Μικρή Κλίμακα: Σπύρος Αραβανής, Δήμητρα Κατιώνη, Έλσα Κορνέτη, Μιχαήλα Πλιαπλιά

¤¦ H στή­λη αυ­τή προ­τεί­νει κά­θε μή­να σε τρεις-τέσ­σε­ρις συγ­γρα­φείς μια φρά­ση που θα απο­τε­λεί τον τί­τλο ή θα εμπε­ριέ­χε­ται σε ένα αδη­μο­σί­ευ­το πε­ζό κεί­με­νό τους (έως 250 λέ­ξεις). Ενί­ο­τε δί­νε­ται και μη ρη­μα­τι­κή ιδέα συγ­γρα­φής, μια μου­σι­κή ή μια φω­το­γρα­φία. Στό­χος της στή­λης εί­ναι αφε­νός να δη­μιουρ­γη­θεί μια δε­ξα­με­νή συλ­λο­γής πρω­το­γε­νούς υλι­κού και αφε­τέ­ρου μια εν προ­ό­δω χαρ­το­γρά­φη­ση της ελ­λη­νι­κής πε­ρί­πτω­σης στο το­πίο της σύγ­χρο­νης ελ­λη­νι­κής μι­κρο­μυ­θο­πλα­σί­ας.

Στους τέσ­σε­ρις συγ­γρα­φείς αυ­τού του τεύ­χους έχει δο­θεί η φρά­ση «στο νε­ρό».


Μικρή Κλίμακα: Σπύρος Αραβανής, Δήμητρα Κατιώνη, Έλσα Κορνέτη, Μιχαήλα Πλιαπλιά



Μέ­δου­σα

Στο νε­ρό, στο νε­ρό!» ακού­στη­κε μια φω­νή με σπα­σμέ­να ελ­λη­νι­κά και όλοι έστρε­ψαν τα μά­τια στη θά­λασ­σα. Σε αυ­τό το ήμε­ρο πα­ρα­θα­λάσ­σιο χω­ριου­δά­κι –το βρί­σκει κα­νείς μό­νο αν ακο­λου­θή­σει το έν­στι­κτο– τί­πο­τα δεν εί­χε κα­τα­φέ­ρει εδώ και αιώ­νες να δια­τα­ρά­ξει τη γα­λή­νη του. Οι λι­γο­στοί κά­τοι­κοί του εί­χαν δε­σμούς νε­ρού με­τα­ξύ τους, κα­νέ­νας όμως δεν σκέ­φτη­κε πο­τέ να κοι­τά­ξει, εκεί­νη την χρο­νιά, εκεί­νη τη μέ­ρα, εκεί­νη τη στιγ­μή την θά­λασ­σα που έφερ­νε αγόγ­γυ­στα στα πό­δια τους τα μα­ντά­τα απ’ τους πνιγ­μέ­νους. Μο­νά­χα το μο­να­δι­κό παι­δί του χω­ριού –παι­δί με­τα­να­στών ερ­γα­τών που εί­χαν βρει κα­τα­φύ­γιο ζω­ής– αντι­λή­φθη­κε πως κά­τι συ­νέ­βαι­νε λί­γα μό­λις μέ­τρα πιο κά­τω απ’ την προ­κυ­μαία, όπου τα δί­χτυα των ψα­ρά­δων τι­νά­ζο­νταν με την ίδια θέρ­μη, όπως τα ασπρο­σέ­ντο­να στις αυ­λές. Εκεί, λοι­πόν, πά­νω στην επι­φά­νεια όπου αιώ­νες πριν ένας γε­νειο­φό­ρος άν­δρας ντυ­μέ­νος στα λευ­κά εί­χε περ­πα­τή­σει –ευ­τυ­χώς δεν τα κα­τά­φε­ρε και ο Πέ­τρος και έτσι η πί­στη πα­ρέ­μει­νε για πά­ντα μια υπό­σχε­ση–, σε εκεί­νο το γα­λά­ζιο στρώ­μα του φα­κί­ρη –γε­μά­το πέ­τρες και αχι­νούς και όνει­ρα (ποια πο­νά­νε πε­ρισ­σό­τε­ρο;)–, περ­πα­τού­σε ξα­νά ολόρ­θος ένας γυ­μνός με­λαμ­ψός άν­δρας κρα­τώ­ντας στα χέ­ρια του το κε­φά­λι της Μέ­δου­σας, η πιο θνη­τή γι’ αυ­τό και αιώ­νια. Ο γε­ρό­λυ­κος ψα­ράς του χω­ριού, με γέ­νια πλο­κά­μια και ζά­ρες στο μέ­τω­πο σαν υδά­τι­νους χάρ­τες, σταυ­ρο­κο­πή­θη­κε με το αρι­στε­ρό του χέ­ρι και κά­νο­ντας σαν γάν­τζο το δε­ξί βο­ή­θη­σε τον άν­δρα να ανέ­βει. Εκεί­νος τον κοί­τα­ξε στα μά­τια και εί­πε: «Με λέ­νε Χα­σάν. Ο Ανέ­στης σου ζει».

Σπύ­ρος Αρα­βα­νής



Μικρή Κλίμακα: Σπύρος Αραβανής, Δήμητρα Κατιώνη, Έλσα Κορνέτη, Μιχαήλα Πλιαπλιά


Της ζή­τη­σα να μου πει για τη ζωή της

Της Μα­ρί­ας Μαρ­κό­νι από την Αί­γι­να. Εί­χε ζέ­στη πολ­λή κι έλιω­νε το υπο­βρύ­χιο. Ποια από όλες, με ρώ­τη­σε. Τη θα­λασ­σι­νή, εί­πα. Άνοι­ξε το βι­βλίο των ασυρ­μά­των. Μι­λού­σε και χάι­δευε. Για χά­ρη σου άκου­γα. Επει­δή στο πρώ­το σου μπάρ­κο αγό­ρα­σες την πρώ­τη σου κι­θά­ρα. Δεν τόλ­μη­σα να βά­λω στο στό­μα το κου­τά­λι. Πο­τέ μάλ­λον, σκέ­φτη­κα. Έδω­σα μία στο πο­τή­ρι. Εί­πα στο νε­ρό να πά­ει να σε βρει. Να βά­λεις τα πό­δια σου, να δρο­σι­στείς. Η κυ­ρία Μα­ρία έβγα­λε ένα χαρ­το­μά­ντι­λο από το μα­νί­κι, με σκού­πι­σε ήρε­μα από το τρα­πέ­ζι.

Δή­μη­τρα Κα­τιώ­νη

Επί­πλευ­ση στο νε­ρό

Κάπο­τε οι κά­τοι­κοι του άγριου κό­σμου αι­σθά­νο­νταν ότι εί­χαν μια υπε­ρο­χή απέ­να­ντι στα άλ­λα όντα. Ότι μπο­ρού­σαν να υπε­ρί­πτα­νται, να αιω­ρού­νται, να πε­τά­νε, να δια­κτι­νί­ζο­νται. Αι­σθά­νο­νταν τό­σο τέ­λειοι και χα­ρι­σμα­τι­κοί που δεν χρεια­ζό­ταν να επι­διορ­θω­θούν από τη φα­ντα­σία.
Κά­πο­τε, το θυ­μού­νται κα­λά, ένιω­θαν πως εί­χαν μια αί­σθη­ση υπε­ρο­χής ένα­ντι των άλ­λων όντων, κά­τι που δεν εί­χε ο γλά­ρος για πα­ρά­δειγ­μα, όταν πε­τύ­χαι­νε την πα­ρα­τε­τα­μέ­νη αιώ­ρη­ση στον αέ­ρα και την επί­πλευ­ση στο νε­ρό.
Στην συ­νέ­χεια οι και­ροί έγι­ναν κα­κοί και ανα­πο­δο­γύ­ρι­σαν τον κό­σμο. Οι κά­τοι­κοι του νέ­ου άγριου ανα­πο­δο­γυ­ρι­σμέ­νου κό­σμου ψά­χνο­ντας κά­ποιον να τους αλ­λά­ξει τη ζωή, άρ­χι­σαν να ρί­χνουν επί­μο­νες μα­τιές στο νε­ρό του κα­θρέ­φτη για λύ­σεις μα­γι­κές.
Μα­ζεύ­ο­νταν σε κύ­κλο γύ­ρω από λι­μνού­λες, σι­ντρι­βά­νια και νε­ρό­λακ­κους, όπου έσκυ­βαν και κοι­τού­σαν με έκ­στα­ση τα πρό­σω­πα τους σε κά­τι που έμοια­ζε με κα­θρέ­φτη, αλ­λά δεν ήταν. Άη­χες κι ακί­νη­τες οι στρόγ­γυ­λες επι­φά­νειες έστε­καν ήσυ­χες έχο­ντας αδρα­νο­ποι­ή­σει ό,τι ακού­γε­ται κι ό,τι κι­νεί­ται. Άη­χοι κι ακί­νη­τοι στέ­κο­νταν κι αυ­τοί με τα πρό­σω­πα κολ­λη­μέ­να στον πά­γο, στη γκρι­ζο­γά­λα­νη υφή του νε­ρού.
Ένιω­θαν ότι ήταν το ιδα­νι­κό­τε­ρο μέ­ρος για να κοι­τά­ξεις τον κό­σμο.
Η ζωή φά­ντα­ζε τό­σο πε­ρί­πλο­κη και συγ­χρό­νως τό­σο απλή για να μι­λάς για το τί­πο­τα. Με μά­τια φυ­σα­λί­δες πο­θού­σαν την ανύ­ψω­ση, την έκ­θε­ση στο φως, στη λάμ­ψη, με­τα­βαί­νο­ντας από έναν κό­σμο που ήξε­ραν σ’ έναν κό­σμο που ξα­να­γνώ­ρι­ζαν. Έτσι συ­νέ­χι­σαν να στέ­κο­νται ακί­νη­τοι, αμε­τα­κί­νη­τοι μη θέ­λο­ντας να προ­κα­λέ­σουν την πα­ρα­μι­κρή κί­νη­ση, δό­νη­ση από τον φό­βο ότι άγρια δει­νά με τη μορ­φή θη­ρευ­τών θα τους οσμι­στούν, θα τους ανα­κα­λύ­ψουν και θα τους σκο­τώ­σουν.

Έλ­σα Κορ­νέ­τη


Κα­να­ρί­νι σε γρι-γρι

Είχα­με κι­νή­σει από τις οκτώ και πά­νω που θα έπαιρ­νε να σχη­μα­τί­ζε­ται η νέα σε­λή­νη του Αυ­γού­στου. Λί­γο αρ­γό­τε­ρα γύ­ρω μας έγι­νε σκο­τά­δι, πίσ­σα. Η θά­λασ­σα… μαύ­ρο λά­δι· κα­θρέ­φτης με το που αρά­ξα­με στα ανοι­χτά. Και ησυ­χία. Ο Ουά­χαμπ εί­χε από ώρα σω­πά­σει και απο­κοι­μη­θεί. Μα πώς εί­χε τύ­χει εκεί­νη τη μέ­ρα και κα­νείς μας δεν θυ­μή­θη­κε να κα­λύ­ψει το κλου­βί του με το σκου­ρό­χρω­μο παρ­τά­λι που του ‘χα­με. Όταν ξε­κί­νη­σαν ν’ ανά­βουν οι λά­μπες στα ρο­μπότ, ήρ­θε και μπερ­δεύ­τη­κε φαί­νε­ται το ζω­ντα­νό από το πο­λύ το φως και πριν κα­λά κα­λά προ­λά­βου­με να αμο­λή­σου­με και το τε­λευ­ταίο στη θά­λασ­σα, άρ­χι­σε να κε­λαη­δά­ει όλο και πιο ζω­η­ρά, όλο και πιο με­λω­δι­κά. Ο Άχ­μετ, βα­ρή­κο­ος από γεν­νη­σι­μιού του, θο­ρυ­βή­θη­κε βλέ­πο­ντας τα στό­μα­τά μας να χά­σκουν από μια έκ­πλη­ξη που δεν κα­τά­φε­ρε να αι­σθαν­θεί πα­ρά μό­νο όταν, ακο­λου­θώ­ντας τα βλέμ­μα­τά μας, πλη­σί­α­σε στο που­λί. Να κα­λά­ρου­με κα­τα­με­σής της θά­λασ­σας, μια τέ­τοια νύ­χτα, μου­γκή και θε­ο­σκό­τει­νη υπό τους ακα­τά­παυ­στους ήχους ενός κα­να­ρι­νιού! Ακα­τα­μά­χη­το ήταν κι έτσι αφή­σα­με τον Ουά­χαμπ να συ­νε­χί­σει το τρα­γού­δι του όσο ο Ομάρ, ο λα­μπα­δό­ρος, γλι­στρού­σε ήσυ­χα, σαν να χο­ρεύ­ει, ανά­με­σα στα ρο­μπότ, σβή­νο­ντας μία μία την λά­μπα από το κα­θέ­να, μα­γνη­τί­ζο­ντας τα ψά­ρια κά­τω από το φως της δι­κής του βάρ­κας σαν πρά­ος ποι­μέ­νας. Να έπαι­ξε και ο Ουά­χαμπ κά­ποιο ρό­λο; Τα ψά­ρια μια φο­ρά ήταν τό­σα πολ­λά που σπαρ­τα­ρού­σαν μέ­σα στο νε­ρό απ’ το συ­νω­στι­σμό. Τα βλέ­πα­με να αστρα­πο­βο­λούν στην επι­φά­νεια και από το γρι γρι ακό­μα. Κα­λύ­ψα­με τον Ουά­χαμπ, να ησυ­χά­σει, να κοι­μη­θεί.

Μι­χα­ή­λα Πλια­πλιά


ΑΛΛΑ ΚΕΙΜΕΝΑ ΤΟΥ ΣΥΓΓΡΑΦΕΑ
 

αυτόν το μήνα οι εκδότες προτείνουν: