Μικρή κλίμακα: Μηλέβα Αναστασιάδου, Γιάννης Γορανίτης, Κίμων Θεοδώρου, Ευρυδίκη Νικήτα

H στή­λη αυ­τή θα προ­τεί­νει κά­θε μή­να σε τρεις-τέσ­σε­ρις συγ­γρα­φείς μια φρά­ση που θα απο­τε­λεί τον τί­τλο ή θα εμπε­ριέ­χε­ται σε ένα αδη­μο­σί­ευ­το πε­ζό κεί­με­νό τους (έως 250 λέ­ξεις). Ενί­ο­τε θα δί­νε­ται και μη ρη­μα­τι­κή ιδέα συγ­γρα­φής. Στό­χος της στή­λης εί­ναι αφε­νός να δη­μιουρ­γη­θεί μια δε­ξα­με­νή συλ­λο­γής πρω­το­γε­νούς υλι­κού και αφε­τέ­ρου μια εν προ­ό­δω χαρ­το­γρά­φη­ση της ελ­λη­νι­κής πε­ρί­πτω­σης στο το­πίο της σύγ­χρο­νης ελ­λη­νι­κής μι­κρο­μυ­θο­πλα­σί­ας.

Στους τέσ­σε­ρις συγ­γρα­φείς αυ­τού του τεύ­χους έχει δο­θεί η φρά­ση:
«Aυ­τό δεν εί­ναι τό­πος»


Χάρτης και αλφάβητο της Ουτοπίας, Λέιντεν 1516
Χάρτης και αλφάβητο της Ουτοπίας, Λέιντεν 1516

Ο τόπος που ανήκω

Δεν εί­ναι και­ρός για παι­χνί­δια, μου λέ­ει ο πα­τέ­ρας, κου­νώ­ντας το δά­χτυ­λο, χαϊ­δεύ­ο­ντας με το άλ­λο του χέ­ρι τα μαλ­λιά μου, προ­σπα­θώ­ντας να ακου­στεί πε­ρισ­σό­τε­ρο εν­θαρ­ρυ­ντι­κός πα­ρά επι­κρι­τι­κός. Θέ­λω μό­νο να βλέ­πω τις του­λί­πες να αν­θί­ζουν, να ξα­πλώ­νω δί­πλα τους και να τις φρο­ντί­ζω, αλ­λά τε­λι­κά κά­θο­μαι στην κού­νια της αυ­λής και τα­λα­ντεύ­ο­μαι στο χρό­νο.
Αυ­τός δεν εί­ναι τρό­πος, μου λέ­ει. Σκύ­βω το κε­φά­λι, ανα­γνω­ρί­ζο­ντας την ήτ­τα μου. Με δυ­σκο­λία κρύ­βει την πε­ρι­φρό­νη­σή του. Με ήθε­λε μα­χη­τή, κα­νο­νι­κό στρα­τιώ­τη, έτοι­μο για την επό­με­νη μά­χη. Δεν εί­μαι όμως πα­ρά ένας φρο­ντι­στής λου­λου­διών.
Αυ­τός δεν εί­ναι τό­πος για όνει­ρα, μου λέ­ει. Τα δά­κρυα μου ξέ­φευ­γαν πα­λιά, αλ­λά τώ­ρα οι κραυ­γές μου εί­ναι σιω­πη­λές. Τις κα­τα­πί­νω σαν άγευ­στο φα­γη­τό. Δεν θα γί­νω πο­τέ πιο ικα­νός απ’ όσο εί­μαι τώ­ρα. Έχω αν­θί­σει πια. Όπως οι του­λί­πες στον κή­πο.
Δεν εί­σαι ο γιος που ήθε­λα, εν­νο­εί, χω­ρίς να μι­λά­ει. Θα προ­τι­μού­σα να ξα­πλώ­σω δί­πλα στις του­λί­πες, αλ­λά εί­μαι κα­τα­δι­κα­σμέ­νος να τα­λα­ντεύ­ο­μαι για πά­ντα στην κού­νια της αυ­λής, μπρος πί­σω, ανα­πο­φά­σι­στος, δι­χα­σμέ­νος ανά­με­σα στο χώ­μα και τον ου­ρα­νό. Τού­τος ο χώ­ρος εν­διά­με­σα εί­ναι ο τό­πος που ανή­κω. Κι εκεί­νος κά­θε­ται δί­πλα μου και τα­λα­ντεύ­ε­ται με άλ­λο ρυθ­μό και παίρ­νει φό­ρα για άλ­λη μια φο­ρά, μή­πως αγ­γί­ξει τον ου­ρα­νό, μή­πως φτά­σει τα αστέ­ρια και συ­να­ντή­σει τα φα­ντα­στι­κά του παι­διά.
Δεν εί­ναι ο κό­σμος αυ­τός φτιαγ­μέ­νος για μας, μου λέ­ει ητ­τη­μέ­νος. Συ­νε­χί­ζου­με μα­ζί τα πέ­ρα δώ­θε, χέ­ρι χέ­ρι, κι εκεί­νος κοι­τά­ει πά­ντα ψη­λά, ενώ το βλέμ­μα μου εί­ναι στραμ­μέ­νο κά­τω, στις του­λί­πες.

Μη­λέ­βα Ανα­στα­σιά­δου

Μικρή κλίμακα: Μηλέβα Αναστασιάδου, Γιάννης Γορανίτης, Κίμων Θεοδώρου, Ευρυδίκη Νικήτα

Πού πάνε τα δάκρυα στο διάστημα;

Η Εύα πυ­ρο­δό­τη­σε τις μη­χα­νές. Η τε­λευ­ταία απο­γεί­ω­ση, σκέ­φτη­κε. Η σκέ­ψη αλ­λό­κο­τη, αλ­λά ακρι­βής: επέ­βαι­ναν στο τε­λευ­ταίο σκά­φος που θα εκτο­ξευό­ταν πο­τέ από τη Γη. «Έτοι­μος;» ρώ­τη­σε. Εκεί­νος δεν απά­ντη­σε καν. «Μη φο­βά­σαι, όλα θα πά­νε κα­λά» εί­πε η Εύα. Ξε­κί­νη­σε να με­τρά αντί­στρο­φα – δεν υπήρ­χε άλ­λω­στε κά­ποιος στον πύρ­γο ελέγ­χου. Οι δυο τους εγκα­τέ­λει­παν τε­λευ­ταί­οι το κο­σμο­δρό­μιο. Όσοι δεν εί­χαν εξα­σφα­λί­σει θέ­ση στα δια­στη­μι­κά λε­ω­φο­ρεία, στοι­βά­χτη­καν στα κα­τα­φύ­για. Άλ­λοι για να μη ζή­σουν μό­νοι το τέ­λος, άλ­λοι ανα­μέ­νο­ντας ένα θαύ­μα εξ ου­ρα­νού.
Του ανέ­φε­λου ου­ρα­νού που διέ­σχι­ζε το σκά­φος. Όταν έφτα­σαν στη στρα­τό­σφαι­ρα, ακού­στη­κε για πρώ­τη φο­ρά η φω­νή του στην εν­δο­συ­νεν­νό­η­ση: «Δεν αντέ­χω να βλέ­πω». Η Εύα κοί­τα­ξε φευ­γα­λέα το μό­νι­τορ. Η πύ­ρι­νη σφαί­ρα συ­νέ­χι­ζε την πο­ρεία της προς τον γα­λα­νό πλα­νή­τη με το βρα­χύ μέλ­λον. «Δε θέ­λω να βλέ­πω τον τό­πο μου να χά­νε­ται» συ­νέ­χι­σε εκεί­νος πνί­γο­ντας έναν λυγ­μό. «Δεν εί­ναι αυ­τός ο τό­πος μας» εί­πε η Εύα και τον κοί­τα­ξε κα­τά­μα­τα. «Αυ­τό δεν εί­ναι τό­πος. Σε λί­γο δεν θα υπάρ­χει καν», και έσφι­ξε το πη­δά­λιο.
Εκεί­νος κοί­τα­ξε κά­τω. Αντί απά­ντη­σης, ακού­στη­κε το ανα­φι­λη­τό του. Η βα­ρύ­τη­τα όμως δεν άφη­νε τα δά­κρυα να κυ­λή­σουν. Φώ­λια­ζαν στα μά­τια του σαν υγρές υπο­μνή­σεις της ανε­πα­νόρ­θω­της απώ­λειας. «Μην κοι­τάς πί­σω» εί­πε η Εύα. «Δεν μπο­ρού­με ν’ αλ­λά­ξου­με το πα­ρελ­θόν. Μπο­ρού­με όμως να κα­θο­ρί­σου­με το μέλ­λον. Μπο­ρού­με να ανα­βιώ­σου­με τη ζωή». Του χάι­δε­ψε το μά­γου­λο, και με ένα μα­ντή­λι του έδει­ξε πώς σκου­πί­ζουν τα δά­κρυα στο διά­στη­μα. «Οι δυο μας, Αδάμ. Οι δυο μας».

Γιάν­νης Γο­ρα­νί­της

Μικρή κλίμακα: Μηλέβα Αναστασιάδου, Γιάννης Γορανίτης, Κίμων Θεοδώρου, Ευρυδίκη Νικήτα

Πλαστικογή

Γύ­ρι­σε από­γευ­μα. Φώ­να­ξε το όνο­μά της. Εφτά φο­ρές. Που­θε­νά. Στο τρα­πέ­ζι της κου­ζί­νας μια κάρ­τα μα­γα­ζιού νυ­φι­κών. Μά­λω­σαν άπει­ρες φο­ρές, αυ­τός δεν ήθε­λε γά­μο, αυ­τή ήθε­λε να ζή­σει το όνει­ρο της εκ­κλη­σιάς, έτσι της έλε­γε. Δεν το σκέ­φτη­κε αμέ­σως, αλ­λά την επο­μέ­νη: πέ­ρα­σε από το μα­γα­ζί και την εί­δε να πο­ζά­ρει στα άσπρα ακί­νη­τη. Μπή­κε μέ­σα, έκα­νε φα­σα­ρία, φώ­να­ξαν την αστυ­νο­μία. Τον έβγα­λαν τρε­λό που μι­λού­σε σε μια πλα­στι­κή κού­κλα. Με­τά τα με­σά­νυ­χτα πή­γε ξα­νά, αυ­τή μέ­σα από το τζά­μι. Δεν εν­νο­ού­σα να βρεις τέ­τοια δου­λειά όταν έλε­γα εί­σαι πο­λυ­έ­ξο­δη, άρ­χι­σε να της μι­λά. Σκέ­φτη­κε ότι του το έκα­νε για εκ­δί­κη­ση. Εγώ αν με αγα­πάς θα έρ­χο­μαι, θα σου μι­λώ κά­θε βρά­δυ. Έτσι έγι­νε και πε­ρί­με­νε πό­τε θα του κά­νει νεύ­μα ότι τον θέ­λει για να την κλέ­ψει. Μα δεν έλε­γε να δώ­σει ση­μά­δι, κοι­τού­σε μο­νά­χα πα­γε­ρά, ενί­ο­τε με απο­ρία. Περ­νού­σε ο και­ρός. Έχα­νε την υπο­μο­νή του. Ήξε­ρε ότι τον άκου­γε. Θέ­λεις να κα­τα­λή­ξεις στον κου­κλο­πα­ρά­δει­σο; τη ρώ­τη­σε μια φο­ρά. Εκεί πη­γαί­νουν οι κού­κλες όταν γερ­νούν και τις απο­σύ­ρουν, εί­πε. Εί­ναι μια συ­νοι­κία στις πα­ρυ­φές της πό­λης. Ζουν σε κου­κλό­σπι­τα. Έχουν τη­λε­ό­ρα­ση συν­δρο­μη­τι­κή. Σέρ­νουν κα­ρό­τσια στη λαϊ­κή με λα­στι­χέ­νια φρού­τα. Τις Κυ­ρια­κές κα­λούν πα­ρέα για φα­γη­τό. Δεν εί­ναι αυ­τό τό­πος, μουρ­μού­ρι­σε, δε φτιά­χτη­κε για εμάς η πλα­στι­κο­γή. Κά­νε ένα νεύ­μα και θα σε πά­ρω να φύ­γου­με, οπου­δή­πο­τε. Θα ζή­σου­με εμείς κα­λά και οι άλ­λες κού­κλες κα­λύ­τε­ρα. Κα­θώς συ­νέ­χι­ζε τον καη­μό του, ένα τουρ­του­ρια­σμέ­νο ξη­μέ­ρω­μα, μαρ­μά­ρω­σε κι αυ­τός, από το κρύο. Έμει­νε να στέ­κε­ται στην έξω πλευ­ρά της βι­τρί­νας.

Κί­μων Θε­ο­δώ­ρου

Μικρή κλίμακα: Μηλέβα Αναστασιάδου, Γιάννης Γορανίτης, Κίμων Θεοδώρου, Ευρυδίκη Νικήτα

Αντανάκλαση

Φτά­σα­με ξη­με­ρώ­μα­τα με κα­λό και­ρό. Η αδερ­φή μου, η Δέ­σποι­να, κοι­μό­ταν ακό­μη με το κε­φά­λι στα πό­δια μου, εγώ εί­χα τό­σο πια­στεί στον ελά­χι­στο χώ­ρο με­τα­ξύ του κα­θρέ­φτη και του ξύ­λι­νου αμπα­ριού που δεν τα ένιω­θα. Να ’χε, άρα­γε, ήλιο; Πά­ντως σί­γου­ρα δε φυ­σού­σε, για­τί αλ­λιώς θα μά­ζευα τους εμε­τούς της. Στο σπί­τι εί­χε πά­ντα ήλιο, όπως προ­χτές, πριν αρ­χί­σουν οι φω­τιές, με­τά όλα γκρι, έβη­χαν και ξερ­νού­σαν άν­θρω­ποι και τοί­χοι. Μας έχω­σαν εδώ κά­τω με το ζό­ρι, δεν πρό­λα­βα να πά­ρω ού­τε ρού­χα, ού­τε πα­πού­τσια, αρώ­μα­τα, κο­σμή­μα­τα. Μα τι λέω; Εδώ δεν πή­ρα­με μα­ζί μας τη Θε­ο­δώ­ρα και τη Μα­ρί­τσα, τα πράγ­μα­τα μας μά­ρα­ναν. Μας χώ­ρι­σαν κα­κήν κα­κώς στο λι­μά­νι, δε χω­ρού­σαν άλ­λοι, μα ένα κλα­ρά­κι η κα­θε­μιά ήταν, αγκα­λιά θα τις παίρ­να­με. Έλυ­σαν τους κά­βους κι αυ­τές μάς κοι­τού­σαν που φεύ­γα­με. Η μά­να έτρε­με.
«Θη­σαυ­ρέ μου, την αδερ­φή σου και τα μά­τια σου! Αυ­τός δεν εί­ναι τό­πος πια για κο­ρί­τσια της προ­κο­πής μό­να τους».
«Κι εσύ μα­νού­λα, εσύ, εδώ, κου­λου­ριά­σου μα­ζί μας… Φο­βά­μαι, μά­να. Μά­να, φο­βά­μαι, φο­βά­μαι».
«Σώ­πα, αστέ­ρι μου…».

Κοιμήσου και παρήγγειλα 
Στην Πόλη τα προικιά σου
Στη Σμύρνη τα κοσμήματα
Και τα χρυσαφικά σου

«Έτσι, να κοι­μη­θεί η μι­κρή, θα βρω τον πα­τέ­ρα σας», εί­πε κι εξα­φα­νί­στη­κε στην ξύ­λι­νη σκά­λα του κα­ρα­βιού.

Στα τό­σα σπί­τια που άλ­λα­ξα, πά­ντα μό­νο έναν κα­θρέ­φτη εί­χα­με στο μπά­νιο, στο ύψος του Στρά­του για να ξυ­ρί­ζε­ται. Έφτα­νε που κα­θρε­φτί­ζο­νταν στη μνή­μη μου –μέ­ρα νύ­χτα– δυο ιδρω­μέ­να κλα­ρά­κια μπρο­στά απ’ το κα­μέ­νο φως.

Ευ­ρυ­δί­κη Νι­κή­τα

ΑΛΛΑ ΚΕΙΜΕΝΑ ΤΟΥ ΣΥΓΓΡΑΦΕΑ
 

αυτόν το μήνα οι εκδότες προτείνουν: