Μικρή κλίμακα: Αλεξάνδρα Μέξα, Χριστίνα Ντούση, Δήμητρα Παναγιωτοπούλου, Σάκης Σερέφας

H στή­λη αυ­τή προ­τεί­νει κά­θε μή­να σε τρεις-τέσ­σε­ρις συγ­γρα­φείς μια φρά­ση που θα απο­τε­λεί τον τί­τλο ή θα εμπε­ριέ­χε­ται σε ένα αδη­μο­σί­ευ­το πε­ζό κεί­με­νό τους (έως 250 λέ­ξεις). Ενί­ο­τε θα δί­νε­ται και μη ρη­μα­τι­κή ιδέα συγ­γρα­φής. Στό­χος της στή­λης εί­ναι αφε­νός να δη­μιουρ­γη­θεί μια δε­ξα­με­νή συλ­λο­γής πρω­το­γε­νούς υλι­κού και αφε­τέ­ρου μια εν προ­ό­δω χαρ­το­γρά­φη­ση της ελ­λη­νι­κής πε­ρί­πτω­σης στο το­πίο της σύγ­χρο­νης ελ­λη­νι­κής μι­κρο­μυ­θο­πλα­σί­ας.
————————————————————————
Στους τέσ­σε­ρις συγ­γρα­φείς αυ­τού του τεύ­χους έχει δο­θεί η φρά­ση:
«πρώ­τη φο­ρά πλη­ρώ­νω ζι­γκο­λό».

Μικρή κλίμακα: Αλεξάνδρα Μέξα, Χριστίνα Ντούση, Δήμητρα Παναγιωτοπούλου, Σάκης Σερέφας


Φυ­σι­κά κα­τορ­θώ­μα­τα

Πα­ρα­μο­νή Δε­κα­πε­νταύ­γου­στου στέ­κο­μαι όρ­θια στην πα­ρα­λία, τα πό­δια τε­ντω­μέ­να, ανοι­χτά, το νε­ρό από το βρεγ­μέ­νο μα­γιό στά­ζει ανά­με­σά τους, τα χέ­ρια ένα κα­λα­μω­τό σκί­α­στρο μπρος τα μά­τια. Ατε­νί­ζω τον Δη­μή­τρη που σκαρ­φα­λώ­νει στο βου­νό, ντά­λα με­ση­μέ­ρι. Από τη κο­ρυ­φή κου­νά με έντα­ση ένα μα­ντή­λι. Με τα δύο μας παι­διά μέ­σα στη θά­λασ­σα του γνέ­φω κα­θώς επι­στρέ­φει. Εκεί που σκά­ει το κύ­μα, σω­ριά­ζε­ται. Στα εί­κο­σι οχτώ του σφυ­ρί­ζει τη λή­ξη.

Στην τε­λευ­ταία από­πει­ρα για ανα­ζή­τη­ση συ­ντρό­φου ήρ­θα αντι­μέ­τω­πη με μία πλα­στι­κή σα­κού­λα σού­περ μάρ­κετ που μέ­σα της έκρυ­βε ένα ζευ­γά­ρι αν­δρι­κές πα­ντό­φλες. Τις εί­χε φέ­ρει αφού θα περ­νού­σα­με μα­ζί το βρά­δυ. Δε θυ­μά­μαι τί­πο­τα, μό­νο τις μπλε πα­ντό­φλες, σαν κά­ποιος με το ζό­ρι να με μπού­κω­σε στο στό­μα με ένα πα­νί, βε­λού­δι­νης μάλ­λον υφής.

Στα πε­νή­ντα έξι πα­ρα­μέ­νω ελ­κυ­στι­κή. Η γραμ­μή του στή­θους κα­τε­βαί­νει αρυ­τί­δω­τη, δια­γρά­φο­ντας δύο μι­κρά, ασύμ­με­τρα ημι­κύ­κλια, η λε­κά­νη ως σαν να μη χώ­ρε­σε πο­τέ δυο παι­διά, τα πό­δια αδύ­να­τα, οι γλου­τοί εφη­βι­κοί, η κοι­λιά μο­να­δι­κό ση­μά­δι ελά­χι­στης αφθο­νί­ας. Πα­ρό­τι αδύ­να­τη μοιά­ζει να ξε­χει­λί­ζω. Νιώ­θω σα μία ζύ­μη μα­λα­κιά, αφρά­τη. Στιγ­μές, κλεί­νω τα πό­δια μην τυ­χόν πε­ρά­σει αέ­ρας ανά­με­σά τους και μου την ξη­ρά­νει. Μι­λάω αρ­γά, για την ακρί­βεια δε μι­λώ γρή­γο­ρα. Στιγ­μές έχω αι­σθαν­θεί σα να έχω κα­τα­πιεί κά­ποιο πνευ­στό. Τα χα­ρί­σμα­τα αυ­τά δε μοιά­ζει να μπο­ρούν εδώ και χρό­νια να γη­τέ­ψουν έναν σύ­ντρο­φο πε­ριω­πής, αν όντως τε­λι­κά αυ­τό επι­θυ­μού­σα. Ξα­πλώ­νω στο κρε­βά­τι μοι­ρά­ζο­ντας το βά­ρος μου στα μι­κρά καρ­φιά, ανοί­γω τα πό­δια, απλώ­νω τα χέ­ρια, από­ψε για πρώ­τη φο­ρά πλη­ρώ­νω ζι­γκο­λό.

Αλε­ξάν­δρα Μέ­ξα


Εί­χα­με κά­νει μια συμ­φω­νία

Τη συ­νά­ντη­σα σε ένα μπαρ. Τα φώ­τα ήταν χα­μη­λά, έπαι­ζε τζαζ και την στιγ­μή που κά­θι­σα απέ­να­ντί της στη στρογ­γυ­λή μπά­ρα, εκεί­νη πα­ρήγ­γει­λε άλ­λο ένα ουί­σκι. Πα­ρήγ­γει­λα το ίδιο και άνα­ψα τσι­γά­ρο. Ήταν με τις φί­λες της, φο­ρού­σε ένα μαύ­ρο φό­ρε­μα, έπαι­ζε αφη­ρη­μέ­να με τα μαλ­λιά της. Έρι­χνε πί­σω το κε­φά­λι όταν γε­λού­σε, το γέ­λιο της ήταν βρα­χνό και πη­γαίο.
Συγ­χρο­νί­στη­κα στον ρυθ­μό της, αν κι έπι­νε γρή­γο­ρα για τα γού­στα μου. Το κα­λό ουί­σκι θέ­λει ρέ­γου­λα. Ήπια­με την τε­λευ­ταία γου­λιά και φω­νά­ξα­με ταυ­τό­χρο­να στον μπάρ­μαν, «άλ­λο ένα Lagavullin». Με κοί­τα­ξε στα μά­τια και χα­μο­γέ­λα­σε αχνά. Κέ­ρα­σα, αλ­λά από τη θέ­ση μου δεν κου­νή­θη­κα. Φαι­νό­ταν γυ­ναί­κα που ήθε­λε να έχει τον έλεγ­χο. Άφη­σε να τε­λειώ­σει το τρα­γού­δι που έπαι­ζε και με πλη­σί­α­σε με το πο­τό στο χέ­ρι. Εί­χε ωραίο βά­δι­σμα, νω­χε­λι­κό.
Απο­χαι­ρε­τί­σα­με τις φί­λες της, ο μπάρ­μαν μου έκα­νε ένα νεύ­μα επι­δο­κι­μα­σί­ας. «Σπί­τι μου», εί­πε, «θα εί­μα­στε πιο άνε­τα». Έβα­λα το χέ­ρι μου στο γό­να­τό της και με το άλ­λο άλ­λα­ξα τα­χύ­τη­τα.
Τα σε­ντό­νια ήταν από μαύ­ρο σα­τέν, στο κο­μο­δί­νο έκαι­γαν αρω­μα­τι­κά κε­ριά. Άφη­σε το φου­στά­νι να γλι­στρή­σει στους αστρα­γά­λους και απο­κά­λυ­ψε ένα σφι­χτό σώ­μα.

Δεν εί­χα προ­λά­βει να ντυ­θώ, όταν μπή­κε στο δω­μά­τιο ο σύ­ζυ­γος. Κοί­τα­ξε το σφιγ­μέ­νο κα­λώ­διο γύ­ρω απ’ το λαι­μό της. «Πρώ­τη φο­ρά πλη­ρώ­νω ζι­γκο­λό», μου εί­πε σαρ­κα­στι­κά κι έβα­λε στην πα­λά­μη μου ένα μα­σού­ρι χαρ­το­νο­μί­σμα­τα.

Δεν έπρε­πε να με προ­σβά­λει, εί­χα­με κά­νει μια συμ­φω­νία.

Το πτώ­μα της ήταν ωραιό­τε­ρο από το δι­κό του.

Χρι­στί­να Ντού­ση

Κρυ­φτού­λι

Και πά­λι έρ­χε­ται όταν τα φώ­τα στο θά­λα­μο σβή­νουν. Σου κά­νει τζα απ’ το πα­ρά­θυ­ρο και φεύ­γει, σου λέ­ει τζαα κά­τω απ’ το κρε­βά­τι κι εξα­φα­νί­ζε­ται, χτυ­πά­ει την πόρ­τα κα­νο­νι­κά, σου κά­νει τζα­αα και δρό­μο. Κι όταν η νο­σο­κό­μα σου δί­νει το τε­λευ­ταίο χά­πι της ημέ­ρας, έρ­χε­ται πά­λι μου­λω­χτά, τον νιώ­θεις σαν αε­ρά­κι πί­σω σου. Έρ­χε­ται και σε βρί­σκει πά­νω που πας να ησυ­χά­σεις, πά­ντα το βρά­δυ –για­τί τα βρά­δια παί­ζει ο τυ­φλός κρυ­φτού­λι με τον εαυ­τό του–, εκεί που λες θα κλεί­σω βλέ­φα­ρο επι­τέ­λους, να ’τος ξα­νά. Φά­ντης μπα­στού­νι. Σε κοι­τά­ει βα­θιά, αλ­λά για λί­γο. Όσο κρα­τά­ει ένα βλε­φά­ρι­σμα. Και με­τά κα­πνός, την κά­νει μ’ ελα­φρά πη­δη­μα­τά­κια. Κι όμως ξα­να­γυ­ρί­ζει τα με­σά­νυ­χτα. Στέ­κε­ται πά­νω σου, βρω­μο­κο­πά­ει τσι­γα­ρί­λα και οι­νό­πνευ­μα, έτοι­μος να το σκά­σει. Αλ­λά πριν φύ­γει, πριν το σκά­σει πά­λι, σου δί­νει ένα φι­λί όλο σά­λια, η γλώσ­σα του εί­ναι ζε­στή κι έχει τη γεύ­ση της σκου­ριάς. «Μα τι μου κά­νεις;» τον ρω­τάς, «τι λες πως κά­νω...» λέ­ει αυ­τός ψι­θυ­ρι­στά, «τι θες να κά­νεις;» τον ξα­να­ρω­τάς «τι; δε σ’ αρέ­σει;» λέ­ει αυ­τός ψι­θυ­ρι­στά και ξέ­πνοα. «Και η τα­ρί­φα; Πρώ­τη φο­ρά πλη­ρώ­νω ζι­γκο­λό...», του λες εσύ στον ίδιο τό­νο, σα να ’σαι η ηχώ του που έρ­χε­ται από μα­κριά. Και με­τά σιω­πή. Μια σιω­πή γε­μά­τη, μο­νο­κόμ­μα­τη, όλη στο γκρι, χω­ρίς απο­σιω­πη­τι­κά, χω­ρίς λα­μπά­κια νυ­κτός και χα­ρα­μά­δες. «Θα φύ­γεις; Έφυ­γες;» του λες «πού διά­ο­λο πή­γες πά­λι;».

Δή­μη­τρα Πα­να­γιω­το­πού­λου

«Τι σε πλη­ρώ­νω;»

«Φού­λα­ρέ το. Δες και τα λά­στι­χα.»
Η Μπέ­τυ βγαί­νει απ’ το αμά­ξι για τσι­γά­ρο. Η φι­λε­νά­δα κοι­μά­ται στη θέ­ση του συ­νο­δη­γού. Ρο­χα­λί­ζει. Στα ακρό­χει­λα, το σά­λιο σκά­ει σε μπουρ­μπου­λή­θρες που μυ­ρί­ζουν τζα­τζί­κι.
Ολό­σω­μα δι­χτυω­τά καλ­σόν με άνοιγ­μα μπρος-πί­σω. Σα­τέν κορ­μά­κια με άνοιγ­μα μπρος-πί­σω. Δα­ντε­λέ­νια μπρα­ζίλ κι­λο­τά­κια με άνοιγ­μα μό­νο πί­σω. Στρινγκ αυ­το­κι­νή­του με άνοιγ­μα στο κα­βά­λο. Κορ­σέ­δες βι­νυ­λί­ου με λαι­μο­δέ­τη. Στρινγκ αν­δρι­κά με φερ­μουάρ μπρος-πί­σω. Κορ­μά­κια αντρι­κά λά­τεξ με οπή μπρο­στά. Το πορτ πα­γκάζ εί­ναι τί­γκα στο εμπό­ρευ­μα. Η Ντό­ρο­θι εί­ναι μπου­τι­κα­τζού. Βρα­κά­δι­κο πο­λυ­τε­λεί­ας. Με­ρα­κλί­δι­κο. Πε­ρι­φε­ρό­με­νο ανά την επαρ­χία. Τρο­χή­λα­το. Οι κό­ποι μιας ζω­ής, που απο­κτή­θη­καν με ιδρώ­τα. Πά­ρε κό­σμε.

«Έτοι­μη εί­στε, κυ­ρία» ακού­γε­ται αυ­τός.

Η Μπέ­τυ πα­τά­ει τη γό­πα με τη γό­βα και γυ­ρί­ζει να πλη­ρώ­σει.

«Τι σε πλη­ρώ­νω;»
«Τριά­ντα δύο ευ­ρώ».

Το φως της λά­μπας τον φω­τί­ζει πρω­τα­γω­νι­στι­κά, όπως γυρ­νά και την αντι­κρί­ζει γο­να­τι­σμέ­νος μπρος στη ρό­δα. Εξη­ντά­ρης, φα­λα­κρός, εκα­τό­κι­λος.

Η Μπέ­τυ βγά­ζει ένα πε­νη­ντά­ευ­ρο από το πορ­το­φό­λι και του το απευ­θύ­νει. Τό­τε, τον πα­ρα­τη­ρεί με­τω­πι­κά. Φλα­σιές απα­νω­τές κα­τα­κού­τε­λα. Τριά­ντα χρό­νια πριν. Στις ίδιες πιά­τσες θη­τεία. Λό­μπι λου­σά­των ξε­νο­δο­χεί­ων. Αυ­τός, με άψο­γο κο­στού­μι στον πά­γκο του μπαρ, μο­νά­χος, σπα­θά­τος, ντράι μαρ­τί­νι και Ντάν­χιλ, να επο­πτεύ­ει γυ­ρο­σκο­πι­κά την αί­θου­σα, δια­θέ­σι­μος. Δεν αντάλ­λα­ξαν πο­τέ ού­τε μια κου­βέ­ντα.

Ξέ­ρε το, κό­σμε, η Μπέ­τυ δεν ξε­χνά φά­τσες.

«Τα ρέ­στα για την πάρ­τη σου».

Μπαί­νει στο αμά­ξι. Βρο­ντά την πόρ­τα. Η άλ­λη ξυ­πνά.

«Τι έγι­νε, κα­λέ;»
«Α, ρε, κά­τι σκη­νι­κά που έχει η ζωή».
«Τι λες, τώ­ρα;»

Η Μπέ­τυ γυρ­νά­ει το κλει­δί.

«Πρώ­τη μου φο­ρά που πλη­ρώ­νω ζι­γκο­λό, ρε φι­λε­νά­δα».

Σά­κης Σε­ρέ­φας

ΑΛΛΑ ΚΕΙΜΕΝΑ ΤΟΥ ΣΥΓΓΡΑΦΕΑ
 

αυτόν το μήνα οι εκδότες προτείνουν: