Μικρή κλίμακα: Μαρία Γιαγιάννου, Σιδέρης Ντιούδης, Νίκος Παναγιωτόπουλος, Χάρης Ψαρράς

H στή­λη αυ­τή προ­τεί­νει κά­θε μή­να σε τρεις-τέσ­σε­ρις συγ­γρα­φείς μια φρά­ση που θα απο­τε­λεί τον τί­τλο ή θα εμπε­ριέ­χε­ται σε ένα αδη­μο­σί­ευ­το πε­ζό κεί­με­νό τους (έως 250 λέ­ξεις). Ενί­ο­τε δί­νε­ται και μη ρη­μα­τι­κή ιδέα συγ­γρα­φής, μια μου­σι­κή ή μια φω­το­γρα­φία. Στό­χος της στή­λης εί­ναι αφε­νός να δη­μιουρ­γη­θεί μια δε­ξα­με­νή συλ­λο­γής πρω­το­γε­νούς υλι­κού και αφε­τέ­ρου μια εν προ­ό­δω χαρ­το­γρά­φη­ση της ελ­λη­νι­κής πε­ρί­πτω­σης στο το­πίο της σύγ­χρο­νης ελ­λη­νι­κής μι­κρο­μυ­θο­πλα­σί­ας.

————————  ≈ ————————
Στους τέσ­σε­ρις συγ­γρα­φείς αυ­τού του τεύ­χους έχει δο­θεί
η πρω­τό­τυ­πη μου­σι­κή σύν­θε­ση
του Χρή­στου Χρυ­σό­που­λου
με τί­τλο SILTC
21.5.21
————————  ≈ ————————

Μουσικοί. Μικρογραφία από το αγγλικό ψαλτήριο του Ερίκου Η΄(1540)
Μουσικοί. Μικρογραφία από το αγγλικό ψαλτήριο του Ερίκου Η΄(1540)


Η τέ­χνη του ερη­μί­τη

Όλη την υπό­λοι­πη ζωή του ο Που-Λι την έζη­σε ερη­μί­της, σε μια ξύ­λι­νη πα­ρά­γκα στο δά­σος του Τζιτ Κουν Ντο. Με­γά­λο του απω­θη­μέ­νο ήταν ότι, πα­ρό­τι Γκραν μά­στερ των πο­λε­μι­κών τε­χνών, στην ερη­μιά δεν εί­χε κα­νέ­ναν για να πα­λέ­ψει. Ένα από τα μο­να­χι­κά του πρω­ι­νά, κα­θώς έκα­νε δια­τά­σεις ει­σπνέ­ο­ντας βα­θιά, μια ανυ­πό­φο­ρη μυ­ρω­διά γέ­μι­σε τα πνευ­μό­νια του. Όταν το βλέμ­μα του συ­να­ντή­θη­κε με τα διο­γκω­μέ­να της άν­θη δεν μπό­ρε­σε να συ­γκρα­τη­θεί. Αγω­νί­στη­κε μέ­χρι θα­νά­του με μια Αεί­λαν­θο την Υψη­λο­τά­τη, το ιθα­γε­νές Βρoμό­δε­ντρο. Το δέ­ντρο του έρι­ξε βρoμό­ξυ­λο και πριν εκεί­νος αφή­σει την τε­λευ­ταία του πνοή, ψι­θύ­ρι­σε μει­διώ­ντας ει­ρη­νι­κά: «Δά­σος, με νί­κη­σες».

Μα­ρία Για­γιάν­νου

Νε­κρά ρο­λό­για

Στις εν­νέα ακρι­βώς, ο μο­νό­το­νος ήχος δύο ρο­λο­γιών τού άνοι­ξε τα μά­τια και τον ώθη­σε να ση­κω­θεί. Χτυ­πού­σαν πα­ρα­τε­τα­μέ­να και το ένα κά­λυ­πτε το κε­νό του άλ­λου, σαν ένας συ­νε­χής ήχος. Το πρώ­το πράγ­μα που έκα­νε ήταν να τα στα­μα­τή­σει και αφού έψη­σε έναν κα­φέ κά­θι­σε στο τρα­πέ­ζι της κου­ζί­νας και κοί­τα­ξε τι ώρα ήταν.
Εί­χε γε­μί­σει το σπί­τι του με κά­θε λο­γής ρο­λό­για, σε κά­θε δω­μά­τιο, σε κά­θε μι­κρή γω­νιά. Οι λε­πτο­δεί­κτες ήταν μια προ­έ­κτα­ση της ύπαρ­ξής του. Τους άκου­γε και ένιω­θε ασφά­λεια. Αι­σθα­νό­ταν να εγκλω­βί­ζει το κύ­λι­σμα του χρό­νου με το να βλέ­πει και να ελέγ­χει ανά πά­σα στιγ­μή το πέ­ρα­σμά του. Και όταν δεν μπο­ρού­σε να το κά­νει, ένιω­θε να βα­ραί­νει η ανά­σα του, και μια εμπύ­ρε­τη κα­τά­στα­ση να τον κυ­ριεύ­ει. Έλεγ­χε κα­θη­με­ρι­νά την λει­τουρ­γία των δει­κτών και όταν εντό­πι­ζε πρό­βλη­μα, προ­χω­ρού­σε άμε­σα στην επί­λυ­σή του, ώστε να μην δια­τα­ρα­χτεί η ψυ­χο­λο­γι­κή του κα­τά­στα­ση.
Η ση­με­ρι­νή, ήταν μια μέ­ρα υψη­λού κιν­δύ­νου, αφού με­τά το ξύ­πνη­μά του εντό­πι­σε όχι ένα, αλ­λά δύο ρο­λό­για νε­κρά, δί­χως ίχνος ζω­ντά­νιας. Tα απέ­συ­ρε άμε­σα από τον τοί­χο που βρί­σκο­νταν, έκλει­σε την επι­βλη­τι­κή μου­σι­κή που έπαι­ζε στο βά­θος και έσπευ­σε να τα αντι­κα­τα­στή­σει με άλ­λα που εί­χε γι’ αυ­τόν τον σκο­πό. Μό­λις τα το­πο­θέ­τη­σε και δια­πί­στω­σε ότι η με­λω­δία τους του γα­λη­νεύ­ει την ακοή, επα­νήλ­θαν οι παλ­μοί του και άρ­χι­σε η μέ­ρα να επι­στρέ­φει στην κα­νο­νι­κό­τη­τα της.  

Σι­δέ­ρης Ντιού­δης

Προ­ε­τοι­μα­σία για έγκλη­μα

H Κού­λα πί­στευε πως εί­χα­με να κά­νου­με με ψυ­χο­πα­θή δο­λο­φό­νο. Εγώ την κα­θη­σύ­χα­ζα. Μπο­ρεί να γρά­φει μου­σι­κή για κά­να θρί­λερ ο άν­θρω­πος, της έλε­γα. Στις κα­λές της του έκα­νε σκό­ντο – κά­νας ανώ­μα­λος θά ’ναι.
Αυ­τό το ντιν-ντιν-ντιν στον ακά­λυ­πτο κρά­τη­σε κά­να τρί­μη­νο – δυο φο­ρές τη βδο­μά­δα, κα­μιά φο­ρά και μέ­ρα πα­ρά μέ­ρα. Μπο­ρεί και πά­νω από τρί­μη­νο, αλ­λά εγώ εί­χα άλ­λα τό­τε και δεν έδι­να ση­μα­σία. Ήταν η πε­ρί­ο­δος που η Κού­λα κα­θό­ταν σ’ αναμ­μέ­να κάρ­βου­να. Τε­λι­κά μού ζή­τη­σε πέ­ντε μέ­ρες για να μα­ζέ­ψει. Ήθε­λε, λέ­ει, να πά­ρου­με λί­γη από­στα­ση.
Της έκα­να τη χά­ρη.
Όταν γύ­ρι­σα βρή­κα το σπί­τι ρη­μαγ­μέ­νο. Δεν εί­χα φα­ντα­στεί ότι θα τά ’παιρ­νε όλα. Δυο κρυ­στάλ­λι­να πο­τή­ρια άφη­σε πί­σω – της για­γιάς της. Όταν πρω­το­μεί­να­με μα­ζί ήταν έξι. Ασή­κω­το μου φά­νη­κε. Ζή­τη­σα λί­γη άδεια ακό­μα. Το αφε­ντι­κό με έστει­λε.
Χώ­ρια όλα τ’ άλ­λα το σπί­τι έχει γε­μί­σει κά­τι μι­κρά μυ­γά­κια – εί­χε αφή­σει τα σά­πια κρεμ­μύ­δια στο κα­λά­θι…
Προ­σπά­θη­σα να της μι­λή­σω – δεν το ση­κώ­νει. Έστει­λα μη­νύ­μα­τα – δεν απα­ντά­ει. Πή­ρα μια φί­λη της να μά­θω κά­να νέο. Το νέο εί­ναι πως δεν θέ­λει, λέ­ει, να τη φω­νά­ζουν Κού­λα πια. Το έκα­νε Κύ­ρα – από το Κυ­ρια­κή. Ξέ­χα­σέ τη την Κού­λα, μου εί­πε…

Κά­θο­μαι στο σκο­τά­δι με τα κρυ­στάλ­λι­να πο­τή­ρια που μου άφη­σε αμα­νά­τι. Παίρ­νω ένα πι­ρού­νι και προ­σπα­θώ να επα­να­λά­βω το ντιν-ντιν του ακά­λυ­πτου. Άλ­λος ανώ­μα­λος μας βρή­κε, θα λεν οι γεί­το­νες. Στις κα­λές τους… Για­τί μπο­ρεί και να πι­στεύ­ουν πως έχουν να κά­νουν με ψυ­χο­πα­θή δο­λο­φό­νο.

Νί­κος Πα­να­γιω­τό­που­λος

Η αρ­χή του τέ­λους;

Εί­πα πως ήτα­νε κε­λά­η­δι­σμα που­λιού. Που­λί κρυμ­μέ­νο στη μη­λιά. Τον φώ­να­ξα και τ' άκου­σε κι εκεί­νος. «Κε­λά­η­δι­σμα που­λιού, το δί­χως άλ­λο», εί­πε. Αρ­γό­τε­ρα ένιω­σα πως ήταν συ­ριγ­μός αταί­ρια­στου όντος. Στο με­τα­ξύ το τέ­λος εί­χε αρ­χί­σει. Το τέ­λος που δεν έχει τέ­λος. Ακού­με κε­λαη­δί­σμα­τα, συ­ριγ­μούς κι ήχους πολ­λούς, ποι­κιλ­μέ­νους. Δεν μπο­ρού­με να ξε­χω­ρί­σου­με τον έναν απ' τον άλ­λον. Για την ώρα κα­νείς μας δεν έχει κρι­θεί. Κι η σάλ­πιγ­γα δεν έχει ακό­μη ηχή­σει.

Χά­ρης Ψαρ­ράς

ΑΛΛΑ ΚΕΙΜΕΝΑ ΤΟΥ ΣΥΓΓΡΑΦΕΑ
 

αυτόν το μήνα οι εκδότες προτείνουν: