Μικρή κλίμακα: Τζούλια Γκανάσου, Π. Ένιγουεϊ, Κώστας Καβανόζης, Λένα Κιτσοπούλου



H στή­λη αυ­τή προ­τεί­νει κά­θε μή­να σε τρεις-τέσ­σε­ρις συγ­γρα­φείς μια φρά­ση που θα απο­τε­λεί τον τί­τλο ή θα εμπε­ριέ­χε­ται σε ένα αδη­μο­σί­ευ­το πε­ζό κεί­με­νό τους (έως 250 λέ­ξεις). Ενί­ο­τε δί­νε­ται και μη ρη­μα­τι­κή ιδέα συγ­γρα­φής, μια μου­σι­κή ή μια φω­το­γρα­φία. Στό­χος της στή­λης εί­ναι αφε­νός να δη­μιουρ­γη­θεί μια δε­ξα­με­νή συλ­λο­γής πρω­το­γε­νούς υλι­κού και αφε­τέ­ρου μια εν προ­ό­δω χαρ­το­γρά­φη­ση της ελ­λη­νι­κής πε­ρί­πτω­σης στο το­πίο της σύγ­χρο­νης ελ­λη­νι­κής μι­κρο­μυ­θο­πλα­σί­ας.

————————  ≈ ————————
Στους τέσ­σε­ρις συγ­γρα­φείς αυ­τού του τεύ­χους έχει δο­θεί η φρά­ση:

«Οι σει­ρή­νες δεν εξα­φα­νί­στη­καν πο­τέ»
————————  ≈ ————————


Οι σει­ρή­νες δεν εξα­φα­νί­στη­καν πο­τέ

Έφτα­σα, μά­να. Οι σει­ρή­νες από την ιστο­ρία του θα­λασ­σο­πό­ρου που μου έλε­γες, δεν μ’ επη­ρέ­α­σαν τε­λι­κά. Ναι, προ­σευ­χό­μουν, τρα­γου­δού­σα σιω­πη­λά, κά­πο­τε έψελ­να όπως με εί­χες ορ­μη­νεύ­σει. Εί­χα σφα­λί­σει τα αυ­τιά. Όταν μας χώ­ρι­σαν στις βάρ­κες, αυ­τό φώ­να­ξες, πως θα βρε­θού­με στην ακτή. Σε έψα­ξα μα δεν σε βρή­κα που­θε­νά. Εί­δα αν­θρώ­πους στοι­βαγ­μέ­νους σε τσου­βά­λια, παι­διά να κλαί­νε γο­ε­ρά. Στά­θη­κα πλέ­ον στη σει­ρά. Ωστό­σο, κοι­τά­ζω συ­νέ­χεια τα νε­ρά. Δί­πλα μου, μια μαυ­ρο­φο­ρε­μέ­νη γυ­ναί­κα εστιά­ζει τό­σο έντο­να στο πέ­λα­γος που νο­μί­ζω ότι σε βλέ­πει. Την ρώ­τη­σα και απο­κρί­θη­κε πως ναι! Έρ­χε­σαι μα­ζί με τον άντρα και τον γιό της. Ένα ουρ­λια­χτό αντη­χεί στα ξαφ­νι­κά, φω­νές σε γλώσ­σες που δεν γνώ­ρι­σα. Άκου­σες τις σει­ρή­νες, μά­να; Πλά­νε­ψαν τον οδη­γό της βάρ­κας και σας σπά­ρα­ξαν; Ή μή­πως χά­σα­τε τον δρό­μο και πιά­σα­τε αλ­λού στε­ριά… Επέ­στρε­ψες πί­σω στην πα­τρί­δα; Τε­λευ­ταία, άκου­γες τις σει­ρή­νες απ’ τα σύ­νο­ρα ακό­μη κι όταν δεν ηχού­σαν. Φυ­λάς ξα­νά το σπί­τι, μά­να; Θέ­λω να παί­ξω στην αυ­λή. Θα φτιά­ξω το προ­στα­τευ­τι­κό που με­λε­τού­σα και δεν θα μας τρο­μά­ζουν οι οβί­δες, τα φα­ντά­σμα­τα, κα­νείς! Έχω τα ξόρ­κια και τα μά­για. Θέ­λω να επι­στρέ­ψω, μά­να. Δεν εί­ναι όπως φα­ντα­ζό­μα­σταν ετού­τη η ακτή. 

Τζού­λια Γκα­νά­σου

John William Waterhouse: «Ο Ύλας και οι νύμφες» (1896)
John William Waterhouse: «Ο Ύλας και οι νύμφες» (1896)


Ωδή σε Α!

— Οι σει­ρή­νες δεν εξα­φα­νί­στη­καν πο­τέ! Αντι­θέ­τως! ΜΑΣ εξα­φά­νι­σαν! Όλους! Και τε­λευ­ταία, βέ­βαια, την αφε­ντιά μου… Για­τί οι σύ­ντρο­φοι δεν εί­χαν σφί­ξει τα σχοι­νιά και κα­τά­φε­ρα να λυ­θώ, και να στρί­ψω το τι­μό­νι σε έναν ύφα­λο… Ω θε­οί! Τους εί­δα να τους κα­τα­βρο­χθί­ζουν έναν έναν μπρος τα μά­τια μου!

— Α! ξε­φώ­νι­σε ο δη­μο­σιο­γρά­φος.


«Συ­νέ­ντευ­ξη με έναν βρυ­κό­λα­κα – οι “κομ­μέ­νες” σκη­νές»

Π. Ένι­γου­εϊ


Οι Σει­ρή­νες δεν εξα­φα­νί­στη­καν πο­τέ

Πέ­θα­νε στην Αθή­να με­θυ­σμέ­νος. Πε­τά­χτη­κε τρε­κλί­ζο­ντας στο οδό­στρω­μα και τον πά­τη­σε αυ­το­κί­νη­το. Εί­κο­σι πέ­ντε χρό­νια έμε­νε σε μια σπη­λιά πλάι στη θά­λασ­σα. Τον χει­μώ­να ζω­γρά­φι­ζε και σκά­λι­ζε ξύ­λα και το κα­λο­καί­ρι τα χά­ρι­ζε όλα στις όμορ­φες.
Σε κά­ποιο κα­λο­και­ρι­νό γλέ­ντι ανέ­βη­κε και χό­ρευε σε ένα τρα­πέ­ζι. Όπως του χτυ­πού­σε πα­λα­μά­κια μια όμορ­φη, πή­δη­ξε. Τον πέ­τυ­χαν ξη­με­ρώ­μα­τα να βο­γκά­ει με πρη­σμέ­να πό­δια και τον έσυ­ραν ως τη σπη­λιά. 
Μι­λού­σε πο­λύ και με τον και­ρό έπι­νε όλο και πε­ρισ­σό­τε­ρο. Συ­χνά κρα­τού­σε μια πε­τρού­λα στο χέ­ρι του ή φο­ρού­σε ένα λου­λου­δά­κι στο αυ­τί. Τε­λευ­ταία δεν ζω­γρά­φι­ζε ού­τε σκά­λι­ζε ξύ­λα. Κά­τι τον εμπό­δι­ζε, έλε­γε.
Όταν επέ­στρε­ψε στην Αθή­να, η πρώ­ην γυ­ναί­κα του του πα­ρα­χώ­ρη­σε μια απο­θή­κη. Στρί­μω­ξε ένα ράν­τζο δί­πλα από έναν χα­λα­σμέ­νο τόρ­νο βα­ρέ­ος τύ­που και πλά­για­ζε εκεί. Κα­μιά φο­ρά που δεν εί­χε ύπνο, χά­ρα­ζε με το δά­χτυ­λό του τη σκό­νη πά­νω στον τόρ­νο.


Κώ­στας Κα­βα­νό­ζης


Arnold Bοecklin: «Σειρήνες παιχνιδίζοντας» (1886)
Arnold Bοecklin: «Σειρήνες παιχνιδίζοντας» (1886)


Οι μέ­ρες κυ­λού­σαν

Το πρό­βλη­μα ήταν οι νύ­χτες. Στρι­φο­γυρ­νού­σε στο κρε­βά­τι του και τους φώ­να­ζε να τον αφή­σουν ήσυ­χο, αφή­στε με πια, φύ­γε­τε που­τά­νες, κα­ριό­λες, με έχε­τε γα­μή­σει, φύ­γε­τε, τέ­τοια τους έλε­γε και τις εκλι­πα­ρού­σε, μα αυ­τές ήτα­νε με­γά­λες κα­ριό­λες. Και όμορ­φες. Με ωραί­ους κώ­λους. Και βυ­ζιά θα­να­τη­φό­ρα. Η μία ει­δι­κά, η ψη­λή με τα πρά­σι­να μά­τια, εί­χε κο­λα­σμέ­νη ομορ­φιά, κά­τι με­τα­ξύ Μό­νι­κα Μπε­λού­τσι, Σο­φί Μαρ­σώ και Λέα Σεϊ­ντού, απί­στευ­τος συν­δυα­σμός και στα τσι­μπού­κια άστο, άστο, σκέ­τη πα­ρά­νοια, φύ­γε μω­ρή κα­ριό­λα, της φώ­να­ζε αυ­τός, φύ­γε από πά­νω μου κι αυ­τή δώ­στου να τον γλεί­φει και να του κου­νά­ει ταυ­τό­χρο­να το πο­τή­ρι με τα πα­γά­κια, γκλίν­κι γκλίν­κι, μέ­σα στη μού­ρη του, το ουί­σκι το διά­φα­νο, το κε­χρι­μπα­ρέ­νιο αυ­τό θείο πο­τό που στη θέα του και μό­νο σε έπια­νε τρέ­μου­λο, πό­σο μάλ­λον μέ­σα στο χέ­ρι της μου­νά­ρας. Πό­σο να κρα­τη­θεί ο άν­θρω­πος; Και ει­δι­κά αυ­τός; Κι όμως κρα­τή­θη­κε. Τα κα­τά­φε­ρε. Έμει­νε κα­θα­ρός μέ­χρι που πέ­θα­νε. Δυ­στυ­χώς νε­ό­τα­τος, αλ­λά του­λά­χι­στον κα­θα­ρός. Από την ημέ­ρα που το ’κο­ψε δεν ξα­νά­βα­λε γου­λιά στο στό­μα του, όμως οι σει­ρή­νες δεν εξα­φα­νί­στη­καν πο­τέ. Μέ­χρι και το τε­λευ­ταίο του βρά­δυ στο νο­σο­κο­μείο, η μία η κα­ριό­λα, όχι η τύ­που Μό­νι­κα, μια άλ­λη, μία τε­ρά­στια γα­μιό­λα, μία κού­κλα, κά­τι με­τα­ξύ Ού­μα Θέρ­μαν, Μα­ριόν Κο­τι­γιάρ και Τζέ­σι­κα Λανγκ στα νιά­τα της, το τρί­πτυ­χο της από­λυ­της κά­βλας, ανε­βο­κα­τέ­βαι­νε πά­νω στον πού­τσο του γλεί­φο­ντας ένα μπου­κά­λι πα­γω­μέ­νη Belvedere και πα­ρ’ όλα αυ­τά ο κα­κο­μοί­ρης κρα­τή­θη­κε. Πα­ρ’ όλο που δεν εί­χε πια ζωή μπρο­στά του, κρα­τή­θη­κε και δεν ήπιε. Με­γά­λη του μα­λα­κία κα­τά τη γνώ­μη μου.

Λέ­να Κι­τσο­πού­λου

ΑΛΛΑ ΚΕΙΜΕΝΑ ΤΟΥ ΣΥΓΓΡΑΦΕΑ
 

αυτόν το μήνα οι εκδότες προτείνουν: