ταγ­μέ­νη να αγα­πή­σει, πι­στεύ­ο­ντας ότι ξα­να­γι­νό­ταν ο εαυ­τός της».

    Ο Ζορζ Πε­ρέκ

    Δε­κα­ο­κτώ χρό­νια με­τά την πρώ­τη έκ­δο­ση του Θω­μά, δη­λα­δή ανά­με­σα στο 1959 και το 1963, ανά­με­σα στα 23 και στα 27 του χρό­νια, ο Ζορζ Πε­ρέκ και με­ρι­κοί φί­λοι του, ανά­με­σά τους ο Μαρ­σέλ Μπε­να­μπού, ο Κλοντ Μπιρ­ζε­λέν, ο Ζαν Μαν­γκόλτ, ο Μι­σέλ Μαρ­τένς και η με­τέ­πει­τα σύ­ντρο­φός του, Πο­λέτ Πε­τράς-Πε­ρέκ, συλ­λαμ­βά­νουν την ιδέα να εκ­δώ­σουν ένα πε­ριο­δι­κό με τί­τλο Η γε­νι­κή Γραμ­μή (La Ligne générale), από την ομό­τι­τλη ται­νία του Σερ­γκέι Αϊ­ζεν­στάιν. Γύ­ρω από το σχέ­διό τους δη­μιουρ­γεί­ται ένα δί­κτυο ερ­γα­σί­ας με δρα­στη­ριό­τη­τες που πε­ρι­λαμ­βά­νουν συ­ζη­τή­σεις, αλ­λη­λο­γρα­φία, μοί­ρα­σμα ανα­γνώ­σε­ων και θέ­α­ση κι­νη­μα­το­γρα­φι­κών ται­νιών, άρ­θρα ή ση­μειώ­σεις και σχε­δί­α­σμα θε­ω­ρη­τι­κών κει­μέ­νων. Συμ­με­τέ­χουν κυ­ρί­ως φοι­τη­τές μέ­λη του κομ­μου­νι­στι­κού κόμ­μα­τος ή, πιο συ­χνά, προ­σκεί­με­νοι που βρί­σκο­νται σε δια­μά­χη με αυ­τό. Σκο­πός τους εί­ναι να ξα­να­θε­με­λιώ­σουν τη μαρ­ξι­στι­κή αι­σθη­τι­κή απέ­να­ντι στην κρί­ση του σο­σια­λι­στι­κού ρε­α­λι­σμού, στον εκλε­κτι­κι­σμό του Αρα­γκόν των Les Lettres Françaises, στη μαρ­ξι­στι­κή ορ­θο­δο­ξία του Σαρτρ και στον Ρε­α­λι­σμό χω­ρίς σύ­νο­ρα του Ρο­ζέ Γκα­ρο­ντί. Στον πυ­ρή­να της σκέ­ψης τους εντρυ­φεί ο ρε­α­λι­σμός: πι­στεύ­ουν ότι μέ­σα από τη δια­λε­κτι­κή συ­ναρ­μο­γή αντι­φα­τι­κών στοι­χεί­ων της πραγ­μα­τι­κό­τη­τας χτί­ζε­ται κά­θε με­γά­λο αφη­γη­μα­τι­κό οι­κο­δό­μη­μα, με τον τρό­πο που υπο­δει­κνύ­ει η θε­ω­ρία του μο­ντάζ του Αϊ­ζεν­στάιν.

    Το νε­α­νι­κό Η γε­νι­κή Γραμ­μή δεν φτά­νει πο­τέ στο τυ­πο­γρα­φείο. Με­ρι­κά από τα κεί­με­να που γρά­φο­νται, στα οποία συμ­με­τέ­χει ο Ζορζ Πε­ρέκ θα δη­μο­σιευ­θούν στο νε­ο­σύ­στα­το πε­ριο­δι­κό Partisans του Φραν­σουά Μα­σπε­ρό, στην κομ­μου­νι­στι­κή La Nouvelle Critique ή στην Clarté, το όρ­γα­νο της Ένω­σης Κομ­μου­νι­στών Φοι­τη­τών. Στο κεί­με­νο «Το Νέο Μυ­θι­στό­ρη­μα και η άρ­νη­ση του πραγ­μα­τι­κού» («Le Nouveau Roman et le refus du réel», Partisans, 1962) που υπο­γρά­φει μα­ζί με τον Μπιρ­ζε­λέν, ο Πε­ρέκ ασκεί μια ασυ­νή­θι­στη πο­λε­μι­κή στον μυ­θι­στο­ρη­μα­τι­κό «βαθ­μό μη­δέν της γρα­φής». Δια­πι­στώ­νει ότι οι δρό­μοι που άνοι­ξαν με την πε­ζο­γρα­φία τους ο Κάφ­κα, ο Τζόις, η Γουλφ, ο Σβέ­βο και ο Ντος Πά­σος αρ­γούν να επι­δρά­σουν στη Γαλ­λία εξαι­τί­ας της πα­ρά­δο­σης του υπερ­ρε­α­λι­σμού, ο οποί­ος «απορ­ρί­πτο­ντας συ­νο­λι­κά το μυ­θι­στό­ρη­μα, συ­γκέ­ντρω­σε όλες τις προ­σπά­θειές του στην ποί­η­ση και τη ζω­γρα­φι­κή». Ο Μπλαν­σό, ο Αν­ρί Το­μά και η Σα­ρότ, κα­τά τον Πε­ρέκ, ήταν σχε­δόν οι μό­νοι που πριν και κα­τά τον Β´ ΠΠ ει­σή­γα­γαν στο μυ­θι­στό­ρη­μα την «α-μυ­θι­στο­ρη­μα­τι­κή» ή «αντι-μυ­θι­στο­ρη­μα­τι­κή» διά­στα­ση του δι­φο­ρού­με­νου, τον προ­βλη­μα­τι­σμό δη­λα­δή γύ­ρω από την αδυ­να­μία να χρη­σι­μο­ποι­η­θεί η λο­γο­τε­χνι­κή γλώσ­σα όπως στο πα­ρελ­θόν. Ωστό­σο, η εξα­φά­νι­ση των συμ­βά­σε­ων που κλη­ρο­νο­μή­θη­καν από τον Στα­ντάλ, τον Φλoμπέρ, τον Χέ­μιν­γου­εϊ και τον Ντί­κενς, δεν οδη­γεί τε­λι­κά πα­ρά στην εμ­φά­νι­ση νέ­ων συμ­βά­σε­ων. Αντί να ανα­πα­ρά­γουν τα χα­ρα­κτη­ρι­στι­κά μιας «κα­κής» λο­γο­τε­χνί­ας τεσ­σά­ρων αιώ­νων, οδη­γού­νται στο πα­ρά­λο­γο. «Σύμ­φω­να με τους εκ­προ­σώ­πους του Nouveau Roman, ο κό­σμος δεν εί­ναι τί­πο­τα πε­ρισ­σό­τε­ρο από αυ­τό που βλέ­που­με», γρά­φει ο Πε­ρέκ και προ­σθέ­τει «Δεν έχει βά­θος. Εί­ναι αδια­πέ­ρα­στος. Του αφαι­ρού­με τις ση­μα­σί­ες που του έχουν προ­σθέ­σει, για­τί τε­λι­κά δεν μπο­ρού­με να του προσ­δώ­σου­με κα­μιά ση­μα­σία. Για­τί ο κό­σμος δεν ση­μαί­νει τί­πο­τα. Απλά ”εί­ναι”. Αυ­τόν τον κό­σμο τον αδια­πέ­ρα­στο, τον ακα­τα­νό­η­το (για­τί δεν υπάρ­χει τί­πο­τα να κα­τα­λά­βει κα­νείς), εί­ναι προ­φα­νές ότι δεν μπο­ρού­με να τον αλ­λά­ξου­με ού­τε να τον με­τα­μορ­φώ­σου­με.» […] «Το να μι­λάς χω­ρίς να λες τί­πο­τα εί­ναι αυ­τό που η κρι­τι­κή απο­κα­λεί ”λο­γο­τε­χνία του αδύ­να­του”, ή μια ”λο­γο­τε­χνία της σιω­πής” κα­τά τον Μπλαν­σό.» Και κα­τα­λή­γει: «Το Νέο Μυ­θι­στό­ρη­μα αρ­νεί­ται οποια­δή­πο­τε προ­ο­πτι­κή και βο­λεύ­ε­ται μέ­σα στο άγ­χος και το χά­ος, τα αιώ­νια χα­ρα­κτη­ρι­στι­κά ενός ακί­νη­του κό­σμου. […] Ού­τε η κα­τευ­να­στι­κή λο­γο­τε­χνία, ού­τε το Νέο Μυ­θι­στό­ρη­μα κα­τά­φε­ραν, κι ού­τε θα τα κα­τα­φέ­ρουν, να πε­ρι­γρά­ψουν τον πραγ­μα­τι­κό κό­σμο.» (Ζoρζ Πε­ρέκ, L.G., une aventure des années soixante, Seuil 1992. ΓΓ, μτ­φρ. Τε­ρέ­ζα Βε­κια­ρέλ­λη, εκδ. Χα­τζη­νι­κο­λή 1994.)

    Την ίδια πε­ρί­που επο­χή, στις αρ­χές της δε­κα­ε­τί­ας του ’60, ο Πε­ρέκ ξε­περ­νά­ει τη ναυ­τία που του προ­κα­λεί η σύγ­χρο­νή του λο­γο­τε­χνία και την υπαρ­ξια­κή του κρί­ση, μέ­σα από τη στρά­τευ­σή του σε μια λο­γο­τε­χνία «σο­βα­ρού» λο­γο­τε­χνι­κού παι­χνι­διού και ατε­λεύ­τη­των γλωσ­σι­κών δο­κι­μα­σιών και αυ­το­πε­ριο­ρι­σμών που βα­σί­ζε­ται σε πραγ­μα­τι­κά στοι­χεία. Πριν από την ίδρυ­ση της ομά­δας OuLiPo, το 1967, εκ­δί­δε­ται το πρώ­το του μυ­θι­στό­ρη­μα, Τα πράγ­μα­τα (βρα­βείο Renaudot), μια απο­θέ­ω­ση των πε­ρι­γρα­φών, το 1965 το Ποιο πα­πά­κι με νι­κέ­λι­νο τι­μό­νι στο προ­αύ­λιο; το 1966 και το Ένας άν­θρω­πος που κοι­μά­ται, το 1967, σχε­δί­α­σμα επι­νοη­μέ­νης αυ­το­βιο­γρα­φί­ας. Με­τά την ίδρυ­ση του OuLiPo, ακο­λου­θούν το λει­πο­γράμ­μα­το μυ­θι­στό­ρη­μα La Disparition (Η εξα­φά­νι­ση, 1969, χω­ρίς τη χρή­ση του γράμ­μα­τος e), το μο­νο­φω­νή­ε­ντο μυ­θι­στό­ρη­μα Le Revenentes (Οι επα­νεμ­φα­νι­ζό­με­νες, 1972, με την επι­στρο­φή και κυ­ριαρ­χία σε όλη του την έκτα­ση του e), το πο­λυ­ε­πί­πε­δο Ζωή, Οδη­γί­ες Χρή­σε­ως, 1978, που υπα­κού­ει σε ποι­κί­λους κα­νό­νες, και τα κεί­με­νά του Σκέ­ψη/Τα­ξι­νό­μη­ση, Γεν­νή­θη­κα, Η αύ­ξη­ση, Χο­ρεί­ες χώ­ρων, Cantatrix Sopranica L., κ.ά.

    Εί­ναι δι­καιο­λο­γη­μέ­νη, σή­με­ρα, η κρι­τι­κή που ασκεί το 1962 ο 26-χρο­νος Ζορζ Πε­ρέκ στο έρ­γο του Μο­ρίς Μπλαν­σό και για­τί ανα­τρέ­χου­με σ’ αυ­τή; Βυ­θι­ζό­με­νοι στην πη­γή των κει­μέ­νων, οφεί­λου­με ν’ ανα­γνω­ρί­σου­με σ’ ένα τό­σο αρ­χε­τυ­πι­κό κεί­με­νο όσο ο Θω­μάς ο Σκο­τει­νός, πέ­ρα από τις προ­κεί­με­νες του υπαρ­ξι­σμού, της φαι­νο­με­νο­λο­γί­ας και της «σιω­πής της λο­γο­τε­χνί­ας», την ύπαρ­ξη μιας ακρι­βέ­στα­της δο­μής και μιας εξαι­ρε­τι­κής ύφαν­σης μα­θη­μα­τι­κού/φι­λο­σο­φι­κού παι­χνι­διού.

     

    αυτόν το μήνα οι εκδότες προτείνουν: