Πολύ φασαρία εκεί έξω

Πολύ φασαρία εκεί έξω

Maurice Blanchot, «Η τρέλα της ημέρας», μετάφραση Δημήτρης Δημητριάδης, Άγρα 1988

Υπάρ­χει κά­τι πέ­ραν από εμάς σ’ ένα εναλ­λα­κτι­κό σύ­μπαν;
Υπάρ­χει μια άλ­λη πραγ­μα­τι­κό­τη­τα που τρέ­χει πα­ράλ­λη­λα με την υπάρ­χου­σα που βιώ­νου­με στον πα­ρό­ντα χρό­νο; Κα­τά πό­σο ακο­λου­θού­με τον χρό­νο που αλ­λά­ζει τον κό­σμο μας και τον κό­σμο που αλ­λά­ζει τον χρό­νο μας; Πό­σο γρή­γο­ροι εί­ναι οι ρυθ­μοί γύ­ρω μας και κα­τά πό­σο μπο­ρού­με ν’ αντα­πε­ξέλ­θου­με στην προ­σαρ­μο­γή μας σε σχέ­ση με την τα­χύ­τη­τά τους; Εμείς πού βρι­σκό­μα­στε σε σχέ­ση με τις πραγ­μα­τι­κό­τη­τες που τρέ­χουν ξέ­φρε­να πα­ράλ­λη­λα με την πραγ­μα­τι­κό­τη­τά μας; Μέ­νου­με πί­σω ακο­λου­θώ­ντας ασθμαί­νο­ντας; Τις ξε­περ­νά­με ξε­θε­ω­μέ­νοι; Πό­σο συ­χνά νιώ­θει κα­νείς τα πα­ράλ­λη­λα σύ­μπα­ντα να κι­νού­νται ενώ στέ­κε­ται ακί­νη­τος και αδρα­νής πα­ρα­τη­ρώ­ντας τους άλ­λους γύ­ρω του να μπαι­νο­βγαί­νουν από πόρ­τες και πα­ρά­θυ­ρα, από τις ζω­ές που δεν έζη­σαν, από τις ζω­ές που θέ­λη­σαν να ζή­σουν, από τις ζω­ές που στε­ρή­θη­καν ή που δεν επέ­λε­ξαν για­τί κά­ποιοι διά­λε­ξαν στη θέ­ση τους, απ’ ό,τι τους κλη­ρώ­θη­κε σαν μοί­ρα. Πό­σοι κυ­νη­γούν το όνει­ρο για το θάμ­βος, τη λάμ­ψη, την ισχύ και πό­σοι επι­λέ­γουν να ζουν στον αντί­πο­δα, στην απλό­τη­τα της ζω­ής και της γα­λή­νιας αδια­τά­ρα­κτης συ­νύ­παρ­ξης;

Οι άν­θρω­ποι κά­νουν σχέ­δια
για να ζή­σουν μια ζωή όπως την επι­θυ­μούν, αλ­λά συ­νή­θως πριν τα σχέ­δια πραγ­μα­το­ποι­η­θούν η ζωή έχει πε­ρά­σει ή τα σχέ­δια έχουν γί­νει τό­σο μα­κρι­νά που κά­νουν τη ζωή να μοιά­ζει εξω­γή­ι­νη. Η ζωή δια­σχί­ζει την πραγ­μα­τι­κό­τη­τα υπε­ρη­χη­τι­κά ενί­ο­τε εμ­βο­λί­ζο­ντάς και κα­τα­βυ­θί­ζο­ντάς την. Ο άν­θρω­πος που δεν εί­ναι ένας, αλ­λά πολ­λοί, κου­βα­λά τους πολ­λα­πλούς εαυ­τούς του σαν σω­σί­βια που σε κά­θε ναυά­γιο επι­πλέ­ουν. Κι όλα αυ­τά για­τί κα­νείς δεν αφή­νει τη ζωή τό­σο απλά ερή­μην του να συμ­βαί­νει. Η πο­λυ­κα­το­πτρι­κή πραγ­μα­τι­κό­τη­τα μοιά­ζει να δια­θλά­ται σε κα­θρε­φτά­κια – ό,τι φο­βού­νταν οι φυ­λές των Ιν­διά­νων – που κρέ­μο­νται σαν χαϊ­μα­λιά-φυ­λα­κτά στους λαι­μούς των αν­θρώ­πων, για να μην κοι­τούν μέ­σα τους, για να απω­θούν τα βλέμ­μα­τα των άλ­λων για να μην χά­σουν τη δι­κή τους ψυ­χή.
Όπως κα­τά τον Χι­λια­νό συγ­γρα­φέα Μπεν­χα­μίν Λα­μπα­τούτ, «Η γυ­μνή πραγ­μα­τι­κό­τη­τα της φύ­σης εί­ναι κά­τι που δεν μπο­ρεί να κα­τα­νο­ή­σει ο αν­θρώ­πι­νος νους στην ολό­τη­τά της, για­τί σύμ­φω­να με την ηρα­κλεί­τειο ρή­ση η φύ­ση αγα­πά να κρύ­βε­ται», έτσι το με­ρι­κό ως μέ­ρος του ολι­κού της πραγ­μα­τι­κής πραγ­μα­τι­κό­τη­τας εί­ναι ό,τι μπο­ρεί ο άν­θρω­πος να αντι­λη­φθεί από την πο­λυ­ε­πί­πε­δη, πο­λυ­διά­στα­τη πραγ­μα­τι­κό­τη­τα, για­τί αντι­λαμ­βά­νε­ται ένα μέ­ρος της κά­θε φο­ρά, κά­τι που κα­θι­στά σχε­δόν αδύ­να­τη την αντί­λη­ψη του κό­σμου στο ευ­ρύ­τε­ρο πλαί­σιό του.
Η υπέρ­με­τρη χρή­ση της τε­χνο­λο­γί­ας που έχει λά­βει τη με­ρί­δα του λέ­ο­ντος στο γεύ­μα της ζω­ής και ο τρό­πος που έχει δο­μη­θεί η σύγ­χρο­νη ζωή γύ­ρω από την εξάρ­τη­σή της από τα τε­χνο­λο­γι­κά μέ­σα με αμέ­τρη­τες εφαρ­μο­γές και συν­δέ­σεις – όλα συν­δέ­ο­νται και δια­συν­δέ­ο­νται – οδή­γη­σε μοι­ραία στην ακι­νη­το­ποί­η­ση του αν­θρώ­που, σαν ένα έντο­μο που έχει συλ­λά­βει η αρά­χνη στον ιστό της, που εί­ναι κι αυ­τό με τη σει­ρά του ένα τέ­λειο δί­χτυ μέ­σα στο δί­κτυο της φύ­σης. Μια ακι­νη­το­ποί­η­ση που μέ­σα στην ψευ­δαι­σθη­τι­κή κί­νη­σή της κα­θι­στά τη ζωή απο­μα­γευ­μέ­νη, κυ­νι­κή, γυ­μνή και εν τέ­λει ανυ­πε­ρά­σπι­στη. Η πραγ­μα­τι­κό­τη­τα βρί­σκει πλέ­ον έναν νέο ρό­λο, αυ­τόν της ανα­πα­ρά­στα­σής της.

Το Κα­κό που συ­νή­θως υπε­ρι­σχύ­ει
ή του­λά­χι­στον προ­σπα­θεί – αφυ­πνί­ζει το ψέ­μα του πα­ρό­ντος, το οποίο με τη σει­ρά του μπο­ρεί να φω­τί­σει το πα­ρελ­θόν και την αλή­θεια του μέλ­λο­ντος σε αντί­θε­ση με την αλή­θεια του πα­ρό­ντος που συ­σκο­τί­ζει το πα­ρελ­θόν. «Η Ιστο­ρία συ­νί­στα­ται πά­ντα στη σχέ­ση με­τα­ξύ ενός πα­ρό­ντος και του πα­ρελ­θό­ντος του, επο­μέ­νως ο φό­βος του πα­ρό­ντος οδη­γεί στη συ­σκό­τι­ση του πα­ρελ­θό­ντος» (Τζον Μπέρ­γκερ).

«Τη βλέ­πω αυ­τή την ημέ­ρα, πέ­ρα απ’ αυ­τήν τί­πο­τα δεν υπάρ­χει. Αυ­τό, ποιος θα μπο­ρού­σε να μου το στε­ρή­σει; Κι όταν αυ­τή η μέ­ρα χα­θεί, θα χα­θώ μα­ζί της- η σκέ­ψη, η βε­βαιό­τη­τα αυ­τή με συ­ναρ­πά­ζει.» (Η τρέ­λα της ημέ­ρας, σ. 8)

Όμως τι γί­νε­ται στην πε­ρί­πτω­ση που ο φό­βος έρ­χε­ται από το πα­ρόν, το Κα­κό κυ­λά υπο­δο­ρί­ως και η μέ­ρα χά­σει τη βε­βαιό­τη­τά της, οπό­τε η ανα­πα­ρά­στα­σή της δεν προ­στί­θε­ται στην πραγ­μα­τι­κό­τη­τα και οπωσ­δή­πο­τε δεν πε­ριέ­χει την αν­θρώ­πι­νη συ­νεί­δη­ση.

«Όταν η βε­βαιό­τη­τα της ημέ­ρας χα­θεί, ο φό­βος έρ­χε­ται από το μέλ­λον» (Μί­λο­ραντ Πά­βιτς), κι αυ­τό εί­ναι ένα ανα­πό­σπα­στο μέ­ρος της αν­θρώ­πι­νης συν­θή­κης που κου­μπώ­νει άρι­στα στην επι­και­ρό­τη­τα της επο­χής και στον πα­ρά­φρο­να ρυθ­μό της τρέ­λας των σύγ­χρο­νων ημε­ρών.

«Τό­τε, μπαί­νεις στο χει­ρό­τε­ρο, στην από­το­μη, φρι­χτή ωμό­τη­τα της ημέ­ρας, όπου δεν μπο­ρείς πια ού­τε να κοι­τά­ζεις, ού­τε να μην κοι­τά­ζεις για­τί το να βλέ­πεις εί­ναι τρο­με­ρό, και το να πά­ψεις να βλέ­πεις σε ξε­σκί­ζει από το μέ­τω­πο έως τον λαι­μό». (Η τρέ­λα της ημέ­ρας, σ. 19.)

Εί­ναι η τρέ­λα γνώ­ση; Εί­ναι ένα εί­δος επι­φοί­τη­σης, κά­τι που βί­ω­ναν κά­πο­τε οι μυ­στι­κι­στές; Έχει η τρέ­λα ένα βά­θος τε­ρά­στιο ανε­ξε­ρεύ­νη­το ακό­μα; Εί­ναι η τρέ­λα τό­σο πε­ρί­πλο­κη και πο­λυ­δαί­δα­λη όσο και το αν­θρώ­πι­νο μυα­λό; Θα μπο­ρού­σε να την υιο­θε­τή­σει κα­νείς σαν ένα εί­δος άσκη­σης προ­κει­μέ­νου να προ­στα­τευ­τεί από τις συ­νή­θεις επι­θέ­σεις της πραγ­μα­τι­κό­τη­τας;

Μέ­σα από την προ­σε­κτι­κή ανά­γνω­ση του μι­κρο­σκο­πι­κού, θαυ­μα­στού βι­βλί­ου Η τρέ­λα της ημέ­ρας του Μπλαν­σό, μπο­ρεί να οδη­γη­θεί κα­νείς εύ­κο­λα στο συ­μπέ­ρα­σμα ότι -ναι- η τρέ­λα εί­ναι από­λυ­τα συ­νυ­φα­σμέ­νη με τη μη κα­τα­νό­η­ση του κό­σμου και τη δη­μιουρ­γία ενός πα­ράλ­λη­λου κό­σμου που επι­χει­ρεί να τον κα­τα­νο­ή­σει μέ­σω της λο­γο­τε­χνί­ας.

Πο­λύ φα­σα­ρία εκεί έξω κι ο κό­σμος ορ­γιά­ζει, ο κα­θέ­νας υπε­ρα­σπί­ζε­ται την εκ­δο­χή της πραγ­μα­τι­κό­τη­τάς του.

Κά­ποιες φο­ρές νιώ­θου­με ότι η ζωή μοιά­ζει μ’ ένα παι­χνί­δι ή κα­λύ­τε­ρα ότι η ζωή μάς παί­ζει ένα παι­χνί­δι. Ένα απε­γνω­σμέ­νο παι­χνί­δι ρό­λων που τρο­φο­δο­τεί την πιο μύ­χια ανά­γκη μας να υπάρ­ξου­με ή ν’ αντέ­ξου­με το ίδιο το γε­γο­νός της ύπαρ­ξής μας. Όμως το ερώ­τη­μα πα­ρα­μέ­νει ανα­πά­ντη­το: Πό­σο τρε­λός εί­σαι δια­τε­θει­μέ­νος να γί­νεις για ν’ αντέ­ξεις την τρέ­λα της ημέ­ρας, την τρέ­λα του κό­σμου; Εί­ναι η τρέ­λα ένας πε­ρι­σπα­σμός από την αθλιό­τη­τα της πραγ­μα­τι­κό­τη­τας; Εί­ναι ανά­χω­μα και κα­τα­φύ­γιο σε ό,τι δεν μπο­ρείς να επε­ξερ­γα­στείς και να κα­τα­λά­βεις για­τί ξε­περ­νά κά­θε όριο λο­γι­κής; Έρ­χε­ται Η Τρέ­λα της Ημέ­ρας να εξι­σορ­ρο­πή­σει την γε­νι­κό­τε­ρη τρέ­λα; Tην τρέ­λα του κό­σμου και κυ­ρί­ως όμως την με­γα­λύ­τε­ρη τρέ­λα, την πιο ανε­ξή­γη­τη τρέ­λα, την τρέ­λα του πο­λέ­μου; Αξί­ζει να ση­μειω­θεί ότι ο Μπλαν­σό, όπως ο Ντο­στο­γιέφ­σκι, έζη­σε τη φρί­κη της επι­κεί­με­νης εκτέ­λε­σής του που ακυ­ρώ­θη­κε το τε­λευ­ταίο λε­πτό, ένα γε­γο­νός που ώθη­σε το μυα­λό τους όπως φαί­νε­ται σε ορια­κές κα­τα­στά­σεις.

Εάν Η Τρέ­λα της Ημέ­ρας εί­ναι ένα παι­χνί­δι σκά­κι, όπου στην κα­λύ­τε­ρη πε­ρί­πτω­ση –εάν δεν εί­σαι εντε­λώς ανύ­παρ­κτος – εί­σαι ένα πιό­νι και σί­γου­ρα όχι ο στρα­τη­γός, κι έχεις το πε­ρι­θώ­ριο δύο επι­λο­γών, της κί­νη­σης – ενός βή­μα­τος εμπρός – και της ακι­νη­σί­ας, τό­τε στη μια πε­ρί­πτω­ση σε κα­θη­λώ­νει ο φό­βος και στην άλ­λη παίρ­νεις το ρί­σκο της κί­νη­σης με την πι­θα­νό­τη­τα της αυ­το­θυ­σί­ας.
Ο φό­βος κά­νει πά­ντα κα­λά τη δου­λειά του, συ­νή­θως σε αδρα­νο­ποιεί, αν όμως κα­τα­φέ­ρεις να ξε­πε­ρά­σεις το φά­σμα των ποι­κίλ­λων απο­χρώ­σε­ών του, τό­τε εί­ναι σί­γου­ρο ότι θα βρε­θείς σ’ ένα πε­δίο που ομοιά­ζει με με­τα­θα­νά­τια εμπει­ρία έκ­στα­σης, κι όταν επι­στρέ­ψεις από αυ­τήν δεν θα εί­σαι πια Αυ­τός που ήσουν, θα εί­σαι ένας Άλ­λος που πέ­ρα­σε το σύ­νο­ρο του φό­βου, το όριο του φω­τός και εμ­βα­πτί­στη­κε στον ζό­φο της τρέ­λας.

Λί­γο αρ­γό­τε­ρα ξέ­σπα­σε η τρέ­λα του κό­σμου.

Όταν όλα σπά­σουν μ’ έναν γνω­στό κρό­το, όταν όλα τε­λειώ­σουν μ’ έναν χι­λιοει­πω­μέ­νο λυγ­μό, όταν η αν­θρώ­πι­νη θη­ριω­δία εκ­πλη­ρώ­σει τον θη­ριώ­δη σκο­πό της, τό­τε θα έρ­θει και πά­λι η Ιστο­ρι­κή Στιγ­μή που αν κά­τι απο­μεί­νει από τον Άν­θρω­πο θα στο­χα­στεί και πά­λι πά­νω στον εαυ­τό του για να ξε­κι­νή­σει ξα­νά την πα­ρα­γω­γή και ανα­πα­ρα­γω­γή στο­χα­στι­κών κει­μέ­νων και θε­ω­ριών για το θη­ρίο που εί­ναι ο άν­θρω­πος και όλα θα ξα­να­βρούν τον από και­ρό χα­μέ­νο εαυ­τό τους για μια νέα επα­νά­λη­ψη της Ιστο­ρί­ας που θα επα­να­λη­φθεί ξα­νά χω­ρίς να λαμ­βά­νει υπ’ όψη την κλη­ρο­νο­μι­κή διαιώ­νι­ση του αν­θε­κτι­κού επι­θε­τι­κού γο­νι­δί­ου της κα­τά­κτη­σης και της αυ­το­κα­τα­στρο­φής που εί­ναι κι αυ­τό ένα εί­δος τρέ­λας, μιας τρέ­λας που προ­κύ­πτει με όλη της την ανε­ξή­γη­τη σκο­τει­νιά μέ­σα από τον μαύ­ρο πυ­ρή­να των πραγ­μά­των ως νο­ση­ρό πα­ρά­γω­γο της ίδιας της διε­στραμ­μέ­νης πλέ­ον επι­στη­μο­νι­κής διά­νοιας που κλεί­νει το μά­τι πο­νη­ρά στην ιλιγ­γιώ­δη εξέ­λι­ξη και τον σχε­δια­σμό κά­θε σύγ­χρο­νης πο­λε­μι­κής μη­χα­νής που επι­χει­ρεί τον αφα­νι­σμό της.

ΣΧΕΤΙΚΑ ΚΕΙΜΕΝΑ
 

αυτόν το μήνα οι εκδότες προτείνουν: