Ο Ταχτσής και η κλοπή

ΤΑ ΠΡΑΓ­ΜΑ­ΤΑ ΚΑΙ Η ΑΠΩ­ΛΕΙΑ ΤΟΥΣ —

Ο Ταχτσής και η κλοπή

Γε­νά­ρης του ’12. Πρώ­το «επί­ση­μο» ρα­ντε­βού με Τ. κι έχου­με πά­ει στη Ζώ­για στη Βε­νι­ζέ­λου – ήταν σε όρο­φο, τώ­ρα δεν υπάρ­χει πια. Σ’ ολό­κλη­ρο το μα­γα­ζί μό­νο εμείς κι ένα ζευ­γά­ρι ακό­μη πί­σω μας κολ­λη­τά, τα άλ­λα τρα­πε­ζά­κια άδεια – ίσως γι’ αυ­τό και δεν υπάρ­χει πια. Όχι ότι ήτα­νε κα­μιά φω­λιά για πα­ρά­νο­μους έρω­τες –κά­τι συ­ντα­ξιού­χες φι­λό­λο­γοι συ­χνά­ζα­νε εκεί– ήτα­νε όμως από τα λί­γα άκα­πνα μα­γα­ζιά της πό­λης τό­τε και γι’ αυ­τό δεν πή­γαι­νε ο κό­σμος.
Εμείς απέ­να­ντι ο ένας απ’ τον άλ­λον, να συ­ζη­τά­με διά­φο­ρα. Θυ­μά­μαι πως έπαι­ζε ΠΑ­ΟΚ- Ατρό­μη­τος για το κύ­πελ­λο (άρα θα ήτα­νε Τε­τάρ­τη), τα ‘χα­με φά­ει και του ξε­στό­μι­σα τη φρά­ση «καρ­δια­κούς θα μας κά­νει αυ­τός ο ΠΑ­ΟΚ πια» κι εκεί­νος γέ­λα­σε κι έπει­τα σκέ­φτη­κα «θεέ μου τι εί­πα σε άν­θρω­πο που έχει όντως θέ­μα με την καρ­διά του;», αλ­λά εκεί­νος δεν φά­νη­κε να το σκέ­φτε­ται καν. Θυ­μά­μαι ακό­μη τη στιγ­μή που μου έβγα­λε από την τσέ­πη του τε­ρά­στιου μπου­φάν του και μου έδω­σε το Τρί­το Στε­φά­νι του Τα­χτσή. «Στο έφε­ρα για­τί μου θυ­μί­ζει εσέ­να, έτσι μου λες κι εσύ τις ιστο­ρί­ες σου, όπως τις γρά­φει ο Τα­χτσής. Μου λες το πιο ση­μα­ντι­κό προ­σω­πι­κό σου πράγ­μα, κι έπει­τα, μέ­σα σ’ ένα λε­πτό το έχεις τσα­λα­κώ­σει σαν να μην έχει πια ση­μα­σία και το έχεις πε­τά­ξει στα σκου­πί­δια.»

Δεν κα­τά­λα­βα για­τί το εί­πε κι αν όντως το κά­νω αυ­τό, πά­ντως χά­ρη­κα που μου ‘φε­ρε το βι­βλίο – κι ας ήταν δα­νει­κό, το έβα­λα στην εντε­λώς κα­κό­γου­στη (ήτα­νε δώ­ρο!) ζε­βρέ τσά­ντα μου συ­ντρο­φιά με την Ιστο­ρία Θε­ά­τρου της Phyllis Hartnoll και συ­νέ­χι­σα το κόκ­κι­νο τσάι μου.

Όταν ήρ­θε η ώρα να φύ­γου­με, σοκ! Άφα­ντη η τσά­ντα. Που­θε­νά. Άφα­ντος φυ­σι­κά μα­ζί της και ο Τα­χτσής, ε και η Hartnoll απ’ τη δα­νει­στι­κή. Την εί­χαν κλέ­ψει. Οι από πί­σω που ήρ­θαν και κά­θη­σαν κολ­λη­τά μας; Μία κο­πέ­λα που ανέ­βη­κε στον όρο­φο ενός άκα­πνου μα­γα­ζιού και ζή­τη­σε τσι­γά­ρο; Τι ση­μα­σία έχει; Πή­γα­με επι­τό­που μα­ζί να δη­λώ­σου­με την κλο­πή.

«Τι εί­χα­τε μέ­σα στην τσά­ντα;»

«Δύο βι­βλία…»

«Τι πράγ­μα­τα αξί­ας εί­χα­τε μέ­σα στην τσά­ντα;»

«Α, την ψη­φια­κή μου μη­χα­νή, δέ­κα ευ­ρώ, ταυ­τό­τη­τα, αυ­τά...»

Κα­τε­βαί­νο­ντας τις σκά­λες του αστυ­νο­μι­κού τμή­μα­τος Λευ­κού Πύρ­γου γύ­ρι­σα προς τον Τ. και του εί­πα: «μη με πε­ρά­σεις για τρε­λή, αλ­λά πι­στεύω πως ο Τα­χτσής πο­λύ θα δια­σκέ­δα­ζε μ’ αυ­τή μας την πε­ρι­πέ­τεια στο πρώ­το ρα­ντε­βού».

Κι ο Τ. γέ­λα­σε μ’ αυ­τό – κι εσείς αν θέ­λε­τε κα­τα­λά­βε­τε τον Τα­χτσή, κι αν θέ­λε­τε το ρα­ντε­βού μου.


—————
Το όνο­μα της στή­λης εί­ναι εμπνευ­σμέ­νο από τη φρά­ση του David Grossman: «τα βι­βλία εί­ναι το μο­να­δι­κό μέ­ρος στον κό­σμο, όπου μπο­ρούν να συ­νυ­πάρ­χουν τα πράγ­μα­τα και η απώ­λειά τους».

ΑΛΛΑ ΚΕΙΜΕΝΑ ΤΟΥ ΣΥΓΓΡΑΦΕΑ
 

αυτόν το μήνα οι εκδότες προτείνουν: